Πρόσωπα της Ιεράς Μονής των Σπηλαίων του Πσκωφ
Κατά τη διάρκεια των πιο σοβαρών σοβιετικών διωγμών του 20ού αιώνα, παρέμεινε το μοναδικό ανδρικό μοναστήρι της ΕΣΣΔ, που δεν έκλεισαν οι Μπολσεβίκοι.
Ιστορικά και κανονικά ερείσματα ενότητας της Ρωσικής Εκκλησίας
Тου Καθηγητή της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας,Ιερέα Μηχαήλ Ζελτόφ.
Λιτανεία προς τιμήν του Αγίου Ειρηνάρχου του Εγκλείστου 2019
Οι προσκυνητές καλύπτουν περίπου 70 χιλομέτρα τις πρώτες τέσσερις μέρες και διανυκτερεύουν δίπλα σε ανακαινιζόμενες εκκλησίες
Μητροπολίτης Ονούφριος μιλά για την πορεία της κανονικής Ορθοδοξίας στην Ουκρανία
Το Τμήμα Πληροφοριών και Μορφώσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας δημοσίευσε τη συνέντευξη του Μακαριωτάτου Μητροπολίτου Κιέβου και πάσης Ουκρανίας κ.κ. Ονουφρίου στο περιοδικό «Pastyr i pastva» («Ο Ποιμένας και το ποίμνιο»).

Παναγία ἡ Κασσιωπία

Στά 1530, στή βενετοκρατούμενη Κέρκυρα, ἕνας τίμιος νέος, ὁ Στέφανος, γύριζε κάποια μέρα ἀπό τήν πόλη στό χωριό του.

Στόν δρόμο συνάντησε κι ἄλλους ὁδοιπόρους, κι ἔτσι βάδιζαν ὅλοι μαζί συντροφιά. Κάποια στιγμή διέκριναν μακριά μερικούς νεαρούς, πού μετέφεραν ἀλεύρι ἀπό τόν μύλο. Ἡ παρέα τοῦ Στέφανου μπῆκε σέ πειρασμό.

– Δέν τούς κλέβουμε τό ἀλεύρι; εἶπαν μεταξύ τους. Κανείς δέν μᾶς βλέπει. Θά τό μοιραστοῦμε καί θά τό μεταφέρουμε στά σπίτια μας.

Ὅλοι συμφώνησαν, ἐκτός ἀπό τόν Στέφανο.

– Εἶναι ἁμαρτία! διαμαρτυρήθηκε. Κι ὕστερα, δέν θά ξεφύγουμε τή δικαιοσύνη. Θά τιμωρηθοῦμε σάν ληστές καί κακοποιοί.

Ἐκεῖνοι ὅμως ἦταν ἀποφασισμένοι. Κι ὅταν πλησίασε ἡ λεία τους, ἐπιτέθηκαν στά παιδιά, τά ἔδειραν και ἅρπαξαν τό ἀλεύρι.

Οἱ νεαροί, δαρμένοι καί κακοποιημένοι, πῆγαν στά σπίτια τους καί διηγήθηκαν τό ἐπεισόδιο. Ὕστερα εἰδοποίησαν τόν διοικητή, τόν Σίμωνα Μπάιλο, κι ἐκεῖνος ἔστειλε στρατιῶτες γιά νά συλλάβουν τούς κακοποιούς. Οἱ στρατιῶτες συνέλαβαν σάν ὕποπτο μόνο τόν Στέφανο, γιατί οἱ ἄλλοι εἶχαν ἐξαφανιστεῖ. Ἐκεῖνος βάδιζε ἀμέριμνος, ἔχοντας πεποίθηση στήν ἀθωότητά του. Ἀπολογήθηκε στούς στρατιῶτες μέ εἰλικρίνεια, ἀλλά δέν τόν πίστεψαν. Τόν ἔδεσαν καί τόν ἔκλεισαν στή φυλακή.

Ὅταν τόν ὁδήγησαν στόν κριτή, ὁμολόγησε πάλι τήν ἀλήθεια:

– Βάδιζα μέ τούς ληστές, ἀλλά μέρος στή ληστεία δέν ἔλαβα. Ἄδικα μέ κατηγορεῖτε.

Ὁ δικαστής ὅμως δέν τόν πίστεψε και τόν καταδίκασε.

– Ποιά τιμωρία προτιμᾶς, τόν ρώτησε, νά σοῦ κόψουν τά χέρια ἤ να σοῦ βγάλουν τά μάτια;

Κι ἐκεῖνος, περίλυπτος, προτίμησε τή δεύτερη, γιατί τοῦ φάνηκε λιγότερο ὀδυνηρή.

Μέ θρήνους καί ὀδυρμούς ὁδηγήθηκε στόν τόπο τῆς καταδίκης, ὅπου ἐκτελέστηκε ἡ φοβερή ἀπόφαση.

Ὁ Στέφανος τώρα, ἀνίκανος γιά μετακινήσεις, χειραγωγεῖται ἀπό τή μητέρα του. Δεκαοχτώ μίλια ἀπό τήν πρωτεύουσα τοῦ νησιοῦ ἦταν χτισμένη ἡ παραθαλάσσια πόλη Κασσιώπη. Ἦταν γνωστή γιά ἕνα ναό τῆς Θεοτόκου, ἀπό τόν ὁποῖο περνοῦσε πλῆθος λαοῦ καί προσκυνοῦσαν τή θαυματουργή της εἰκόνα.

Ὁ Στέφανος ἀποφασίζει καί πηγαίνει στήν πόλη αὐτή. Θά μένει στόν ναό τῆς Θεοτόκου καί θά ζητᾶ ἐλεημοσύνη ἀπό τούς φιλανθρώπους. Προσκύνησε μέ τή μητέρα του τή θαυματουργή εἰκόνα καί παρακάλεσε τόν διακονητή μοναχό νά τοῦ παραχωρήσει ἕνα κελλάκι γιά τή διαμονή του.

Τήν πρώτη βραδιά ἔμειναν μέσα στήν ἐκκλησία. Ἡ μητέρας του, κατάκοπη, κοιμήθηκε ἀμέσως. Ὁ ἴδιος ὅμως δέν μποροῦσε νά ἡσυχάσει ἀπό τούς πόνους.

Κάποια στιγμή τόν πῆρε ἕνας ὕπνος ἐλαφρός. Νοιώθει τότε δυό χέρια νά τόν ἀκουμποῦν καί νά ψηλαφοῦν τίς κόγχες τῶν ματιῶν του. Ἦταν τόσο αἰσθητό, ὥστε ξύπνησε ἀμέσως καί ἀναρωτιόταν ποιός νά τόν εἶχε ἀγγίξει.

Καί τότε βλέπει μπροστά του μιά γυναίκα λαμπροφορεμένη καί λουσμένη στό φῶς. Στάθηκε λίγο κι ὕστερα ἐξαφανίστηκε. Γυρίζει ὁ Στέφανος καί βλέπει τά καντήλια ἀναμμένα. Ξυπνάει τή μητέρα του καί τή ρωτάει:

– Ποιός ἄναψε τά καντήλια;

– Σώπα καί κοιμήσου, τοῦ λέει ἐκείνη, νομίζοντας πώς τό παιδί της ὀνειρεύεται.    

Ἐκεῖνος ὅμως ἐπέμενε:

– Βλέπω τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Δέν εἶναι φαντασίες αὐτά πού σοῦ λέω!

Τότε ἡ μητέρα ἀνασηκώθηκε καί κοίταξε μέ ἀνησυχία καί λαχτάρα τό πρόσωπό του. Ναί, δέν τήν ἀπατοῦσαν τά μάτια της. Ζοῦσε τή στιγμή ἐκείνη ἕνα ὁλοζώντανο θαῦμα: Οἱ κόγχες τοῦ παιδιοῦ της στολίζονταν ἀπό δύο γαλανά μάτια! Ἐνῶ, πρίν τήν τύφλωση, τά μάτια τοῦ Στέφανου ἦταν μαῦρα!

Ἀμέσως, μητέρα καί γιός εὐχαρίστησαν μέ δάκρυα χαρᾶς τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο γιά τή γρήγορη ἐπέμβασή της.

Ἀπό τόν θόρυβο πῆρε εἴδηση ὁ νεωκόρος μοναχός κι ἔτρεξε στόν ναό γιά νά δεῖ τί συμβαίνει. Τ’ ὁλοφάνερο θαῦμα τόν συγκλόνισε κι ἔφυγε γρήγορα γιά τή χώρα, γιά ν’ ἀναγγείλει τό γεγονός στόν διοικητή.

Ἐκεῖνος, παραξενεμένος, πῆρε μαζί του τούς προκρίτους τῆς Κέρκυρας κι ἐπισκέφθηκε τόν Στέφανο. Εἶδε τά νέα μάτια στίς κόγχες τους καί θαύμασε. Εἶδε ἀκόμη, σάν ἀπόδειξη, καί τό σημάδι στά βλέφαρά του ἀπό τό πυρακτωμένο σίδερο.

Μέσα του ὅμως ὁ διοικητής εἶχε καί κάποια ἀμφιβολία. Γι’ αὐτό, ὅταν ἐπέστρεψε στή χώρα, καλεῖ τόν δήμιο καί τόν ρωτάει:

– Ἔβγαλες, πραγματικά, τά μάτια τοῦ Στέφανου, ὅπως εἶχα διατάξει;

– Βεβαίως τά ἔβγαλα. Βρίσκονται ἀκόμη μέσα σέ μία λεκάνη. Ὁρίστε!

Ὁ Μπάιλος κοίταξε ἀνήσυχος τή λεκάνη. Πράγματι μέσα σ’ αὐτήν ὑπῆρχαν δύο μάτια, καί μάλιστα μαῦρα μάτια, ὄχι γαλανά, σάν κι αὐτά πού εἶχε τώρα ὁ Στέφανος.

Ἡ ἀλήθεια ἀποδείχθηκε μέ τόν πιό εὔγλωττο καί πειστικό τρόπο. Κι ὁ ἡγεμόνας, ἀφοῦ εἰδοποίησε νά φέρουν τόν Στέφανο, τοῦ ζήτησε συγνώμη καί τόν ἀποζημίωσε μέ πλούσια δῶρα. Τέλος, ἀνακαίνισε μ’ ἐπιμέλεια τόν περίβολο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου.

Από το βιβλίο: Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας, Ιερά Μονή Παρακλήτου Ωροπός Αττικής, 2021, σελ.32-35.   

4/6/2023

×