Ο Αρχιμανδρίτης Πολύκαρπος (Ζερβός), καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Παναγίας Κασσωπίτρας, ασκήτευε στο Άγιο Όρος από το 1986 έως το 1991. Το κελλί του βρισκόταν κοντά στην Παναγούδα, το κελλί του Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτη, με τον οποίον επικοινωνούσε συχνά.
Ο Αρχιμανδρίτης Πολύκαρπος (Ζερβός)
– Ευλογείτε, πάτερ Πολύκαρπε! Σας παρακαλώ, μιλήστε μας για τον εαυτό σας: για την παιδική σας ηλικία, για την οικογένεια στην οποία μεγαλώσατε. Πώς αποκτήσατε την πίστη στον Θεό; Γιατί αποφασίσατε να ακολουθήσετε τον δρόμο του μοναχισμού; Είναι αλήθεια ότι ήταν ο Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης που σας ευλόγησε σε αυτόν τον δρόμο;
– Ο Θεός να σας ευλογεί! Γεννήθηκα στην Λευκίμμη της Κέρκυρας, στις 2 Φεβρουαρίου του 1963 με το νέο ημερολόγιο, ημέρα κατά την οποία η Εκκλησία γιορτάζει την Υπαπαντή του Κυρίου. Οι γονείς μου είχαν ήδη δύο κόρες και μετά από μένα γεννήθηκε ένα ακόμη παιδί. Ο πατέρας μου δεν ήταν ιδιαίτερα ευσεβής άνθρωπος, μάλλον, δεν ήταν καθόλου ευσεβής. Η μητέρα μου, αντίθετα, χαρακτηριζόταν από άκρα ευσέβεια και από πολύ μικρή ηλικία απαιτούσε από εμάς να πηγαίνουμε νωρίς το πρωί στην εκκλησία για να ακούμε την ανάγνωση του Εωθινού Ευαγγελίου. Μεγαλώσαμε κοντά στην ενορία μας, την εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων, όπου προϊστάμενος ήταν ο πατήρ Νικόλαος Βούλγαρης, ένας άνθρωπος άγιας ζωής. Για πολλά χρόνια, από την παιδική μου ηλικία, βοηθούσα τον π. Νικόλαο στο ναό μαζί με τον φίλο μου τον Γιώργο.
Ο Γιώργος – θα σας μιλήσω και παρακάτω για αυτόν – ήταν ο καλύτερος μου φίλος... Δεν υπήρξε ποτέ γιορτή ή Κυριακή που να μην έχουμε πάει στην εκκλησία. Ωστόσο, τα απογεύματα της Κυριακής, επειδή τότε δεν είχαμε παιδικές χαρές και τηλεοράσεις και επειδή δεν είχαμε με τι να παίξουμε, ακολουθούσαμε τους γονείς μας, οι οποίοι στις γιορτές πήγαιναν στις καφετέριες. Πολύ συχνά μετά τον καφέ οι μητέρες μας μάς πήγαιναν στο μοναστήρι της Παναγίας «Κυρά των Αγγέλων», που ήταν κοντά στο σπίτι μας. Κάθε επίσκεψη στο μοναστήρι ήταν για εμάς τα παιδιά μια ξεχωριστή εμπειρία επικοινωνίας με τις αδελφές, ιδιαίτερα με την Γερόντισσα Αναστασία Βλάχου. Μου είχε κάνει τότε μεγάλη εντύπωση ότι κάθε φορά που επισκεπτόμασταν το μοναστήρι, μία από τις αδελφές διάβαζε πάντα το Γεροντικό.
– Γέροντα, αυτό γινόταν στην Τράπεζα;
– Όχι, το καλοκαίρι στην αυλή και το χειμώνα στο μικρό αρχονταρίκι. Αν θυμάσαι, το Γεροντικό αποτελείται από μικρές ιστορίες για τη ζωή των Πατέρων της Ερήμου. Αφού προσκυνούσαμε την εικόνα της Παναγίας στο μοναστήρι, καθόμασταν πάντα να ακούσουμε το ανάγνωσμα. Συχνά συνέβαινε να μην ακούμε την ιστορία από την αρχή και να μην καταλαβαίνουμε περί τίνος επρόκειτο, αλλά ακολουθούσε η επόμενη, την οποία ακούγοντάς την, παιδιά και ενήλικες, τρέφαμε την ψυχή μας και ωφελούμασταν. Στη διάρκεια της ανάγνωσης, η αδελφή Ανθούσα μας κερνούσε λουκούμι, καφέ και γλυκά.
=Δεν υπήρξε ποτέ γιορτή ή Κυριακή που να μην έχουμε πάει στην εκκλησία=
Αν αρχίζαμε να κουραζόμαστε και να βαριόμαστε, επειδή ήμασταν πολλά τα παιδιά, ζητούσαμε να βγούμε από την αυλή στον κήπο για να παίξουμε τα παιδικά μας παιχνίδια: κρυφτό, κυνηγητό κ.λπ. Στον κήπο υπήρχαν πολλά οπωροφόρα δέντρα, κάτι που προσφερόταν εξαιρετικά για τέτοια παιχνίδια. Όταν πηγαίναμε να παίξουμε στον κήπο, παίρναμε πάντα την ευλογία της γερόντισσας Αναστασίας.
Έχω πολλές αναμνήσεις από τη ζωή και τις συναντήσεις μου με τη γερόντισσα. Ήμουν ήδη 16 ετών, όταν απεβίωσε η ασκήτρια. Υπάρχει και βιβλίο γι' αυτήν, «Αναστασία, η ασκήτρια της Κυράς».
Η γερόντισσα Αναστασία της Ιεράς Μονής της Παναγίας «Κυρά των Αγγέλων» στο νησί της Κέρκυρας Πάντα με εξέπληττε το γεγονός ότι όταν εμείς τα παιδιά βλέπαμε τη Γερόντισσα Αναστασία, τρέχαμε πάντα να πάρουμε την ευλογία της. Φιλούσε όλα τα παιδιά στο κεφάλι, εμένα, ωστόσο, μου φιλούσε το χέρι. Φυσικά, δεν καταλάβαινα αυτή τη συμπεριφορά της, δεν μου άρεσε κιόλας. Πολλά χρόνια αργότερα, όμως, κατάλαβα γιατί το έκανε.
Η Γερόντισσα ήταν πολύ αυστηρή στη ζωή της, αλλά ταυτόχρονα και προσιτή σε όλους. Εκτός από τον εξαιρετικό ασκητισμό, την διέκρινε επίσης μια σπάνια ταπεινότητα. Όλοι εντυπωσιάζονταν από την εσωτερική της μετάνοια, που αχνοφαινόταν στην εμφάνισή της, όπως και από την αγάπη και τη ευλάβειά της προς την Υπεραγία Θεοτόκο. Η ευσέβειά της ήταν ο λόγος για τον οποίο πολύς κόσμος επισκεπτόταν το μοναστήρι καθημερινά, όχι μόνο από το νησί της Κέρκυρας, αλλά και από τις γειτονικές περιοχές: από τα Ιωάννινα και τη Βόρειο Ήπειρο.
– Γέροντα, πότε αρχίσατε να σκέφτεστε να ακολουθήσετε το δρόμο του μοναχισμού;
– Όχι, ποτέ δεν είχα σκεφτεί τον μοναχισμό. Όμως, από την παιδική μου ηλικία μου είχε αποτυπωθεί στο νου έντονα η ακρόαση της ανάγνωσης του Γεροντικού. Στη συνέχεια αυτό έγινε το αγαπημένο μου βιβλίο. Μια φορά μάλιστα είπα στον πνευματικό μου ότι δεν ταιριάζει να αγαπώ το Γεροντικό περισσότερο από το Ευαγγέλιο, και μου απάντησε: «Ξέρεις τι είναι το Γεροντικό; Είναι το Ευαγγέλιο ενσαρκωμένο στη ζωή των αγίων πατέρων. Επομένως, αν αγαπάς το Γεροντικό, αγαπάς και το Ευαγγέλιο».
Λοιπόν, όσο για το θέμα του μοναχισμού, επαναλαμβάνω ότι δεν είχα καμία επιθυμία να γίνω μοναχός. Ωστόσο, πάντα ονειρευόμουν να γίνω ιερέας. Αγαπούσα πολύ την ιεροσύνη και την Εκκλησία. Ακόμη και όταν ήμουν παιδί, η μητέρα μου μού είχε ράψει παιδικό φελόνιο και επιτραχήλιο, και ως παιδί έπαιζα μόνο τον ιερέα και τα εκκλησιαστικά. Το βαπτιστικό μου όνομα ήταν Σπυρίδων, καθώς η μητέρα μου είχε υποσχεθεί στον Άγιο ότι θα μου έδινε το όνομά του.
Βέβαια, είναι αστείο, αλλά όλα τα παιδιά στη γειτονιά με φώναζαν πατέρα Σπυρίδωνα. Αυτό συνεχιζόταν από την ηλικία των 7 ετών μέχρι που έφτασα περίπου στα 15. Είχα χτίσει ένα μικρό εκκλησάκι, ένα σήμαντρο και μάζευα τα παιδιά της γειτονιάς γύρω μου. Διαβάζαμε την παράκληση στην Υπεραγία Θεοτόκο και τον Εσπερινό.
– Όλη τη σειρά;
– Όχι, φυσικά. Ό,τι μπορούσαμε να διαβάσουμε εμείς τα παιδιά, το διαβάζαμε. Ανάβαμε κεριά και διαβάζαμε τους βίους των αγίων, τους οποίους είχαμε αγοράσει με χρήματα που είχαμε εξοικονομήσει. Ευτυχώς, οι βίοι των αγίων ήταν πολύ φθηνοί: μια δραχμή με τα τότε δεδομένα. Πάντα φρόντιζα να ακούνε όλοι το βίο του αγίου που είχαμε καταφέρει να αγοράσουμε.
– Δηλαδή, από εκείνη την εποχή ήδη είχατε αρχίσει την «ποιμαντική δράση»;
– Ναι! Ναι! Από μικρός! (Γελάει).
=Αγαπούσα πολύ την ιεροσύνη και την Εκκλησία=
Κάναμε και έργα ελέους: κάναμε θελήματα για τους αδύναμους γέρους, τους φέρναμε νερό από το πηγάδι, πηγαίναμε σε διάφορα μαγαζιά για ψώνια. Δεν υπήρχαν σουπερμάρκετ εκείνη την εποχή. Αυτή ήταν η διακονία μας προς τους ανθρώπους. Πάντα σεβόμουν και αγαπούσα τους ηλικιωμένους και εξακολουθώ να τους αγαπώ. Πρέπει να πω ότι στο σχολείο δεν ήμουν καλός μαθητής, δεν μου άρεσαν πολύ οι θετικές επιστήμες και τα μαθήματα. Από μικρή ηλικία, όμως, διάβαζα τους βίους των αγίων, ας πούμε τον βίο του Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ.
– Είχε κιόλας μεταφραστεί τότε;
– Ναι! Και το Πατερικόν των Σπηλαίων του Κιέβου. Όμως, επιθυμούσα, όταν μεγαλώσω, να γίνω ένας παντρεμένος πολύτεκνος ιερέας. Ήθελα ο Θεός να μου στείλει γιους, για τους οποίους θα προσευχόμουν, ώστε να ακολουθήσουν τα βήματά μου και να διακονούν μπροστά στην Αγία Τράπεζα.
– Και πώς τότε γίνατε μοναχός αφού δεν είχατε τέτοια επιθυμία;
– Όπως έχω πει, είχα έναν αγαπημένο φίλο, τον Γιώργο, με τον οποίο βοηθούσαμε στην εκκλησία. Λοιπόν, αυτός πάντοτε ονειρευόταν να γίνει μοναχός.
– Εκάρη αυτός;
– Έγινε το εξής: όταν έγινα 18 ετών, ένας θείος του Γιώργου του αγόρασε μοτοποδήλατο. Από εκείνη τη στιγμή είχαμε την ευκαιρία να ταξιδεύουμε σε προσκυνήματα και μοναστήρια μακριά από το χωριό μας. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι σε ένα μοναστήρι που αγαπώ πολύ (το επισκεφθήκαμε για πρώτη φορά τότε), το Ησυχαστήριο Παντοκράτορος Καμαρέλας, συναντήσαμε έναν γέροντα, έναν ιερομόναχο και μια μοναχή, η οποία βρισκόταν στον κήπο του μοναστηριού. Όταν μπήκαμε στο μοναστήρι, αρχίσαμε να προσκυνάμε τα κειμήλια και να κάνουμε μετάνοιες μπροστά στις εικόνες. Οι μοναχοί άρχισαν να μας επαινούν που, όντας τόσο νέοι, ήμασταν τόσο ευσεβείς. Σε συζήτηση μαζί τους ανέφερα ότι ήθελα να γίνω έγγαμος ιερέας και ο φίλος μου ο Γιώργος είπε ότι ήθελε να γίνει μοναχός. Καθίσαμε, πήραμε κέρασμα, μιλήσαμε και καθώς φεύγαμε από το μοναστήρι, η γερόντισσα Θεοδοσία με πήρε από το χέρι και μου είπε: «Θα γίνεις μοναχός!» Άρχισα να της αντιλέγω και να της λέω: «Μα τι λέτε; Θέλω να παντρευτώ και να κάνω πολλά παιδιά». Μου απάντησε τότε ότι είχε δει στο πρόσωπο και στο στήθος μου έναν κόκκινο σταυρό, όπως αυτός απεικονίζεται στο μεγάλο μοναχικό σχήμα. Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία στα λόγια της και φύγαμε.
– Πάτερ Πολύκαρπε, υπάρχουν πληροφορίες για αυτήν την γερόντισσα;
– Ναι, υπάρχουν στη μονή στην οποία ασκήτευε. Αυτή έχει κοιμηθεί.
Λοιπόν, πέρασαν μερικά χρόνια και ο φίλος μου ο Γιώργος ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε την κόρη ενός ιερέα και αντί να γίνει μοναχός, έγινε πολύτεκνος πατέρας και τώρα είναι και παππούς κιόλας. Ο Μητροπολίτης μας τον χειροτόνησε ιερέα σε νεαρή ηλικία, επειδή όλοι έβλεπαν την αγάπη του για την Εκκλησία.
Δηλαδή, τα πράγματα ήρθαν ανάποδα: ο Γιώργος, που ήθελε να γίνει μοναχός, έγινε οικογενειάρχης, πατέρας και ήδη παππούς, ιερέας που εργάζεται στο χωράφι του Χριστού...
Εκείνη την περίοδο, σε ηλικία 19 ετών, αποφασίσαμε να επισκεφτούμε το Άγιο Όρος με φίλο μου που σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη, μια και είχαμε χρόνο. Ήταν από καθαρή περιέργεια. Πρόθεσή μας ήταν να επισκεφθούμε το Άγιο Όρος ως τουρίστες και όχι ως προσκυνητές με σκοπό να προσευχηθούμε στα μοναστήρια και να προσκυνήσουμε τα κειμήλια των μοναστηριών αυτών.
Πλοίο στις ακτές του Αγίου Όρους
Βεβαίως, το Άγιο Όρος εκείνης της εποχής είναι εντελώς διαφορετικό από το σημερινό!
Αποπλεύσαμε με ένα ξύλινο σκάφος που χωρούσε μόλις 20 άτομα. Όχι όπως τώρα, που ένα πλοίο μπορεί να χωρέσει αρκετά φορτηγά, μέχρι και εκατό προσκυνητές... Τότε ήταν ελάχιστοι οι προσκυνητές...
Η πρώτη εμπειρία επικοινωνίας μου με τους αγιορείτες μοναχούς ήταν η ακόλουθη: πλέαμε αργά στα κύματα (από την Ουρανούπολη, όπου βρίσκεται το λιμάνι, χρειάστηκαν αρκετές ώρες για να φτάσουμε στη Δάφνη, το λιμάνι του Αγίου Όρους). Θέλησα να μπω στο εσωτερικό του πλοίου και πλησίασα στην πόρτα που οδηγούσε στο σαλόνι. Έξω, δίπλα στην πόρτα, στεκόταν ένας πολύ σεβάσμιος μοναχός, μου έκανε υπόκλιση και μου άνοιξε την πόρτα, και όταν μπήκα μέσα, την έκλεισε πίσω μου. Προς μεγάλη έκπληξή μου, όταν το πλοίο έφτασε στο λιμάνι της Μονής Παντελεήμονος, αυτόν τον έντιμο, ταπεινό, εξυπηρετικό γέροντα είχε βγει να τον υποδεχτεί όλη η αδελφότητα. Όλοι άρχισαν να παίρνουν την ευλογία του με τη σειρά... Ήμουν πολύ περίεργος να μάθω ποιος ήταν αυτός. Όπως αποδείχθηκε, ήταν ο ηγούμενος της μονής, ο πατήρ Ιερεμίας... Φανταστείτε, όπως έμαθα αργότερα, ο πατήρ Ιερεμίας, εκτός από το ότι είχε το βάρος της ηγουμενίας, εργαζόταν στο τσαγκάρικο της μονής, όπου επισκεύαζε τα παπούτσια των αδελφών! Αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση!
Τελικά μετά από πολλές ώρες ταξιδιού φτάσαμε στο λιμάνι του Αγίου Όρους, τη Δάφνη. Στο λιμάνι μας περίμενε λεωφορείο. Βέβαια, τι λεωφορείο, ένα σαράβαλο ήταν. Καθώς ανεβαίναμε στο βουνό σε χωματόδρομο, που ήταν γεμάτος λακκούβες, φοβόμασταν όλοι ότι το λεωφορείο θα διαλυόταν. Μούγκριζε τόσο πολύ που θαρρείς και η μηχανή του ήταν στα τελευταία της. Η μετακίνηση που με κανονικό λεωφορείο σήμερα διαρκεί σαράντα λεπτά, στην περίπτωσή μας κράτησε διπλάσιο χρόνο.
Παρεμπιπτόντως, τότε οι επισκέπτες ήταν τόσο λίγοι που τα διαμονητήρια εκδίδονταν στο κτίριο της Ιεράς Κοινότητας. Το μόνο που χρειαζόταν για αυτό ήταν το διαβατήριο. Αν θυμάμαι καλά, τότε τα διαμονητήρια εκδίδονταν για 15 ημέρες και όχι για 3 ημέρες που ισχύει σήμερα. Το πρώτο πράγμα που με εξέπληξε, όταν κατεβήκαμε από το λεωφορείο, ήταν τα παιδιά που ήταν ντυμένα με μαύρα ράσα... Στέκονταν έξω από το κτίριο της Κοινοτητας. Έμεινα έκπληκτος: «Ουάου! Πώς είναι δυνατόν αυτά τα παιδιά να είναι ήδη μοναχοί!».
Τότε δεν γνώριζα ότι στο Άγιο Όρος λειτουργεί η Αθωνιάδα Σχολή, όπου φοιτούν παιδιά από την ηλικία των 13 ετών.
Παρατήρησα ότι όλοι βιάζονταν να πάρουν ευλογία από έναν συγκεκριμένο γέροντα. Μου φάνηκε πολύ παράξενο που, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν και άλλοι μοναχοί που στέκονταν κοντά, όλοι προσπαθούσαν να πάρουν ευλογία από αυτόν. Πήγα κι εγώ μαζί με όλους για να πάρω την ευλογία του. Δεν μπορώ να πω ότι πλησίασα με ιδιαίτερη ευλάβεια. Απλώς ακολούθησα τους άλλους.
– Πόσα χρόνια πριν συνέβη αυτό;
– Το 1983!
– Άρα τότε ήταν 59 χρονών.
– Λοιπόν, πήρα την ευλογία του, με αγκάλιασε και με φίλησε στο κεφάλι (πάραυτα θυμήθηκα ότι με τον ίδιο τρόπο μας φιλούσε στο κεφάλι η γερόντισσα Αναστασία από την Κυρά των Αγγέλων). Όταν με αγκάλιασε, ένιωσα μια τέτοια ψυχική ζεστασιά να εκπέμπεται από τον γέροντα... Όταν ο γέροντας έφυγε, ρώτησα τους παρευρισκόμενους: «Ποιος ήταν αυτός;» Μου είπαν ότι ήταν ο γέροντας Παΐσιος.
Ο γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης
Σκέφτηκα: «Γέροντας Παΐσιος; Τι είναι αυτός ο γέροντας Παΐσιος;»
Εμένα δε μου έλεγε τίποτα το όνομα του γέροντα Παϊσίου. Μου εξήγησαν ότι είναι πολύ πνευματικός άνθρωπος, ασκητής και ευχέτης.
=Όταν με αγκάλιασε, ένιωσα μια τέτοια ψυχική ζεστασιά να εκπέμπεται από τον γέροντα…=
Λοιπόν, πήραμε το διαμονητήριο και πήγαμε στη μονή Κουτλουμουσίου, που βρίσκεται 15 λεπτά με τα πόδια από την πρωτεύουσα του Άθω, τις Καρυές. Στο κελλί της μονής αυτής ασκήτευε ο γέροντας Παΐσιος.
– Πάτερ Πολύκαρπε, όταν ζούσα στο Κουτλουμούσι, ο ιερομόναχος Φιλόθεος μου είχε πει ότι όταν στην Παναγούδα ασκήτευε ο γέροντας Παΐσιος, η Μονή Κουτλουμουσίου κόντευε κυριολεκτικά να σκάσει, τόσους προσκυνητές δεχόταν καθημερινά.
– Ναι, είναι αλήθεια! Ο πατήρ Φιλόθεος είχε πάει σε αυτή τη μονή πριν από μένα και είχε καρεί εκεί μοναχός.
– Είχατε καρεί επί της ηγουμενίας Χριστοδούλου;
– Ναι, αυτός ήταν που με έκειρε! Ωστόσο, ο πατήρ Νικόλαος, ο σημερινός ηγούμενος, ήταν αυτός που με κάλεσε στο μοναστήρι. Λοιπόν, επειδή δεν είχαμε χρόνο, μείναμε στο μοναστήρι μόνο για δύο ημέρες. Και στην επιστροφή, στο πλοίο, γνωρίσαμε τον μελλοντικό μου γέροντα, τον πατέρα Αναστάσιο. Μιλήσαμε μαζί του, και επειδή ήταν και ιερομόναχος, εξομολογηθήκαμε σε αυτόν. Είχε μαζί του το πετραχήλι του.
Στη συνέχεια, όταν επέστρεψα στην Κέρκυρα, άλλαξα ριζικά τη ζωή μου. Ήθελα και πάλι, με την πρώτη ευκαιρία, να ξαναπάω στο Άγιο Όρος το συντομότερο δυνατό. Όπως είπα, τότε ήμουν 19 ετών.
Ενημέρωσα τον πατέρα Αναστάσιο για την επιθυμία μου αυτή και μου απάντησε ότι πρώτα θα έπρεπε να υπηρετήσω τη στρατιωτική μου θητεία, ότι θα έπρεπε να πάρω το χρόνο μου και να ζυγίσω τα πάντα, ότι εδώ στον Άθωνα η μοναστική ζωή είναι πολύ ασκητική...
– Πάτερ Πολύκαρπε, πώς λέγεται το κελλί, όπου ζει ο πατήρ Αναστάσιος;
– Φουρνά, είναι ένα από τα παλαιότερα κελλιά στις Καρυές. Σε αυτό το κελλί υπάρχουν τοιχογραφίες του Διονυσίου του εκ Φουρνά, του διάσημου Έλληνα αγιογράφου της εποχής της Αναγέννησης. Έτσι, ο πατέρας Αναστάσιος μου «φρέναρε» την επιθυμία μου να μείνω στο Άγιο Όρος. Μου έλεγε: «Προσπάθησε να αγαπήσεις τον Θεό σωστά από τα βάθη της καρδιάς σου, προσπάθησε να ζήσεις πνευματικά, πήγαινε πρώτα στο στρατό, δεν ξέρεις ακόμα τι ακριβώς θέλει ο Κύριος από σένα. Είσαι ακόμα πολύ νέος. Θα δούμε...» - αυτά ήταν τα λόγια του. Αυτή ήταν η εμπειρία μου από την πρώτη μου επίσκεψη στο Άγιο Όρος.