Ο αρχιμ. Ιερώνυμος (Σουρίγκιν) Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα, αλλά υποθέτω ότι πολλοί άνθρωποι θεωρούν την αγιότητα ως την μοίρα των περιούσιων. Την μοίρα των εξαίρετων. Τέτοιων πνευματικών γιγάντων, όπως είναι για παράδειγμα, οι σεβάσμιοι πατέρες μας, Σέργιος του Ράντονιεζ ή Σεραφείμ του Σάρωφ. Και για εμάς, τους απλούς αμαρτωλούς, αυτό είναι ένα ανέφικτο ιδανικό. Όμορφο, φωτοβόλο κάπου στους ουρανούς, αλλά εξ ορισμού εξωπραγματικό.
Πώς, για παράδειγμα, μπορούμε εμείς οι λαϊκοί να σταματήσουμε εντελώς την ταραχώδη διαδρομή των σκέψεων στο κεφάλι μας για τουλάχιστον μισή ώρα; Ή απολύτως επάξια να προετοιμαστούμε για τη Θεία Κοινωνία; Είναι ήδη αδύνατον! – θα αναφωνήσουμε. Αυτό σημαίνει, ότι δεν χρειάζεται να προσπαθείτε πάρα πολύ – δεν μπορείτε να πηδήξετε πάνω από το κεφάλι σας. Αρκεί να θεωρούμε τον εαυτό μας ορθόδοξο στις καρδιές μας, να φοράμε σταυρό και μερικές φορές, ανάμεσα στις αμαρτίες, να εμφανιζόμαστε στην εκκλησία. Βάζουμε ένα κερί και φεύγουμε από εκεί!
Ωστόσο, αφού επισκέφτηκα για άλλη μια φορά, τη Μονή της Αγίας Τριάδας του Αλατίρ και στεκόμουν στον τάφο του μακαριστού αρχιμανδρίτη Ιερώνυμου, θυμήθηκα μια από τις ενδιαφέρουσες και διδακτικές φράσεις του.
Αλλά πρώτα, λίγα λόγια για την προσωπικότητα αυτού του μοναδικού ανθρώπου.
Ασκήθηκε σε αγαθές πράξεις…
Πρέπει να το πω αμέσως, ότι δεν ήμουν μέρος του στενού κύκλου των πνευματικών τέκνων του, αλλά υπάκουα στις συμβουλές του πατρός μου. Μερικές φορές ερχόταν κι ακόμα πιο συχνά τηλεφωνούσε. Και πάντα απαντούσε λεπτομερώς και πλήρως-ακόμη και από το κελλί του, ακόμη και από τη Μόσχα, ακόμη και από το Εκατερίνμπουργκ…
Και δεν διέκοπτε ποτέ τη συζήτηση, δεν την συντόμευε βιαστικά και δεν έλεγε: «Σέργιε, λυπάμαι, νιώθω τρομερά άσχημα σήμερα». Μόνο μερικές φορές, ξαφνικά διακόπτοντας την ομιλία του, παρέμενε σιωπηλός για πολλή ώρα... Και όταν δεχόταν ανθρώπους, εδώ στο Ουλιάνοφσκ, σίγουρα θα τον επισκεπτόμασταν με όλη την οικογένεια. Και ο λόγος για αυτό, ήταν η αναμφισβήτητη προνοητικότητα του.
Οι σχέσεις μαζί του, κατέστησαν ζοφερές, μόνο από την ανάγκη να τις αποκρύψουμε από τον πρώτο μας διοικούντα αρχιερέα. Τους αγαπούσαμε και τους δύο εξίσου, αλλά τι είδους διαβολάκι γλίστρησε ανάμεσά τους; Και πότε; Δεν γνωρίζω... Λέγεται, ότι αυτό συνέβη, ήδη από τα νεανικά τους χρόνια στο μοναστήρι του Πσκόβο-Πετσέρσκ.
Και μάλλον εγώ, ο συντάκτης μιας ορθόδοξης εφημερίδας, υπέφερα περισσότερο από αυτό. Το μοναστήρι στο Αλατίρ, της επισκοπής Τσουβασίας, αναβίωσε ενεργά, πληροφορίες σχετικά με αυτό έτρεχαν συνεχώς και δεν μπορούσα να εκτυπώσω τίποτα. Αλλά μια μέρα, το 2000, ο ίδιος ο Πατριάρχης Αλέξιος Β΄ επισκέφθηκε το μοναστήρι στο Αλατίρ, το οποίο είχε αναστυλωθεί από τα ερείπια. Και τελικά συναντήθηκαν – οι δύο μακροχρόνιοι εργάτες του Πσκόβο-Πετσέρσκ: ο αρχιεπίσκοπος του Σιμπίρσκ και Μελεκέσσκ, Πρόκλος (Χάζοφ) και ο τοποτηρητής του μοναστηριού, ο ιερατικός αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος (Σουρίγκιν). Μαζί και ανάμεσα σε πλήθος επισκόπων, τέλεσαν τη λειτουργία, έλαβαν την Κοινωνία των Αγίων Μυστηρίων του Χριστού, στάθηκαν στην αυτή σειρά στον άμβωνα και κοίταξαν ο ένας τον άλλον αρκετά φιλικά. Κρατάω ακόμα αυτή τη φωτογραφία. Ελπίζω πραγματικά, ότι εκεί, τότε, έλαβε τέλος όλη η λυπηρή ιστορία τους.…
Σήμερα είναι και οι δύο ήδη κεκοιμηθέντες: ο ένας στην κρύπτη, κάτω από το ιερό βήμα του καθεδρικού ναού στο Ουλιάνοφσκ († 23.03.2014) και ο άλλος εδώ, στο κοιμητήριο της Μονής Αλατίρ († 28.08.2013). Δύο εργάτες, δύο Ποιμένες και τώρα δύο γείτονες. Τι πρέπει να μοιραστούν τώρα; Και οι δύο φλέγχθηκαν από αγάπη για τον Θεό, και οι δύο δεν λογάριασαν την υγεία τους, προς χάριν των κόπων της εκκλησίας, γιατί και οι δύο, στην πραγματικότητα, θυσιάστηκαν για εμάς τους αμαρτωλούς. Παρεμπιπτόντως, μας έδωσαν ένα θαυμάσιο παράδειγμα, κυριολεκτικά και σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο: «ασκήθηκα στις αγαθές πράξεις, έφτασα στο τέλος της διαδρομής, κράτησα την πίστη» (Β΄ προς Τιμόθ. 4:7).
“Θαυμαστὸς ο Θεός εν τοις αγίοις Αυτού”
(Ψαλμ. 67:36)
Νομίζω, ότι οι μοίρες αυτών των δύο ασκητών, περιμένουν ακόμα τους επισταμένους ερευνητές τους, αλλά θα αναφέρω εν συντομία την πορεία ζωής του πατρός Ιερωνύμου (κατά κόσμον – Βίκτορ Φιοντόροβιτς Σουρίγκιν). Ό,τι γνωρίζω.
Γεννήθηκε το 1952 στα Ουράλια, σε ένα απομακρυσμένο χωριουδάκι. Αλλά πέρασε την παιδικά και νεανικά του χρόνια στην Ανάπα και το Νοβοροσίσκ. Ο πατέρας του, αξιωματικός της ΛΕΕΥ (σ.τ.μ. Λαϊκής Επιτροπής Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΣΣΔ), ήταν κάποτε ακόμη και διοικητής στρατοπέδου στο σύστημα της ΚΔΣΣΕ (σ.τ.μ. Κεντρικής Διεύθυνσης Σωφρονιστικών Στρατοπέδων Εργασίας). Αλλά παρά αυτό το τοξικό πνευματικό περιβάλλον, ο νεαρός κατάφερε να βρει το δρόμο του προς τον Θεό. Τι του κόστισε στην οικογένεια, μπορείτε εύκολα να φανταστείτε. Και το εξωτερικό περιβάλλον, ήταν ακόμα το ίδιο – τη δεκαετία του 1970, υπήρχε στη χώρα ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» και για την αφοσίωση (σ.τ.μ. ή την αγάπη) για τη θρησκεία θα μπορούσε κανείς εύκολα να τεθεί «υπό θεραπείαν» σε ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο. Αλλά, ο Κύριος, ήταν ελεήμων.
Η δίψα για πνευματική ζωή και η υπακοή στον ξακουστό Καυκάσιο γέροντα Ιλαρίωνα, οδήγησε τον μελλοντικό πατέρα Ιερώνυμο, στο μοναστήρι Πσκόβο-Πετσέρσκ το 1976, υπό την κηδεμονία του μεγάλου Ιωάννη (Κρεστιάνκιν).
Στη συνέχεια, το 1987, ήδη με το βαθμό του ιερομόναχου, μετέβη στην Ελλάδα, στο Άγιον Όρος, και το 1993 – στη Ρωσική Πνευματική Αποστολή στα Ιεροσόλυμα. Μόνο το 1994, ήρθε στον Αγιώτατο Πατριάρχη Αλέξιο Β' και ζήτησε την ευλογία του για να υπηρετήσει στη μητρόπολη Τσεμποξάρι.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ο πατέρας Ιερώνυμος να βρεθεί σε μια ήσυχη και μικρή πόλη, το Αλατίρ της Τσουβασίας, στα θλιβερά ερείπια ενός πρώην ένδοξου ανδρικού μοναστηριού.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ο πατέρας Ιερώνυμος να βρεθεί σε μια ήσυχη και μικρή πόλη, το Αλατίρ της Τσουβασίας, στα θλιβερά ερείπια ενός πρώην ένδοξου ανδρικού μοναστηριού
Μετά την επανάσταση, ήταν εδώ που το ΛΕΕΥ έφερε Ορθόδοξους κληρικούς από την τότε τεράστια επαρχία Σιμπίρσκ. Όλοι ήταν μαζί με τις οικογένειές τους. Τις νύχτες, ένα τρακτέρ έπαιρνε μπρος, στην αυλή, ένα βαρύ τούβλο τοποθετήθηκε πάνω στο πεντάλ του γκαζιού και κάτω από το εκκωφαντικό βρυχηθμό του κινητήρα, συνεχείς πυροβολισμοί συνεχίζονταν μέχρι το πρωί.
Τα επόμενα χρόνια, δεν υπήρχαν πολλά πράγματα εδώ – το τελευταίο ήταν ένα εργοστάσιο καπνού, στη θέση της σημερινής εκκλησίας του Αγίου Σεργίου του Ράντονιεζ…
Μια μέρα, το 1996, όταν άνοιξα την τηλεόραση, είδα μια ιστορία από τον Αλατίρ στις «Ειδήσεις». Μιλούσε ένας ιερέας, που δεν γνώριζα. Τους καλούσε όλους να απαντήσουν και να έρθουν να αναβιώσουν το αρχαίο ιερό του Αλατίρ. Μιλούσε για δυσκολίες, αλλά η χαρά, η ενέργεια και η απόλυτη εμπιστοσύνη στην επιτυχία, έλαμπαν στα μάτια του!
Κρατήθηκε στο νου. Από καρδιάς.
Αλλά ήρθα εδώ, για πρώτη φορά, λίγα χρόνια αργότερα, γύρω στο 1998. Και μετά μου έδειξαν δύο μεγάλα κουτιά από κόντρα πλακέ – γεμάτα ως την κορυφή... με οστά κρανίων. Αυτή η μοναστική αδελφότητα, ανασκαλεύοντας τα ερείπια του εργοστασίου καπνού, έφτασε σταδιακά στο βαθύτερο στρώμα.
Πράγματι, αργά ή γρήγορα, όλα τα μυστικά, γίνονται ξεκάθαρα – υπήρχε ένας τεράστιος αριθμός ανθρώπινων υπολειμμάτων μπροστά μου. Αλλά, αυτό που τράβηξε την προσοχή, ήταν ότι τα οστά ήταν κυρίως ανοιχτόχρωμα ή χρυσόχρωμα. Αργότερα, στο Άγιο Όρος, μου εξηγήθηκε, ότι αυτό είναι ένα σαφές σημάδι αγιότητας, ένα σημάδι, ότι οι ψυχές αυτών των ανθρώπων βρίσκονται εδώ και καιρό σε παραδεισένιες Ουράνιες Κατοικίες.
Ωστόσο, τα υπολείμματα μιας πολυμελούς οικογένειας, δεν ξέφυγαν από τη μνήμη: ο πατέρας, η μητέρα και τα πέντε μικρά παιδιά τους. Όλα ανοιχτόχρωμα και τα κιτρινωπά κεφάλια τους, είχαν μια κοινή ιδιαιτερότητα – τα διατρήματα στο πίσω μέρος του κεφαλιού, είχαν την ίδια διάμετρο. Από τις σφαίρες του περιστρόφου…
Η ψυχή παγώνει, η καρδιά σφίγγεται, ξεσπούν τα κλάμματα.
Ανθρώπινα λυπηρό…
Για την ανάβαση στην αγιότητα
Αλλά ήρθε η ημέρα, που για μια στιγμή, η έννοια της αγιότητας μετατράπηκε από μια όμορφη και αφηρημένη λογοτεχνική αλληγορία σε μια εντελώς εφικτή και πραγματική ευκαιρία για μένα. Και αυτός που μας αποκάλυψε αυτό το πνευματικό μυστικό, ήταν ο πατήρ Ιερώνυμος. Ήταν έτσι…
Τον παγωμένο χειμώνα του 1998, έχοντας ετοιμάσει μια λίστα ερωτήσεων σε ένα κομμάτι χαρτί, εμφανίστηκα σε αυτόν στο μοναστήρι, για μια συνομιλία. Τότε ήρθε η ώρα για το γεύμα στην τράπεζα και όλοι συγκεντρώθηκαν στο ευρύχωρο δωμάτιο – μοναχοί, εργάτες και προσκυνητές σαν εμένα. Όλοι κάθισαν ευπρεπώς στις σειρές και περίμεναν σιωπηλά την άφιξη του ηγούμενου.
Και να, η πόρτα άνοιξε και ο πατέρας Ιερώνυμος μπήκε γρήγορα στην τράπεζα. Η κοινή προσευχή άρχισε.
Αφού τελείωσε, ο ιερέας στράφηκε στους παρευρισκόμενους και απρόσμενα είπε λόγια, που θα θυμάμαι για πάντα. Ακούστηκαν επιβλητικά, πειστικά, από καρδιάς. Ήταν απολύτως σαφές σε όλους μας, εκείνη την εποχή, ότι αυτές δεν ήταν αλήθειες βιβλίων που είχε διαβάσει, αλλά ένα είδος «ξηρού υπολείμματος», μια πρακτική εμπειρία της δικής του πνευματικής ζωής.
Ο ιερέας στράφηκε στους παρευρισκόμενους και απρόσμενα είπε λόγια, που θα θυμάμαι για πάντα
Είπε:
– Πατεράδες και αδέρφια! Θέλω όλοι να (παύση)... γίνετε άγιοι!
Μείναμε άφωνοι και παγωμένοι. Πολλοί σταμάτησαν ακόμη και να μασούν. Υπήρχε μια τεταμένη σιωπή…
– Αλλά για να γίνεις άγιος, πρέπει να γίνεις δίκαιος!
Μια άλλη σιωπή και μια άλλη παύση. Ο ιερέας σιωπηλά, κοίταξε αργά στα πρόσωπά μας. Κοίταξε από άτομο σε άτομο, με ένα βλέμμα αναζήτησης.
– Και για να γίνεις δίκαιος, πρέπει πρώτα να γίνεις ευλαβής!
Ένα κουτάλι χτύπησε εκκωφαντικά σε ένα πιάτο κάπου. Μας τρόμαξε η έκπληξη…
– Και για να γίνεις ευλαβής, πρέπει πρώτα να εκκλησιαστείς! Αμήν.
***
...Φυσικά, άφησε πολλά αγαθά έργα στη γη. Αλλά για μένα προσωπικά, αυτά τα λόγια, θα παραμείνουν το πιο σημαντικό και ακριβό του δώρο. Άνοιξαν τα μάτια μου, με αναπτέρωσαν και μου έδωσαν ελπίδα: αυτό δείχνει, ότι η αγιότητα είναι διαθέσιμη σε όλους;! Είναι αλήθεια και για μένα;..