Το Α΄ Μέρος εδώ
Το θαύμα του Αγίου Αρσενίου
Η πόλη Μουσταφά πασά ονομαζόταν παλαιότερα Σίνασος. Πριν από την αναγκαστική «ανταλλαγή πληθυσμών», εδώ ζούσε μια πολυάριθμη ελληνική κοινότητα. Οι ντόπιοι ασχολούνταν με επιτυχία με την αλιεία και διατηρούσαν ιχθυοπωλεία ακόμη και στην Κωνσταντινούπολη. Η συνύπαρξη με τους Τούρκους δεν τους εμπόδισε να διατηρήσουν την ορθόδοξη πίστη και τα έθιμα των προγόνων τους. Οι Καππαδόκες γενικά χαρακτηρίζονταν για την ευσέβειά τους. Είναι γνωστό ότι ο Όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης (περ. 1840-1924), πριν την αναχώρησή τους για την Ελλάδα, έλεγε ότι εκεί θα βρουν πολλές εκκλησίες, αλλά δεν θα βρουν τέτοια πίστη και ευλάβεια όπως εδώ, στις δύσκολες συνθήκες ενός αλλόδοξου περιβάλλοντος.
Για τους ορθόδοξους προσκυνητές η πόλη Μουσταφά πασά παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον πρόσθετο λόγο ότι εδώ ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης έκανε ένα από τα θαύματά του. Η περίπτωση αυτή αναφέρεται στον βίο του Αγίου Αρσενίου από τον γέροντα Παΐσιο τον Αγιορείτη. Κάποτε ο Όσιος Αρσένιος, μαζί με τον ψάλτη του Πρόδρομο, θέλησαν να επισκεφθούν τους Έλληνες που ζούσαν στη Σινασό. Όμως οι τοπικοί Τούρκοι παράγοντες δεν τους επέτρεψαν να μπουν στο χωριό και να συναντηθούν με τους χριστιανούς. Τότε, χωρίς να μπει σε διαμάχη, ο Άγιος Αρσένιος αποσύρθηκε και άρχισε να προσεύχεται. Για τα μετέπειτα έχει διασωθεί η μαρτυρία του ψάλτη. Ο καθαρός ουρανός που υπήρχε προηγουμένως πάνω από το χωριό καλύφθηκε ξαφνικά με σύννεφα, ακούστηκαν βροντές και άρχισε καταιγίδα. Οι Τούρκοι είδαν σ' αυτό την ξεκάθαρη απόδειξη της τιμωρίας του Θεού και έστειλαν δύο έφιππους αγγελιοφόρους να ζητήσουν από τον Όσιο συγχώρεση εκ μέρους όλου του χωριού. Ο Όσιος Αρσένιος τους συγχώρεσε και επέστρεψε. Όταν ευλόγησε το χωριό και από τις τέσσερις πλευρές, η καταιγίδα σταμάτησε το ίδιο ξαφνικά όπως και είχε αρχίσει.....
Στην ίδια την πόλη Μουσταφά πασά σώζεται η ευρύχωρη εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και της Ελένης των αρχών του 18ου αιώνα. Δεν έχουν απομείνει σχεδόν καθόλου τοιχογραφίες ή εικόνες σε αυτήν, αλλά τώρα είναι η μόνη εκκλησία στην Καππαδοκία όπου, κατόπιν συμφωνίας με τις αρχές, μπορούν να τελούνται ορθόδοξες ιερές ακολουθίες.
Η πατρίδα αγίων πατέρων
Η πιο διάσημη πόλη της Καππαδοκίας είναι η Καισάρεια, η σημερινή Καϊσερί. Είναι η πόλη που έδωσε στον κόσμο τον Άγιο Βασίλειο τον Μέγα. Εδώ γεννήθηκε, σπούδασε πριν φύγει για την Αθήνα και χειροτονήθηκε. Στα περίχωρα αυτής της πόλης αποσύρθηκε για αναχωρητική ζωή, μετά το ταξίδι του στην Αίγυπτο και τις ερήμους της Παλαιστίνης. Ως επίσκοπος της Καισαρείας της Καππαδοκίας εργάστηκε σκληρά για την οργάνωση των μοναστηριών.
Αν και βρισκόμασταν στο Καϊσερί, δεν είδαμε τίποτα από το παλιό ιστορικό μεγαλείο της πόλης. Το φρούριο του 3ου αιώνα έχει ανοικοδομηθεί πολλές φορές και τώρα στεγάζει την αγορά της πόλης. Από τα κτίρια των μεταγενέστερων χρόνων υπάρχει ένα τζαμί του 16ου αιώνα, το οποίο ευγενικά μας έδειξαν. Δεν έχουν απομείνει εδώ ναοί ή άλλα ορθόδοξα μνημεία.
Από την Καππαδοκία καταγόταν επίσης και ο φίλος του Αγίου Βασιλείου, ο Άγιος Γρηγόριος, που αργότερα ονομάστηκε Θεολόγος. Οι ντόπιοι πιστεύουν ότι το σημερινό Γκιουζελγιούρτ είναι η Αριανζός, όπου γεννήθηκε ο Άγιος Γρηγόριος. Στο Γκιουζελγιούρτ μας έδειξαν τη σωζόμενη εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, η οποία είχε μετατραπεί σε τζαμί.
Μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Καππαδοκίας είναι το Νεβσεχίρ. Υπάρχουν αρκετά μνημεία του ύστερου Μεσαίωνα εδώ, αλλά δεν είδαμε καμία ορθόδοξη εκκλησία. Και είναι κρίμα, γιατί το Νεβσεχίρ ονομαζόταν κάποτε Νύσσα. Εδώ τον 4ο αιώνα ήταν επίσκοπος ένας από τους Μεγάλους Καππαδόκες, ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αδελφός του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου. Μια μεγάλη εικόνα του Αγίου Γρηγορίου κοσμούσε τη σκηνή της αίθουσας εκδηλώσεων στο Νεβσεχίρ. Φοιτητές από το τοπικό πανεπιστήμιο έφτιαξαν για μας, τους Ρώσους προσκυνητές, μικρά πήλινα ανάγλυφα με την εικόνα του Αγίου ως ενθύμιο για το ταξίδι μας – κάτι που μας ήταν εντελώς απροσδόκητο.
Μίμηση Αβραάμ
Μου έμεινε αξέχαστη ιδιαίτερα η φιλοξενία σε μικρό χωριό στο κοιλάδα Σογκανλί. Όταν φτάσαμε εκεί, ήταν ακόμα μέρα. Κατεβαίνοντας από το λεωφορείο, η ομάδα μας έσπευσε στα μνημεία για να τα δει πριν δύσει ο ήλιος. Στο μικρό χωριό, όπου μας περίμενε το λεωφορείο, επιστρέψαμε όταν σουρούπωνε. Δίπλα στο λεωφορείο μάς περίμενε ο πρόεδρος του χωριού (ο τοπικός δήμαρχος, όπως μας τον σύστησαν). Μας ζήτησε να μη φύγουμε χωρίς να επισκεφτούμε το χωριό του. Μας πρότεινε να πιούμε τσάι με κουλουράκια, κάτι για το οποίο ευχαρίστως συμφωνήσαμε. Για πρακτικούς λόγους, είχαν στηθεί τραπέζια κάτω από ένα στέγαστρο, αρκετά κοντά στο λεωφορείο. Βέβαια, δεν περιμέναμε ότι ο ίδιος ο δήμαρχος θα μας πρόσφερε το τσάι. Και το έκανε με μεγάλη αμεσότητα – μόλις έβλεπε ότι κάπου το τσάι είχε τελειώσει, έσπευδε εκεί, έπαιρνε τα άδεια φλιτζάνια και σε λίγο επέστρεφε με τα γεμάτα και στεκόταν χαμογελαστός που μας έβλεπε να απολαμβάνουμε το απλό αυτό κέρασμα. Ο φιλόξενος δήμαρχος μόλις που μία φορά αξιώθηκε να καθίσει: ήταν η φορά που τον προσκάλεσε ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας μας, ο Σεβασμιώτατος Μάρκος, Αρχιεπίσκοπος Γιεγκόριεφσκ, για να φωτογραφηθεί μαζί του. Ορισμένοι σκεπτικιστές ίσως διέβλεπαν εμπορικού χαρακτήρα σκοπιμότητα στη συμπεριφορά του δημάρχου, ότι δηλαδή τουρίστες όλο και κάτι θα αγόραζαν ή θα επισκέπτονταν ξανά την περιοχή. Εμείς, ωστόσο, εντυπωσιαστήκαμε από αυτόν τον ανατολίτικο τρόπο μίμησης της φιλοξενίας του Αβραάμ τόσο πολύ που την αναπολούσαμε για πολύ καιρό.
Υπόγειες πόλεις
Μιλώντας για τις πόλεις και τα χωριά της Καππαδοκίας, δεν μπορεί κανείς να μην αναφερθεί στις περίφημες υπόγειες πόλεις. Είναι, χωρίς υπερβολή, ένα από τα θαύματα της Καππαδοκίας. Είναι δύσκολο ακόμη και να φανταστεί κανείς πόσο βαθιά μέσα στο βράχο έχουν φτιαχτεί αυτές οι τεχνητές σπηλιές. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, τα πρώτα υπόγεια περάσματα και κατοικίες εμφανίστηκαν στην Καππαδοκία την εποχή των Χετταίων. Ιδιαίτερη όμως σημασία και ανάπτυξη έλαβαν κατά τη βυζαντινή εποχή, όταν στις υπόγειες πόλεις που δημιουργήθηκαν από τα χέρια των Καππαδόκων μπορούσαν να κρυφτούν ταυτόχρονα αρκετές χιλιάδες άνθρωποι. Με τη βοήθεια των υπόγειων καταφυγίων οι χριστιανοί, για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, προστατεύονταν από τις επιδρομές των Τούρκων Σελτζούκων. Οι πόλεις αυτές είχαν δομή που έμοιαζε με μια συνηθισμένη πόλη – είχαν δρόμους, πλατείες, ναούς, σχολεία, ακόμη και στάβλους και λουτρά. Είναι σημαντικό ότι η θερμοκρασία στις σπηλιές δεν πέφτει κάτω από τους 13 βαθμούς Κελσίου, οπότε για θέρμανση αρκούσαν μικρές λάμπες ελαίου.
Σχεδόν όλα τα απαραίτητα για τη ζωή, στη διάρκεια μιας μακράς πολιορκίας, μεταφέρονταν εκ των προτέρων στην πόλη σε μεγάλες ποσότητες.
Επισκεφτήκαμε την υπόγεια πόλη Ντερινκουγιού (της Μαλακοπής) και πειστήκαμε ιδίοις όμμασι για την ικανότητα των υπόγειων τεχνιτών. Η πόλη φτάνει σε βάθος 8 ορόφων (ίσως και περισσότερων) και όλοι τους συνδέονται μεταξύ τους με περάσματα. Ειδικά για το φωτισμό και τον εξαερισμό είχαν κατασκευαστεί φρεάτια φωτισμού και εξαερισμού, που διαπερνούσαν και τους οκτώ ορόφους. Ήταν αδύνατο να τους σκεπάσουν με χώμα ή να τους βάλουν φωτιά λόγω του μεγάλου βάθους τους. Ακόμη και τα ίχνη τους στην επιφάνεια δεν ήταν εύκολο να τα βρει κανείς, καθώς οι είσοδοι των υπόγειων πόλεων καμουφλάρονταν επιδέξια. Αλλά το μεγάλο εμπόδιο περίμενε τους κατακτητές στην είσοδο. Οι είσοδοι κλειδώνονταν από μέσα με μια τεράστια στρογγυλή πέτρα, σαν μυλόπετρα. Την κυλούσαν μέσα σε αυλακώσεις στο βράχο και ήταν αδύνατο να μετακινηθεί από έξω. Καμία από τις υπόγειες πόλεις δεν καταλήφθηκε από τους εισβολείς. Οι πολιορκημένοι, ακόμη και αν τους ανακάλυπταν οι εχθροί τους, μπορούσαν να ζήσουν εδώ για πολλούς μήνες, έχοντας ό,τι χρειάζονταν. Τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο, οι αρτοποιοί έψηναν ψωμί, οι κτηνοτρόφοι φρόντιζαν τα ζώα. Ο αέρας εδώ, παρά το πλήθος των ανθρώπων και των ζώων, παρέμενε πάντα καθαρός. Το σύστημα εξαερισμού ήταν διαμορφωμένο με τέτοιο τρόπο ώστε ο καπνός να απομακρύνεται με φυσικό τρόπο ακόμη και από τον κατώτερο όγδοο όροφο. Υπήρχαν και ειδικά υπόγεια πηγάδια για νερό, καθώς και μεγάλα περάσματα και στοές, πολλά από τα οποία εκτείνονται σε μήκος πολλών χιλιομέτρων και οδηγούν σε γειτονικά υπόγεια φρούρια. Μυστήριο για τους ιστορικούς παραμένει το ερώτημα: προς τα πού θα μπορούσε να είχε μεταφερθεί μια τόσο μεγάλη ποσότητα πετρώματος από τα σπήλαια; Σε κάθε περίπτωση, στα περίχωρα της πόλης Ντερινκουγιού δεν έχουν βρεθεί ίχνη του.
Κοντά στην κοιλάδα Σογκανλί μας έδειξαν μια τέτοια υπόγεια πόλη που έχει ανακαλυφθεί πρόσφατα. Κάποιοι από τους χώρους της ήταν μπαζωμένοι και κάποιοι χρησιμοποιούνταν από τους ντόπιους για τις ανάγκες τους. Τη στιγμή της επίσκεψής μας, είχαν ήδη ανασκαφεί δύο όροφοι και είδαμε τα απομεινάρια ναού, κελαριών, λουτρού και υπόγειου στάβλου. Δεν μπορεί παρά να θαυμάσει κανείς την εφευρετικότητα των αρχαίων τεχνιτών, γιατί οι έγκλειστοι μπορούσαν να ασχολούνται ακόμη και με οινοποΐα και αγγειοπλαστική!
Το Βυζάντιο. Η πρωτεύουσα και οι περιφέρειες
Ο Αρχιεπίσκοπος Γιεγκόριεφσκ Μάρκος στον Ιερό Ναό του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου στη Σινασό
Με την επίσκεψη στη Νίγδη και το Καϊσερί, το προσκύνημά μας έφτασε στο τέλος του. Δυστυχώς, δεν βρεθήκαμε στα ακριτικά Φάρασα, τον τόπο των ασκητικών αγώνων του Αγίου Αρσενίου και τη γενέτειρα του γέροντα Παϊσίου του Αγιορείτη. Αλλά και εκεί, όπου προλάβαμε να επισκεφθούμε, νιώσαμε την ανεξήγητη και έντονη ευωδία της ιερής Καππαδοκίας, παρά το γεγονός ότι πολλές εκκλησίες έχουν καταστραφεί και οι τοιχογραφίες έχουν χαθεί. Λες και οι άγιοι συνεχίζουν να φροντίζουν αυτήν την καταπληκτική περιοχή, τους ντόπιους εργάτες και τους τουρίστες που την επισκέπτονται.
Στο τέλος του ταξιδιού είχαμε την τύχη να επισκεφθούμε τον Ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Είχαμε μόνο μια ώρα για να δούμε τον τεράστιο και μεγαλοπρεπή αυτό ναό και μόλις που προλάβαμε απλώς να περπατήσουμε στους δύο ορόφους του. Μετά τις σπηλαιώδεις εκκλησίες της Καππαδοκίας, αυτός φαινόταν ένας γίγαντας που υψώθηκε στον ουρανό, και ο διάκοσμός του μαρτυρούσε πραγματικά αυτοκρατορικό μεγαλείο. Αλλά ανάμεσα σε αυτόν και τα σπήλαια της Καππαδοκίας υπήρχε μια αόρατη και ισχυρή σχέση. Το Βυζάντιο είναι ζωντανό, έχει την πρωτεύουσά του και τις επαρχίες του, και καμία κατάκτηση δεν μπορεί να αναιρέσει αυτό το απλό γεγονός.