Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἑβδομάδος ὁ ὅσιος Σεραφεὶμ μελετοῦσε ὅλη τὴν Καινὴ Διαθήκη μὲ τὴν ἑξῆς σειρά: Τὴν Δευτέρα τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, τὴν Τρίτη τὸ κατὰ Μᾶρκον, τὴν Τετάρτη τὸ κατὰ Λουκᾶν, τὴν Πέμπτη τὸ κατὰ Ἰωάννην, τὶς ὑπόλοιπες ἡμέρες τὶς Πράξεις καὶ τὶς ἐπιστολὲς τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Καμμιὰ φορὰ ἀκουγόταν ἀπὸ τὴν πόρτα ἡ φωνή του, καθώς, διαβάζοντας δυνατά, ἑρμήνευε στὸν ἑαυτό του τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶς Πράξεις τῶν ἁγίων Ἀποστόλων· σ’αὐτὸ ἀφιέρωνε ἀρκετὸ χρόνο. Πολλοὶ ἔρχονταν καὶ ἄκουαν τοὺς λόγους του μὲ εὐχαρίστηση, ἐντρυφοῦσαν σ’ αὐτούς, παρηγοροῦνταν καὶ ὠφελοῦνταν πνευματικά. Κάποτε σταματοῦσε νὰ γυρίζη τὰ φύλλα τοῦ βιβλίου καὶ βυθιζόταν ὁλόκληρος στὴν θεωρία τῶν καθαρῶν, ὑψηλῶν νοημάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δὲν κινοῦσε ὄύτε ἕνα μέλος τοῦ σώματός του· τὰ μάτια του ἦταν ἀτενῶς στραμμένα σ’ ἕνα ἀντικείμενο. Ἡ ὁλοκληρωτικὴ αὐτὴ περισυλλογὴ τοῦ ὁσίου Σεραφεὶμ στὶς Εὐαγγελικὲς ἀλήθειες δὲν ἕμεινε χωρὶς χάριν ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ σπουδαιότερη μαρτυρία αὐτοῦ εἶναι τὸ ὅτι ἀξιώθηκε ἀσυλλήπτων ἁρπαγῶν στὶς ουράνιες μονές, ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς καὶ ὁ ὅσιος Βαρσανούφιος, οἱ ὁποῖοι ἡρπάγησαν ἕως τρίτου οὐρανοῦ*.
Σχετικὰ μ’ ἕνα τέτοιο ἀκατανόητο στὴν ἀνθρώπινη λογικὴ ὅραμα, ὁ δόκιμος Ἰωάννης Τύχωνωφ (μετέπειτα ἱερομόναχος Ἰωάσαφ) διηγήθηκε τὰ ἑξῆς: Κάποτε, ὅταν ὁ π.Σεραφεὶμ εἶχε τελειώσει τὴν ἔγκλειστη πολιτεία του, μὲ ἐπισκέφθηκε ἕνας φιλόθεος ἀδελφός, μὲ τὸν ὁποῖον μοιραζόμουν συνήθως κάθε χαρὰ καὶ κάθε παρήγορο λόγο ποὺ εἶχε πῆ ὁ π.Σεραφείμ. Ἑνῶ συνομιλούσαμε, μὲ ἐρώτησε ξαφνικὰ ἂν ὁ π.Σεραφεὶμ μοῦ εἶχε ἀποκαλύψει τὸ μέγα μυστήριο τῆς ἁρπαγῆς του στὰ οὐράνια σκηνώματα. Ἐγὼ τοῦ ἀπάντησα ὅτι τίποτα δὲν ἄκουσα γι’ αὐτὸ τὸ μέγα ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἄρχισα νὰ τὸν παρακαλῶ νὰ μοῦ πῆ ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα σχετικὰ μ’ αὐτό· ἐκεῖνος ὅμως, παρὰ τὴν ἐπιθυμία του δὲν μποροῦσε νὰ μοῦ πῆ τίποτα μὲ σαφήνεια. Ἀφοῦ κατευόδωσα τὸν ἀδελφό, περίμενα μὲ ἀνυπομονησία νὰ βραδυάση, γιὰ νὰ πάω στὸν π.Σεραφεὶμ καὶ νὰ τὸν παρακαλέσω νὰ μοῦ ἁπαλύνη τὴν ψυχὴ μιλώντας μου γι’ αὐτὸ τὸ μέγα ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι καὶ ἔκανα μόλις βράδυασε. Αὐτός μὲ ὑποδέχτηκε σὰν φιλότεκνος πατέρας καὶ ἀμέσως κλείδωσε τὴν πόρτα. Ὅταν καθήσαμε, καὶ μόλις ἤμουν ἕτοιμος νὰ τὸν παρακαλέσω νὰ μοῦ διηγηθῆ τὸ μεγάλο μυστήριο, μοῦ ἔκλεισε μὲ τὸ χέρι του τὸ στόμα καὶ εἶπε: «περιφράξου μὲ σιωπή». Τότε ἄρχισε νὰ μοῦ ἐκθέτη μὲ τὴν χαρακτηριστική του ἁπλότητα τὴν ἱστορία τῶν Προφητῶν, τῶν Αποστόλων, τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Μαρτύρων. «Ὅλοι οἱ ἅγιοι, ἔλεγε, τοὺς ὁποίους ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, μᾶς ἄφησαν τὴν ζωή τους ὡς παράδειγμα πρὸς μίμησιν· ὅλοι ἦσαν ὁμοιοπαθεῖς μὲ μᾶς ἄνθρωποι, ἀλλά, μὲ τὴν ἀκριβῆ ἐκπλήρωσι τῶν ἐντολών τοῦ Χριστοῦ, πέτυχαν τὴν τελείωσι καὶ τὴν σωτηρία, ἔλαβαν χάρι, ἀξιώθηκαν ποικίλων δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ κληρονόμησαν τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Καὶ ἐνώπιον τῆς Οὐρανίου Βασιλείας, ὅλη ἡ δόξα αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι μηδέν. Ὅλες οἱ ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου αὐτοῦ δὲν εἶναι οὔτε σκιὰ αὐτῶν ποὺ ἔχουν ἑτοιμασθῆ στὶς οὐράνιες μονὲς γιὰ ὅσους ἀγαπούν τὸν Θεό· ἐκεῖ ὑπάρχει αἰώνια χαρὰ καὶ πανήγυρις. Ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐλευθερωθῆ τὸ πνεῦμα μας, νὰ ὑψωθῆ ἐκεῖ καὶ νὰ τρέφεται μὲ τὴν γλυκύτατη συνομιλία μὲ τὸν Κύριο, πρέπει νὰ ταπεινωθοῦμε μὲ τὴν ἀγρυπνία, τὴν προσευχή καὶ τὴν μνήμη τοῦ Κυρίου. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἐγώ, ὁ πτωχὸς Σεραφείμ, μελετῶ τὸ Εὐαγγέλιο κάθε μέρα. Τὴν Δευτέρα διαβάζω τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο ἀπό τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος· τὴν Τρίτη τὸ κατὰ Μᾶρκον· τὴν Τετάρτη τὸ κατὰ Λουκᾶν· τὴν Πέμπτη τὸ κατὰ Ἰωἀννην· τὶς δὲ ὑπόλοιπες ἡμέρες τὶς Πράξεις καὶ τὶς ἐπιστολές τῶν Ἀποστόλων· καὶ οὔτε μία ἡμέρα δὲν παραλείπω νὰ διαβάσω τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸν Ἀπόστολο τῆς ἡμέρας καὶ τοῦ Ἁγίου. Μὲ ὅλα αὐτά ὄχι μόνον ἡ ψυχή, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα μου τέρπεται καὶ ζωογονεῖται· ἔτσι συνομιλώντας μὲ τὸν Κύριο, μνημονεύοντας τὴν ζωή καὶ τὰ πάθη Του, δοξολογώντας Αὐτὸν ἡμέρα καὶ νύκτα, αἰνῶ καὶ εὐχαριστῶ τὸν Λυτρωτή μου γιὰ ὅλα τὰ ἐλέη Του, τὰ ὁποῖα ἐξέχεε στὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ σὲ μένα τὸν ἀνάξιο». Κατόπιν ὁ π.Σεραφεὶμ ἀπευθύνθηκε πάλι σ’ ἐμένα: «Χαρά μου! Σὲ παρακαλῶ, ἀπόκτησε τὸ πνεῦμα τῆς εἰρήνης καὶ τότε χιλιάδες ψυχές θὰ σωθοῦν γύρω σου». Καὶ μὲ ἀπερίγραπτη χαρὰ καὶ ὑψωμένη τὴν φωνή πρόσθεσε: «Νὰ, θὰ σοῦ μιλήσω γιὰ τὸν πτωχὸ Σεραφείμ». Χαμηλώνοντας, λοιπόν, τὴν φωνὴ συνέχισε: «Μὲ κατάνυξι καὶ γλυκύτητα γεμίζει τὴν ψυχή μου ὁ λόγος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ὅτι, ἐν τῆ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναὶ πολλαὶ εἰσιν**, γιὰ ὅσους βεβαίως Τὸν διακονοῦν καὶ δοξάζουν τὸ ἅγιον Ὄνομά Του». Σ’ αὐτοὺς τοὺς λόγους τοῦ Σωτῆρος μου σταμάτησα ἐγὼ ὁ ἐλεεινός καὶ ἐπιθύμησα νὰ ἰδῶ αὐτὲς τὶς οὐράνιες μονές. Καὶ ὁ Κύριος δὲν μὲ στέρησε, τὸν πτωχό, τοῦ ἐλέους Του· ἐξεπλήρωσε τὴν ἐπιθυμία καὶ τὴν παράκλησί μου καὶ ἐγὼ ἡρπάγην εἰς τὸν παράδεισον, εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν***· αὐτὸ παραμένει ἀνεξιχνίαστο. Ἀδυνατῶ νὰ σοῦ ἐκφράσω τὶ χαρὰ καὶ τὶ οὐράνια γλυκύτητα αἰσθάνθηκα ἐκεῖ». Μὲ τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ π.Σεραφείμ ἐσιώπησε. Ταυτοχρόνως ἔσκυψε λίγο πρὸς τὰ ἐμπρός, ἔγειρε τὸ κεφάλι μὲ κλειστά τὰ μάτια καὶ ἔφερε τὴν ἀνοικτὴ παλάμη τοῦ δεξιοῦ του χεριοῦ ἀργά καὶ ἀρμονικά πρὸς τὸ μέρος τῆς καρδιᾶς. Τὸ προσωπό του ἀλλοιωνόταν βαθμηδόν καὶ ἀκτινοβολοῦσε ἕνα θαυμάσιο φῶς· τελικὰ ἔλαμψε τόσο, ὤστε ἦταν ἀδύνατον νὰ τὸν κοιτάζω· στὰ χείλη καὶ σὲ ὅλη του τὴν ἔκφρασι ὑπῆρχε τέτοια χαρὰ καὶ οὐράνιος ἐνθουσιασμός, ὥστε μποροῦσε ὄντως τὴν στιγμὴ αὐτὴ νὰ τὸν ἀποκαλέσει κανεὶς ἐπίγειο ἄγγελο καὶ οὐράνιο ἄνθρωπο. Ὅσο διαρκοῦσε ἡ μυστηριώδης ἐκείνη σιωπή του, αὐτός ἔμοιαζε νὰ θεωρῆ κάτι μὲ κατάνυξι ἢ νὰ ἀκούη κάτι μὲ κατάπληξι. Ἀλλά μὲ τὶ στὴν πραγματικότητα ἐνθουσιαζόταν καὶ μὲ τὶ εὐφραινόταν ἡ ψυχὴ τοῦ δικαίου μόνον ὁ Θεὸς γνωρίζει. Ὁ δίκαιος τοῦ Θεοῦ, λόγῳ τῆς ἀδυναμίας τῆς ἀνθρωπίνης γλώσσης δὲν ἦταν εἰς θέσιν νὰ μουῦ ἐξηγήση μὲ λόγια τὴν θαυμαστή ἁρπαγή του στὰ οὐράνια σκηνώματα, μοῦ τὸ ἔδειξε ὅμως μὲ τὸ παράδοξο φῶς τοῦ προσώπου του καὶ μὲ τὴν μυστηριώδη σιωπή του. Καὶ ἐγώ, ἂν καὶ ἤμουν αὐτόπτης αὐτοῦ τοῦ θαυμαστοῦ συμβάντος, θὰ ἐπαναλαμβάνω πάντοτε τὸ ἴδιο: Ὁ Κύριος γνωρίζει πῶς ἔγιναν ὅλα αὐτά. Μετὰ ἀπὸ μακρὰ σιωπή, ἡ ὁποία κατὰ τὴν γνώμη μου κράτησε περίπου μισὴ ὥρα, ὁ π.Σεραφεὶμ ἄρχισε πάλι νὰ ὁμιλῆ καὶ στενάζοντας εἶπε μὲ χαρὰ καὶ κατάνυξι: «Ἄχ πολυαγαπημένε μου πάτερ Ἰωάννη, ἂν γνώριζες τὶ χαρὰ καὶ τὶ γλυκύτητα ἀναμένει στὸν οὐρανὸ τὴν ψυχὴ τοῦ δικαίου, τότε θὰ ἀποφάσιζες νὰ ὑπομένης μὲ εὐγνωμοσύνη, σ’ αὐτὴν τὴν πρόσκαιρη ζωή, ὅλα τὰ βάσανα, τοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς συκοφαντίες· ἀκόμη καὶ ἂν τὸ ἴδιο τὸ κελλί μας ἦταν γεμᾶτο σκουλήκια καὶ ἂν ἀκόμα τὰ σκουλήκια κατάτρωγαν τὶς σάρκες μας κατὰ τὴν διάρκεια ὅλης τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας, καὶ τότε, μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά, ἔπρεπε νὰ συγκατατεθοῦμε σ’ αὐτὸ μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μὴν στερηθοῦμε τὴν οὐράνια ἐκείνη χαρὰ τὴν ὁποία ἑτοίμασε ὁ Θεὸς γιὰ αὐτοὺς ποὺ Τὸν ἀγαποῦν. Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει πόνος, οὔτε λύπη οὔτε στεναγμὸς ἀλλὰ ἄρρητος γλυκασμὸς καὶ χαρά· ἐκεῖ οἱ δίκαιοι θὰ λάμπουν ὅπως ὁ ἥλιος. Ἀλλὰ ὅταν τὴν οὐράνια αὐτὴ δόξα καὶ χαρὰ δὲν μποροῦσε νὰ τὴν ἐκφράση οὔτε αὐτός ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος****, τότε ποιὰ ἄλλη ἀνθρώπινη γλῶσσα θὰ μπορέση νὰ ἐκφράση τὴν ὀμορφιὰ τῶν οὐρανίων σκηνωμάτων, τὰ ὁποῖα θὰ κατοικήσουν οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων;».
Από το βιβλίο: ΑΡΧΙΜ.ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ ΟΣΙΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ ΒΙΟΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1983