Στις 24 Ιανουαρίου συμπληρώνεται ακριβώς ένας χρόνος από την ημέρα που ο βοηθός του ιερέα της Εκκλησίας του Σωτήρος του Πανοικτίρμονος στο Μίτινο, Γκεόργκιι Βελικάνοβ, σε μια πράξη που του κόστισε τη ζωή, έσωσε έναν άστεγο, τη στιγμή που ο τελευταίος θα βρίσκονταν κάτω από ένα ηλεκτρικό τρένο εν κινήσει. Αυτή η πράξη συγκλόνισε πολλούς, υπενθυμίζοντας τι σημαίνει να είσαι αληθινός Χριστιανός. Μιλήσαμε με τη χήρα του Γκεόργκιι, Νατάλια Βελικάνοβα, για τον σύζυγό της.
"Ο Κύριος τον προετοίμαζε για τον θάνατο"
Γκεόργκιι και Νατάλια Βελικάνοφ – Νατάλια, συγχωρέστε την, πιθανώς, αδιάκριτη ερώτηση: Πόσο συχνά ερχόταν σε αντίθεση ο Χριστιανισμός, που πρέσβευε ο Γκεόργκιι, με κάποια κοσμικά, καθημερινά ενδιαφέροντα;
– Συνεχώς. Ήταν στην Εκκλησία όλη του τη ζωή, από τη γέννησή του. Όταν παντρευτήκαμε, εργαζόταν και στην Εκκλησία. Κι έτσι ήρθαν τα πράματα, που πέρναγε πάντα πολλή ώρα στην εκκλησία. Ταυτόχρονα, σπούδασε στο Ορθόδοξο Ανθρωπιστικό Πανεπιστήμιο του Αγίου Τύχωνος (ΣτΜ: Ο.Α.Π.Α – Τ. στη συνέχεια). O συνεπακόλουθoς φόρτος ήταν μεγάλος και ήταν σπάνια στο σπίτι. Μπορώ ακόμη να πω ότι σπάνια τον έβλεπα.
– Πόσο σπάνια;
– Μερικές φορές είχαμε δείπνο μαζί μία φορά την εβδομάδα και αυτό ήταν όλο. Όσο περίεργο και αν φαίνεται, πριν από τον γάμο βλεπόμασταν περισσότερο απ' ό,τι μετά.
– Δεν τον περιμένατε τα βράδια για το δείπνο;
– Τον περιμέναμε, βέβαια. Δυστυχώς, ερχόταν συχνά πολύ αργά και απλά κατέρρεε από την κόπωση. Έλεγε: "Αυτό ήταν, καταρρέω, δεν μπορώ να φάω".
Με φόβιζε αυτό. Αργότερα, όταν συνέβησαν όλα αυτά, σκέφτηκα ότι ίσως ο Κύριος προετοίμαζε τον Γκόσα (ΣτΜ: Χαϊδευτικό του «Γκεόργκιι» στη ρωσική) για τον θάνατο. Τον τελευταίο χρόνο, γενικά, άρχισε να τρώει πολύ λίγο. Δεν έτρωγε κρέας. Ανησυχούσα και αυτός έλεγε ότι ήταν κουρασμένος και δεν ήθελε να φάει.
– Συχνά συμβαίνει, όμως, το αντίθετο: Δηλαδή, όταν ένα άτομο κουράζεται, τότε, αντίθετα, θέλει να φάει.
– Ναι, έτσι είναι. Αυτό με κάνει να πιστεύω ότι επρόκειτο για προετοιμασία για τον θάνατο. Επίσης, προσευχόταν πολύ τη νύχτα. Και αυτό με φόβιζε λίγο. Για παράδειγμα, έπρεπε να σηκωθεί νωρίς. Πάω στην κουζίνα και τον βλέπω να κάνει γονυκλισίες. Του λέω, ακόμη και απαιτώ, να πάει για ύπνο. "Εντάξει – εντάξει". Δείχνει να ξαπλώνει. Περιμένει μέχρι ν’ αποκοιμηθώ. Στη συνέχεια, γονατίζει κάτω από τα καλύμματα και προσεύχεται ξανά.
Δεν ήταν έτσι πριν. Ήταν ασυνήθιστο. Να πρέπει κάποιος να σηκωθεί στις έξι το πρωί και να προσεύχεται για ώρες τη νύχτα. Τότε δεν το καταλάβαινα αυτό. Και απ’ ό,τι αποδείχτηκε, ο Θεός τον προετοίμαζε. Τον τελευταίο καιρό είχε έντονη επικοινωνία με τον Θεό. Πήγαινε πολύ συχνά στις εκκλησίες, έγραφε υπέροχα άρθρα, τα οποία αργότερα βγήκαν αληθινά. Τα διαβάζεις με δάκρυα, σαν μια προφητεία για τη δική σου ζωή – άρθρα για τον Σταυρό, για την προσφορά ζωής στον πλησίον, για τους νεομάρτυρες...
Ολόκληρος ο τοίχος ήταν γεμάτος με φωτογραφίες νεομαρτύρων. Και πέθανε και ο ίδιος ως μάρτυρας. Κάτι για το οποίο και ο ίδιος πάσχιζε. Ο Κύριος του έκανε τη χάρη να πεθάνει μαρτυρικά.
"Είμαστε πιστοί ή όχι;"
– Μερικοί από τους φίλους του θυμούνται πως ο Γκεόργκι ανησυχούσε που δεν μπορούσε να βρει μια δουλειά με ικανοποιητικό μισθό και ότι δεν μπορούσε να εξασφαλίσει οικονομικά επαρκώς την οικογένειά του.
– Ενδιαφερόταν για την εργασία στην Εκκλησία και προετοιμαζόταν για την χειροτονία. Ο συνδυασμός σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Αγίου Τύχωνος με την εξάσκηση κοσμικού επαγγέλματος δεν απέδωσε. Στo Ο.Α.Π.Α – Τ. ο φόρτος ήταν πολύ μεγάλος: Υπακοή, Λειτουργίες. Οι σπουδές εκεί δεν είναι για άτομα που εργάζονται με πλήρη απασχόληση, π.χ. από τις 9 το πρωί μέχρι τις 6 το απόγευμα.
Παρεμπιπτόντως, η διπλωματική του εργασία ήταν σχετικά με τον π. Σωφρόνιο (Σάχαροφ). Το δίπλωμα που πήρε ήταν με καλό βαθμό. Είναι ενδιαφέρον ότι μόνο έναν χρόνο αφ’ ότου συναντηθήκαμε, ανακαλύψαμε ποιο ήταν το αγαπημένο βιβλίο και των δυο μας. Kαι αυτό το βιβλίο δεν ήταν ούτε καν η Βίβλος, αλλά το "Οι Γραφές του Γέροντα Σιλουανού". Δημοσιεύθηκε από τον π. Σωφρόνιο (Σάχαροφ) , ο οποίος ήταν σύγκελλος του Γέροντα. Βλέπετε, γνωρίστηκαν και τα βρήκαν μεταξύ τους δύο άτομα με το ίδιο αγαπημένο βιβλίο.
Αγαπούσε πάρα πολύ τον Γέροντα Σιλουανό και τον συνεχιστή του Σωφρόνιο. Σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που πήγε στο Βαλαάμ, όπου και ζούσε ο ηγούμενος Σεραφείμ, ο σύγκελλος του Γέροντος Σωφρονίου, ο οποίος κι έγινε ο πνευματικός του Γκόσα. Πόσο οικεία τού ήταν όλα αυτά – η προσευχή για τον κόσμο και η αγάπη για όλους. Ο Νίτσε έλεγε: "Αγάπα όλους, αλλά να μισείς τον Άνθρωπο". Αλλά υπάρχει και η αληθινή αγάπη, όπου κάποιος πεθαίνει για έναν μεθυσμένο και παραλογιζόμενο άστεγο.
Αυτή είναι η αληθινή αγάπη – όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει για έναν μεθυσμένο και παραλογιζόμενο άστεγο
– Και σε ποια Σχολή σπούδασε στο Ο.Α.Π.Α – Τ.;
– Στη Σχολή Θρησκειολογίας, αλλά έπρεπε να σπουδάσει και στη Θεολογική, για να χειροτονηθεί. Για κάποιον λόγο, μόνο στο έκτο έτος έγινε φανερό ότι ο Γκόσα δεν σπούδαζε εκεί που έπρεπε. Και του βάλαν 25 έξτρα εξετάσεις. Γι’ αυτό χρειάστηκε κι έναν έξτρα χρόνο σπουδών. Στο τέλος κάλυψε τα κενά. Κι έλαχε να πεθάνει την ημέρα της τελευταίας εξέτασης. Πόσο τραγικό...
Μετά βίας στεκόταν στα πόδια του εκείνην την ημέρα, επειδή, με όλες αυτές τις εξετάσεις, δεν κοιμόταν σχεδόν καθόλου τις νύχτες. Την τελευταία ημέρα της ζωής του σηκώθηκε στις πέντε το πρωί. Και το να τραβήξει κάποιον από τις ράγες του τρένου ήταν απλά υπεράνω των δυνάμεών του. Η φυσική του κατάσταση, απλά, δεν επέτρεπε να τα βγάλει πέρα με αυτόν τον άστεγο. Τι να κάνουμε; Κάποιος κάνει κάτι μέχρι τέλους και πεθαίνει. Στην περίπτωσή του, αποφοίτησε από το Ινστιτούτο και πέθανε εκείνη την ημέρα.
"Τι απέγινε ο άνθρωπος που διέσωσε;"
– Προς μεγάλη μου λύπη, πέθανε από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ έναν μήνα αργότερα, αλλά πέθανε ήσυχα, όχι κάτω από τους τροχούς του τρένου, καθήμενος δίπλα στη σόμπα, στο σπίτι γνωστών του, το πρωί της 23ης Φεβρουαρίου, οπότε και πέθανε, από οξεία καρδιακή ανεπάρκεια. Αυτόν τον ένα μήνα ερχόταν στον ναό, μίλαγε με τον ιερέα. Πότε ήταν μεθυσμένος, πότε απογοητευμένος, έρχονταν κι έκλαιγε. Όπως μου είπαν, βίωσε όντως στιγμές έμπνευσης.
– Και ποιος ήταν αυτός;
– Ένας άστεγος, ονόματι Μιχαήλ, γεννημένος το 1972, καταδικασμένος δύο φορές. Ένας διόλου απλός άνθρωπος, που το έριχνε στο πιοτό.
– Πού ακριβώς υπηρετούσε ο Γκεόργκιι και πού δούλευε;
– Στην εκκλησία του Σωτήρος του Πανοικτίρμονος στο Μίτινο, ως ψάλτης και ως ανώτερος κατηχητής. Εκεί του έδιναν κάποια λεφτά, αλλά πραγματικά δεν έφταναν. Αναγκαζόμουν επανειλημμένα να ζητήσω βοήθεια από τους συγγενείς μου, κάτι που επίσης δεν ήταν και πολύ απλό.
– Κι εσείς πού δουλεύατε, με τι ασχολούσασταν;
– Είχα μια δική μου επιχείρηση, επισκευής κλιματιστικών και κεραιών, καθώς και οικιακών υπηρεσιών. Όμως, σε αυτόν τον τομέα, η συγκέντρωση προσφορών από διάφορες εταιρείες στην ίδια διαδικτυακή ιστοσελίδα οδηγεί στον «στραγγαλισμό» των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Μετά τον θάνατο του Γκόσα, δεν δουλεύω καθόλου. Μετά την αναγνώριση του πτώματος, αρρώστησα σοβαρά, η ικανότητα μου για εργασία απλά κατέρρευσε. Ακόμα δεν έχω ανακτήσει τις δυνάμεις μου.
Τον τελευταίο χρόνο, που ήταν ακόμη εν ζωή, περάσαμε μια πραγματική οικονομική κρίση. Στην Εκκλησία, όπως όλοι γνωρίζουμε, πληρώνουν πολύ λίγα και τα πάντα ακριβαίνουν. Και τότε ανησύχησα πολύ. Μπορώ να συμπυκνώσω το πώς ένιωθα εκείνην την εποχή κάπως έτσι: «Ούτε χρήματα ούτε σύζυγος».
Είχα τον συνήθη φόβο της επιβίωσης: Πώς να ζήσουμε και με τι λεφτά. Κι αυτός πάντα έλεγε: Είμαστε πιστοί, ο Κύριος θα βοηθήσει. Ωστόσο, όλη αυτή η αβεβαιότητα οδήγησε σε κάποια ένταση. Και τώρα μόνο καταλαβαίνω πόσο μικροπράγματα είναι όλα αυτά, σε σχέση με τη ζωή ή τον θάνατο. Σε σύγκριση με τον θάνατο, τα μικροπράγματα αυτά γίνονται ένα τίποτα.
– Βέβαια, για να λέμε την αλήθεια, πώς να ζήσεις, πώς να οικοδομήσεις μια οικογένεια, χωρίς χρήματα. Πώς να μην ανησυχείς...
– Το κυριότερο είναι να υπάρχει αυτός ο κάποιος που σε αγαπάει και που σε χρειάζεται. Αυτό είναι πολύ σημαντικότερο απ’ οποιαδήποτε υλικά αγαθά.
Τότε, όμως, ανησυχούσα πολύ κι έλεγα αδιάκοπα: "Βρες μια δουλειά". Ειλικρινά, τώρα ντρέπομαι μάλιστα, γιατί εξ αιτίας αυτού θύμωνα μαζί του και νεύριαζα πολύ. Νεύριαζε κι αυτός, αλλά έκανε ό,τι πέρναγε από το χέρι του. Και όλη την ώρα μου έλεγε κάτι το, σε πρώτο άκουσμα, τετριμμένο, αλλά, όπως αποδείχθηκε, σωστό: "Εμπιστεύσου τον Θεό. Κανένας δεν πέθανε, ούτε πείνασε. Καλά, είμαστε πιστοί ή όχι;». Έλεγα: «Πιστοί είμαστε, αλλά πρέπει να δουλέψουμε κιόλας».
Αν και, εδώ που τα λέμε, κανείς δεν πέθανε, δεν πείνασε. Αλήθεια είναι ότι δεν έφταναν τα λεφτά για ρούχα, επίσης για φάρμακα μπορεί να μην είχαμε αρκετά. Παρεμπιπτόντως, παρατήρησα ότι το ελάχιστο όριο διαβίωσης, γύρω στα 17.000 ρούβλια στη Μόσχα, δεν αρκεί, ειδικά αν κάποιος αρρωστήσει. Τότε χρειάζεσαι άμεσα πολλά χρήματα για φάρμακα. Και τα πολλά προβλήματα εμφανίστηκαν όταν τα χρήματα έφθασαν στο όριο που προανέφερα ή κι έγιναν ακόμη λιγότερα.
Σε γενικές γραμμές, νεύριαζα και μού έφερε έναν πίνακα, που είχε αγοράσει ειδικά για μένα, με τα λόγια της αυτοκράτειρας Αλεξάνδρας Φιόντορoβνα: «Η ζωή είναι πολύ σύντομη, για να την περάσουμε σε φιλονικίες και διαμάχες, ειδικά στον ιερό χώρο της οικογένειας». Και κοιτάξτε πόσο προφητικό ήταν αυτό: Η ζωή τού Γκόσα, πράγματι, αποδείχθηκε σύντομη. Τότε έκλαψα...
O αληθινός πειρασμός ήρθε πριν από τον θάνατο. Πραγματικά προαισθάνθηκα κάτι, πήγα σε πνευματικούς, αναρωτιόμουνα: Γιατί είμαι τόσο ανήσυχη; Δεν καταλάβαινα τι προκαλούσε το άγχος μου. Η ψυχή μου ήταν διαρκώς σε ταραχή και μάλιστα όχι λόγω της δουλειάς ή επειδή τον έβλεπα σπάνια. Ειδικά τους τελευταίους τρεις μήνες. Άγχος και τίποτε άλλο... Του έλεγα ότι δεν έβλεπα μέλλον. Μού απαντούσε: "Μα καλά, τι έχεις πάθει; Πήγαινε σε πνευματικούς. Γιατί δεν βλέπεις μέλλον; "
Τότε, εκείνο το βράδυ, έσπευσα να ψάξω να τον βρω, γιατί έπρεπε να έχει γυρίσει εδώ και πολλή ώρα. Και όταν η πωλήτρια εισιτηρίων στον σιδηροδρομικό σταθμό στο Κρασνογκόρσκ μού είπε ότι κάποιος με μπλε σακάκι ήταν νεκρός, κατάλαβα αμέσως ότι ήταν αυτός, γιατί λίγοι είναι αυτοί που ντύνονται μπλε σακάκι. Αυτός είναι ο λόγος που ήμουν τόσο ανήσυχη εκείνες τις μέρες και μήνες... Και οι πνευματικοί μου, πριν από αυτό, επίσης, δεν καταλάβαιναν τι συνέβαινε μ’ εμένα, γιατί φοβόμουνα τόσο πολύ. Μήπως λόγω εργασίας;
Ο Γκεόργκιι Βελικάνοφ επισκέπτεται τη Σβετλάνα Βασιλιέβνα, τη γιαγιά της Νατάλια
– Γιατί ο Γκεόργκιι δεν μπορούσε να βρει δουλειά;
– Πολλές ήταν οι δυσκολίες και αναμενόμενες, για έναν άνθρωπο της εκκλησίας. Για παράδειγμα, δίπλα μας ήταν ένα κατάστημα κατοικίδιων ζώων. Του λέω: Πήγαινε εκεί, τουλάχιστον, να γίνεις πωλητής. Αλλά το αφεντικό τού είπε αμέσως: "Δεν συνιστούμε τις καλύτερες τροφές στους πελάτες, αλλά εκείνες για τις οποίες μας πλήρωσαν για να τις προτείνουμε. Συμφωνείς με αυτό; ". Μετά από αυτό δεν πήγε εκεί να δουλέψει. Βλέπετε, δεν είναι τόσο εύκολο για έναν πιστό να βρει μια τίμια δουλειά σήμερα.
Αλλά στο τέλος τη βρήκε. Θα δούλευε σαν δασκάλος – θεραπευτής – θα συνόδευε παιδιά με Δ.Α.Φ. (ΣτΜ: Διαταραχή αυτιστικού φάσματος). Συμφώνησε ότι την Παρασκευή θα πήγαινε να εργαστεί στο κέντρο, τώρα πλέον δεν θυμάμαι σε ποιο ακριβώς. Και την Τετάρτη, δύο μέρες πριν από την Παρασκευή, πέθανε. Πριν από αυτό, προσπάθησε και ήδη δοκίμασε να συνεργαστεί μ’ ένα από αυτά τα παιδιά. Και αυτό το αγόρι τού «άνοιξε» τον εαυτό του, ήρθε κοντά του, συμπεριφέρθηκε ήσυχα, καλά, όχι επιθετικά και χωρίς υστερίες. Όλα δείχναν ότι μεταξύ τους υπήρχε ήδη μια καλή επαφή.
Γενικά, η εργασία με παιδιά με ειδικές ανάγκες ήταν κάτι που τον τραβούσε πολύ. Τα κακόμοιρα αυτά παιδιά άγγιζαν πραγματικά την καρδιά του. Κι έτσι μπόρεσαν ν’ «ανοιχτούν» με τη σειρά τους σε αυτόν. Ήθελε από καιρό να βρει μια τέτοια δουλειά, αλλά τα κέντρα δεν τον έπαιρναν, όσο δεν είχε περάσει από μετεκπαίδευση. Και να που τον πήραν. Αλλά έτσι ήρθαν τα πράματα, που πέθανε δυο μέρες πριν ξεκινήσει στη νέα του δουλειά...
– Απ’ όσο γνωρίζω, δεν αντέχουν μια τέτοια δουλειά όλοι όσοι τη διάλεξαν. Πέρα από καλοσύνη, πρέπει ταυτόχρονα να είσαι και αρκετά σκληρός, να είσαι σε θέση ν’ απαγορεύεις, να μην αντιδράς σε κρίσεις υστερίας.
– Ναι, μου το είπε. Φυσικά, ο Γκόσα ήταν πολύ ευγενικός. Αλλά, από την άλλη πλευρά, ένας πολύ ευγενής άνθρωπος δεν θα έτρεχε πάνω στις ράγες πίσω από άστεγους, που αντιστέκονται κιόλας, δεν θα τους έσερνε διά της βίας από εκεί.
"Έβλεπε το καλύτερο σε κάθε άνθρωπο, κάθε άνθρωπος ήταν ένα λουλούδι"
– Και πώς κατέληξε αυτός ο άνθρωπος στις ράγες;
– Ήταν μεθυσμένος, δεν είχε συναίσθηση του κινδύνου. Και αποφάσισε να περπατήσει πάνω στις ράγες. Αρχικά, ο Γκεόργκιι του φώναξε από την πλατφόρμα να γυρίσει πίσω, αλλά αυτός δεν γύρναγε. Τότε, βλέποντας το φως της αμαξοστοιχίας σε απόσταση, κατάλαβε ότι έπρεπε να πηδήξει, γιατί ο ίδιος δεν θα κατάφερνε να βγει μόνος του από τις σιδηροτροχιές. Κατάφερε να τον απομακρύνει, αλλά ο ίδιος δεν πρόλαβε...
– Πού συνέβη αυτό;
– Στην πλατφόρμα «Κρασνογκόρσκαγια». Ταυτόχρονα, είχε χρόνο να σκεφτεί, ν’ αρνηθεί, μετά την πρώτη αντιπαράθεση. Και για μένα αυτό ήταν και το κατόρθωμά του. Προσωπικά, θα τον παράταγα: «Δεν θέλεις ; Ε, τότε μείνε να πεθάνεις!». Και η ίδια θα είχα κρυφτεί κάτω από την πλατφόρμα. Αλλά εκείνος δεν τα παράτησε να φύγει. Σαν να ήταν ένας άγγελος. Και ο άλλος συμπεριφερόταν επιθετικά. Οι μεθυσμένοι είναι συχνά επιθετικοί.
Ο Γκόσα, με όλη την καλοσύνη που τον διέκρινε, ήταν σε θέση να επιδείξει, σε μερικές στιγμές, αποφασιστικότητα και θάρρος. Θυμάμαι πολλές τέτοιες ιστορίες. Ήταν συνεχώς παρών εκεί όπου κάποιος χρειαζόταν βοήθεια. Είτε με κάποιους άλλους άστεγους είτε εκεί που υπήρχαν διαμάχες μεταξύ τους. Ωστόσο, δεν ήταν αθλητής. Ανησυχούσα πάντα γι' αυτόν, για το ότι θα μπορούσε να τραυματιστεί σωματικά σε κάποια από αυτές τις αντιπαραθέσεις.
Ήταν συνεχώς παρών εκεί όπου κάποιος χρειαζόταν βοήθεια
Στην όχι και τόσο ευημερούσα περιοχή μας, υπήρχαν γενικά πολλοί ναρκομανείς, αλκοολικοί και άστεγοι και στα σπίτια και στα διαμερίσματα που πηγαίναμε δεν ζούσαν και οι πιο επιτυχημένοι άνθρωποι στον κόσμο. Συχνά πάγωναν στον δρόμο και καλούσαμε ασθενοφόρο. Μια άλλη φορά, κάποια ρακένδυτη γιαγιούλα ήρθε να μας παραπονεθεί ότι ο εγγονός της τη χτυπάει. Και ο Γκόσα πήγε στο διαμέρισμα αυτού του εγγονού. Κι εγώ έμεινα πίσω και περίμενα και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να καλέσω την αστυνομία ή όχι...
– Και τι έγινε μετά;
– Ο εγγονός προσποιήθηκε ότι κοιμόταν, κάλυψε το κεφάλι του με μια κουβέρτα. Και οι γείτονες είπαν στον Γκεόργκιι: "Ακούστε, αυτή η γιαγιά είναι τρελή. Πάντα παραπονιέται γι' αυτόν". Και αυτός έκανε ψώνια γι’ αυτήν.
Παρ’ όλη του τη σεμνότητα, εκεί που χρειαζόταν, το θάρρος ξύπναγε μέσα του. Πόσοι άνθρωποι, άραγε, στέκονταν τότε στην πλατφόρμα, πόσοι μάρτυρες. Κανείς δεν βοήθησε. Μόνο αυτός πήδηξε για να σώσει αυτόν τον άνθρωπο.
Από την τελετή γάμου των Βελικάνοβ
– Συγχωρέστε το ερώτημα: Σκεφτήκατε πολύ καιρό πριν τον παντρευτείτε, αν θέλετε όντως να τον παντρευτείτε; Δεν σας φόβισε η «αποκοπή από τον κόσμο» του Γκεόργκι, η οποία, πιθανότατα, ήταν αισθητή ήδη από τότε;
– Η «αποκοπή από τον κόσμο» ήταν αισθητή, αλλά δεν αποθαρρύνθηκα. Αυτό που με φόβισε πιο πολύ ήταν τα οικονομικά. Όπως είπα, είχα προβλήματα με την υγεία μου, προβλήματα με τη δουλειά. Κανείς μας δεν είχε μια «πραγματική» δουλειά. Δεν μπορούσαμε να συνειδητοποιήσουμε πού να ζήσουμε και από τι. Γι’ αυτό και συναντιόμασταν για τέσσερα χρόνια, μέχρι να «φτιάξουν» κάπως τα πράματα. Παρεμπιπτόντως, όταν δούλευε στο «Ευσπλαχνία» (ΣτΜ: Ορθόδοξο κέντρο, στη Μόσχα, παροχής βοήθειας σε ηλικιωμένους και ανθρώπους με ειδικές ανάγκες), εξοικονομήσαμε τουλάχιστον τα απαιτούμενα για τον γάμο.
Και η «αποκοπή από τον κόσμο» δεν με φόβιζε, γιατί ένιωθα πάντα την ευγένεια που είχε μέσα του. Απλά με «ταρακούνησε». Ήταν η πιο ευγενική ψυχή που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου. Καταλάβαινα ότι και μόνο λόγω αυτής της «αποκοπής από τον κόσμο», χρήματα δεν υπήρχαν και ούτε επρόκειτο να υπάρξουν ποτέ. Περιουσία δεν υπήρχε και ούτε υπήρχε προσδοκία να υπάρξει κάποια μέρα.
– Τι άλλο, θα λέγατε, τον έκανε ξεχωριστό ως άνθρωπο;
– Ήταν μέσα του πολύ εύχαρης. Όταν έβρεχε, πήδαγε στούς νερόλακκους από χαρά.
– Ήταν, επίσης, ένας πολύ εύχαρης άνθρωπος μέσα του. Όταν παντρευτήκαμε ήταν 32 ετών και, για παράδειγμα, μπορούσε να πηδάει από χαρά στις νερολακκούβες, όταν έβρεχε. Δηλαδή, παρά όλα τα προβλήματα, τον απίστευτο φόρτο εργασίας και τα άσχημα οικονομικά μας, φώλιαζε μέσα του κάποιο είδος χαράς. Και μοιραζόταν αυτήν τη χαρά με όλους. Κάποιος τον είδε μόνο δύο φορές στη ζωή του και στην κηδεία είπε ότι ο Γκόσα ήταν ένας από τους καλύτερους φίλους του. Τόσο ανοικτός ήταν απέναντι στους ανθρώπους.
Ποτέ δεν κοίταζε κάποιον αφ’ υψηλού, ποτέ δεν θα έλεγε: Άκου, σώπασε, μα τι σου λέω. Αντιθέτως, έμοιαζε να «κοιτάζει προς τα πάνω» τους άλλους. Ήταν σαν να έλεγε στον συνομιλητή του: «Εσύ ο ίδιος μπορείς να μου μάθεις κάτι». Κι έβλεπε το καλύτερο σε κάθε έναν. Αυτό ήταν ένα πραγματικό δώρο του Θεού. Γι’ αυτόν ο κάθε άνθρωπος ήταν ένα λουλούδι, το οποίο και επιδίωκε ν’ ανοίξει. Ο Γκόσα πραγματικά έβλεπε και άνοιγε ό,τι καλύτερο είχε ο καθένας μέσα του. Είχε κυριολεκτικά εμμονή με το – μερικές φορές – κρυμμένο «καλύτερο». Και μ’ εμένα ακόμη, έδειξε εμμονή στο ν’ ανοίξει κάτι μέσα μου και σε ο,τιδήποτε άσχημο να μη δίνει προσοχή.
Τέτοια ήταν η συμπεριφορά του με όλους. Άκουγε προσεκτικά και για ώρες τις γιαγιούλες, που κανένας δεν ενδιαφέρονταν γι’ αυτές. Μερικές φορές μού φώναζαν: "Νατάσα, πήγαινε να τον «σώσεις»". Και αυτός μου απαντούσε: "Θα μιλήσω μαζί τους, πήγαινε σπίτι". Ήταν τόσο ασυνήθιστο, που κάποιοι αδυνατούσαν να το πιστέψουν. Νόμιζαν ότι χρειαζόταν κάτι ή ότι ίσως να παίζει τον σαλό – έτσι μου έλεγαν αργότερα.
Δεν θυμάμαι ποτέ να έκρινε κάποιον. Και μ’ εμένα προσπαθούσε ν’ αναπτύξει μέσα μου την ικανότητα να μην κρίνω τους άλλους με βάση τον εαυτό μου. Αλλά, δυστυχώς, προσωπικά δεν είμαι προικισμένη με αυτό το δώρο. Ήθελα να τον μιμηθώ, αλλά δεν τα κατάφερα ποτέ. Γι’ αυτόν όλοι οι άνθρωποι ήταν καλοί. Ακόμη κι εκείνοι που τον γνώρισαν στον ναό, βλέποντας την ειλικρινή του συμμετοχή και την καλή γνώμη που είχε για ΌΛΟΥΣ τους ανθρώπους, ρώταγαν αν τυχόν ήταν κατάσκοπος ή κάτι παρόμοιο. Μήπως θέλει κάτι να μάθει; Δεν μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό τους ότι ήταν απλά τέτοιος άνθρωπος. Αργότερα, μόλις πέθανε και ανακοίνωσαν ότι κάποιος είχε πεθάνει για έναν άστεγο, αλλά δεν έλεγαν ποιος ακριβώς, πολλοί αμέσως κατάλαβαν ότι επρόκειτο για τον Γκόσα.
Ωστόσο, ήταν πολύ σεμνός. Η λέξη "ήρωας" ήταν η τελευταία λέξη που θα μπορούσε ν’ αντιστοιχηθεί με το πρόσωπό του. Για παράδειγμα, στην Τράπεζα καθόταν πάντα ήσυχα κάπου στις τελευταίες θέσεις. Αλλά στην κηδεία, είδα τόσους πολλούς ανθρώπους, όσους και ιερείς... Είχαν έρθει περίπου 20 ιερείς, 8 διάκονοι, ο ναός ήταν κατάμεστος με κόσμο, λες και ήταν Πάσχα. Ένας ιερέας είπε αυτό το κάτι, που θυμάμαι ακόμη απ’ όλη την κηδεία: "Μακάριοι οι πτωχοί τώ πνεύματι. Και αυτός ήταν μεταξύ αυτών". Θυμήθηκα μια φράση από τη Γραφή, που ξαφνικά είδα να γίνεται πραγματικότητα στη ζωή. Ότι θα ταπεινώσω τους υπερήφανους, αλλά θα δοξάσω τους ταπεινούς (ΣτΜ: «ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν» [Επιστολή Ιακώβου 4:6]). Ο ίδιος ο Θεός τον δόξασε σε αυτήν την κηδεία. Ήταν απλά μια άνευ προηγουμένου συνάθροιση κόσμου. Και όμως, ο ίδιος ποτέ δεν επιζήτησε τη δόξα, η δόξα ήταν κάτι το παντελώς ξένο με αυτόν. Ακόμη και στα άρθρα του χρησιμοποιούσε ψευδώνυμα.
Γκεόργκιι Βελικάνοβ – Μα δεν θέλατε ο σύζυγός σας να είναι ήρωας; Είναι, εξάλλου, εντελώς φυσικό για μια γυναίκα να θέλει ο άνδρας της να είναι δυνατός. Ή μήπως όχι;
– Φυσικά και ήθελα. Αλλά τον σεβόμουν για τις τολμηρές πράξεις του, για τον ευγενή του χαρακτήρα.
– Στη ζωή του, όμως, δεν έμοιαζε με ήρωα;
– Όχι, καθόλου. Βλέπετε, όσο ζούσε, εγώ η ίδια δεν τον έβλεπα σαν ήρωα και ήταν κρίμα. Μόνο μετά τον θάνατο τον είδα έτσι, όπως και όλοι οι υπόλοιποι.
Ένας ιερέας με ρώτησε, κατά τη διάρκεια της εξομολόγησης, αναφορικά με το γεγονός ότι θύμωνα με τον σύζυγό μου και ανησυχούσα για το ότι δεν υπήρχε δουλειά και για το ότι δεν είχαμε λεφτά: "Μα καλά, δεν είδες τον ήρωα στον άνδρα σου, όσο ήταν εν ζωή;" Του απάντησα ότι είδα τον ήρωα μέσα του μόνο μετά θάνατον. Και τότε μου είπε, ξαφνικά, ότι ανεξάρτητα από αυτά που διακηρύσσουν οι γυναίκες, «βλέπουν» τον ήρωα στους συζύγους τους μόνο μετά θάνατον. Και πρόσθεσε: "Βέβαια, υπάρχουν και αυτές που λένε άλλα πράματα. Αλλά δεν τις πιστεύω".
Ωστόσο, όλο αυτό ήταν και τραγωδία, αλλά και νίκη του Θεού. Δεν εγκατέλειψε τον παραλογιζόμενο μεθυσμένο, δεν απομακρύνθηκε από αυτόν. Αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι όταν φάνηκε το φως του τρένου, ο Γκεόργκιι ζήτησε από τους ανθρώπους στην πλατφόρμα να δώσουν ένα χέρι, για να τους τραβήξουν. Η πλατφόρμα ήταν μεγάλη και ν’ αναρριχηθούν από μόνοι τους ήταν αδύνατο. Αλλά οι άνθρωποι απομακρύνθηκαν, δεν ήθελαν να δώσουν ένα χέρι. Και αυτός δεν απομακρύνθηκε, παρ’ όλο που τον πλησίαζε ένα μεγαθήριο με εκτυφλωτικά φώτα και που προκαλούσε εκκωφαντικό θόρυβο. Ήταν υπεράνω της ανθρώπινης δύναμης, αλλά αγωνίστηκε έως το τέλος.
Ιστάμενος δίπλα στον άστεγο, έκανε με το χέρι σήμα στην αμαξοστοιχία να σταματήσει. Και έσπρωξε τον άστεγο κάτω από την πλατφόρμα. Και η αμαξοστοιχία σταμάτησε! Ήταν 8:40 το βράδυ, η αμαξοστοιχία ήταν ταχεία, δεν θα σταματούσε στον σταθμό του Κρασνογκόρσκ. Όμως, βλέποντας τις προσπάθειές του, ότι κουνούσε το χέρι σε αυτήν πεισματικά, ότι οι άνθρωποι δεν έφευγαν και ότι τα πολλαπλά κορναρίσματα δεν έφερναν αποτέλεσμα, η αμαξοστοιχία ενεργοποίησε τα φρένα έκτακτης ανάγκης. Δεν πρόλαβε να φρενάρει για 2 μόνο βαγόνια. Πάντα κλαίω, όταν το θυμάμαι αυτό...
Ήταν η ημέρα της αποφοίτησής του από το Ο.Α.Π.Α – Τ. Και ύστερα ο Γκόσα θα λάμβανε τη χειροτονία. Και ξαφνικά βλέπει έναν άνθρωπο στις ράγες. Φανταστείτε την ψυχική του κατάσταση. Απλά νιώθω και κατανοώ ότι δεν θα μπορούσε να έχει κάνει διαφορετικά. «Είμαι μέλλων ιερέας. Δεν μπορώ να τον αφήσω. Πώς θα τον αφήσω στους δρόμους;"
Εδώ είχαμε να κάνουμε με μια σύγκρουση μεταξύ Θεού και Σατανά, αλλά ο Θεός νίκησε
Όταν ακολούθησα αυτόν τον δρόμο την ίδια τραγική νύχτα μετά την αναζήτησή του, κανένα τρένο δεν κυκλοφορούσε πλέον, ήδη για πολύ ώρα. Και, μεταξύ άλλων, αισθάνθηκα κάτι σαν μυστικιστική σύγκρουση. Μια σύγκρουση Θεού με Σατανά, στην οποία πέθανε ένας άνθρωπος. Αλλά ο Θεός νίκησε, γιατί έσωσε αυτόν τον άστεγο. Ο άστεγος δεν πέθανε μεθυσμένος, κάτω από τους τροχούς του τρένου. Αλλά ένας άλλος άνθρωπος πέθανε, ο σύζυγός μου.
Με την ευκαιρία, μου ανέφεραν ήδη, ουκ ολίγες φορές, πώς βοήθησε η προσευχή στον Γκεόργκιι. Για παράδειγμα, κάποιος πρόσφατα αποκάλυψε ότι ο Γκεόργκιι τον έσωσε με κάποιον τρόπο από τον θάνατο. Κάποιος εστράφη προς αυτόν με παράκληση για παιδιά που ασθενούν και αναφέρθηκαν περιπτώσεις που βοήθεια δόθηκε. Μόλις χθες, ένα κορίτσι μού έγραψε πως συνεργάζεται με αυτιστικά άτομα και ότι είναι δύσκολο γι’ αυτήν και ότι αντιμετωπίζει οικογενειακά προβλήματα, αλλά στρεφόμενη στον Γκεόργκιι αισθάνεται ανακούφιση.
– Και με ποια λόγια απευθύνονται σε αυτόν;
– Πιθανότατα ο καθένας με τα δικά του. Δεν έχει αγιοκαταταχθεί και ούτε δοξάζεται. Αλλά αυτή δεν είναι η μοναδική ιστορία του είδους που έχω ακούσει.