Πρόσωπα της Ιεράς Μονής των Σπηλαίων του Πσκωφ
Κατά τη διάρκεια των πιο σοβαρών σοβιετικών διωγμών του 20ού αιώνα, παρέμεινε το μοναδικό ανδρικό μοναστήρι της ΕΣΣΔ, που δεν έκλεισαν οι Μπολσεβίκοι.
Ιστορικά και κανονικά ερείσματα ενότητας της Ρωσικής Εκκλησίας
Тου Καθηγητή της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας,Ιερέα Μηχαήλ Ζελτόφ.
Λιτανεία προς τιμήν του Αγίου Ειρηνάρχου του Εγκλείστου 2019
Οι προσκυνητές καλύπτουν περίπου 70 χιλομέτρα τις πρώτες τέσσερις μέρες και διανυκτερεύουν δίπλα σε ανακαινιζόμενες εκκλησίες
Μητροπολίτης Ονούφριος μιλά για την πορεία της κανονικής Ορθοδοξίας στην Ουκρανία
Το Τμήμα Πληροφοριών και Μορφώσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας δημοσίευσε τη συνέντευξη του Μακαριωτάτου Μητροπολίτου Κιέβου και πάσης Ουκρανίας κ.κ. Ονουφρίου στο περιοδικό «Pastyr i pastva» («Ο Ποιμένας και το ποίμνιο»).

Ηγουμένη Ταϊσία Λεουσίνσκαγια – Πνευματική κόρη του Αγίου και Δικαίου Ιωάννη της Κρονστάνδης (1842-1915). Μέρος Α

Ηγουμένη Ταϊσία Λεουσίνσκαγια Ηγουμένη Ταϊσία Λεουσίνσκαγια

Υπάρχουν ιδιόμορφοι και πνευματικά προικισμένοι άνθρωποι στον κόσμο, οι οποίοι καλούνται να υπηρετήσουν το μοναχισμό από τον Ίδιο τον Κύριο. Η ξακουστή ηγουμένη Ταϊσία, ηγουμένη της Μονής του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή του Λεουσίνσκι, ανήκει ακριβώς σε αυτούς τους εκλεκτούς από τον Θεό, ανθρώπους. Η μεγάλη ασκήτρια της ρωσικής γης και πνευματική κόρη του Αγίου και Δικαίου Ιωάννη της Κρονστάνδης, η ηγουμένη Ταϊσία, ήταν γνωστή για την υψηλή πνευματική της ζωή, την αγάπη και τη συμπόνια προς τον πλησίον. Πάντα βημάτιζε ενώπιον του Θεού, υπηρετώντας τον Ίδιο και τη Ρωσία. Συνδύαζε τον εαυτό της, όχι μόνο με την αγιότητα, αλλά και με το ταλέντο της ποιήτριας και την εξαιρετική επιμέλεια, που κατείχε.

Η ηγουμένη Ταϊσία συνδύαζε τον εαυτό της, όχι μόνο με την αγιότητα, αλλά και με το ταλέντο της ποιήτριας και την εξαιρετική επιμέλεια, που κατείχε.

Η ηγουμένη Ταϊσία (κατά κόσμον, Μαρία Βασίλιεβνα Σολόποβα) γεννήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1842 στην Αγία Πετρούπολη, σε μια ευγενή οικογένεια. Ο πατέρας της, Βασίλι Βασίλιεβιτς, ήταν κληρονόμος ευγενής από την επαρχία Νόβγκοροντ, ενώ η μητέρα της, Βικτώρια Ντμίτριεβνα, ήταν Μοσχοβίτισσα από την οικογένεια Πούσκιν. Έχοντας χάσει δύο παιδιά, που πέθαναν σε βρεφική ηλικία, η Βικτώρια Ντμίτριεβνα, προσευχήθηκε θερμά στη Μητέρα του Θεού για να της χαρίσει ένα παιδί, ορκιζόμενη, ότι θα το μεγαλώσει ως έναν αληθινό Χριστιανό, που θα αγαπά τον Θεό και τον πλησίον. Σύντομα, ο Κύριος της χάρισε μια κόρη, η οποία βαφτίστηκε με το όνομα Μαρία, προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου. Η Βικτώρια Ντμίτριεβνα, τήρησε την υπόσχεσή της, διδάσκοντας τη Μάσα να αγαπά τον Κύριο, να μεταχειρίζεται τους ανθρώπους με έλεος, να προσεύχεται και να παρακολουθεί τις εκκλησιαστικές ακολουθίες.

Το 1852, μια καινούργια μαθήτρια εμφανίστηκε στο Παρθεναγωγείο Ευγενών Πάβλοβσκι στην Αγία Πετρούπολη – η δεκάχρονη Μάσα Σολόποβα. Οι απαρχές της μαθητικής ζωής της στο Παρθεναγωγείο, ήταν ανεπιτυχείς: αρρώστησε με φλεγμονή των ματιών και τυφλώθηκε. Οι γονείς της, την πήραν πίσω στο σπίτι. Περίπου ένα χρόνο αργότερα, η όρασή της σχεδόν αποκαταστάθηκε και η Μάσα επέστρεψε στο Παρθεναγωγείο Πάβλοβσκι. Το βιβλίο «Κορίτσια», γραμμένο από την συμμαθήτρια της Μαρίας στο Παρθεναγωγείο Πάβλοβσκι, N.A. Λουχμάνοβα, περιέχει ενδιαφέρουσες πληροφορίες γι αυτήν. Αποδεικνύεται, ότι η Μάσα Σολόποβα, βρισκόταν ήδη από τα νεανικά της χρόνια, έξω από αυτόν τον κόσμο, διακρινόμενη από εξαιρετική ευσέβεια: προσευχόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα τη νύχτα, έκανε μετάνοιες, νήστευε, προσέφερε γλυκά στους υπηρέτες και από τη Μεγάλη Πέμπτη έως το Άγιο Πάσχα δεν έτρωγε τίποτα, έπινε μόνο νερό και σιωπούσε. Απέφευγε τα μαθήματα χορού, δεν πλησίασε καμία από τις συμμαθήτριές της, προτιμώντας να προσεύχεται και να διαβάζει πνευματικά βιβλία κατά μόνας. Η Μάσα δεν συμμετείχε σε κουτσομπολιά και πάντα προσπαθούσε να συμφιλιώσει τα τσακωμένα κορίτσια. Οι μαθήτριες προσέφευγαν σε αυτήν για συμβουλές σε πνευματικά θέματα. Όντας αδύναμη στην υγεία, δεν παραπονέθηκε ποτέ για την αρρώστια της, αλλά έλεγε: «Ο Κύριος έχει υπομείνει τόσο πολύ, όμως εμείς δεν θέλουμε να υπομείνουμε για τίποτα και τώρα γκρινιάζουμε». Για τη βαθιά θρησκευτικότητά της, το Παρθεναγωγείο την ονόμασε «ευλογημένη», «μοναχή», «ηγουμένη» και «Αγία».

Για τη βαθιά θρησκευτικότητά της, το Παρθεναγωγείο την ονόμασε «ευλογημένη», «μοναχή», «ηγουμένη» και «Αγία».

Κατά τη διάρκεια των σπουδών της, η Μαρία, σύμφωνα με δική της μαρτυρία, αξιώθηκε να λάβει αρκετά ευλογημένα οράματα: Όπως, έναν άγγελο τη νύχτα του Πάσχα, τον ευαγγελιστή Ματθαίο, ακόμη και τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό. Όταν ήταν 12 ετών, σε ένα υπέροχο όνειρο, ο Χριστός Σωτήρας την ευλόγησε, αγγίζοντας το κεφάλι της με τη Δεξιά Του Χείρα. Ένα αίσθημα χαράς και ευδαιμονίας, μετά τη συνάντησή της με τον Κύριο, κυρίευσε τη νεαρή Μαρία, όταν ξύπνησε. Εξέλαβε αυτό το όραμα, ως ευλογία προς τη μοναστική ζωή. Εάν τα αφελή και ενθουσιώδη κορίτσια, ονειρεύονταν για μια χαρούμενη κοινωνική ζωή μετά την έξοδό τους από τα τείχη του Ινστιτούτου, για χορούς και για γάμο, η Μάσα Σολόποβα ονειρευόταν να αφιερώσει τη ζωή της στην ανιδιοτελή υπηρεσία προς τον Κύριο.

Στις εξετάσεις αποφοίτησης, σύμφωνα με το Νόμο του Θεού, ο πρύτανης της Θεολογικής Ακαδημίας της Αγίας Πετρούπολης, Ιωαννίκιος (Ρουντνιέβ), έμεινε ευχάριστα έκπληκτος για το γεγονός, ότι η απόφοιτη Σολόποβα, γνώριζε ολόκληρο το ευαγγέλιο από βάθους καρδίας. Η Μαρία απάντησε στην ερώτησή του: «κάθε λέξη του Ευαγγελίου, είναι τόσο ευχάριστη και χαρούμενη για την ψυχή, ώστε πάντα ήθελα να το έχω μαζί μου και επειδή δεν είναι πάντα βολικό να κουβαλάω ένα βιβλίο μαζί μου, αποφάσισα να απομνημονεύσω τα πάντα, για να είναι πάντα μαζί μου, στη μνήμη μου». Μετά τις εξετάσεις, ο πατέρας Ιωαννίκιος κάλεσε κοντά του τη Μαρία και την ευλόγησε ως εκλεκτή του Θεού.

Αφού αποφοίτησε από το Ινστιτούτο Πάβλοβσκι (το 1861), η Μαρία ζήτησε από τη μητέρα της την ευλογία της για να μετακομίσει σε ένα μοναστήρι, αλλά εκείνη αρνήθηκε κατηγορηματικά. Προσπαθώντας να αποσπάσει την προσοχή της Μάσα από τέτοιες σκέψεις, άρχισε όλο και περισσότερο να την πηγαίνει σε διάφορες κοινωνικές δεξιώσεις και χορούς, στις οποίες η ψυχή του κοριτσιού οδηγείτο αναπόφευκτα σε μαρασμό. Μετά από το ξεκάθαρο όραμα του παραδείσου σε ένα λεπτομερές όνειρο, η κοσμική ζωή φαινόταν πλέον βαρετή, ζοφερή και αδιάφορη για τη Μάσα. Ασφυκτιούσε από αυτή τη ζωή, υπέφερε θλιβερά, όμως υπάκουσε στη θέληση της μητέρας της. Η Μαρία πέρασε τον τελευταίο χρόνο της κοσμικής της ζωής στο κτήμα των γονιών της, στο Αμπακόνοβο, κοντά στο Μποροβιτσί και το χειμώνα στο ίδιο το Μποροβιτσί, στο δικό της σπίτι, που κληρονόμησε από τον στρατηγό παππού της. Εκείνη την εποχή, επισκεπτόταν καθημερινά τη Μονή Αγίου Πνεύματος στο Μποροβιτσί, όπου ο ηγούμενος Βενιαμίν (Ποζντνιακόφ) την σύστησε στον αρχιμανδρίτη Λαβρέντιο (Μακάροφ), ηγούμενο της Μονής Ιβήρων του Βαλντάι, ο οποίος κατέστη και ο πνευματικός της πατέρας.

Τελικά, το 1864, η Βικτώρια Ντμίτριεβνα, πεφωτισμένη από ένα όραμα που είδε σε ένα όνειρο της Θεομήτορος, η Οποία την πρόσταξε αυστηρά να μην κρατήσει περισσότερο την κόρη της στον κόσμο, έδωσε την ευλογία της για την είσοδο της Μάσα στο μοναστήρι. Ο γέροντας Λαβρέντιος επέδειξε στη Μαρία τον πρώτο τόπο υπηρεσίας της – το γυναικείο Μοναστήρι των Εισοδίων Τιχβίνσκι . Εδώ το κορίτσι, έπρεπε να υπηρετεί μια ποικιλία υπακοών, συμπεριλαμβανομένης και της αγροτικής εργασίας. Αυτή η εργασία ήταν ασυνήθιστη γι' αυτήν λόγω της ευγενούς καταγωγής της, αλλά η Μαρία εκτελούσε όλες τις υπακοές χωρίς μουρμουρητά. Εκεί παρέμεινε για 9 χρόνια, όπου το 1870 εκάρη μοναχή στο ρασοφόριο με το όνομα Αρκαδία. Λίγο πριν από αυτό το γεγονός, η Βικτώρια Ντμίτριεβνα πέθανε και ως εκ τούτου, η μοναχή Αρκαδία έπρεπε να διευθετήσει όλα τα θέματα που σχετίζονταν με την οικογενειακή κληρονομιά. Κατάφερε να βοηθήσει τον αδελφό και την αδελφή της να σπουδάσουν με κρατικά έξοδα.


Περίπου ένα χρόνο αργότερα, έπρεπε να περάσει από έναν τεράστιο πειρασμό, εξαιτίας του οποίου έπρεπε να εγκαταλείψει τη Μονή των Εισοδίων. Έτυχε, η μητριά της συγκατοίκου της στο κελλί, να θελήσει να ζήσει στο μοναστήρι, ενώ της άρεσε το κελλί της μοναχής Αρκαδίας, το οποίο αποφάσισε να αγοράσει έναντι πολλών χρημάτων. Η Αρκαδία αναγκάστηκε να μετακομίσει σε ένα υγρό, σκοτεινό κελλί στο ισόγειο, όπου έκανε πάντα κρύο και το νερό έφτανε ως εκεί μόνο την άνοιξη. Οι λίγοι μήνες που έζησε εκεί η Αρκαδία, υπονόμευσαν σοβαρά την υγεία της. Τότε ο αρχιμανδρίτης Λαυρέντιος της έδωσε την ευλογία του για να αλλάξει μοναστήρι.

Το 1872, μετακόμισε στη μονή Ζβερίν Ποκρόβσκι στο Νόβγκοροντ, όπου κοπίασε για 6 χρόνια, εκπληρώνοντας υπακοή στον πρωτοψάλτη. Εδώ, η μοναχή, αντιμετώπισε και πάλι πολλές θλίψεις και πειρασμούς, με το φθόνο πολλών αδελφών. Πολλές φορές αναρωτήθηκε, ποιο άραγε ήταν το πλεονέκτημα να ζει κάποιος σε ένα μοναστήρι , τη στιγμή που παραβιάζεται εδώ η εντολή της αγάπης προς τον πλησίον.

Πολλές φορές σκεφτόταν να εγκαταλείψει το μοναστήρι και να επανέλθει στον κόσμο. Ωστόσο, μετά από ένα όνειρο που επανέφερε την Αρκαδία στη λογική, αυτές οι σκέψεις την εγκατέλειψαν. Σε κάποιο όνειρο, μια φωνή της έλεγε: «Να, βλέπεις, είναι ήδη σκοτάδι στο μοναστήρι, αλλά υπάρχει ακόμα το λυκόφως, ενώ στον κόσμο είναι ήδη μεσάνυχτα».

Πολλές φορές αναρωτήθηκε, ποιο άραγε ήταν το πλεονέκτημα να ζει κάποιος σε ένα μοναστήρι , τη στιγμή που παραβιάζεται εδώ η εντολή της αγάπης προς τον πλησίον.

Ένα σημαντικό γεγονός στη ζωή της μοναχής, συνδέεται με το χρόνο που πέρασε στο Μοναστήρι Ζβέριν: της δόθηκε η τιμή να συνθέσει έναν Ακάθιστο στον Άγιο Συμεών τον Θεοδόχο. Ο Ακάθιστος λογοκρίθηκε και δημοσιεύθηκε με την απόφαση της Ιεράς Συνόδου. Ωστόσο, από τη στιγμή που διαβάστηκε για πρώτη φορά επίσημα στο Μοναστήρι Ζβέριν Ποκρόβσκι, η μοναχή Αρκαδία μετακινήθηκε ήδη σε άλλο μοναστήρι.

Το 1878, η μοναχή Αρκαδία διορίστηκε στη Μονή Ζβάνσκι Ζνάμενσκι στο Βόλχοβ στη θέση του σκευοφύλακα. Η ηγουμένη, αισθανόμενη γι αυτήν έναν αντίπαλο μέσα της, αντιπαθούσε την Αρκαδία και ήταν επιλεκτική γι' αυτήν. Σε αυτό το μοναστήρι στις 10 Μαΐου 1879, η μέλλουσα ηγουμένη εκάρη μοναχή με το όνομα Ταϊσία.

Το 1881, ο μητροπολίτης Ισίδωρος της Αγίας Πετρούπολης την διόρισε επικεφαλής της εξαιρετικά φτωχής Κοινότητας Λεουσίνσκι του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή της περιοχής Τσερέποβετς της επαρχίας του Νόβγκοροντ. Πόσο βαρύς είναι ο σταυρός της ηγουμένης, πόσες θλίψεις, συκοφαντίες και ασθένειες φέρνει ο εχθρός της ανθρώπινης φυλής στους ασκητές που τον μεταφέρουν; Όλα αυτά τα μαρτυρούν οι αυτοβιογραφικές «Σημειώσεις της Ηγουμένης Ταϊσίας».

«Ο σταυρός του μίσους και του φθόνου των ανθρώπων απέναντί μου είναι ο σύντροφος ολόκληρης της ζωής μου, ακόμη και τώρα, για πολλά χρόνια. Αλλά πιστεύω ότι θα με συνοδεύει μέχρι το θάνατο, δηλαδή, θα είναι ο μόνιμος σύντροφός μου. Ω, αλλά θα είναι πάνω από τον τάφο μου, όχι μόνο ως συνηθισμένη διακόσμηση χριστιανικών τάφων, αλλά και ως σύμβολο του σταυρού, αυτού που θάφτηκε κάτω από αυτόν, ως αναπόσπαστο μέρος με τον εαυτό του», διαβάζουμε στις «Σημειώσεις» της.

Η κοινότητα που κληρονόμησε ήταν εξαιρετικά φτωχή και στερούμενη ανέσεων. Η ανυπακοή και η συκοφαντία, οι συνωμοσίες και η μοχθηρία βασίλευαν εδώ. Η οικογένεια του εμπόρου Μαξίμοφ, που κάποτε αγόραζε γη για το κοινόβιο, παρενέβαινε συνεχώς στις υποθέσεις του μοναστηριού. Ο έμπορος προσπάθησε να κάνει μια διάσπαση μεταξύ των αδελφών, προσελκύοντάς τες δελεαστικά με το μέρος του. Αυτές μετέπειτα προέβαιναν σε καταγγελίες κατά της ηγουμένης.

Αντιμέτωπη με ίντριγκες και αταξία τον πρώτο χρόνο της ηγουμενίας της, ήθελε να φύγει για πάντα από το Λεούσινο, όμως σε ένα ξεκάθαρο όνειρο, της εμφανίστηκε η Θεομήτωρ μαζί με τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και την πρόσταξαν να μην φύγει από την αδελφότητα. Μετά από αυτό το όραμα, η ηγουμένη έγραψε στο ημερολόγιό της:

«Ενισχυμένη από πίστη, αποφάσισα σταθερά να υπομείνω τα πάντα και να εργαστώ προς όφελος της ιεράς μονής, ακόμα κι αν έπρεπε να πεθάνω γι' αυτό, αλλά αυτοβούλως δεν θα εγκαταλείψω το μοναστήρι».

Στις 14 Ιανουαρίου 1883, μετά από μια άλλη συκοφαντική καταγγελία κατά της ηγουμένης Ταϊσίας, χτυπήθηκε από παράλυση, στην οποία προστέθηκε πνευμονία, αλλά 2 μήνες αργότερα, σε ένα υπέροχο όνειρο, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ την θεράπευσε αμέσως από τη σοβαρή αυτή ασθένεια. Ο Θεός και η Βασίλισσα του Ουρανού της έστειλαν και την δύναμη, αλλά και την θαυμαστή βοήθεια για τη δημιουργία της Μονής Λεουσίνσκι.

Ο Θεός και η Βασίλισσα του Ουρανού της έστειλαν και την δύναμη, αλλά και την θαυμαστή βοήθεια για τη δημιουργία της Μονής Λεουσίνσκι

Κατά τη διάρκεια της 34χρονης σοφής ηγουμενίας της, μετέτρεψε ένα φτωχό μοναστήρι σε ένα ακμάζον μοναστήρι πρώτης τάξεως, το μεγαλύτερο στην ιστορία της Ρωσικής Εκκλησίας, το οποίο, μαζί με το Ντιβέγιεβο και το Σαμόρντινο, ονομάστηκε «Γυναικεία Λαύρα» της Ρωσίας. Είναι εκπληκτικό, το πώς μια μοναχή με κακή υγεία, ελλείψει χρηματικών κεφαλαίων, θα μπορούσε να αναγείρει ένα μεγαλοπρεπές μοναστήρι ανάμεσα σε βάλτους και δασικές ερημιές με 5 μάλιστα ναούς, 17 διώροφα κτίρια, ένα ξενοδοχείο για προσκυνητές, με αγιογραφίες, σκαλιστές διακοσμήσεις, κεντήματα, υφαντά ενδύματα, υποδήματα και αργαλειούς. Η ηγούμενη Ταϊσία ίδρυσε, επίσης, ένα νοσοκομείο 10 κλινών για τις μοναχές της μονής, ένα καταφύγιο για ορφανά και ηλικιωμένες χήρες και 2 σχολεία: ένα ενοριακό για παιδιά και ένα ενοριακό για τους διδάσκοντες. Υπήρχε και μια πλούσια βιβλιοθήκη στο μοναστήρι. Στις παραμονές του 1917, ζούσαν στο μοναστήρι 700 κάτοικοι. Τα λόγια του Ευαγγελίου βγήκαν αληθινά: «Η δύναμη του Θεού τελειοποιείται μέσα στην αδυναμία σου» (Προς Κορινθίους Β΄12, 9–10). Στη Μονή Λεουσίνσκι, η ηγουμένη Ταϊσία καθιέρωσε μια μοναδική ιεροτελεστία – την ανάγνωση από τις αδελφές του Ακοίμητου Ακαθίστου μπροστά στις εικόνες της Υπεραγίας Θεοτόκου. Σε κανένα μοναστήρι της Ρωσίας, ακόμα και στο Άγιο Όρος, δεν υπήρχε τέτοια παράδοση.

Η ηγούμενη Ταϊσία με τον π. Ιωάννη της Κρονστάνδης Η ηγούμενη Ταϊσία με τον π. Ιωάννη της Κρονστάνδης

Από τη Μονή Λεουσίνσκι βγήκαν 2 ιερόσχημες ηγούμενες και 10 απλές ηγούμενες, οι περισσότερες από τις οποίες έγιναν οι πρώτες ηγούμενες των μοναστηριών που ιδρύθηκαν από την ηγουμένη Ταϊσία. Για τις κοπιαστικές προσπάθειές της, προικίστηκε με την προσοχή και τα δώρα του αυτοκράτορα Νικολάου Β' και της Οικογενείας του. Το 1904, η ηγούμενη Ταϊσία, παρουσιάστηκε στην αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα Φιοντόροβνα. Πριν από αυτό, το 1885, της απονεμήθηκε το υψηλότερο εκκλησιαστικό βραβείο – ένας χρυσός θωρακικός σταυρός με στολίδια από το γραφείο της αυτοκρατορικής Αυτού Μεγαλειότητος. Η ίδια, όμως, με την ταπεινοφροσύνη της, δεν θεωρούσε τον εαυτό της άξιο τέτοιας τιμής και ανταμοιβής, βλέποντας μόνο τη δόξα και τη δύναμη του Θεού σε όλες τις πράξεις της.

Συνεχίζεταί...

Μαρία Τομπόλοβα
Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Κωνσταντίνος Θώδης

Pravoslavie.ru

11/8/2023

×