Το Ποτσάεφ το χειμώνα. Φωτογραφία: Μαρκέλ / katehizis.ru
Στην Αγία Γραφή υπάρχουν λόγια του προφήτη Ησαΐα που αποτελούν πηγή έμπνευσης ζωής για πολλά εκατομμύρια ανθρώπων που διαβάζουν τη Βίβλο: «Οι διψῶντες, πορεύεσθε ἐφ᾿ ὕδωρ… καὶ ἀντλήσατε ὕδωρ μετ᾿ εὐφροσύνης ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ σωτηρίου!» Πόσο λαμπερό ακτινοβόλο λογοπαίγνιο! Έρημος – πηγή – ύδωρ – χαρά – σωτηρία...
Όπως μας πληροφορεί η ιστορία της Λαύρας του Ποτσάεφ, στις αρχές του 17ου αιώνα, ο κόμης Φίρλεϊ, ανάξιος κληρονόμος της αείμνηστης Άννας Γκόϊσκαγια, απέσπασε παρανόμως κτήματα από την Μονή του Ποτσάεφ. Τότε, ο Όσιος Ιώβ με την αδελφότητα άρχισαν να σκάβουν πηγάδι ακριβώς πάνω στην κορυφή ενός βράχου. Ανάμεσα στους μοναχούς της αδελφότητας υπήρχαν και «άπιστοι Θωμάδες», οι οποίοι έλεγαν στον Όσιο ότι το συγκεκριμένο εγχείρημα θα αποτύχει. Όμως, ο ηγούμενος Ιώβ Ζελέζο (Ελλ: σίδηρος – ΣτΜ) – του οποίου το επίθετο ταίριαξε απόλυτα με τον χαρακτήρα του – είχε πράγματι σιδερένια θέληση και δεν υποχωρούσε. Έδινε την μια εντολή μετά την άλλη να συνεχιστούν οι εργασίες. Και να που σε βάθος 43 μέτρων, μέσα από το βράχο, άρχισε να αναβλύζει νερό…
Έχουν περάσει τετρακόσια χρόνια, αλλά και σήμερα πολυάριθμοι προσκυνητές που κατακλύζουν τη Λαύρα παίρνουν νερό από εκεί για την θεραπεία των ασθενειών τους.
Η μνήμη μου ζωγραφίζει τη Λαύρα, το 1978, αργά το βράδυ μετά το δείπνο…
Το φως στο δωμάτιο με τη λάντζα είναι δυνατό, τα πιάτα που πλένουμε να κροταλίζουν δυνατά, το ζεστό νερό να αχνίζει στη λάντζα και εμείς να πλένουμε πιάτα. Ήταν χειμώνας, έκανε αρκετό κρύο, αλλά μέσα είναι ζεστά από το καυτό νερό και το έντονο φως. Ο Μιχαήλ Μπαλ από την Πολτάβα, ο Αλέξανδρος (μελλοντικός ιεροδιάκονος Σάββας) και εγώ, ως ειδικοί στη βιομηχανία, πλένουμε πιάτα. Ο πατήρ Ιγνάτιος (αρχιδιάκονος Ιλαρίων), ο τραπεζάρης, βάζει τις φωνές και μας μαλώνει που στο πλύσιμο σπάμε πολλά πιάτα. «Αυτό δεν λέγεται πλύσιμο, είναι σπάσιμο! Θα σας δείξω εγώ πώς να πλένετε!» Έτρεξε στην μπανιέρα, πήρε ένα πιάτο στα χέρια του – χραπ! – το έσπασε. Έφυγε σχεδόν τρέχοντας, κάνοντας αστείες γκριμάτσες από την ντροπή.
Κάποια στιγμή ήρθε ο δόκιμος Ίγκορ Μπρους και μου λέει συνωμοτικά: «Μην κοιμηθείς απόψε, αλλιώς θα χάσεις όλη τη Βασιλεία των Ουρανών! Έλα στις 12 το βράδυ στο πηγάδι! Θα κοιτάζουμε στον πυθμένα και, αν ο Κύριος ευδοκήσει, θα δούμε ένα σημάδι: το νερό να κοχλάζει την ώρα που θα αγιάζεται. Αφού αύριο είναι των Θεοφανείων».
Η κούραση που ένιωθα ήταν απίστευτη, όπως και η περιέργεια. Τελικά πήγα, παρά τη νύστα. Νόμιζα ότι θα ήμασταν μόνο ο Ίγκορ και εγώ που θα κοιτάζαμε στο πηγάδι. Αλλά είχα κάνει λάθος. Είχαν ήδη φτάσει εκεί ο αρχιμανδρίτης Αλύπιος, ο ηγούμενος Απελλής, ο χοράρχης μοναχός Νέστωρ, οι ιεροδιάκονοι Κασσιανός και Ρωμανός και ο δόκιμος Βασίλειος. Είχαν περικυκλώσει το πηγάδι τόσο πολύ που δύσκολα μπορούσε κανείς να τους σπρώξει για να πλησιάσει. Ο πατήρ Απελλής είχε έναν ισχυρό κόκκινο προβολέα με έξι μπαταρίες. Πράγμα πολύ σπάνιο για εκείνη την εποχή. Οι άλλοι πατέρες είχαν και αυτοί φακούς, αλλά δεν ήταν τόσο ισχυροί. Ο πατήρ Απελλής με τον φακό του φώτισε όλο το εσωτερικό του πηγαδιού.
Όσο περιμέναμε να πάει δώδεκα το βράδυ, μιλούσαμε. Η συζήτηση κυλούσε όμορφα, νωχελικά, χωρίς βιασύνη. Λέγανε ότι το είχαν δει μια χρονιά, αλλά πέρυσι και πρόπερσι δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο...
...Δεν ξέρω αν είχε πάει 12 η ώρα ή όχι, αλλά σαν σε ένα θαυμαστό όνειρο αρχίσαμε να παρατηρούμε κάτι το ασυνήθιστο:
...μικρές σπίθες να πετάνε μέσα στο πηγάδι. «Τι είναι αυτό;» «Συνέχισε να κοιτάς και θα δεις!» – λέει ο πατήρ Απελλής. Οι σπίθες είναι σαν αστεράκια πάχνης, τελείως λευκές. Στην αρχή ήταν μεμονωμένες, αραιές. Στη συνέχεια γίνονται όλο και περισσότερες. Στο πηγάδι άρχισε κάτι σαν χιονοθύελλα. Όταν έφταναν μια-μια στο βάθος, στον πυθμένα του πηγαδιού και τον άγγιζαν, ξαφνικά εκεί το νερό ζωντάνευε και κόχλαζε με θόρυβο. Ακουγόταν θόρυβος, όχι τόσο δυνατός όπως από καταρράκτη. Ήταν ένα ελαφρύ ήσυχο σύριγμα, ή μάλλον βουητό, σαν να βγαίνει από σμήνος εντόμων. Εμείς, όλοι οι παρευρισκόμενοι, είχαμε ζωηρέψει και είχαμε ενθουσιαστεί. Μιλούσαμε, διακόπταμε ο ένας τον άλλον, οι νεότεροι τους μεγαλύτερους χωρίς πρόβλημα. Στη θέα αυτού του μυστηρίου η διάθεση όλων ανέβηκε ασυνήθιστα πολύ, η νύστα, η κούραση και η υπνηλία εξαφανίστηκαν. Επανειλημμένα ψάλαμε το «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...».
Εγώ, όπως και όλοι οι άλλοι, ανταμείφθηκα πλουσιοπάροχα για τη σχεδόν άγρυπνη νύχτα.
«Φωνὴ Κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων βοᾷ λέγουσα· Δεῦτε λάβετε πάντες, Πνεῦμα…»
Έχουν περάσει πολλά χρόνια, αλλά εκείνη την αξέχαστη νύχτα την θυμάμαι! Και πιθανότατα θα την θυμάμαι για το υπόλοιπο της ζωής μου...