Νέες μαρτυρίες για την διορατικότητα και τα θαύματα του γέροντα Γαβριήλ, τόσο αυτών που έγιναν όσο ζούσε, όσο και αυτών που συντελέστηκαν μετά την αναχώρησή του στην αιωνιότητα.
Ο Όσιος Γαβριήλ (Ουργκεμπάτζε)
«Θα είμαι εγώ ο οδηγός σου»
Ρασοφόρος μοναχός Γαβριήλ (Νατενάτζε):
– Όπως πολλοί στον κόσμο, ήμουν πιστός μόνο εκ παραδόσεως και ανατροφής. Πήγαινα στην εκκλησία μόνο όταν οι φίλοι μου με έσερναν σχεδόν με τη βία. Κάποιο ασαφές συναίσθημα, είτε ντροπή είτε αυθάδεια, με εμπόδιζε συνεχώς. Συχνά, τη στιγμή που έφτανα στο κατώφλι της εκκλησίας, έκανα στροφή και έφευγα. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι που υποσχέθηκα σε έναν φίλο ότι θα πάω μαζί του στην εκκλησία. Αυτό το είπα χωρίς να πιστεύω ιδιαίτερα στα λόγια μου, καθώς ήξερα πως θα έβρισκα έναν λόγο για να μην πάω. Αλλά τα πράγματα εξελίχθηκαν έτσι που ο φίλος μου με συνάντησε στο δρόμο και, καθώς δεν υπήρχε τρόπος να διαφύγω, πήγα μαζί του στον Ιερό Καθεδρικό Ναό Σιών. Ανάψαμε κεριά και ξαφνικά ένας άγνωστος με ράσο άγγιξε την πλάτη μου. Το χέρι του μου φάνηκε βαρύ... Μου είπε: «Αδελφέ εν Χριστώ! Βαρύς και γλυκός είναι ο σταυρός που σου έτυχε. Ας είναι ο Αρχάγγελος βοηθός και προστάτης σου. Ζήτα και θα σου δοθεί, αλλά όταν σε καλέσουν, έλα! Θα είμαι εγώ ο οδηγός σου».
Ανάψαμε κεριά και ξαφνικά ένας άγνωστος με ράσο άγγιξε την πλάτη μου. Το χέρι του μου φάνηκε βαρύ
Μετά από αυτά τα λόγια, προσευχήθηκε ψιθυριστά για μερικά λεπτά... Δεν καταλάβαινα τα λόγια του, μόνο μερικές φορές άκουσα: «Τζαβαχέτι[1]...». Στο τέλος, μου είπε ξανά δυνατά: «Σήκω, Γαβριήλ μου, και κήρυττε τις σκέψεις μου!» Ήθελα να ρωτήσω: «Ποιες σκέψεις; Και γιατί με αποκαλείτε Γαβριήλ;» – αλλά αυτός γέλασε τόσο ηχηρά που δεν μπόρεσα να προφέρω ούτε λέξη. Στη συνέχεια, γύρισε και βγήκε από τον ναό...
Ρώτησα τον φίλο μου ποιος ήταν αυτός. Μου απάντησε: «Είναι ο γέροντας Γαβριήλ, ο δια Χριστόν σαλός, γι’ αυτό συμπεριφέρεται τόσο παράξενα». Έτρεξα να τον προλάβω, αλλά είχε εξαφανιστεί, λες και τον είχε καταπιεί ο ουρανός ή να είχε ανοίξει η γη.
Από εκείνη την ημέρα έγινα ενεργός ενορίτης του Ιερού Ναού Σιών[2], άρχισα να προσεύχομαι χωρίς να χάνω λειτουργία. Στο μυαλό μου ηχούσαν συνεχώς τα λόγια του γέροντα: «Ζήτα και θα σου δοθεί, αλλά όταν σε καλέσουν, έλα!» Φτωχός φοιτητής και πεινασμένος καθώς ήμουν, τόλμησα να ζητήσω από τον Κύριο ευημερία και πλούτο, και περίπου μία φορά το μήνα ο χαμογελαστός γέροντας εμφανιζόταν στον ύπνο μου.
Σύντομα, ο Κύριος άκουσε την προσευχή μου. Με προσέλαβαν σε ένα από τα καλύτερα εστιατόρια της Τιφλίδας, αρχικά ως σερβιτόρο και στη συνέχεια πήρα προαγωγή σε θέση διευθυντή. Ποιος νοιαζόταν πλέον για την εκκλησία; Δεν επιβάρυνα πια τον εαυτό μου ούτε με την προσευχή ούτε με τις ιερές ακολουθίες. Αντ’ αυτών, βρέθηκα σε τέτοια δίνη που ήταν απίστευτα δύσκολο να βγω από αυτήν: κλοπές, μοιχεία, ψέματα και χιλιάδες παρόμοια βδελύγματα ήταν για μένα καθημερινότητα... Και τότε, μια όμορφη μέρα, είδα ξανά στον ύπνο μου τον πατέρα Γαβριήλ. Χαμογελούσε και κουνώντας το χέρι του με χαιρετούσε... Δεν έδωσα σημασία σε αυτό το όραμα. Την επόμενη μέρα επέστρεψα στο σπίτι μου γύρω στις δύο τη νύχτα. Ανοίγοντας την πόρτα, πάγωσα: στο διαμέρισμα με περίμεναν ληστές. Με τα όπλα στραμμένα πάνω μου, ξεσήκωσαν από το σπίτι τα πάντα.
Δόξα τω Θεώ, τουλάχιστον με άφησαν ζωντανό. Για έναν ολόκληρο μήνα κυκλοφορούσα θλιμμένος, χωρίς καμία χαρά στην καρδιά μου. Τελικά πήγα ξανά στην εκκλησία. Βγαίνοντας μετά την ιερή ακολουθία, αναστέναξα με ανακούφιση. Όταν έφτασα στη δουλειά, κατάλαβα ότι δεν θέλω πια να ζω όπως παλιά. Μπροστά στα μάτια μου ήταν το πρόσωπο του πατέρα Γαβριήλ, και σιωπηλά συνομιλούσα μαζί του... Την άνοιξη πήγα στο Μτσχέτα για να τον δω, αλλά δεν μπόρεσα να τον πλησιάσω και τον κοίταζα μόνο από μακριά. Σύντομα έχασα τη δουλειά μου και έμεινα χωρίς απασχόληση για έναν ολόκληρο χρόνο. Τώρα όμως μπορούσα να πηγαίνω ελεύθερα στην εκκλησία.
Πέρασε καιρός, ήρθε το 2000. Μια νύχτα του Αυγούστου, δεν πρόλαβε να με πάρει ο ύπνος, και είδα ξανά στον ύπνο μου τον γέροντα Γαβριήλ... Βρισκόταν στο Τζαβαχέτι, στο χωριό Χόσπιο, και υψωνόταν σαν στύλος καθώς στεκόταν πάνω στον τρούλο του ναού μαζί με δύο άλλους μοναχούς. Και με αυστηρό πρόσωπο με καλούσε:
– Ήρθε η ώρα, Γαβριήλ, κατέβα, ήρθε η ώρα!
Με κυρίευσε τόσος φόβος που ξύπνησα με κρύο ιδρώτα.
Την ίδια εβδομάδα πήγα στο Τζαβαχέτι. Εκεί γνώρισα τον τότε Μητροπολίτη Μπορζόμ Σεραφείμ (Τζότζουα), ο οποίος με υποδέχτηκε πατρικά και με συμβούλεψε με τέτοιο τρόπο που ενίσχυσε οριστικά την πίστη μου. Του είπα ότι θα ήθελα να μείνω εκεί, και εκείνος με διαβεβαίωσε ότι όλα αυτά ήταν θέλημα Θεού και υποσχέθηκε να προσεύχεται για μένα.
Με τις προσευχές του γέροντα Γαβριήλ και του Σεβασμιώτατου Σεραφείμ, επέστρεψα στο σωστό δρόμο.
Και πράγματι, κατά τη μεγάλη ευσπλαχνία του Θεού, με τη βοήθεια του πατέρα Γαβριήλ και από το χέρι του Σεβασμιώτατου Σεραφείμ, το 2000, στην εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ο δούλος του Θεού Γκέλα Νατενάτζε εκάρη μοναχός με το όνομα Γαβριήλ, στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου στο Μπορζόμ.
Ο δρόμος προς την πίστη που διένυσε ο μελλοντικός μοναχός Γαβριήλ ήταν μακρύς και περιπετειώδης. Ωστόσο, η βοήθεια του γέροντα δεν εκτεινόταν πάντα για χρόνια. Μερικές φορές η παρέμβασή του ήταν στιγμιαία σαν αστραπή και έσωζε την ψυχή εκείνη ακριβώς την στιγμή που βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού. Ακριβώς μια τέτοια θαυματουργή σωτηρία χάρισε στον Ζαχαρία Τσουγκοσβίλι, όταν αυτός αντιμετώπισε τον πειρασμό που μπορούσε να καταστρέψει την αρχική του πίστη.
«Ο Χριστός είναι αληθινός Θεός, πίστεψέ με»
Ζαχαρίας Τσουγκοσβίλι:
– Η πνευματική μου πορεία μόλις είχε αρχίσει, δεν είχα προλάβει καν να διαβάσω το Ευαγγέλιο μέχρι το τέλος, αλλά ο εχθρός του ανθρώπινου γένους είχε ήδη απλώσει τα δίχτυα του, θέλοντας να με απομακρύνει από την Εκκλησία και να με καταστρέψει πνευματικά. Κάποτε, καθώς πήγαινα με αστικό στον Ιερό Καθεδρικό Ναό Σιών, βρέθηκα δίπλα σε μια νεαρή γυναίκα. Αυτή κρατούσε στα χέρια της το Ευαγγέλιο και αυτό με έκανε να την συμπαθήσω: σκέφτηκα ότι μάλλον θα ήταν πιστή και της μίλησα, χωρίς να γνωρίζω ακόμη τίποτα για την πονηριά των αιρετικών. Σε όλη τη διαδρομή, μου έκανε μια λεπτή, δηλητηριώδη συζήτηση, προσπαθώντας να αποδείξει ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός και ότι η Εκκλησία είναι μόνο μια κούφια παράδοση. Έβγαζε επιδέξια αποσπάσματα από τις Γραφές, αλλά ποτέ δεν μου επέτρεπε να τα διαβάσω μέχρι το τέλος, παραποιώντας έτσι το νόημά τους. Την πλήρη έκταση αυτής της εξαπάτησης συνειδητοποίησα μόνο αργότερα, όταν βυθίστηκα στην ανάγνωση του Λόγου του Θεού. Τα λόγια της έπεσαν στην ψυχή μου σαν πάγος. Μέσα μου κάτι έγινε και έπεσα σε ένα βάραθρο απελπισίας και κατάθλιψης. Με βαριά καρδιά μπήκα στο Ναό Σιών. Προηγουμένως, κάθε βήμα προς τον ναό ήταν για μένα γιορτή, τώρα όμως ήρθα για να αποχαιρετήσω. Πέφτοντας στα γόνατα, ακούμπησα το μέτωπό μου στο κρύο πέτρινο δάπεδο. Αν προηγουμένως χαιρόμουν για την παρουσία μου στην κοινή προσευχή, τώρα δεν μπορούσα να ακούσω ούτε μια λέξη από αυτά που ψάλλονταν και άκουγα μέσα μου μόνο τα λόγια εκείνης της γυναίκας από τη σέχτα: «Ο Ιησούς Χριστός δεν είναι Θεός». Και εκείνη τη στιγμή, μέσα σε αυτό το τεράστιο πλήθος, ένιωσα ένα ζεστό, δυνατό χέρι πάνω στο κεφάλι μου. Ένας άγνωστος μοναχός – ήταν ο πατήρ Γαβριήλ – με σήκωσε προσεκτικά και, κοιτάζοντας κατευθείαν στην ψυχή μου, μου απευθύνθηκε με σωτήρια λόγια:
– Οι Ιουδαίοι δεν πίστεψαν ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός και γι’ αυτό χάθηκαν. Ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός, πίστεψέ με. – Σιώπησε για μια στιγμή και πρόσθεσε σιγανά: – Τώρα κατάλαβες;
Και εξαφανίστηκε μέσα στο πλήθος.
Κάτι άλλαξε μέσα μου. Σαν να κόπηκαν τα δεσμά από την ψυχή μου. Ο παγωμένος φλοιός έσπασε και η καρδιά μου πλημμύρισε από τέτοιο φως, τέτοια χαρά, που ένιωσα λες και είχα ξαναγεννηθεί! Ήμουν γεμάτος χαρά και τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ήταν μια πραγματική ανάσταση εκ νεκρών. Συμμετείχα στην προσευχή και κάθε λέξη αντηχούσε μέσα μου με χαρά. Από εκείνη την ευλογημένη μέρα, ο πατήρ Γαβριήλ έγινε πνευματικός μου πατέρας. Τα απλά, αλλά γεμάτα θεϊκή δύναμη λόγια του, που ειπώθηκαν στην πιο σκοτεινή ώρα της ζωής μου, χαράχτηκαν για πάντα στην καρδιά μου ως το μεγαλύτερο δώρο.
Έτσι, με ένα μόνο λόγο, που ειπώθηκε στην κατάλληλη στιγμή, ο γέροντας Γαβριήλ, όσο ζούσε, έσωζε ψυχές από την πνευματική απώλεια, αν και η αγάπη και η φροντίδα του για τους ανθρώπους δεν σταμάτησαν με την αναχώρησή του στην αιωνιότητα. Ο γέροντας δεν αφήνει ποτέ χωρίς την ουράνια παρηγοριά και την πατρική του φροντίδα καμία ψυχή που με πίστη στρέφει το βλέμμα της προς τον Κύριο. Κάποτε από τα χείλη του ακούστηκαν εκπληκτικά προφητικά λόγια:
– Ακόμα και όταν δεν θα με περιμένετε καθόλου, τότε θα έρθω σε σας και θα σας εκπλήξω».
Αμέτρητες μαρτυρίες επιβεβαιώνουν ότι ο γέροντας τηρεί την υπόσχεσή του, καθώς εμφανίζεται στους ανθρώπους και στέλνει βοήθεια με τον πιο απροσδόκητο τρόπο. Μία από αυτές τις επιβεβαιώσεις είναι η ασυνήθιστη ιστορία που συνέβη με τον δούλο του Θεού Γκουράμ.
«Σου δίνω την ευλογία: φέρε πίσω την εικόνα! Και οι πόνοι θα φύγουν και η ζωή σου θα τακτοποιηθεί!»
Ο δούλος του Θεού Γκουράμ:
– Πάντα θεωρούσα τον εαυτό μου πιστό, όμως σπάνια πήγαινα στην εκκλησία. Μόνο στις μεγάλες γιορτές έμπαινα για λίγο, άναβα ένα κερί και έφευγα. Μοναδική μέρα που είχα ρεπό, τις Κυριακές, προτιμούσα να την αφιερώνω στην ξεκούραση και όχι στην εκκλησία. Στη Γεωργία υπάρχει μια υπέροχη παράδοση: κατά μήκος των δρόμων τοποθετούνται σταυροί προσκυνήματος και δίπλα τους μικρά, προστατευμένα από τον άνεμο κηροπήγια σε σχήμα εκκλησίας. Μέσα τους μπορεί κανείς να βρει μικρές εικόνες, προσευχητάρια και να ανάψει ένα κερί υπέρ υγείας ή αναπαύσεως των αγαπημένων του.
Πριν από 4 χρόνια, στη διάρκεια μιας εκδρομής στη Δυτική Γεωργία, σταματήσαμε ακριβώς σε ένα τέτοιο ιερό μέρος. Πλησίασα, έκανα το σταυρό μου και άναψα ένα κερί. Ανάμεσα στις εικόνες των αγίων, μου άρεσε ιδιαίτερα μια μικρή χάρτινη εικόνα του Αγίου Νικολάου του Θαυματουργού. Το μέρος ήταν απομονωμένο, έρημο, και μου ήρθε η σκέψη: «Θα την πάρω μαζί μου. Στο σπίτι μου θα είναι πιο ασφαλής». Το είπα και το έκανα. Έβαλα την εικόνα στο τραπέζι, δίπλα στον υπολογιστή μου. Μου άρεσε πολύ. Αλλά μετά από δύο εβδομάδες αρρώστησα βαριά. Άρχισαν τρομεροί, βασανιστικοί πόνοι στην περιοχή της καρδιάς. Ο πόνος ήταν τόσο έντονος που κυριολεκτικά διπλωνόμουν στα δύο, χωρίς να βολεύομαι πουθενά. Οι γιατροί απορούσαν: μαγνητική τομογραφία, καρδιογράφημα, υπέρηχος, όλες οι εξετάσεις έδειχναν ότι ήμουν απολύτως υγιής. Καμία παθολογία, καμία διαταραχή, αλλά ο πόνος με βασάνιζε όλο και πιο πολύ.
Μια από αυτές τις μέρες, η αδελφή μου και η θεία μου, βλέποντας τα βάσανά μου, μου πρότειναν:
– Πάμε στο Σαμταβρό, στα λείψανα του παππούλη Γαβριήλ. Μπορεί να βοηθήσει...
Αλλά εγώ, εξαντλημένος και απελπισμένος, απέρριψα την πρότασή τους:
– Εδώ οι γιατροί δεν μπορούν να καταλάβουν τίποτα! Τι να του ζητήσω; Πηγαίνετέ με σπίτι, έχω τρομερό πονοκέφαλο!
Δεν μου έφεραν αντίρρηση. Την ίδια νύχτα ο πόνος επέστρεψε εκ νέου και πολύ δυνατά. Μου έκαναν ένεση με παυσίπονο και υπνωτικό και έπεσα σε βαρύ ύπνο.
Και να που προς το πρωί, βλέπω όνειρο... Ο γέροντας Γαβριήλ μπαίνει στο δωμάτιό μου. Το πρόσωπό του είναι σκεπτικό, αλλά στα μάτια του λάμπουν οι γνωστές, παιχνιδιάρικες σπίθες. Με κοιτάζει και μου λέει:
– Αν ο Γκουράμ-τζαν (υποκοριστικό του Γκουράμ στα γεωργιανά – ΣτΜ) δεν έρχεται στον γέροντα Γαβριήλ, ο γέροντας Γαβριήλ θα πάει σε αυτόν. Και θα του πει και μερικά «ευγενικά» λόγια!
Και τότε η φωνή του έγινε αυστηρή, όχι όμως θυμωμένη, αλλά γεμάτη πατρική φροντίδα:
– Αχ, άθλιε εσύ, ματαιόδοξε κλέφτη! Έχεις πονοκέφαλο, ε; Τότε να χαίρεσαι, αυτό πάει να πει πως έχεις μυαλό στο κεφάλι σου!
Μιλούσε δυνατά, αλλά αυτή η φωνή δεν τρόμαζε. Μάλλον αφύπνιζε. Εγώ πάγωσα ξαπλωμένος καθώς ήμουν και φοβόμουν να κουνηθώ.
– Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να κλέβεις εικόνες; – ρώτησε αυστηρά ο γέροντας.
– Δεν έκλεβα εικόνες! – προσπάθησα να δικαιολογηθώ.
– Και τον Νικόλαο, τον αδελφό μου, ποιος τον έκλεψε;!
– Αφού είναι στο σπίτι μου, σε καλές συνθήκες…
– Σε καλές, ε; – με διέκοψε. – Μήπως προσεύχεσαι σε αυτόν; Ακόμα και αν προσεύχεσαι, η θέση εκείνης της εικόνας είναι εκεί που ήταν. Χωρίς την ευλογία του ιερέα απαγορεύεται να παίρνεις το οτιδήποτε! Καταλαβαίνω ότι δεν το έκανες από κακία, αλλά όπως και να’χει, είναι κλοπή! Με το όνομα του Χριστού του Θεού μας, σε σταυρώνω και σε ευλογώ να φέρεις πίσω την εικόνα! Και οι πόνοι σου θα φύγουν και η ζωή σου θα τακτοποιηθεί!
Αφού μου τα είπε αυτά ο γέροντας, το πρόσωπό του φωτίστηκε ξανά με ζεστό χαμόγελο, έστριψε αθόρυβα και βγήκε έξω.
Το ξύπνημα ήταν σαν κεραυνός αν αιθρία. Πρώτα απ’ όλα, άρπαξα την εικόνα, τηλεφώνησα σε έναν φίλο και αμέσως ξεκινήσαμε για τη Δυτική Γεωργία. Όταν έβαλα την εικόνα στη θέση της και ζήτησα συγγνώμη νοερά, μας πλησίασε ένας ιερέας. Εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία, του είπα όλα όσα μου είχαν συμβεί. Ο παππούλης χαμογέλασε με καλοσύνη και είπε:
– Εγώ είμαι αυτός που φέρνω εδώ τις εικόνες, καθαρίζω και τακτοποιώ τα πράγματα σχεδόν κάθε μέρα. Πρόσφατα παρατήρησα την απώλεια και προσευχόμουν για τον άνθρωπο που την είχε πάρει χωρίς την ευλογία. Αλλά αφού, ακολουθώντας τις οδηγίες του αγαπημένου μας γέροντα Γαβριήλ, έκανες όλο αυτό το δρόμο και επέστρεψες το κειμήλιο, σε ευλογώ να την πάρεις. Τώρα μπορείς! Ορίστε, πάρε ως δώρο και την εικόνα του παππούλη Γαβριήλ!
Από εκείνη την ημέρα, ο πόνος στην καρδιά μου εξαφανίστηκε, σαν να μην υπήρχε ποτέ
Η χαρά μου δεν περιγράφονταν. Από εκείνη την ημέρα, ο πόνος στην καρδιά μου εξαφανίστηκε, σαν να μην υπήρχε ποτέ. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι η ζωή μου άλλαξε. Ο Κύριος, χάρη στις προσευχές και την απεριόριστη αγάπη του γέροντα Γαβριήλ, με έφερε πίσω στο σπίτι Του, στην Εκκλησία. Σήμερα έχω πνευματικό καθοδηγητή και κάθε Κυριακή πηγαίνω με χαρά στην λειτουργία, καθώς θυμάμαι με χαμόγελο πώς ο πατέρας Γαβριήλ ήρθε σε μένα, όταν δεν τον περίμενα καθόλου, και άλλαξε για πάντα τη ζωή μου.
Αληθώς, ανεξιχνίαστοι είναι αι οδοί του Κυρίου!

Πρόσωπα της Ιεράς Μονής των Σπηλαίων του Πσκωφ
Ιστορικά και κανονικά ερείσματα ενότητας της Ρωσικής Εκκλησίας
Λιτανεία προς τιμήν του Αγίου Ειρηνάρχου του Εγκλείστου 2019
Μητροπολίτης Ονούφριος μιλά για την πορεία της κανονικής Ορθοδοξίας στην Ουκρανία