«Μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσιν την γην» (Μτ. 5: 5), – λέει ο Σωτήρας στην τρίτη εντολή των μακαρισμών.
Η ταπείνωση και η μετάνοια είναι οι δύο πηγές της πραότητας. Η πραότητα είναι ο σκοπός της ταπείνωσης και της μετάνοιας, η αρμονική τους σύνθεση
Η πραότητα βλασταίνει από την Θεία παρηγοριά στο πένθος της μετανοίας, το οποίο με τη σειρά του πηγάζει από την ταπείνωση. Η ταπείνωση και η μετάνοια είναι οι δύο πηγές της πραότητας. Η πραότητα είναι ο σκοπός της ταπείνωσης και της μετάνοιας, η αρμονική τους σύνθεση.
Ο συγχωρεμένος και καθαρισμένος από το κακό άνθρωπος που συνειδητοποιεί πλήρως το πόσο πολύτιμο είναι το δώρο της συνάντησης με τον Θεό, εσωτερικά είναι αδύνατο να κατακρίνει τον άλλον, να συμπεριφέρεται με προκλητικότητα, με υπεροψία και υπερηφάνεια απέναντι στους άλλους συνανθρώπους του. Το μόνο που είναι σε θέση να κάνει είναι να εκτιμάει απεριόριστα το δώρο που πήρε, να φοβάται μην το χάσει και να ευχαριστεί τον Χριστό για το έλεός Του που είναι απέραντο και που του χαρίστηκε χωρίς να το αξίζει.
Όταν μέσα μας, εκτός από το φόβο Θεού και την ευχαριστία προς Αυτόν, μένουν ακόμα κοσμικά ψυχικά αισθήματα, τότε η ταπείνωση και η μετάνοιά μας είναι ατελείς, δεν είναι πλήρεις και δεν έχουν φτάσει ακόμα στο σκοπό τους.
Η πραότητα βρίσκεται στον αντίποδα της αλαζονείας, της τραχύτητας, της έπαρσης. Ο πράος άνθρωπος είναι ταπεινός, σεμνός, τρυφερός, ήσυχος, μειλίχιος. Δε σκέφτεται τον εαυτό του, αλλά σκέφτεται το καλό των άλλων, πιστεύει και ελπίζει όχι στον εαυτό του, αλλά στον Κύριο. Η μνησικακία, η οξυθυμία, ο θυμός, η κακία, η επιθετικότητα σε όλες τις εκφάνσεις της είναι ξένες για τον πράο.
Ο πράος άνθρωπος θεωρεί τον εαυτό του κατώτερο από όλους τους άλλους, ανάξιο κανενός καλού λόγω των αμαρτιών του. Αντίθετα, θεωρεί τον εαυτό του άξιο διάφορων τιμωριών. Γι΄αυτό, πάντα χαίρεται και ευχαριστεί τον Κύριο και τους ανθρώπους για τα πάντα, τόσο για τα καλά όσο και για τα κακά.
«Πάντοτε χαίρετε, – γράφει ο Απόστολος Παύλος. – Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε· τοῦτο γὰρ θέλημα Θεοῦ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ εἰς ὑμᾶς» (Α Θεσσ. 5: 16-8).
Ό, τι και να του συμβαίνει, ο πράος άνθρωπος το δέχεται ως θέλημα Θεού. Είναι αδύνατον να πληγώσει κανείς έναν τέτοιο άνθρωπο, να τον προσβάλει, να τον προκαλέσει σε κάποια επιθετική αντίδραση. Παραδείγματα τέτοιας πραγματικής ευαγγελικής πραότητας συναντάμε συχνά στις σελίδες αρχαίων γεροντικών και σύγχρονων βίων αγίων του Θεού.
Ο δρόμος της πραότητας είναι ο δρόμος της ομοίωσης στον Χριστό, ο Οποίος είναι ο Ίδιος ενσάρκωση, υπόδειγμα, διδάσκαλος και πηγή πραότητας.
«Ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν» (Μτ. 11: 29-30).
Πολλές από τις εντολές της επί του όρους ομιλίας του Χριστού που ακολουθούν τους μακαρισμούς, ουσιαστικά, αποτελούν συγκεκριμενοποίηση, εξήγηση και ανάπτυξη της τριαδικότητας της ταπείνωσης, της μετάνοιας και της πραότητας, κάτι που είναι απολύτως φυσικό και λογικό. Αφού αυτές οι τρείς πρώτες εντολές των μακαρισμών είναι θεμελιώδεις για όλη την ηθική διδασκαλία του Κυρίου. Και η ίδια η αρετή της πραότητας είναι το κλειδί για την κατανόηση πολλών άλλων χριστιανικών αρετών.
Έτσι, ο πράος δε θα ορκίζεται, αλλά την κάθε του λέξη θα την προφέρει με απλότητα και ευθύνη ενώπιον του προσώπου του Θεού:
«Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως· μήτε ἐν τῷ οὐρανῷ, ὅτι θρόνος ἐστὶ τοῦ Θεοῦ· μήτε ἐν τῇ γῇ, ὅτι ὑποπόδιόν ἐστι τῶν ποδῶν αὐτοῦ· μήτε εἰς ῾Ιεροσόλυμα, ὅτι πόλις ἐστὶ τοῦ μεγάλου βασιλέως· μήτε ἐν τῇ κεφαλῇ σου ὀμόσῃς, ὅτι οὐ δύνασαι μίαν τρίχα λευκὴν ἢ μέλαιναν ποιῆσαι. ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὒ οὔ· τὸ δὲ περισσὸν τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστιν (Μτ. 5: 34-37).
Ο πράος δεν αντιστέκεται, όταν οι γύρω του θέλουν να του κάνουν κακό, αφού θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο του καλού:
«Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ· ἀλλ᾿ ὅστις σε ραπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην·» (Μτ. 5: 39).
Ο πράος δεν αντιδικεί με κανέναν, δεν φιλονικεί για το ποιος έχει δίκαιο και ποιος άδικο, δεν ψάχνει δικαιολογίες, αφού θεωρεί τον εαυτό του υπαίτιο για όλα και υπεύθυνο για όλα:
«Καὶ τῷ θέλοντί σοι κριθῆναι καὶ τὸν χιτῶνά σου λαβεῖν, ἄφες αὐτῷ καὶ τὸ ἱμάτιον· καὶ ὅστις σε ἀγγαρεύσει μίλιον ἕν, ὕπαγε μετ᾿ αὐτοῦ δύο·» (Μτ. 5: 40-41).
Ο πράος προσπαθεί πάντα και προς όλους να κάνει το καλό και δεν αρνείται να προσφέρει βοήθεια σε αυτούς που έχουν ανάγκη, αφού θεωρεί ότι χρωστάει στους πάντες:
«Τῷ αἰτοῦντί σε δίδου καὶ τὸν θέλοντα ἀπὸ σοῦ δανείσασθαι μὴ ἀποστραφῇς» (Μτ. 5: 42).
Ο πράος πιστεύει ότι, μέσα από κάθε άνθρωπο που του ζητάει βοήθεια, είναι ο Ίδιος ο Χριστός που απευθύνεται σε αυτόν
Ο πράος πιστεύει ότι, μέσα από κάθε άνθρωπο που του ζητάει βοήθεια, είναι ο Ίδιος ο Χριστός που απευθύνεται σε αυτόν:
«Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Μτ. 25: 40).
Ο πράος τους αγαπά όλους ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο αυτοί τον αντιμετωπίζουν:
«Ηκούσατε ὅτι ἐρρέθη, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου καὶ μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου. ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς, ὅπως γένησθε υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους (Μτ. 5: 43-45).
Μια τέτοια αγάπη προς όλους ανεξαιρέτως αποτελεί το υπόδειγμα της τέλειας θείας αγάπης, της αγάπης που μας κάνει να ομοιάζουμε στον Θεό και που μας κάνει τέκνα Του.
«῎Εσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν» (Μτ. 5: 48).
Η προσευχή και η ελεημοσύνη του πράου πάνε πάντα χέρι-χέρι. Είναι πάντα ταπεινές, σεμνές, απλές, μυστικές, όχι φωναχτές, χωρίς επίδειξη, υπεροχή και καύχημα:
«Σοῦ δὲ ποιοῦντος ἐλεημοσύνην μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου, ὅπως ᾖ σου ἡ ἐλεημοσύνη ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ. Καὶ ὅταν προσεύχῃ, οὐκ ἔσῃ ὥσπερ οἱ ὑποκριταί, ὅτι φιλοῦσιν ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ ἐν ταῖς γωνίαις τῶν πλατειῶν ἑστῶτες προσεύχεσθαι, ὅπως ἂν φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. Σὺ δὲ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τὸν ταμιεῖόν σου, καὶ κλείσας τὴν θύραν σου πρόσευξαι τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ. Προσευχόμενοι δὲ μὴ βαττολογήσητε ὥσπερ οἱ ἐθνικοί· δοκοῦσι γὰρ ὅτι ἐν τῇ πολυλογίᾳ αὐτῶν εἰσακουσθήσονται. μὴ οὖν ὁμοιωθῆτε αὐτοῖς· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὧν χρείαν ἔχετε πρὸ τοῦ ὑμᾶς αἰτῆσαι αὐτόν» (Μτ. 6: 3-8).
Η αληθινή ελεημοσύνη και η αληθινή προσευχή εκπηγάζουν από την ταπείνωση και την πραότητα, εμπνέονται εξ ολοκλήρου από αυτές και, γι΄αυτό, είναι απολύτως αντίθετες προς την φιλαυτία, την κενοδοξία και την υπερηφάνεια, πάνω στις οποίες κτίζονται στο σύγχρονο κόσμο ολόκληροι τομείς της κοινωνικής ζωής: τα θεάματα, η διαφήμιση, οι δημόσιες σχέσεις.
Ο πράος, όσο ζει ακόμα σε αυτόν τον κόσμο, ζει ήδη μια άλλη, πνευματική, ουράνια, θεία πραγματικότητα. Ο τρόπος ζωής του είναι εντελώς αντίθετος προς τον τρόπο ζωής των κοσμικών ανθρώπων. Γι΄αυτό, εκλαμβάνεται από αυτούς ως ξένος, εχθρικός, ανώμαλος, άμυαλος, τρελός, ηλίθιος. Για το συγκεκριμένο θέμα έγραψε στον καιρό του και ο Φιόντορ Ντοσκογιέφσκι. Το μυθιστόρημά του «Ο ηλίθιος», ουσιαστικά, είναι η καλλιτεχνική έκφραση του φαινομένου της ευαγγελικής σαλότητας, η οποία βρίσκεται σε ανειρήνευτη σύγκρουση με την πεπτωκυΐα γήινη πραγματικότητα.
Γι΄αυτό, οι αληθινοί ακόλουθοι του Χριστού πάντα γελοιοποιούνται, προσβάλλονται, διώκονται, μισούνται, όπως και δάσκαλός τους, ο Χριστός, ο Οποίος έλεγε:
«Εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἂν τὸ ἴδιον ἐφίλει· ὅτι δὲ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ' ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διὰ τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος… εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν» (Ιω. 15: 19-20, βλ. Ιω. 17: 14).
Για όλα αυτά ο Απόστολος Παύλος προετοίμαζε τους χριστιανούς:
«Καὶ πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ διωχθήσονται» (Β΄ Τιμ. 3: 12).
Αυτό πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε, να μην πλανόμαστε και να μην περιμένουμε κάτι άλλο.
Για τον άφρονα κόσμο οι χριστιανικές αρετές της ταπείνωσης, της μετάνοιας και της πραότητας είναι μωρία. Για τους χριστιανούς, όμως, πραγματική μωρία είναι η υπερήφανη σοφία του αιώνα τούτου: «Ἡ γὰρ σοφία τοῦ κόσμου τούτου μωρία παρὰ τῷ Θεῷ ἐστι» (Α΄Κορ. 3: 19). Ανάμεσα στην κοσμική και την χριστιανική συνείδηση δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρχει συμφωνία. Είναι απολύτως εχθρικές η μια προς την άλλη. Γι΄αυτό, οι χριστιανοί, όσο ζουν σε αυτόν τον κόσμο, αποδέχονται τη συνειδητή εκούσια μωρία ή σαλότητα για χάρη της υπακοής στον Χριστό.
«Μηδεὶς ἑαυτὸν ἐξαπατάτω· – γράφει ο Απόστολος Παύλος, – εἴ τις δοκεῖ σοφὸς εἶναι ἐν ὑμῖν ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, μωρὸς γενέσθω, ἵνα γένηται σοφός (Α΄Κορ. 3: 18).
Για τον κόσμο η μωρία των χριστιανών συνίσταται στο ότι οι χριστιανοί απορρίπτουν και προσπαθούν να εκριζώσουν πλήρως μέσα τους την ίδια τη βαθιά ψυχολογική βάση αυτού του κόσμου, που είναι η φιλαυτία και η υπερηφάνεια με όλες τις αμαρτωλές εκφάνσεις τους. Η Βασιλεία του Θεού, η οποία εγκαθίσταται μέσα στον πιστό, βασίζεται στο νόμο της ταπείνωσης και της πραότητας. Η δε βασιλεία του κόσμου τούτου κτίζεται με το νόμο της φιλαυτίας και της υπερηφάνειας που καθορίζει την πάλη για επιβίωση, για απόκτηση, για υπεροχή και για την εξουσία του ενός επί του άλλου.
Ο φιλόσοφος θεομάχος Φρίντριχ Νίτσε αποκαλούσε αυτό το νόμο «βούληση για εξουσία», θεωρώντας τον κύρια κινητήρια δύναμη του ανθρώπινου πολιτισμού. Σε αυτή τη βάση, επίσης, διακήρυσσε το «θάνατο του Θεού» στη συνείδηση του δυτικού πολιτισμού. Όπως διαπιστώνουμε, η πίσω όψη της εγωιστικής αυτοεπιβεβαίωσης είναι η αθεΐα και η θεομαχία, που προκύπτουν ως λογική συνέπεια από αυτήν.
«Ο Θεός πέθανε!» - βροντόφωνα ανακήρυττε ο Νίτσε, αλλά τελικά ο ίδιος τρελάθηκε και πέθανε. Όντας γιος λουθηρανού πάστορα, έλαβε καλή χριστιανική εκπαίδευση, αλλά στη συνέχεια αρνήθηκε τον Χριστό, έγινε φανατικός εχθρός Του και βλάσφημος. Αυτή η απόρριψη τελικά τον οδήγησε στην τρέλα, στην παραφροσύνη, με την κυριολεκτική ιατρική σημασία της λέξης. Ως εκ τούτου, η ζωή του Νίτσε είναι ένα πειστικότατο παράδειγμα της βιβλικής σχέσης ανάμεσα στον αθεϊσμό και την τρέλα: «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός» (Ψαλ. 13: 1).
Η άρνηση του Θεού μέχρι το τέλος, οδηγεί τον άνθρωπο στην άρνηση του εαυτού του. Είναι θεμελιώδης νόμος της πνευματικής ζωής. Η άρνηση του Θεού οδηγεί στην άρνηση του εαυτού που συχνά εκδηλώνεται με αυτοχειρία. Αυτήν την ευθεία σχέση ανάμεσα στην αθεΐα και την απανθρωπιά, ανάμεσα στον αθεϊσμό και την αυτοκτονία ανέπτυξε και περιέγραψε ευφυέστατα ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, όπως για παράδειγμα, στα μυθιστορήματά του «Οι Δαιμονισμένοι», «Αδελφοί Καραμαζόφ» και στη διήγηση «Το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου».
«Ο θάνατος του Θεού» σήμαινε για τον Νίτσε το τέλος της παραδοσιακής χριστιανικής ηθικής της πραότητας και της αγάπης. Αντί για την ταπείνωση, σύμφωνα με τον Νίτσε, πρέπει να βασιλεύσει η υπερηφάνεια και αντί για την μετάνοια η αυτοδικαίωση, η αυθαιρεσία και η ιδιοβουλία, πέρα από τα όρια του καλού και του κακού, αντί για την πραότητα η βούληση για εξουσία, αντί για αγάπη το δίκαιο του δυνατού και η αμείλικτη αυτοεπιβεβαίωση. Η βούληση για εξουσία χωρίς περιορισμούς πρέπει να οδηγήσει στο τέλος στην εμφάνιση του νέου ανθρώπου, του υπερανθρώπου, του αντίχριστου, ο οποίος αγαπάει τον εαυτό του και μόνο τον εαυτό του, ο οποίος αναγνωρίζει μόνο τη δική του βούληση και την εξουσία του πάνω στον κόσμο.
«Ο μοναδικός σκοπός της ζωής είναι ο υπεράνθρωπος… Όσο πιο ελεύθερο και δυνατό είναι ένα άτομο, τόσο πιο απαιτητικό είναι στην αγάπη. Τέλος, διψάει να γίνει υπεράνθρωπος, επειδή όλα τα άλλα δεν μπορούν να κορέσουν την αγάπη του», - έγραφε ο Νίτσε.
Ο Χριστός, όμως, μιλάει για τελείως αντίθετα πράγματα: ο δρόμος για την εξουσία πάνω στη γη δε βρίσκεται στην εγωιστική αυτοεπιβεβαίωση και στην πάλη για επιβίωση, αλλά στην πραότητα και στην αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον.
Το έπαθλο από τον Κύριο για την πραότητα είναι η κληρονομιά της γης. Ως «γη», σύμφωνα με την ερμηνεία των αγίων πατέρων, νοείται όλος ο κτιστός κόσμος
Το έπαθλο από τον Κύριο για την πραότητα είναι η κληρονομιά της γης. Ως «γη», σύμφωνα με την ερμηνεία των αγίων πατέρων, νοείται όλος ο κτιστός κόσμος. Οι πράοι κληρονομούν τη γη και στην παρούσα ζωή και στη μέλλουσα, αφού αυτοί και στη μια και στην άλλη είναι ενωμένοι με τον Κύριο, τον Βασιλέα του Ουρανού και της Γης. Η πνευματική τους εξουσία δε φαίνεται σε όλους ακόμα, αλλά μόνο σε όσους είναι φωτισμένοι με τη χάρη. Στη μέλλουσα ζωή δε, στη Δεύτερη Παρουσία του Σωτήρος, οι πράοι της οικουμένης θα φανερωθούν σε όλους:
«Ὑμεῖς δέ ἐστε οἱ διαμεμενηκότες μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τοῖς πειρασμοῖς μου· κἀγὼ διατίθεμαι ὑμῖν καθὼς διέθετό μοι ὁ πατήρ μου βασιλείαν, ἵνα ἐσθίητε καὶ πίνητε ἐπὶ τῆς τραπέζης μου ἐν τῇ βασιλείᾳ μου, καὶ καθίσεσθε ἐπὶ θρόνων κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ ᾿Ισραήλ» (Λκ. 22: 28-30).
Αυτή είναι η υπόσχεση του Θεού. Τη γη, στο τέλος, θα την κληρονομήσουν όσοι αρνήθηκαν πλήρως την κοσμική πάλη για να την κατακτήσουν, όσοι αναγνώρισαν ότι δεν την κατέχουν οι ίδιοι, αλλά ο Θεός ο Κτίστης, όσοι δεν αξιώνουν τίποτα, δεν πολεμάνε για τίποτα, όσοι δηλαδή εναποθέτουν τα πάντα στο θέλημα του Θεού. Σε αυτούς τους αληθινούς δούλους του Θεού ο Κύριος θα εμπιστευτεί τη διοίκηση της κτίσης Του στην Ουράνια Βασιλεία Του.
Ο πράος άνθρωπος είναι δούλος του Θεού. Δεν έχει δικό του ιδιαίτερο θέλημα, αλλά το θέλημά του εναρμονίζεται πλήρως με το θέλημα του Θεού, ενώνεται με αυτό κατ΄εικόνα της ένωσης του ανθρώπινου και του θείου θελήματος στο Χριστό, δηλαδή, ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως.
Ως εκ τούτου, η εντολή της πραότητας δεν έχει μόνο ιστορική, αλλά έχει και αποκαλυπτική διάσταση. Προσελκύει την προσοχή μας τόσο στην τωρινή, όσο και στη μέλλουσα, τόσο στην Πρώτη ταπεινή, όσο και στη Δεύτερη δοξασμένη Έλευση του Κυρίου. Επικεντρώνει την προσοχή μας στην ανάσταση των νεκρών και στη ζωή του μέλλοντος αιώνα. Στον μέλλοντα αιώνα της Βασιλείας του Ουρανού οι πράοι θα είναι εκείνοι που θα αναλάβουν τη διοίκηση της νέας κτίσης του Κυρίου. Εκείνοι που σε αυτόν τον κόσμο ήταν έσχατοι, εκεί, στη Βασιλεία του Χριστού, θα είναι πρώτοι κατά το ρηθέν Του:
«Οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι» (Μτ. 20: 16).
Ο πράος, όντας σωματικά ακόμα εδώ, στη γη, με την ψυχή του ήδη ζει σε έναν άλλο, μέλλοντα ουράνιο κόσμο, στο νέο ουρανό και στη νέα γη (Αποκ. 21: 1), όπου το παν και στα πάντα είναι ο Χριστός (πρβλ. Α΄Κορ. 15: 28). Οι πράοι, όσο ακόμα είναι στη γη, ομολογούν ότι η αληθινή εξουσία προέρχεται από τον Κύριο και όχι από τους ανθρώπους. Ο κόσμος ζει με το δίκαιο του ισχυρού. Το πιστεύω του είναι: «Όποιος είναι πιο δυνατός, αυτός έχει δίκαιο». Η Βασιλεία του Θεού ζει με την ευθύνη των πράων και των ταπεινών ενώπιον του Θεού. Ο πράος βασίζεται ολοκληρωτικά στο θέλημα του Θεού, αρνούμενος πλήρως το δικό του θέλημα. Ο πράος αρνείται τα δικαιώματά του και τις ελευθερίες του, την προσωπική του δικαίωση, επιλέγοντας το καθήκον, την ευθύνη, τη διακονία του Θεού του Παντοκράτορος.
Η τριάδα της ταπείνωσης, της μετάνοιας και της πραότητας βρίσκεται στον αντίποδα της στάσης ζωής που σήμερα την ονομάζουμε ανθρωποκεντρική, εγωιστική, ουμανιστική, φιλελεύθερη. Το Ευαγγέλιο του Χριστού δε μιλάει για το μεγαλείο και την αξία του ανθρώπου αυτού καθαυτού, για τα αυτόνομα, τα φυσικά δικαιώματα και τις ελευθερίες του, για την ύψιστη, σχεδόν απόλυτη αξία τους.
Οι φιλελεύθερες αξίες είναι αξίες του κόσμου τούτου, ζυμωμένες με την προζύμη της φιλαυτίας, της υπερηφάνειας, της κενοδοξίας, της πορνείας, της αργυροφιλίας και της εξουσιοφιλίας. Είναι επί της αρχής αντίθετες στις αξίες του Ευαγγελίου του Χριστού.
Στις τρείς πρώτες εντολές των μακαρισμών ο Κύριος, ουσιαστικά, καλεί τον άνθρωπο να απαρνηθεί τα προσωπικά του δικαιώματα και ελευθερίες, να ταπεινωθεί μπροστά στο θέλημα του Θεού, να ομολογήσει τον εαυτό του ανάξιο των όποιων αγαθών, να συνειδητοποιήσει την πλήρη εξάρτησή του από τον Θεό, να πάρει επάνω του το ζυγό της διακονίας του Θεού και του πλησίον, να απαρνηθεί τον εαυτό του για τον Κύριο, σύμφωνα με την πρώτη εντολή Του:
«Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου» (Μκ. 12: 30).
Ο πράος ζει πνευματική χαρισματική αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον. Η αληθινή αγάπη είναι πράα.
Η πραότητα, μαζί με την ταπείνωση και τη μετάνοια, είναι η ένδειξη, το κριτήριο και το μέτρο της αληθινής αγάπης
«Η ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει (Α΄ Κορ. 13: 4-7).
Η πραότητα, μαζί με την ταπείνωση και τη μετάνοια, είναι η ένδειξη, το κριτήριο και το μέτρο της αληθινής αγάπης.