Η θαυμαστή ιστορία που ακολουθεί συνέβη πάνω από δέκα χρόνια πριν με μια γνωστή μου. Το κείμενο βασίζεται σε όσα μου είχε διηγηθεί η ίδια και έχει γραφεί σε πρώτο πρόσωπο.
Ο Ιερός Ναός των Νεομαρτύρων και Ομολογητών της Ρωσίας στο «πολύγωνο Μπούτοβο»
Κάποτε πήγαμε με μια φίλη μου στη Μόσχα για δουλειές. Τα τελειώσαμε όλα γρήγορα και αποφασίσαμε να επισκεφτούμε το «πολύγωνο Μπούτοβο». Είναι το μέρος όπου εκτελέστηκαν χιλιάδες πιστοί. Πώς να μην επισκεφτείς τον Ιερό Ναό των Αγίων Νεομαρτύρων και Ομολογητών της Ρωσίας! Δεν ξέραμε, όμως, πώς να φτάσουμε εκεί. Είχαμε ακούσει μόνο ότι πρώτα πρέπει να πάρουμε το μετρό και μετά λεωφορείο.
Με το μετρό φτάσαμε, όλα ήταν εντάξει και κατεβήκαμε στη στάση του λεωφορείου. Ρωτήσαμε τους περαστικούς για οδηγίες. Πήραμε ένα λεωφορείο που τελικά δεν ήταν το σωστό. Μας πήγε σε κάποιο άγνωστο μέρος. Κατεβήκαμε σε μια στάση και προσπαθούμε να καταλάβουμε προς τα πού πρέπει να πάμε. Βλέπουμε μια κυρία να περιμένει το λεωφορείο της. Σε ερώτησή μας εκείνη σήκωσε τους ώμους της, είπε ότι το «πολύγωνο Μπούτοβο» είναι πολύ μακριά και κούνησε το χέρι της δείχνοντας προς τα πού έπρεπε να πάμε.
Εκείνη τη στιγμή παρατηρήσαμε ότι σε μικρή απόσταση από μας κάθεται ένα σκυλί. Αδέσποτο μάλλον. Κάθεται και μας κοιτάει προσεκτικά. Στη συνέχεια γαύγισε, μας έγνεψε με το κεφάλι, σηκώθηκε και ξεκίνησε, μπροστά από μας, πηγαίνοντας προς την κατεύθυνση που μας είχε δείξει η κυρία. Εμείς γελάσαμε μάλιστα: «Ω! Και το σκυλάκι έρχεται μαζί μας!»
Φτάσαμε σε μια διασταύρωση και πάλι σταματήσαμε, γιατί δεν ξέραμε προς τα πού να στρίψουμε. Δεν υπήρχαν και περαστικοί κιόλας. Το σκυλί μάς γαύγισε, κούνησε το κεφάλι του και έστριψε. Εμείς στεκόμαστε εκεί και αναρωτιόμαστε προς τα πού να πάμε. Το σκυλί κοίταξε πίσω, είδε ότι είχαμε σταματήσει και ότι δεν προχωράμε, οπότε κάθισε και αυτό και μας κοίταζε. Επιτέλους, εμφανίστηκε ένας ηλικιωμένος κύριος που περπατούσε προς το μέρος μας. Τρέξαμε προς εκείνον και τον ρωτάμε:
– Μας συγχωρείτε, πώς να φτάσουμε στο «Πολύγωνο Μπούτοβο»;
– Θα πάτε με τα πόδια; Είναι πολύ μακριά, – είπε με έκπληξη ο κύριος και μας έδειξε το δρόμο που οδηγεί προς το «Πολύγωνο». Ήταν ακριβώς ο δρόμος που είχε επιλέξει το σκυλί.
Το αδέσποτο μας κοίταξε με βλέμμα που ήταν σαν να μας έλεγε: «Αφού σας έδειξα από την αρχή πού να στρίψετε, γιατί δε με πιστεύετε; Σηκώθηκε και προχωρούσε μπροστά μας. Και αυτό συνέβη αρκετές φορές: όταν φτάναμε σε μια διακλάδωση ή σε μια στροφή, το σκυλί έστριβε, μας έδειχνε το δρόμο, καθόταν και μας περίμενε. Και στη συνέχεια οι περαστικοί μας έλεγαν ότι πρέπει να πάμε ακριβώς προς την κατεύθυνση που μας έδειχνε το σκυλί.
Αυτό συνέβη αρκετές φορές: οι περαστικοί μας έλεγαν ότι πρέπει να πάμε ακριβώς προς την κατεύθυνση που μας έδειχνε το σκυλί
Στην αρχή γελούσαμε: «Κοίτα, και το σκυλί προχωράει μαζί μας!» Μετά, όμως, δεν ήταν πια αστείο. Τελικά το σκυλί μας οδήγησε στον προορισμό μας. Κάθισε κοντά στην είσοδο του «Πολυγώνου» και κούνησε το κεφάλι του που ήταν σαν να έλεγε: «Να, ο Ναός είναι μπροστά σας, πηγαίνετε».
Μπήκαμε μέσα στην εκκλησία, προσευχηθήκαμε και κάναμε βόλτα στο χώρο. Πιάσαμε κουβέντα με μια κυρία, η οποία μας είπε ότι από το σταθμό του μετρό μέχρι το «Πολύγωνο» έχει λεωφορείο. Και πρόσθεσε:
– Τρέξτε στη στάση για να προλάβετε το λεωφορείο γιατί το επόμενο θα αργήσει. Ή θα περιμένετε για πολλή ώρα ή θα πάτε πάλι με τα πόδια.
Σπεύσαμε προς την έξοδο. Όταν σχεδόν είχαμε απομακρυνθεί από το «Πολύγωνο», καταλάβαμε ότι δεν είχαμε ρωτήσει πού σταματάει το λεωφορείο, για το οποίο μας μίλησε η κυρία. Τι να κάναμε τώρα; Ξανά με τα πόδια; Ο δρόμος ήταν μεγάλος, αλλά και εμείς είχαμε κουραστεί.
Καθώς βγαίνουμε, βλέπουμε ότι στις πύλες του «Πολυγώνου» κάθεται το σκυλί μας. Μας είδε, κούνησε το κεφάλι του και προχώρησε. Κοιταχθήκαμε και το ακολουθήσαμε. Το σκυλί άρχισε να επιταχύνει και εμείς ακολουθούσαμε. Τρέχει εκείνο, τρέχουμε κι εμείς. Κάποια στιγμή έστριψε και εκεί είδαμε το λεωφορείο. Το σκυλί γαύγισε, σαν να μας έλεγε: «Τρέξτε πριν το χάσετε». Τρέξαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε! Μπήκαμε μέσα στο λεωφορείο και ρωτάμε τον οδηγό:
Βγήκαμε και βλέπουμε ότι στις πύλες κάθεται το σκυλί μας. Μας είδε και προχώρησε. Κοιταχθήκαμε και το ακολουθήσαμε
– Πάει μέχρι το μετρό;
– Βεβαίως.
Έκλεισαν οι πόρτες και το λεωφορείο ξεκίνησε. Κοιτάξαμε πίσω: το σκυλί μας βεβαιώθηκε ότι ανεβήκαμε στο λεωφορείο και συνέχισε το δρόμο του.
Τότε, μας κυρίευσε δέος. Πώς είναι δυνατόν, ένα τελείως άγνωστο σκυλί, ένα βρώμικο αδέσποτο, να μας οδηγήσει μέχρι το «Πολύγωνο Μπούτοβο» και στην επιστροφή να μας ξεπροβοδίζει μέχρι το λεωφορείο!
Αυτή η εμπειρία μας εντυπωσίασε τόσο πολύ που, όταν επιστρέψαμε στο σπίτι και άρχισαν όλοι να μας ρωτάνε ποιο ήταν το πιο αξιομνημόνευτο από όλα, εμείς απαντούσαμε με μια φωνή: «Το σκυλί».