Ο Αρχιμανδρίτης Ιλαρίωνας (Νταν) είναι ένας από τους πιο σεβαστούς Ρουμάνους πνευματικούς της εποχής μας. Κατείχε μια υψηλή θέση στον κόσμο, είχε μεγάλες ευκαιρίες, αλλά αρνήθηκε όλα τα κοσμικά αγαθά για χάρη της εν Χριστώ ζωής.
"Ο άνθρωπος αναζητά δόξα και αδρεναλίνη, αλλά δεν μπορεί να ζήσει μια πλήρη ζωή χωρίς τον Χριστό"
Ο πατήρ Ιλαρίων, εν όσω ήταν ακόμη ανάμεσα στους κοσμικούς, ήταν ένας σπουδαίος οικονομολόγος, με εκπαίδευση στο εξωτερικό, όπου και τον εκτίμησαν ιδιαίτερα και του πρόσφεραν μια ενδιαφέρουσα δουλειά. Είχε και πολλούς φίλους και απολάμβανε μια πλούσια κοσμική ζωή. Εντούτοις, απαρνήθηκε όλα αυτά για τη μόνη δυνατή ελευθερία στον κόσμο – αυτήν που παρέχει η Αγάπη του Χριστού. Έγινε μοναχός.
Τα Απαρνήθηκε όλα για τη μόνη δυνατή ελευθερία στον κόσμο – αυτήν που παρέχει η Αγάπη του Χριστού
Ο Ίων Νταν αποφοίτησε από το Τμήμα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων της Εμπορικής Σχολής της Ακαδημίας Οικονομικών του Βουκουρεστίου το 1980. Εστάλη για να εργαστεί στο κρατικό τουριστικό γραφείο "Ακτή Μαμάια" [1] , στη συνέχεια εργάστηκε για αρκετά χρόνια στην Κεντρική Διεύθυνση Τελωνείων. Στη δεκαετία του ’90, έχοντας εργαστεί στο Τμήμα Μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης της Ρουμανίας, μεταπήδησε στον τραπεζικό τομέα. Μέχρι το 2007 διηύθυνε τα υποκαταστήματα της Bancorex [2], της OTP Bank [3] και της Ρουμανο – τουρκικής Τράπεζας στην Κωνστάντζα, για να παραιτηθεί στη συνέχεια. Τον Φεβρουάριο του ιδίου χρόνου έλαβε τη μοναχική κουρά, οπότε κι έγινε ο δόκιμος Ιλαρίων. Τον Απρίλιο του ιδίου χρόνου χειροτονήθηκε ιερομόναχος και διορίστηκε πνευματικός του μοναστηριού του Τιμίου Σταυρού, στην ίδια περιοχή της Κωνστάντζας, λίγα χιλιόμετρα από την κωμόπολη Κρούτσα [4] .
Τι είναι το χρώμα;
Ο Ίων μεγάλωσε σ’ ένα εντελώς μη – θρησκευόμενο περιβάλλον. Γεννήθηκε το 1956, όταν ο σταλινισμός μεσουρανούσε, όπως λέει, και οι γονείς του, όπως όλοι οι άλλοι, «ήταν προϊόν του καθεστώτος». Ο πατήρ εξηγεί:
– Ο πατέρας δεν άφησε ποτέ την πόλη μας [5] και το μόνο που υπήρχε τότε εκεί ήταν οι πατριωτικές ταξιαρχίες, οπότε και υπηρέτησε εκεί.
Τον μικρό Ίων τον πήγαινε στην εκκλησία η γιαγιά του, όταν την επισκεπτόταν, στη διάρκεια των διακοπών. Μόνο στην εφηβεία του άρχισε να «ψάχνεται», άρχισαν από μέσα του να ξεπηδάνε ερωτήματα, για τα οποία δεν είχε απαντήσεις. Κι έπειτα άρχισε να διαβάζει πολλά, ειδικά βιβλία για τη φιλοσοφία, χωρίς όμως να βρίσκει τις απαντήσεις που έψαχνε, μέχρι που μια μέρα έπεσε στα χέρια του ένα βιβλίο από τη σειρά "Σύγχρονες Ιδέες", που δημοσιευόταν από τις Εκδόσεις Πολιτικής Λογοτεχνίας της Κ.Ε. του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης.
– Σε αυτήν τη σειρά δημοσιεύτηκαν διάφορα βιβλία – πάνω σε θέματα κοινωνιολογίας, φιλοσοφίας, οικονομίας, επί το πλείστον αριστερής ιδεολογίας. Αλλά υπήρχαν και άλλα, όπως για παράδειγμα αυτό του φυσικού Erwin Schrödinger "Νους και ύλη". Αυτός ο άνθρωπος ισχυρίζόταν ότι ο Νους είναι κάτι διαφορετικό από την Ύλη. Και ξεκίναγε μ’ ένα ενδιαφέρον πείραμα. Απαντώντας στο ερώτημα: "Τι είναι το χρώμα;", απέδειξε ότι, στην πραγματικότητα, το χρώμα υπάρχει μόνο στη συνείδησή μας. Είναι απλά μια αίσθηση, που εμφανίζεται στο υποκείμενο, το οποίο αποτελείται όχι μόνο από ύλη, αλλά και από πνεύμα. Βλέπουμε τα χρώματα και το φως με το πνευματικό μας μέρος. Ερχόμενος αντιμέτωπος με αυτήν την προσέγγιση, άρχισα να διαβάζω, να ψάχνω ακόμα περισσότερο κι έφτασα στο σημείο να είμαι, ας πούμε, ίσως όχι ακόμη ένας πεπεισμένος χριστιανός, αλλά ήδη θεϊστής: «Ναι, ο Θεός υπάρχει».
Διαδρομή προς την ψυχή
Τον Χριστιανισμό και την Ορθοδοξία ο Ίων τα ανακάλυψε για τον εαυτό του με την επανάσταση [6] :
"Ήταν σαν να σπας αλυσίδες", θυμάται ο πνευματικός πατήρ.
Και στη δεκαετία του 1990, ενώ εργαζόταν στο Βουκουρέστι, έκανε την πρώτη του εξομολόγηση:
– Έπεσα στα χέρια ενός μεγάλου πνευματικού, του π. Σοφιανού (Μπόγκιου) από τη Μονή Αντίμ. Ήταν άνθρωπος σπάνιας πραότητας. Τότε αποφάσισα να γυρίσω στο σπίτι μου, στην Κωνστάντζα.
Ο πατήρ Σοφιανός τον έστειλε στον πατέρα Αρσένιο Παπατσιόκ, της μονής Τεκιργκιόλ.
– Δεν είχα ακούσει κάτι περί του πατρός Αρσενίου, αν και ως φοιτητής εργάστηκα σαν τουριστικός οδηγός κατά τη διάρκεια των διακοπών και συνόδευα ξένους τουρίστες στα μοναστήρια. Μετά από συνάντηση μαζί του, όλα απέκτησαν μεγάλο βάθος. Ήταν τέτοιο στήριγμα για μένα, που, αν δεν είχε βρεθεί δίπλα μου, θα είχα αρχίσει να έχω σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα.
Το project "Άγιος Μηνάς".
"Κι εσείς να είστε στο πάρκο μ’ ένα αποθανόντα;"
Εκκλησία του Αγίου Μηνά στην Κωνστάντζα
Το 1992, στην Κωνστάντζα, ο π. Νικολάι Πίκου θα συμπεριλάβει τον μέλλοντα πατέρα Ιλαρίωνα στο έργο κατασκευής του ναού τoύ Αγίου Μηνά, στο πάρκο Ταμπάκαρι. Μαζί κατέστρωσαν το έργο, μαζί έψαξαν να βρουν τεχνίτες στη Μαραμούρες [7]. Εκείνην την εποχή ο πατήρ Ιλαρίων ήταν διευθυντής της Bancorex:
– Ήμασταν ενθουσιώδεις, αλλά βρεθήκαμε αντιμέτωποι με το πρόβλημα της επιλογής χώρου για την κατασκευή. Πήγαμε στο δημαρχείο, αλλά όταν άκουσαν ότι θέλαμε τo ναό στο Ταμπάκαρι, πήδηξαν ψηλά, σαν να είχαν ζεματιστεί: «Μα πώς θα έχουμε εκκλησία στο πάρκο; Και θέλετε και να έχετε κι ένα αποθανόντα εκεί! Οι άνθρωποι θα πάθουν σόκ. Αυτοί έρχονται στο πάρκο να ξεκουραστούν κι εδώ να ΄σου ένας αποθανών!»
Ήταν μια ρομαντική εποχή, οι Λειτουργίες τελούνταν σε σκηνές εκστρατείας, ήμασταν τόσο ενωμένοι όσο στην πρώιμη Εκκλησία
Τελικά, για ν’ απαλλαγούν από εμάς, μας έδώσαν χώρο "αυτός στο Ταμπάκαρι, αλλά όχι εκεί που θέλετε, αλλά πέρα από το Μικρό Δέλτα [8] ". Πόσο αναστατώθηκε ο πατήρ Νικολάι! Το ήξερα αυτό το μέρος, γιατί πήγαινα συχνά εκεί, για βόλτα με τα παιδιά. Ήταν πολύ ήσυχα εκεί. Και πρότεινα στον ιερέα να ρίξει μια ματιά. Ίσως αυτό να ήταν και η επιθυμία του Άγιου Μηνά!
Η περιοχή ήταν όμορφη: Επίπεδη, χωρίς δέντρα, μπορούσαμε να φέρουμε εκεί τα οικοδομικά υλικά, ολόκληρα βαγόνια κορμών κουβαλήσαμε εκεί, με βουνά από πριονίδια... Και από την άλλη, στη θέση που είχαμε ζητήσει, ήταν αδύνατο να οικοδομήσουμε: Είχε δέντρα, νερόλακκους – αλλά αυτό το αντιληφθήκαμε μόνο μετά από λίγα χρόνια και συνειδητοποιήσαμε ότι ο Θεός τα είχε φέρει έτσι τα πράγματα.
Ήταν μια τόσο ρομαντική εποχή, οι Λειτουργίες τελούνταν σε στρατιωτικές σκηνές εκστρατείας, ήμασταν τόσο ενωμένοι όσο στην πρώιμη Εκκλησία", λέει ο πατήρ Ιλαρίωνας με χαμόγελο.
Η Θυσία
Το 1999 στάθηκε μια τρομακτική χρονιά γι ' αυτόν. Η σύζυγός του πέθανε.
– Ήταν 40 ετών. Ήμασταν ακόμα νέοι και τα παιδιά ήταν σε μια πολύ τρυφερή ηλικία: Η κόρη 16 και ο γιος 14. Με βοήθησε πολύ τότε που πήγαινα να δω τον π. Αρσένιο. Με στήριζε στη προσπάθειά μου ν’ αντιμετωπίσω αυτήν τη δοκιμασία. Στο εργασιακό επίπεδο, ήμουν υπερφορτωμένος τόσο σωματικά όσο και ηθικά. Ανέλαβα μια τεράστια ευθύνη, με πολλούς κινδύνους. Άλλωστε, ήμουν μάρτυρας όλων αυτών των διαρθρωτικών αλλαγών στην οικονομία κι επιβίωσα πλήρως αυτό το σοκ, αλλά το ένιωσα στο πετσί μου, με όλες τις επακόλουθες συνέπειες. Και ξαφνικά πρέπει να παίξω τον ρόλο και της μητέρας και του πατέρα.
Η γυναίκα μου ήταν μια εξαιρετική μητέρα και για πολλά χρόνια δεν ήταν μόνο σύζυγος, αλλά και ο καλύτερός μου φίλος και σύμβουλος. Και την «αναχώρησή» της την εξέλαβα ως μια θυσία, που έγινε για μένα και τα παιδιά.
Εκείνη την εποχή, ο μέλλων πατήρ – πνευματικός είχε την ιδέα να μπει σε μοναστήρι. Πήγε στο Άγιον Όρος, στη ρουμανική σκήτη του Προδρόμου (Άγιου Ιωάννη του Βαπτιστή):
– Εκεί πέρα πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη: "Μήπως κι εγώ θα μπορούσα να γίνω μοναχός" (χαμογελά), αν και τότε ήταν αδύνατο, επειδή είχα παιδιά κι έπρεπε να τα φροντίσω. Τώρα καταλαβαίνω ότι, ακόμη και αν ήταν αυτό δυνατόν, εγώ ο ίδιος δεν ήμουν έτοιμος. Μόλις λίγο αργότερα, συνειδητοποίησα τι σημαίνει να κλειστείς σε μοναστήρι.
"Μη μιλάς, αλλά πήγαινε εκεί, έτσι μόνο θα βρεθείς εκεί"
Το 2000 ξεκίνησε το έργο της Μονής Κασσιανού[9] :
– Ο ηγούμενος της, Ιερομόναχος Ιουστίνος (Πέτρε), ήταν πολύ νέος και δεν είχε ακόμη καλά – καλά λάβει θεολογική εκπαίδευση, όταν στάλθηκε εδώ, στη Δοβρουτσά, για να χτίσει ένα μοναστήρι. Από πού να ξεκινήσει κανείς, τι να χτίσει; Ήρθα τότε με σκοπό να τον βοηθήσω και μεταξύ μας αναπτύχθηκε μια πολύ στενή φιλία. Ήμουν σχεδόν από την πρώτη στιγμή στο μοναστήρι αυτό, μόλις που είχαν φτάσει οι πρώτοι ασκητές. Και μετά το project ξεκίνησε, η κατασκευή, κι έμενα συνέχεια μαζί τους. Κάθε Σάββατο και Κυριακή ήμουν εκεί. Για αρκετά χρόνια είχα βρει το «καταφύγιό» μου σ’ αυτό το μέρος.
Η σκέψη περί μοναχισμού ρίζωσε στο μυαλό του:
– Για τουλάχιστον δύο χρόνια σκεφτόμουν διάφορες επιλογές, συμπεριλαμβανομένης και του ποια εντύπωση θα έδινα σε αυτά τα άμφια! –λέει, γελώντας, ο πατήρ – πνευματικός.
– Μίλησα στον πατέρα Αρσένιο για την επιθυμία μου πριν από μερικά χρόνια και με ενθάρρυνε σε όλα. Τον τελευταίο χρόνο με ρώταγε κάθε φορά: "Λοιπόν, πώς πάμε;". Και του έλεγα τα πάντα, δηλαδή ότι δεν είχα ακόμη λύσει τα προβλήματά μου στον κόσμο, γιατί προέκυπτε συνεχώς κάτι: Είτε με τα οικονομικά είτε με τα παιδιά, που έπρεπε, επίσης, να έχω και τη συγκατάθεσή τους. Όταν θέλεις να μπεις σε μοναστήρι, ξαφνικά εμφανίζονται διάφοροι πειρασμοί.
Και σε κάποιο σημείο μού λέει: "Αδελφέ Ίονελ, δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο να περιμένεις!". Τον ρώτησα: "Μα, καλά, πώς το κάνουν, λοιπόν;" – "Παίρνεις απλά το ταγάρι σου, πας και τους λες: Ήρθα!". Απλό να το λες, δύσκολο να το κάνεις.
Σπήλαιο οσίου Ιωάννη του Κασσιανού
"Πάρε το ταγάρι σου, πήγαινε και πες: Ήρθα!"
Είχα ένα ακόμα πρόβλημα, ήταν η μητέρα μου. Ήξερα ότι δεν θα συμφωνούσε. Αλλά στο τέλος είπα στον εαυτό μου: "Φτάνει! Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει". Με τον πατέρα Αρσένιο είχαμε ήδη αποφασίσει ότι θα πάω στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Κασσιανού. Νόμιζα ότι θα μ’ έστελνε κάπου στη Μολδαβία. Κι εγώ ήμουν έτοιμος να πάω να κάνω υπακοή οπουδήποτε.
Έτσι, πήρα την τσάντα μου και πήγα και χτύπησα στις πύλες της μονής. Ήταν εύκολο για μένα να πάω στο μοναστήρι, επειδή ήταν γνωστό σ’ εμένα, οι άνθρωποι μου ήταν οικείοι, οπότε είχα λίγο άγχος για το πώς θα προσαρμοστώ. Και από τότε όλα κύλησαν φυσιολογικά. Οχτώ ολάκερα χρόνια με ταλάνιζε αυτή η ιδέα. Όποιος αποφασίζει να μπει σε μοναστήρι για να βρει το μοναστήρι, πάει μάταια: Δεν θα το βρει. Το μοναστήρι πρέπει να το χτίσεις πρώτα στην καρδιά σου.
Φάνταζε παράξενο για πολλούς να βλέπουν έναν διευθυντή τράπεζας να φοράει μοναστικό ράσο αντί για κοστούμι. Ίσως γι ' αυτόν τον λόγο στη μοναστική κουρά του διάσημου οικονομολόγου παρευρέθησαν, προς έκπληξή του, 200 άτομα.
– Η κουρά ετελέσθη στο σπήλαιο του Αγίου Ιωάννη του Κασσιανού, στη διάρκεια της γιορτής της μονής, στις 28 Φεβρουαρίου 2009. Νόμιζα ότι θα ήταν μια συνηθισμένη κουρά, αλλά ο Σεβασμιώτατος Θεοδόσιος ήρθε και είπε: "Στο σπήλαιο!". Ήταν μια μεγάλη έκπληξη για μένα.
Τυπικά, τέτοιες τελετές γίνονται σε στενό κύκλο. Και στην περίπτωσή μου είχα πολύ κόσμο, επειδή συνέπεσε με τη γιορτή της μονής και πολλοί ήταν αυτοί που ήρθαν στο μοναστήρι. Με ήξεραν (το 1997 – 1998 ήμουν ένας από τους πιο γνωστούς πολίτες στην Κωνστάντζα), αλλά δεν ήξεραν ότι αυτός που θα λάβει την κουρά ήμουν εγώ ο ίδιος. Κι έτσι βρέθηκα ανάμεσα σε πολλούς γνωστούς.
Όλοι οι στενοί φίλοι του πατερούλη ήταν σοκαρισμένοι από αυτήν την κουρά, αλλά την ενέκριναν. Είχαν από καιρό αισθανθεί ότι κατά ‘κεί πήγαινε το πράγμα. Και μόνο ένας τους ήταν απογοητευμένος:
«Έχω έναν πολύ καλό φίλο στην Αμερική, έναν πολύ επιτυχημένο επιχειρηματία, και τον είχε ιντριγκάρει πολύ που έφυγα για το μοναστήρι». Στην πραγματικότητα, μόνο αυτός αντέδρασε αρνητικά. Ήρθε σ’ εμένα κι έγινε το έλα να δεις! Μου είπε όλα τα στερεότυπα: Ότι οι ιερείς είναι διεφθαρμένοι, ότι κάνουν τα πάντα για χάρη των χρημάτων... Δεν ήθελα να λογομαχήσω μαζί του και τον άφησα να πει αυτά που ήθελε. Και μετά του λέω: «Κοίτα να δεις, αυτό είναι επιλογή μου!» «Μα , τι θα κάνεις εδώ σε αυτόν τον ερημότοπο; Για ποιον θα κάνεις ό,τι θα κάνεις; Για τα περιστέρια, για τα πουλιά;» – Ε, λοιπόν αυτό μού άρεσε τόσο πολύ! «Ναι, για τα περιστέρια!» Εγώ ο ίδιος ίσως δεν μπορούσα να του απαντήσω τόσο όμορφα όσο όμορφα με ρώτησε. Κρίμα, έφυγε τόσο αναστατωμένος, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι ' αυτόν.
Η κόρη μου αντέδρασε πολύ όμορφα: «Ο πατέρας μάς επέτρεψε να κάνουμε ό,τι θέλουμε και μας ενθάρρυνε. Πώς μπορούσαμε να μην του επιτρέψουμε να κάνει αυτό που ήθελε;» Φυσικά, το προαισθάνθηκαν αυτό. Σε κάθε περίπτωση, πιθανότατα θα έχω περισσότερο χρόνο γι' αυτούς τώρα. Και δεν χρειάζονται πλέον οικονομική υποστήριξη.
Ο γιος μου αισθάνθηκε λίγο εγκαταλελειμμένος. Του είπα ότι δεν θα καθόμουν εκεί στην καραντίνα, αλλά απάντησε: "Ναι, αλλά δεν θα είναι το ίδιο". Κι έχει δίκιο. Δεν είμαι μόνο ο πατέρας τους τώρα. Μου ζήτησε: "Μείνε λίγο περισσότερο." Και έμεινα για έναν ακόμη χρόνο.
Ο πατέρας μου δεν ήταν και πολύ ενθουσιασμένος, όταν του έκανα γνωστή την απόφασή μου, αλλά πάντα με συμβούλευε να κάνω αυτό που μου λέει η ψυχή μου να κάνω. Πέθανε τον Απρίλιο, όταν έλαβα την κουρά. Και τότε μόνο άρχισε να έρχεται η μητέρα σ’ εμένα.
"Πάτερ, πού είναι πιο δύσκολο να ζεις;"
Τι σημαίνει να ζεις σ’ ένα μοναστήρι;
– Σημαίνει να ζεις διαφορετικά, να βλέπεις τα πάντα με διαφορετικό τρόπο, να κατανοείς τον κόσμο, τον εαυτό του. Περπατάς το δικό σου μονοπάτι, ξέρεις τι πρέπει να κάνεις και είσαι απόλυτα πεπεισμένος γι’ αυτό. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, πλέον, όχι μόνο σκέφτεσαι για κάτι ότι είναι αυτό που είναι, αλλά ξέρεις ότι είναι έτσι! Ο Άγιος Νικόλαος (Βελιμίροβιτς) διηγείται ότι όταν βρισκόταν στη φυλακή, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου, ένας Γερμανός επιτηρητής ήρθε σε αυτόν και τον ρώτησε (ήξερε ότι ο πατερούλης ήταν πολύ μορφωμένος, υπεράσπισε 5 διατριβές): "Πάτερ, πιστεύεις πραγματικά στον Θεό; " Και ο πατερούλης Νικολάι του απάντησε: «Όταν ήμουν νέος, πίστευα κι εγώ στον Θεό...» Ο Γερμανός τον κοίταξε κατάματα: «Λοιπόν, τελικά, αποδείχτηκες λογικός άνθρωπος!» "...αλλά τώρα δεν το πιστεύω πια. Τώρα ξέρω ότι υπάρχει!" (χαμογελά). Και ο Γερμανός έφυγε από το κελλί, χτυπώντας πίσω του την πόρτα.
Έτσι είναι και μ’ εμένα, με όλα όσα μου συνέβησαν εδώ και 20 χρόνια. Όταν έχεις περάσει όλα αυτά, δεν έχεις πλέον καμία αμφιβολία. Δεν μπορείς ν’ αμφιβάλλεις, πλέον, γι’ απολύτως τίποτα.
Είναι πιο δύσκολο να ζεις στον κόσμο. Με αγάπη και πόνο βλέπω εκείνους που έχουν μείνει στον κόσμο, τους πρώην συναδέλφους μου
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που μπορώ να πω είναι ότι ποτέ δεν αισθάνθηκα τόσο ελεύθερος όσο είμαι τώρα. Κάποιοι άνθρωποι ήρθαν και ρώταγαν: "Πάτερ, πού είναι πιο δύσκολο να ζεις, στον κόσμο ή εδώ;". Στον κόσμο, αδελφοί! Είναι πιο δύσκολο να ζεις στον κόσμο. Βλέπω με αγάπη και πόνο όλους όσοι παρέμειναν στον κόσμο, τους πρώην συναδέλφους μου, με τους οποίους επικοινωνούμε ακόμα τηλεφωνικά. Αυτοί με δυσκολία στέκονται στα πόδια τους, δηλητηριάζονται από τα καθημερινά προβλήματα κι εγώ... Πώς να το πω; Νιώθω ακόμη και κάποια ενόχληση που αισθάνομαι τόσο καλά.
700 χιλίάδες χιλιόμετρα οδήγησης
Ο Ίων Νταν ήρθε για πρώτη φορά στην Αμερική το 1994, για μια πρακτική εξάσκηση στον τραπεζικό τομέα. Σπούδασε στην ανατολική ακτή, στο Ντέλαγουεαρ, και έκανε την εξάσκησή του σε μια τράπεζα νότια του Σικάγο. Στη συνέχεια, πραγματοποίησε δύο ακόμη ταξίδια στην Αμερική. Οι Αμερικανοί τον κάλεσαν για να εργαστεί γι' αυτούς, αλλά αυτός αρνήθηκε:
«Ταξίδεψα ήδη αρκετά στον κόσμο». Είδα πολλά, οδήγησα πολλά διαφορετικά αυτοκίνητα. Κάποια στιγμή αναλογίστηκα ότι στη ζωή μου έχω κάνει περί τα 700 χιλιάδες χιλιόμετρα. Τρομακτικό νούμερο. Μου άρεσε να οδηγώ. Και τώρα το αφήνω αυτό στην ηγουμένη. Δεν έχω την παραμικρή επιθυμία πλέον να οδηγήσω.
Συχνά με ρωτούν: "Μα καλά, δεν λυπάστε για τίποτα απολύτως;" Τι να λυπηθώ; Την ελευθερία στην κυκλοφορία; Ανεβαίνω στην κορυφή αυτού του λόφου και αισθάνομαι εκεί ψηλά καλύτερα από παντού αλλού. Καλύτερα και από ταξίδι στη Νέα Υόρκη!»
Η κρίση στην οποία εισερχόμαστε είναι συστημική
Το 2003 υπήρξε περίοδος που δεν εργάστηκε για έξι μήνες και αυτό γιατί δεν μπορούσε:
– Είχα τρομερό άγχος. Ό,τι χαρτί ή έγγραφο και να ΄παιρνα να διαβάσω, μ΄ έπιανε απότομα πονοκέφαλος και ζάλη. Σκληρό πολύ! Αρρώσταινα, είχα άγχος. Και τώρα, όταν δεν νιώθω το παραμικρό άγχος και ξέρω ότι τόσοι κακόμοιροι φτωχοί άνθρωποι υποφέρουν σε αυτήν την τρελή κούρσα για λεφτά κάθε μέρα και που στο τέλος δεν έχουν τίποτα... Το ξέρω αυτό γιατί είχα χρήματα, καλοπληρωνόμουν πάντα, αλλά, ανεξάρτητα από το πόσα κέρδιζα, ξόδευα τα πάντα. Και δεν είχα ψευδαισθήσεις: Στο τέλος δεν μένει τίποτε. Άνεση; Για ποια άνεση μιλάμε; Όταν βρίσκεσαι κάτω από τέτοιο στρες, τίποτε πλέον δεν σ’ ευχαριστεί.
Αυτό που συμβαίνει τώρα στον κόσμο είναι τρομερό. Καθ’ ότι οικονομολόγος, κατανοώ το τι προκαλεί αυτήν την κρίση: Δεν είναι απλά και μόνο μια οικονομική κρίση, είναι πολύ βαθύτερη. Πρόκειται για συστημική κρίση. Είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, που βρίσκεται σε κρίση. Και τα πιο προφανή πράγματα ακόμη αρχίζουν να γκρεμίζονται και τι προφανέστερο των χρήματων;
Εργάστηκα σε αυτό το χρηματοπιστωτικό σύστημα και στο τέλος μεγάλωσε μέσα μου μια αποστροφή για τα χρήματα. Δεν τα μπορώ πλέον αυτά τα χρήματα! Υπέφερα τόσο πολύ εξ αιτίας τους! Κι εδώ είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος, γιατί δεν έχω να κάνω τίποτε με τραπεζικούς λογαριασμούς!
Ο Χριστός και μόνο είναι η απάντηση σε όλα και η λύση σε όλα τα προβλήματά μας. Κάθε άλλη λύση αποτελεί ψευδαίσθηση.
Ο άνθρωπος έχει μπροστά του τρία θεμελιώδη ερωτήματα ν’ απαντήσει: Ποιος είμαι εγώ, από πού έρχομαι και πού πηγαίνω; Αν ψάχνετε ειλικρινά να βρείτε την απάντηση στα ερωτήματα αυτά, θα συναντήσετε αναπόφευκτα τον Χριστό. Γιατί άλλη απάντηση δεν υπάρχει. Ο Χριστός και μόνο είναι η απάντηση σε όλα και η λύση σε όλα τα προβλήματά μας. Κάθε άλλη λύση αποτελεί ψευδαίσθηση. Εξαπατούμε τον ίδιο τον εαυτό μας. Σας βεβαιώνω με βάση τη δική μου εμπειρία. Αυτή η διαπίστωση δεν βγήκε από τα βιβλία! Είναι προσωπικό μου βίωμα.
Δυστυχώς, ο σύγχρονος άνθρωπος ζει τον μύθο της συνεχούς προόδου, τον μύθο της τεχνολογίας, που υπόσχεται να λύσει τα πάντα με θαυματουργό τρόπο. Μπορεί η τεχνολογική πρόοδος να είναι όντως χρήσιμη, αλλά χρειαζόμαστε στοργή, αγάπη. Ο καθένας μας τα χρειάζεται αυτά. Και μέσα σε όλα αυτά, πηγή αγάπης είναι ο Χριστός και αν δεν Τον έχουμε μέσα μας, αν δεν φτάσoυμε στην πηγή, στον πόρο, τότε δεν βρίσκουμε και την Αγάπη. Και τότε ο άνθρωπος αρχίζει να ψάχνει για άλλους πόρους, οτιδήποτε βρεθεί μπροστά του: Φήμη, χρήματα, αδρεναλίνη – και όλα αυτά γιατί θέλει να αισθάνεται ότι ζει μια πλήρη ζωή. Αλλά να ζήσεις σε πληρότητα δεν μπορείς παρά μόνο όταν ζεις εν Χριστώ.
Ο σύγχρονος άνθρωπος ψάχνει πραγματικά κάτι και απεγνωσμένα μάλιστα, αλλά δεν βρίσκει τίποτα παρά υποκατάστατα και αρχίζει να ψάχνει ακόμη πιο απελπισμένα [10].