Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το βιβλίο του κ.Νικολάου Γ.Κόϊου με τίτλο «Θεολογία και εμπειρία κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο (1896 – 1993)», Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, 2007, σελ. 171 – 175.
Συνεχίζοντας, προχωροῦμε στὴν παράθεση τῆς διδασκαλίας τοῦ συγγραφέα (ενν. Άγιος Σωφρόνιος – ΣτΕ) γιὰ τὴν ἀξία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τὴν θέση της στὴ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ, ἀλλὰ καὶ κάθε χριστιανοῦ, ὅπου μᾶς ὑπογραμμίζει: Ἡ ἀκράδαντη πίστη στὴν ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας τῆς καθολικῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὸ σύνολό της καὶ ἡ βαθειὰ ἐμπιστοσύνη σὲ ὁτιδήποτε παρέλαβε καὶ ἐπιβεβαίωσε μὲ τὴν πεῖρα της ἀποτελοῦν ἄσειστο θεμέλιο τῆς ζωῆς τοῦ μοναχοῦ. Αὐτὸ σώζει τὸν μοναχὸ ἀπὸ τὸν ἐξωπαραδοσιακὸ ἐρασιτεχνισμὸ καὶ τὶς ἀδέξιες ἔρευνες. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους διὰ τῆς πίστεως εἴσοδος στὴν ζωὴ τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας καθιστᾶ τὸν μοναχὸ κληρονόμο τοῦ ἀμέτρητου πλούτου της καὶ δίνει ἀμέσως στὴν προσωπική του ἄσκηση χαρακτῆρα κατηγορηματικῆς βεβαιότητας. Κατὰ τὴν μελέτη τῆς ἁγίας γραφῆς, τῶν πατερικῶν ἔργων καὶ τῶν ἀκένωτων σὲ δογματικὸ καὶ εὐχετικὸ περιεχόμενο θησαυρὸ τῶν λειτουργικῶν βιβλίων, ὁ μοναχὸς συναντᾶ ἀπέραντο πλοῦτο, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν διατίθεται νὰ συγγράψει καὶ αὐτὸς γιὰ τὰ ἴδια θέματα, ἀφοῦ ἔτσι κι ἀλλιῶς δὲν θὰ προσκόμιζε τίποτα τὸ νέο. Ὅταν ὅμως στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐμφανιστεῖ ἀνάγκη, τότε θὰ γραφοῦν νέα βιβλία.
Κάθε νέο βιβλίο, ποὺ περιλαμβάνει ἢ ἐκφράζει τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὑπόκειται πρῶτα στὴν κρίση της. Αὐτὴ ἐρευνᾶ τὰ πάντα, τὰ δοκιμάζει ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρὲς καὶ προπαντὸς ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς ἐπίδρασης τῆς διδασκαλίας στὴν ζωή. Αὐτὸ τὸ κριτήριο, τῆς ἐπίδρασης δηλαδὴ τῆς διδασκαλίας στὴν ζωή, ἔχει ἄκρως σοβαρὴ σπουδαιότητα ἐξαιτίας τοῦ ἄρρηκτου δεσμοῦ τῆς δογματικῆς συνείδησης καὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἔτσι ἀπορρίπτει ὁτιδήποτε ἀποδεικνύεται ὅτι ἀντιφάσκει ἢ δὲν συμφωνεῖ μὲ τὸ πνεῦμα τῆς κατὰ Χριστὸν ἀγάπης, μὲ τὴν ὁποία ζεῖ ἡ Ἐκκλησία. Τὸ κριτήριο τῆς ἀποδοχῆς ὁποιασδήποτε διδασκαλίας στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἀκόμη μία ἔνδειξη τῆς ἐμπειρικῆς ἐπαλήθευσης τῆς θεολογίας μέσα ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν μελῶν της. Μεμονωμένα τέκνα καὶ μέλη της τὰ ὁποῖα πορεύονται πρὸς αὐτὴν τὴν ἀγάπη σκοντάφτουν, πέφτουν, διαπράττουν ἐγκλήματα. Ὅμως ἡ Ἐκκλησία στὸ βάθος της γνωρίζει διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὴν ἀλήθεια τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐκεῖ ὅπου συναντοῦμε ἔστω καὶ τὴν λέξη «ἀγάπη», ἀλλὰ μὲ διαφορετικὸ περιεχόμενο, ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀπατᾶται ἀπὸ καμία φιλοσοφία καὶ ἀπὸ ὁποιαδήποτε λαμπρὴ διδασκαλία. «Ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε πλανᾶται»1. Οἱ ἀπόψεις τοῦ συγγραφέα συμπίπτουν καὶ μὲ τὴν θέση τῆς ἀκαδημαϊκῆς ὀρθόδοξης ἑρμηνευτικῆς, ὅτι ὁ τρόπος ἑρμηνείας τῆς γραφῆς ἀπὸ τοὺς ἐπί μέρους ἑρμηνευτὲς δὲν μπορεῖ νὰ τεθεῖ πάνω ἀπὸ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας2. Ἡ θεόπνευστη Γραφὴ εἶναι ὁ βεβαιότερος λόγος3, ὠφέλιμη γιὰ τὴν διδασκαλία καὶ νουθεσία ποὺ ὁδηγεῖ σὲ κάθε ἔργο θεάρεστο καὶ ἀγαθό4. Ἀλλὰ ἡ θεογνωσία ποὺ ἀντλεῖται ἀπὸ αὐτὴν δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει τὴν ποθεινὴ τελειότητα, ἐὰν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δὲν τὴν διδάξει διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ ἀξία ποὺ κατέχει ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἰδιαίτερα ἡ Καινὴ Διαθήκη στὴν ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν σπουδαιότητα ποὺ δίνει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος στὰ ἔργα του στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖες περιλαμβάνονται στὰ εὐαγγελικὰ καινοδιαθηκικὰ κείμενα. Γιὰ τὸν συγγραφέα οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἁπλὲς ἠθικὲς παραινέσεις, ἀλλὰ ἔχουν ὀντολογικὸ περιεχόμενο. Ὡς πρὸς τὴν οὐσία τους εἶναι προβολὴ τῆς θείας ζωῆς ἐπὶ τοῦ γήινου ἐπιπέδου5. Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἐπισκιάσει τὸν ἄνθρωπο δύναμη «ἐξ ὕψους», γιὰ νὰ κατανοήσει τὸ φαινομενικὰ παράδοξο τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν: «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς»6. Γιὰ τὸν Γέροντα ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ζεῖ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς ποὺ μᾶς ἔδωσε. Οἱ ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου περικλείουν τὴν αὐτοαποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Ὅσο βαθύτερα εἰσχωροῦμε στὸ πνεῦμα τους, τόσο περισσότερο συγκεκριμένη καθίσταται σὲ ἐμᾶς ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ. «Καὶ ὅταν αἱ ἐντολαὶ αὗται κατὰ τὴν εὐδοκίαν Αὐτοῦ ἀποβοῦν ἡ μόνη ἀρχὴ ὅλου τοῦ εἶναι ἡμῶν, προσκαίρου καὶ αἰωνίου, τότε καὶ ἡμεῖς θὰ ὁμοιωθῶμεν πρὸς Αὐτόν, "ὅτι ὀψόμεθα Αὐτὸν καθὼς ἐστίν" (Α΄ ‘Iω. 3, 2)»7.
Ἐδῶ φανερώνεται ὅτι ὁ συγγραφέας ποὺ ἐξετάζουμε θεωρεῖ ὅτι ἡ χριστιανικὴ ζωὴ στὴν πληρότητά της ἀποτελεῖ γιὰ τὸν ἄνθρωπο μετάβαση ἀπὸ τὸ ψυχολογικὸ στὸ ὀντολογικὸ ἐπίπεδο8. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ οἰκειωθεῖ τὴν θεία ζωή, ἡ ὁποία στὸ γήινο ἐπίπεδο ἐκφράζεται μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἐντολὲς δὲν ἀντιμετωπίζονται ὡς ἠθικὲς παραινέσεις ποὺ ἀντανακλοῦν στὸ ἠθικό-ψυχολογικὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ ὡς τρόπος ζωῆς μὲ ἀναφορὰ στὸ ὀντολογικό-πνευματικὸ ἐπίπεδο. Γιὰ τὸν συγγραφέα μόνο οἱ στερημένοι πνευματικῆς πείρας ὑποβιβάζουν τὸν Χριστιανισμὸ στὸ ἐπίπεδο ἑνὸς ἠθικοῦ συστήματος9. Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ τὸ ὄνομά του, ἀποτελεῖ πνευματικὴ πραγματικότητα. Τὸ σημαῖνον καὶ στὶς δύο περιπτώσεις δὲν ἀποσπᾶται ἀπὸ τὸ σημαινόμενο, ἀλλὰ λειτουργεῖ ὡς μέσο κοινωνίας μὲ αὐτό10. Μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν ἐνεργοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν ὑποστατικὴ ὁμοίωσή του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ δυνάμει ὑπόσταση γίνεται ἐνεργείᾳ11. Ἡ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ προβολὴ τῆς αἰώνιας ζωῆς τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο καὶ συγχρόνως ἡ ὁδὸς πρὸς αὐτήν12. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέχεται τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν κατάλληλη ἐσωτερικὴ διάθεση, εἰσέρχεται στὴν αἰωνιότητα ἤδη ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή13. Γιὰ τὸν συγγραφέα οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μόνη ὁδὸς γιὰ τὴν ὑπερνίκηση τοῦ κακοῦ στὸν κόσμο καὶ συγχρόνως ὁδὸς πρὸς τὸ αἰώνιο Φῶς14.