Τους γνώριζαν και τους αγαπούσαν στο Κίεβο και μακριά, έξω απ’ τα όριά του, για τον ασκητικό και μοναχικό βίο τους, για την ομολογία πίστεως στα δύσκολα χρόνια του Χρουστσόφ, για την άπειρη αγάπη στους ανθρώπους, για την ελεημοσύνη και τη συμπόνια τους. Επίσης και για την ανδρεία τους. Αυτοί, που είχαν περάσει την πύρινη δοκιμασία του 1941 – 1945, μέχρι το τέλος της ζωής τους παρέμειναν βετεράνοι του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, ο οποίος τους οδήγησε να εισέλθουν στις τάξεις του μοναχικού στρατού.
Στο πλαίσιο της πύλης gr.pravoslavie.ru είναι αδύνατο να χωρέσουν οι πολυάριθμες περιγραφές για τις ζωές και τα κατορθώματα των συγχρόνων μας, που εκπέμπουν την αγιότητα και διακρίνονται για τις αρετές τους. Αληθώς ήταν «σχεδόν άγιοι», που απέδειξαν ότι δεν γίνεται να σταθεί μια πόλη, εάν δεν έχει τουλάχιστον έναν δίκαιο άνθρωπο. Παρ’ όλα αυτά, να πούμε μερικά λόγια για τρεις βετεράνους του πολέμου. Τον απλό στρατιώτη του πεζικού Βασίλι Σολόμκα (ιερομόναχο Σέργιο), τον πιλότο καταδιωκτικών υποσμηναγό Βασίλι Ρέζβιχ (μοναχό Ρούφο) και τον πυροβολητή υπολοχαγό Λεονίντ Σόμπολεβ (σχη – αρχιμανδρίτη Σεραφείμ).
Πατήρ Σέργιος του Ποτσάεφ
Ιερομόναχος Σέργιος (Σολόμκα) Έτσι αποκαλούσε τον ογδοντάχρονο ιερομόναχο Σέργιο (Σολόμκα) το ποίμνειο του Ιερού Ναού του Αγίου Αρχιστρατηγού Μιχαήλ, που είναι μέρος του εκκλησιαστικού συγκροτήματος εις μνήμην των θυμάτων του Τσερνόμπιλ στο Ντάρνιτσα και στο κτήριο του κατηχητικού σχολείου του οποίου εγκαταστάθηκε ο πατήρ Σέργιος, για κάποιο χρονικό διάστημα, λόγω «της αρρώστιας του», στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Ο πατήρ κατέκτησε όλους τους ενορίτες με το ταπεινό ύφος του, την παιδική απλότητα, τη χαμηλή φωνή και το τρυφερό βλέμμα. Στο δωματιάκι του είχε μια μικρή ηλεκτρική κουζίνα, πάνω στην οποία ο πατήρ μαγείρευε το απλό φαγητό του, παρ’ ότι το συγκρότημα διέθετε τραπεζαρία. Ποτέ δεν είδαμε τον Γέροντα να κάθεται χωρίς έργασία: Πήγαινε στις ακολουθίες, όπου είχε διακόνημα να ψάλλει, έκανε το κομποσχοίνι του με το Ψαλτήρι, ξεφύλλιζε το τετράδιο με τα ονόματα των δούλων του Θεού, για τα οποία προσευχόταν, ή επισκεύαζε παλιά βιβλία ή παπούτσια ή ασχολιόταν με κάποιο άλλο εργόχειρο. Και ήταν δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι αυτός ο άκακος παππούλης είχε πίσω του έναν αιματηρό πόλεμο, μια φυλάκιση στα χρόνια του Χρουστσόφ και πάνω από 50 χρόνια ασκητικού βίου.
Σύντομα κοντά στο κατηχητικό άρχισε να συρρέει ο πιστός κόσμος, για να μιλήσει με τον Γέροντα και να πάρουν την πνευματική συμβουλή του. Πνευματικό τέκνο έγινε ακόμη και ο πρώην επικεφαλής της Κυβερνητικής Επιτροπής Οικοδόμησης στην Ουκρανία, τον οποίο γνώρισε όταν πήγε μαζί με τον προϊστάμενο και τον επίτροπο του ναού, για να λύσουν κάποια θέματα σχετικά με την οικοδόμηση εκκλησιαστικών κτηρίων. Κοιτάζοντας με γλυκό βλέμμα τον δημόσιο αξιωματούχο, ο πατήρ Σέργιος είπε: «Μεγάλο πράγμα είναι μπροστά στο Θεό το να χτίσει κανείς έναν ναό. Ο άνθρωπος δεν ζει εδώ και εκατό και διακόσια και πεντακόσια χρόνια, αλλά η εκκλησία συνεχίζει να προσεύχεται γι’ αυτόν «υπέρ των μακαρίων και αοιδίμων κτητόρων του Ιερού Ναού τούτου». Από τότε, η μαύρη «Mercedes» του ανώτατου κυβερνητικού υπαλλήλου σταματούσε συχνά δίπλα στο κατηχητικό σχολείο.
Το καλοκαίρι ο Γέροντας προτιμούσε να κάθεται πίσω από την οικοδομή, κάτω από ένα έλατο, με το Ψαλτήρι του. Όπως ο ίδιος έλεγε, «ζέσταινε τα κόκαλά του, για να έχει δύναμη τον χειμώνα, να είναι όρθιος στις ακολουθίες». Τα παιδιά κάθονταν γύρω του και άκουγαν τις θαυμαστές διηγήσεις για τα θαύματα στο Ποτσάεφ, των οποίων ήταν μάρτυρας. Για την ημέρα της Αγίας Τριάδος το 1958, όταν, την περίοδο «των διωγμών του Χρουστσόφ», έπρεπε να κλείσει το μοναστήρι. Κατά τη διάρκεια της Λειτουργίας, ο Ναός της Αγίας Τριάδος, ξαφνικά, φωτίστηκε εξωτερικά με θαυμαστό φως, σαν να επρόκειτο για κεραυνό, και όλα τα ψηφιδωτά αμέσως ανακαινίστηκαν. Τα πρόσωπα των Αγίων, τα οποία πριν σχεδόν δεν διακρίνονταν, τώρα φανερώθηκαν, καθώς και τ’ αγιοστέφανα της Παναγίας και του Θείου Βρέφους άρχισαν να λάμπουν με χρυσό. Η αστυνομία προσπάθησε να διώξει το πλήθος των ανθρώπων, που ήρθαν να δουν το θαύμα και να δοξάσουν τον Θεό.
– Με αυτόν τον τρόπο η Μητέρα του Θεού «δήλωσε» ότι είναι μαζί μας, κατέληξε ο ιερομόναχός.
– Πάτερ, πείτε μας πώς γίνατε μοναχός – ρώτησε κάποιος από τους μικρούς ακροατές.
Με την προσευχή πέρασα τόσες επιθέσεις και ούτε μια σφαίρα δεν με άγγιξε. Έτσι με φύλαγε η Παναγία.
– Ήμουν λίγο μεγαλύτερος από εσάς, όταν ξεκίνησε ο πόλεμος. Η οικογένειά μου έμενε σ’ ένα χωριό δίπλα στην πόλη Στανισλάβ (σήμερα Ιβάνο – Φρανκόβσκ). Η Δυτική Ουκρανία ενώθηκε με την Ανατολική πριν τον πόλεμο, το 1939. Οι Γερμανοί κατακτητές διοικούσαν τους τόπους μας. Από κοντά και οι λεγόμενοι στρατιώτες του εθνικιστικού «Ανταρτικού Στρατού της Ουκρανίας», που άρχισαν να συνδράμουν τους Γερμανούς. Οι γονείς μου ήταν βαθιά πιστοί άνθρωποι και δεν μπορούσαν να επιδοκιμάσουν τις πράξεις των εθνικιστών. Τον καιρό που ο Κόκκινος Στρατός άρχισε ν’ απωθεί τον στρατό του Χίτλερ, με κάλεσαν να ενταχθώ στο στράτευμα. Έγινα στρατιώτης του Πεζικού. Μας έδωσαν από ένα όπλο και αμέσως μας έριξαν στη μάχη. Ο εχθρός, εν τω μεταξύ, πολυβολούσε με τέτοιον τρόπο, ώστε οι βολές έπεφταν σαν χαλάζι – αναθυμόταν ο πατήρ Σέργιος. – Οι φίλοι μου έπεφταν ο ένας μετά τον άλλον. Εγώ, όμως, προσευχόμουν στην Παναγία μεγαλόφωνα και παρακαλούσα: «Λυπήσου με, Παναγία, λυπήσου με! Κι εγώ σου υπόσχομαι ότι θα μονάσω στο Ποτσάεφ». Με την προσευχή πέρασα τόσες επιθέσεις και ούτε μια σφαίρα δεν με άγγιξε. Έτσι με φύλαγε η Παναγία, εμένα τον αμαρτωλό. Το τέλος του πολέμου με βρήκε στη Γερμανία. Το Πάσχα του 1945 έτυχε την ημέρα μνήμης του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, δυο μέρες πριν την υπογραφή από τους φασίστες στρατηγούς της πράξης συνθηκολόγησης. Όταν επέστρεψα στο σπίτι, πήγα στο μοναστήρι, παιδιά μου, όπως είχα υποσχεθεί στην Παναγία...
– Προκύπτει πως ο Κύριος βοήθησε τον στρατό μας; – ρώτησε ένα αγοράκι.
– Βεβαίως και βοηθούσε – χαμογέλασε ο Γέροντας. Ένας στρατιώτης κάπου βρήκε το κείμενο της πασχαλινής επιστολής του Πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσιών Αλεξίου Α΄ κι εγώ κράτησα στη μνήμη μου αυτά τα λόγια για όλη μου τη ζωή: «Η πασχαλινή χαρά της Ανάστασης του Χριστού ενώνεται σήμερα με τη φωτεινή ελπίδα για σύντομη νίκη της αλήθειας και του φωτός έναντι του ψέματος και του σκοταδιού του γερμανικού φασισμού. Οι σκοτεινές δυνάμεις του φασισμού δεν μπόρεσαν ν’ αντισταθούν στο φως και στη δύναμη του Χριστού και η παντοδυναμία του Θεού υπερέβη την υποτιθέμενη δύναμη των ανθρώπων».
Μοναστηριακό Κοιμητήριο της Λαύρας του Ποτσάεφ
Εκοιμήθη ο στρατιώτης του Χριστού, ο σχη – ιερομόναχος Σέργιος (Σολόμκα), το 2012, την 1η Ιουνίου, την παραμονή της εορτής της Αγίας Τριάδος, στην Ιερά Σκήτη Αγίας Τριάδος της Λαύρας στο Ποτσάεφ, στην ηλικία των 92 χρονών. Ενταφιάστηκε στο μοναστηριακό κοιμητήριο. Την ημέρα της Νίκης τα πνευματικά τέκνα του φέρνουν λουλούδια στον τάφο του.
Μοναχός Ρούφος, πιλότος καταδιωκτικών
Μοναχός Ρούφος (Ρέζβιχ) Το ορθόδοξο Κίεβο γνώριζε πολύ καλά τον πατέρα Ρούφο. Ένας μοναχός όχι υψηλού αναστήματος, ξερακιανός, με τριμμένο αδιάβροχο και ζωστικό, με ξεθωριασμένο καπέλο, με παχύ κίτρινο χαρτοφύλακα, γεμάτο από διάφορα αποσπάσματα από εφημερίδες και περιοδικά, χειρόγραφα, σχέδια των τέμπλων. Παρουσιαζόταν στις ακολουθίες σε διάφορες εκκλησίες του Κιέβου, καθώς και στη μονή της Αναλήψεως Φλωρόφσκι και στη μονή της Αγίας Σκέπης. Άνθρωπος με ιδιαίτερα αγαθό πρόσωπο, τρυφερό βλέμμα και γρήγορο λόγο. Πλησιάζοντας τους άγνωστους, ρωτούσε: «Είσαστε παντρεμένοι με εκκλησιαστικό γάμο;» και αν άκουγε θετική απάντηση, τότε έφευγε ικανοποιημένος, εάν όχι, τότε ξεκινούσε πνευματική ομιλία με παραπομπές στους Αγίους Πατέρες και το Ευαγγέλιο. Πού να ξέρουν οι νέοι άνθρωποι, που για πρώτη φορά πέρασαν το κατώφλι του ναού, ότι μιλούν με αληθινό ασκητή, ο οποίος έζησε για πέντε χρόνια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, λόγω «της πίστεως», όταν έκλεισαν τη Λαύρα το 1961, που ήταν αγιογράφος, καθώς και αξιωματικός των εναέριων δυνάμεων και βετεράνος του πολέμου.
Ο Γέροντας έκανε παρέα με διάφορους «ευλογημένους» και διά Χριστόν σαλούς. Καταλάβαινε τη γλώσσα τους και σημείωνε τις προφητείες τους. Πολύ καλά γνώριζε την Ευλογημένη Αλιπία του Κιέβου. Επίσης, άκουγε τις συμβουλές της γερόντισσας Μάρθας, που έμενε εν κόσμω, και κατέγραφε τις αποκαλύψεις και τις πνευματικές ομιλίες της. Παρεμπιπτόντως, η γερόντισσα του Κιέβου είχε προφητεύσει το σχίσμα του Φιλάρετου (Ντενισένκο) και «τον πόλεμο» στο Μαϊντάν.
[...] Αυτοί προστάτευαν την Κασπία Θάλασσα. Το πετρέλαιο είναι πολύτιμο υλικό, χωρίς το οποίο δεν μπορείς να κάνεις κάτι ούτε στο μέτωπο ούτε στα μετόπισθεν. Ο εχθρός το ήξερε και γι’ αυτό έστελνε τα βομβαρδιστικά αεροπλάνα του στο Αζερμπαϊτζάν και στην Κασπία Θάλασσα. Τα καταδιωκτικά αεροπλάνα μας πετούσαν με βάρδιες και προστάτευαν τις αποθήκες καυσίμων. Το μήκος των αποθηκών αυτών ήταν εκατοντάδες χιλιόμετρα, όπως διηγόταν ο πατήρ Ρούφος. Λάμβαναν χώρα συγκρούσεις και ανταλλαγές πυροβολισμών, ο κίνδυνος παραμόνευε κάθε μέρα. Όμως στον ανθυποσμηναγό Ρέζβιχ προέκυψε ένα άλλο πρόβλημα: Το αεροπλάνο του, κατά την προσγείωση, αναποδογίρισε τρεις φορές, και κατέληξε το πάνω κάτω. Οι σύντροφοί του έτρεξαν προς το αεροπλάνο, που έβγαζε καπνούς, χωρίς να έχουν καμία ελπίδα ότι ο πιλότος μπορεί να είναι ακόμα ζωντανός και δεν είχε πάθει τίποτα. Όμως τότε έγινε το θαύμα. Ήταν ζωντανός και δεν έπαθε τίποτα.