Η Μαριάννα στο χορό των ψαλτών (τέταρτη από αριστερά)
Με τη Μαριάνα γνωριστήκαμε μέσα από κοινό μας ενδιαφέρον που έχει να κάνει με την αναστήλωση ερειπωμένων εκκλησιών σε ρωσικά χωριά. Είναι μια απλή ψάλτρια που ζει σε ένα απομονωμένο χωριό της Περιφέρειας Τβερ. Όμως, η πορεία που είχε κάνει πριν γίνει πιστή στον Θεό είναι συγκλονιστική. Όσο η Μαριάνα μου διηγούταν τη ζωή της, ένιωθα να με διαπερνούν ρίγη και στο μυαλό μου να στροβιλίζεται η σκέψη: «Κύριε, δεν υπάρχει τίποτα αδύνατο για Σένα».
Η Μαριάνα μαζί με τη μικρότερη αδελφή της, τη Βικτώρια, βαπτίστηκαν όταν ήταν 10 και 12 ετών αντίστοιχα. Η ιστορία της βάπτισής τους είναι εκπληκτική. Ένα πρωί, η Βίκα (υποκοριστικό της Βικτώρια – ΣτΜ) και η μαμά της είχαν την ακόλουθη συζήτηση:
– Μαμά, υπάρχει στην πόλη μας εκκλησία;
– Υπάρχει, γιατί ρωτάς;
– Θέλω να βαπτιστώ.
Παύση.
– Για ποιο λόγο;
– Σήμερα, αντί για το χαλί μας στον τοίχο, είδα τον Ιησού Χριστό. Καθόταν σε θρόνο, φορούσε κόκκινο μανδύα και στέμμα. Έμοιαζε με βασιλιά. Πρέπει να βαπτιστώ.
Σύμφωνα με τη Μαριάνα, αυτό ήταν θαυμαστό, επειδή η οικογένειά της ήταν μακριά από την Εκκλησία και ποτέ κανένας δεν αναφερόταν στον Χριστό. Ο πατέρας της ήταν στρατιωτικός, η μητέρα της κοσμηματοποιός, τα παιδιά τους συνηθισμένοι σοβιετικοί πιονέροι.
– Άκουσα τη συζήτηση της αδελφής μου με τη μητέρα μας και δήλωσα ότι θέλω και εγώ να βαπτιστώ, – διηγείται η ίδια. – Πήγαμε οι δυο μας στην εκκλησία. Θυμάμαι ήταν Κυριακή των Βαΐων. Και μας βάπτισαν. Ο ιερέας μας είπε να μάθουμε το «Πάτερ ημών», κάτι που το κάναμε. Και με αυτό τελείωσε η προσχώρησή μας στη ζωή της Εκκλησίας.
Με τον καιρό, οι δρόμοι των αδελφών χώρισαν: η Μαριάνα μετακόμισε στη Μόσχα, ενώ η Βικτόρια έφυγε για την Αγγλία. Σπάνια έβλεπαν η μία την άλλη, αλλά πάντα ένιωθαν ένα πολύ ισχυρό δεσμό.
Η ζωή της Μαριάνας εξελισσόταν καλά: σύζυγος, δύο γιοι, επιτυχημένη καριέρα στο μάρκετινγκ, ταξίδια σε όλο τον κόσμο και πνευματική αναζήτηση της αλήθειας. Αυτήν την αναζητούσε στους φιλοσόφους, σε διάφορες θρησκείες, ενώ παράλληλα είχε ενθουσιαστεί με τις κάρτες Ταρώ.
Ήταν συνεχώς σε πνευματική αναζήτηση: νεοπαγανισμός, Χάρε Κρίσνα, βουδισμός, γιόγκα…
– Νόμιζα ότι βρισκόμουν στην κορυφή του κόσμου, – λέει η Μαριάνα. – Ήμουν συνεχώς σε πνευματική αναζήτηση και δοκίμασα σχεδόν τα πάντα: νεοπαγανισμό, Χάρε Κρίσνα, βουδισμό, γιόγκα. Τελικά, κατέληξα στη γιόγκα. Ακολούθησα διάφορες εκδοχές της. Πρόκειται για μια ψευδοπνευματική πρακτική που περιλαμβάνει εξόδους από το σώμα. Και τότε άρχισα να έχω ευφορία, κύματα ενέργειας και να βιώνω διάφορα «ειδικά εφέ».
Με τον όρο «ευφορία» εννοεί, μεταξύ άλλων, την απώλεια του φόβου του θανάτου. Ο εχθρός του ανθρώπινου γένους της πρόσφερε και ένα «δώρο»: πίστευε ότι είχε μάθει να «ακούει» τις σκέψεις των ανθρώπων.
Με τον καιρό, μετακόμισε μαζί με έναν από τους γιούς της στην Περιφέρεια Μόσχας, στο σπίτι όπου κάποτε ζούσαν οι γονείς της. Και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να κρύψει μακριά όλες τις εικόνες και το προσευχητάριο. Έλεγε ότι όλα αυτά είναι για τις γριές και όχι για μια νεαρή κοπέλα, ελεύθερη από δόγματα και προκαταλήψεις. Στα ράφια εμφανίστηκαν βιβλία ανατολικών ρευμάτων, της Μπλαβάτσκαγια, του Ρέριχ και άλλων αποκρυφιστών.
– Ένα βράδυ, αργά, αποφάσισα να ακούσω το ηχητικό βιβλίο του Μπουλγκάκοφ «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα», - διηγείται η Μαριάνα. – Όταν άκουγα ότι η Μαργαρίτα πετάει με τη σκούπα, σκέφτηκα: πόσο ωραίο θα ήταν να γίνω μάγισσα! Τι δύναμη θα είχα πάνω στους ανθρώπους!
Τις σκέψεις της τις διέκοψε ένα τηλεφώνημα από τη Βίκα, την αδελφή της από την Αγγλία.
– Μαριάνα, δεν ξέρω τι κάνεις εκεί, αλλά... είσαι τελειωμένη. Τώρα ούτε η Εκκλησία δεν θα σε σώσει.
– Άρχισα να καθησυχάζω την αδελφή μου και να της λέω ότι όλα είναι καλά, καθώς εκείνη ακριβώς την στιγμή βρισκόμουν σε κατάσταση ευφορίας από τις εξόδους μου από το σώμα και από τη συνειδητοποίηση ότι δεν υπάρχει θάνατος, – λέει η Μαριάνα. – Ήταν ήδη αργά. Μιλήσαμε λίγο ακόμα και πήγα για ύπνο. Και ξαφνικά ένιωσα ανεξέλεγκτο ζωώδη φόβο. Κατάλαβα ξεκάθαρα: είχαν έρθει να πάρουν την ψυχή μου.
Μπροστά στα μάτια μου εμφανίστηκε μια μαύρη ύπαρξη, που κινούταν κατευθείαν προς το μέρος μου, σαν να προσπαθούσε να με καταπιεί.
Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό τότε ήταν: πώς μπορώ να σωθώ; Και η απάντηση ήρθε από μόνη της: το προσευχητάρι.
Ξεπερνώντας τον φόβο της, η Μαριάνα άρχισε να ψάχνει απεγνωσμένα το προσευχητάρι που κάποτε είχε πετάξει κάπου μακριά ως άχρηστο, αλλά που τώρα το έβρισκε τόσο μοναδικό και σωτήριο. Ανοίγοντάς το κατευθείαν στις προσευχές «για την απομάκρυνση των κακών πνευμάτων και την προστασία από τον διάβολο», άρχισε να τις διαβάζει δυνατά και κατάλαβε ότι αυτό δεν άρεσε στη μαύρη ενέργεια, επειδή αυτή προσπαθούσε να σταματήσει την προσευχή. Η γλώσσα της σταμάτησε να την υπακούει, κάθε λέξη έβγαινε με δυσκολία, τα μάτια της έκλειναν. Τότε έχασε τις αισθήσεις της. Αλλά στον ύπνο της όλα ήταν ακόμα πιο τρομακτικά. Βγαίνοντας με τρόμο από τον ύπνο, βρέθηκε ξανά στον ίδιο εφιάλτη και συνέχισε να διαβάζει τις προσευχές. Αυτό συνέβη αρκετές φορές, μέχρι που, ανάμεσα σε αυτήν και αυτό το τρομακτικό μαύρο κενό, εμφανίστηκε ένας άγγελος με εκθαμβωτικά λευκά ρούχα και μια πύρινη ρομφαία. Σημάδεψε με την ρομφαία του το μαύρο κενό και αυτό εξαφανίστηκε.
– Ευχαριστώ! Πώς σε λένε; – Ρώτησε η Μαριάνα, χωρίς ακόμα να μπορεί να πιστέψει στα μάτια της.
Ο Άγγελος γύρισε προς αυτήν και απάντησε:
– Μιχαήλ.
Όταν χανόταν μέσα στον ύπνο, η Μαριάνα παρακαλούσε τον εαυτό της να μην ξεχάσει το όνομα του αγγέλου – Μιχαήλ, Μιχαήλ, Μίσα. Και αποκοιμήθηκε.
...Το πρωί, όταν έπαιρναν πρωινό, ο γιος της, ο Έρικ, την ρώτησε:
– Μαμά, γιατί έτρεχες στις σκάλες και φώναζες σχεδόν όλη νύχτα;
– Έρικ, μπορεί να νομίζεις ότι τρελάθηκα, αλλά... είδα άγγελο. Με έσωσε και μου είπε ότι τον λένε Μιχαήλ. Ίσως ήταν όνειρο. Αλλά, όπως και να’χει, θέλω να μάθω ποιος είναι.
– Χα, ξέρω, είναι ο Αρχάγγελος που με την πύρινη ρομφαία του κλαπάρει τα κακά πνεύματα, – απάντησε ο Έρικ, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν και αυτός μακριά από τον Θεό και την Εκκλησία. Αποδείχθηκε ότι είχε δει μια τέτοια σκηνή σε κάποια ταινία.
Ο Ιερός Ναός της Υπαπαντής του Κυρίου Αμέσως μετά το πρωινό, πήγαν μαζί στον πλησιέστερο ναό, όπου η Μαριάνα συγκλονίστηκε για ακόμα μια φορά: στην είσοδο, από την εικόνα την κοίταζε ο σωτήρας της, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ με την πύρινη ρομφαία του.
– Έκλαιγα καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας, δεν μπορούσα να σταματήσω, τα δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα, – διηγείται η ίδια. – Το απόγευμα πήγα για πρώτη φορά στη ζωή μου για εξομολόγηση και πάλι έκλαιγα όλο αυτό το διάστημα. Κατάλαβα ότι στη ζωή μου δεν είχα απλώς διαπράξει όλα τα θανάσιμα αμαρτήματα, αλλά και ότι χόρευα χαρούμενα πάνω τους, θεωρώντας τον εαυτό μου μια εξαιρετικά «φωτισμένη».
Το ίδιο απόγευμα συνέβη κάτι που καθόρισε το μέλλον της για τα επόμενα δέκα χρόνια. Την ώρα της ιερής ακολουθίας, ο ιερέας πλησίασε τη Μαριάνα, την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στο χορό των ψαλτών λέγοντας: «Πλέον θα ψέλνει εδώ». Ήταν θαύμα, γιατί στο παρελθόν ήταν σολίστ σε χορωδία, μόνο που ο παππούλης δεν το ήξερε...
Τοιχογραφία της Φοβεράς Κρίσεως με τον Αρχιστράτηγο Μιχαήλ στο κέντρο Σήμερα, έχει μετακομίσει σε ένα απομονωμένο, εγκαταλελειμμένο χωριό και μένει σε ένα σπίτι, όπου κάποτε ζούσε ένας ιερέας που εκτελέστηκε στη διάρκεια της περιόδου της θεομαχίας. Δίπλα στο σπίτι βρίσκεται ο ερειπωμένος τρισυπόστατος Ιερός Ναός Υπαπαντής του Κυρίου, στην είσοδο του οποίου υπάρχει τοιχογραφία της «Τελευταίας Κρίσης» με τον Αρχιστράτηγο Μιχαήλ στο κέντρο. Η Μαριάνα προσπαθεί τουλάχιστον να «κάνει συντήρηση» του κειμηλίου, για να το προστατεύσει από την καταστροφή.
Με τη βοήθεια του Θεού, θα τα καταφέρει οπωσδήποτε. Αφού κάποτε ο Κύριος έστειλε για τη σωτηρία της τον αρχηγό του ουράνιου στρατεύματος.