Εμφανίστηκε στο εκκλησάκι μας ξαφνικά. Αστεία, λίγο ατημέλητη και, σαν το χριστουγεννιάτικο δέντρο, φορτωμένη σχεδόν ολόκληρη με χρυσά κοσμήματα. Στα αυτιά κρέμονταν ολόκληρα πιατάκια. Τεράστια αλυσίδα στο λαιμό και βραχιόλια με δαχτυλίδια.
– Εδώ βαπτίζουν;
– Ναι. Πού μένετε;
– Μακριά από πόλεις με εκκλησία, – απάντησε, προλαβαίνοντας την επόμενη ερώτηση.
– Το σκέφτεστε σοβαρά;
– Βεβαίως!
– Τότε σας περιμένω για κατηχητική ομιλία, αν δεν αλλάξετε γνώμη.
Ήρθε. Την λέγανε Οξάνα. Την ετοίμαζαν για εγχείρηση κήλης μεσοσπονδυλίου δίσκου στον αυχένα. Όγκος. Φοβόταν. Οποιαδήποτε εγχείρηση είναι σοβαρή, πόσο μάλλον στη νευροχειρουργική.
Παραδέχτηκε με ειλικρίνεια ότι δεν ξέρει και δεν καταλαβαίνει τίποτα απολύτως από χριστιανισμό, αλλά ότι θέλει να είναι με τον Θεό. Παρά τις προειδοποιήσεις μου ότι δεν είναι σίγουρο ότι θα θεραπευόταν και ότι όλα θα έβαιναν καλώς και μάλιστα ότι, μετά τη Βάπτιση, μπορεί και να δυσκόλευαν τα πράγματα, αυτή επέμεινε. Όταν διαπίστωσα την αποφασιστικότητά της, συνέχισα τη συζήτηση και της μίλησα για την ενεργό συμμετοχή στη ζωή της Εκκλησίας, για τον εκκλησιασμό, για τις νηστείες, για τις προσευχές κτλ. Αυτή συμφωνούσε σε όλα. Αμέσως αγόρασε την Καινή Διαθήκη, το προσευχητάρι και βιβλία περί μετανοίας.
– Λοιπόν, τώρα πήγαινε στην Οικοδέσποινα, στην εικόνα της Παναγίας των Ιβήρων και προσευχήσου ώστε όλα να πάνε καλά, και η Βάπτιση και η θεραπεία, – είπα εγώ.
Εκείνη γονάτισε μπροστά στην Πάναγνη. Εγώ ασχολήθηκα με τις δουλειές μου.
Την ημέρα που συμφωνήσαμε για τη Βάπτιση καθόταν μπροστά μου. Μέχρι να περιμένουμε τον παππούλη, η Οξάνα είχε φορέσει τη ρόμπα. Εγώ ανησυχούσα για την αντίδραση του παππούλη μπροστά στα πολλά και ογκώδη κοσμήματα, γι΄αυτό, δεν άντεξα και της πρότεινα να βγάλει όλα τα ογκώδη χρυσά κοσμήματα, για να μην γίνουν τα μάτια του παππούλη όπως τα πιατάκια στα αυτιά της. Αυτή γέλασε και μου εξήγησε ότι το μόνο χρυσό που έχει είναι η βέρα και ότι τα υπόλοιπα είναι μπιζού. Όμως, υπάκουσε και τα έβγαλε όλα για να τα βάλει στην τσάντα της.
Ήρθε ο παππούλης και, αφού της εξήγησε κάποια επιπλέον πράγματα, ξεκίνησε η βάπτιση. Εγώ έγινα σιωπηλή μάρτυρας για τον τρόπο με τον οποίο αυτή η νεαρή γυναίκα δεχόταν το Μεγάλο Μυστήριο. Τα δάκρυα στα μάτια της πρόδιδαν το δέος της. Μπροστά στη μικρή κολυμβήθρα δεν έσκυψε, όπως της ζήτησε ο παππούλης, αλλά έπεσε στα γόνατα. Ο παππούλης προσπάθησε να την σηκώσει, αλλά αυτή έμεινε στην ίδια στάση, όσο την έλουζαν με αγιασμένο νερό. Μετά τη Βάπτιση, αυτή η αναγεννημένη Οξάνα, ακριβέστερα Ξένια, αφού ξεπροβόδισε τον παππούλη, έσπευσε προς τον αρχίατρο με το φόβο ότι είχε αργήσει μιάμιση ώρα. Εγώ το μόνο που πρόλαβα ήταν να της φωνάξω: «Μην ανησυχείς, ο Κύριος θα τα τακτοποιήσει όλα».
Το βράδυ της ίδιας ημέρας εμφανίστηκε στο κατώφλι το ίδιο ξαφνικά, όπως και την πρώτη φορά. Τα δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό της τόσο πολύ που για λίγο η αντίδρασή μου υπήρξε αρνητική και άρχισα να την βομβαρδίζω με ερωτήσεις:
– Τι έγινε; Δεν πρόλαβες το γιατρό; Σε μάλωσαν; Σου αρνήθηκαν την εγχείρηση;
– Όχι.
– Τι έγινε τότε;
– Δεν ξέρω.
– Τι εννοείς δεν ξέρεις;
– Δεν ξέρω τι έγινε. Μου έκαναν μια επαναληπτική εξέταση απεικόνισης πριν ορίσουμε την ημέρα της εγχείρησης. Αν θα ήταν αύριο ή άλλη μέρα.
– Και;
– Δεν βρήκαν τίποτα. Ο γιατρός κοιτούσε την εξέταση και απορούσε.
– Δηλαδή εξαφανίστηκε ο όγκος;
– Ναι!!!
– Και γιατί κλαις;
– Δεν ξέρω.
– Τι λέει τώρα! Ο Κύριος με τις πρεσβείες της Θεομήτορος της φανέρωσε θαύμα, και αυτή κλαίει.
– Τι να κάνω τώρα;
– Πήγαινε στις εικόνες να ευχαριστήσεις! – σχεδόν φώναζα εγώ.
Αυτή γονάτισε και πάλι. Αλλά τώρα ευγνωμονούσε για τη νέα ζωή που της χαρίστηκε, πλέον με τον Θεό.