Η ανδρική χορωδία του Μετοχίου της Τριαδικής Λαύρας του Αγίου Σέργιου στη Μόσχα είναι ευρέως γνωστή στον Ορθόδοξο κόσμο και το όνομα του διευθυντή της χορωδίας, Βλάντιμιρ Γκόρμπικ, έχει ήδη εισέλθει στην ιστορία της ρωσικής εκκλησιαστικής μουσικής. Σήμερα συζητούμε με τον Βλάντιμιρ Αλεξάντροβιτς περί του πνευματικού του μονοπατιού, περί κοσμικής και εκκλησιαστικής τέχνης και για το πώς η εκκλησιαστική μουσική φέρνει τον άνθρωπο πιο κοντά στον Θεό.
– Σκεφτόταν, άραγε, ο μικρός Βολόντια Γκόρμπικ να γίνει μια μέρα χοράρχης;
– Ο μικρός Βολόντια Γκόρμπικ πίστευε ότι θα γινόταν μουσικός. Όταν οι γονείς μου κι εγώ φύγαμε από τη Μογγολία, για να εγκατασταθούμε στην Τασκένδη – ήμουν 10 ετών τότε – τους ανακοίνωσα αμέσως ότι ήθελα να σπουδάσω σε σχολή μουσικής. Πριν από αυτό ήμουν σολίστ σε χορωδία – από την ηλικία των επτά επί σκηνής, θα μπορούσε να πει κάποιος.
– Από πού πήγαζε αυτή η επιθυμία για μουσική; Ήσασταν από μουσική οικογένεια;
– Οι γονείς μου δεν είναι μουσικοί, αλλά ο πατέρας μου τραγουδά ακόμη και τώρα, της μητέρα μου της άρεσε να τραγουδά, οι γιαγιάδες και οι παππούδες ήταν πολύ μουσικόφιλοι. Ο παππούς μου ήταν ιερέας, το όνομά του ήταν πατήρ Βαλεντίνος. Και ο πατέρας του ήταν ιερέας και ήταν αυτός που ζήτησε από τον γιο του – τον παππού μου – να εγκαταλείψει τη μουσική του καριέρα και να χειροτονηθεί. Πριν από τη χειροτονία, ο πατήρ Βαλεντίνος ήταν βιολιστής. Αυτά από τη μεριά του πατέρα μου. Και από τη μεριά της μητέρας μου – ο παππούς Βασίλι αγαπούσε να παίζει μουσική. Και οι δύο γονείς μου είναι μηχανικοί στο επάγγελμα, γι’ αυτό και καταλήξαμε κάποια στιγμή στη Μογγολία.
Σε γενικές γραμμές, στην Τασκένδη πήγα σε σχολή μουσικής, αλλά μου είπαν ότι ήταν πολύ αργά για να γίνω πιανίστας, οπότε μ’ έστειλαν στο βιολοντσέλο – σπούδασα για ενάμιση χρόνο, τόσο στην τάξη για βιολοντσέλο όσο και στην τάξη για πιάνο. Ακόμα και τότε, στο ξεκίνημα ακόμη της μουσικής μου κατάρτισης, κατέστησα σαφές στους γονείς μου ότι μ’ ενδιέφερε τόσο πολύ η μουσική, που, πιθανότατα, θα γινόμουν μουσικός. Η ιδέα ότι θα γινόμουν διευθυντής μουσικού συνόλου μού ήρθε στην ηλικία περίπου των 13 ετών. Στη συνέχεια, χωρίς να το πάρω καν είδηση, μου άρεσε να παίρνω ένα μολύβι στα χέρια μου και να «διευθύνω» τάχατες, για παράδειγμα, την 6η συμφωνία του Τσαϊκόφσκι. Έβαζα τον δίσκο και... «διηύθυνα»...
Η εκπαίδευσή μου ήταν αποκλειστικά κοσμική, οπότε δεν είχα ιδέα ότι υπήρχε τέτοια ειδικότητα – χοράρχης. Έμαθα τι σημαίνει αυτό το επάγγελμα κατ’ ουσίαν πολύ αργότερα, όταν βρέθηκα στο Μετόχι της Τριαδικής Λαύρας του Αγίου Σεργίου, όπου ο σημερινός Μητροπολίτης Λόνγκιν με διόρθωνε στην επαγγελματική μου πορεία (κάτι για το οποίο του είμαι πολύ ευγνώμων!).
– Πώς καταλήξατε στο Μετόχι;
– Βρέθηκα στο Μετόχι κατά έναν εντελώς απροσδόκητο τρόπο. Το 1994 έχασα τη δουλειά που εξασφάλιζε τα προς το ζην στην οικογένειά μου κι έμεινα άνεργος για σχεδόν εννέα μήνες. Είχαμε τότε ήδη δύο παιδιά, οπότε προσπάθησα να βολευτώ κάπου, αλλά δεν δούλεψε. Μια μέρα συνάντησα στο Ωδείο τον Αλεξέι Μουράτοφ, ο οποίος ήταν ψάλτης στη χορωδία του Μετοχίου. Εκείνην την εποχή τη χορωδία διηύθυνε ο ιερομόναχος Θεοδόσιος (Ουσακόφ). Ρώτησα τον Λιόσα: "Μπορείς να με βοηθήσεις να βρώ δουλειά;". Ο Μουράτοφ μίλησε στον π. Θεοδόσιο, ο οποίος και με κάλεσε στη χορωδία.
Προσπάθησα με κάθε δυνατό τρόπο να μιμηθώ την εμπειρία της διεύθυνσης από τον πατέρα Θεοδόσιο, παρ’ όλο που ο ίδιος, ίσως, δεν υποψιαζόταν τίποτε περί αυτού. Με ρώτησε, μάλιστα, σε κάποια στιγμή: "Βολόντια, τι κάνεις εκεί;". Και είχα το χέρι μου πίσω από τη μέση μου. Αυτός διηύθυνε τα στοιχηρά κι εγώ, πίσω από τη μέση μου, επαναλάμβανα τις κινήσεις του. Γενικά, δεν «διαφήμιζα» το γεγονός ότι σπούδαζα.
Στη συνέχεια, ο Βλαντίκα Λόνγκιν με κάλεσε να γίνω διευθυντής της χορωδίας, με αποτέλεσμα να περάσω δύο χρόνια ενεργητικής εξάσκησης στη διεύθυνση χορωδίας – κάθε μέρα, πρωί και βράδυ, ένα πολύ «γεμάτο» πρόγραμμα. Και μπορώ να πω ότι όταν ήρθε η ώρα να γίνω επικεφαλής της επαγγελματικής χορωδίας, στη θέση του πατρός Θεοδοσίου, ήμουν ήδη έτοιμος – από τεχνικής άποψης. Αλλά, φυσικά, άλλο πράγμα η Αδελφότητα και άλλο οι επαγγελματίες. Οι τελευταίοι είναι πάντα πολύ λεπτολόγοι κι επικριτικοί για το τι κάνει ο αρχηγός τους – αυτό συνέβη και μ’ εμένα, στην αρχή συνάντησα μεγάλη δυσπιστία απέναντι στον πρόσωπό μου. Αλλά με τη βοήθεια του Θεού, όλα αυτά καταλάγιασαν σιγά – σιγά.
– Βλάντιμιρ Αλεξάντροβιτς, ξέρω ότι αρχικά σπουδάσατε στο τμήμα σύνθεσης και μόνο μετά περάσατε στο τμήμα διεύθυνσης χορωδίας. Έχετε συνθέσει δικά σας έργα;
– Ναι, φυσικά, έγραψα πολλά. Αλλά, παράλληλα με αυτό, «έτρεχε» και κάτι άλλο. Και κάποια στιγμή, όλες αυτές οι κοσμικές συνθέσεις μού φαινόντουσαν μη ενδιαφέρουσες πλέον. Συνέθεσα ένα έργο για βιολί, βιολοντσέλο, πιάνο και πέντε ανδρικές φωνές, το ονόμασα Εξομολόγηση – αυτό ήταν ουσιαστικά και το τελευταίο μου κοσμικό έργο. Παρ’ όλα αυτά, αυτό το έργο ήταν ήδη στενά συνδεδεμένο με τα θρησκευτικά μου συναισθήματα. Μετά από αυτό άρχισα να συνθέτω εκκλησιαστική μουσική. Δεν μπορώ να πω ότι έχω συνθέσει πολλά έργα σε αυτόν τον τομέα, αλλά κάποια από αυτά έχουν ερμηνευτεί και ηχογραφηθεί σε δίσκο.
– Και πότε εμφανίστηκαν αυτά ακριβώς τα θρησκευτικά συναισθήματα;
– Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Βαπτίστηκα σε ηλικία δύο ετών, αλλά μόνο στην ηλικία των 11 πέρασα το κατώφλι του ναού – στην Τασκένδη. Η μητέρα μου συνειδητοποίησε ότι πρέπει να με «κουβαλάει» μαζί με τον μικρότερο αδερφό μου στην εκκλησία – έτσι κι έγινε. Θυμάμαι ότι δεν μου άρεσε αυτό – μέσα μου μιλούσε ακόμη το πνεύμα της αντίδρασης. Δεν μου άρεσε το γεγονός ότι αυτό γινόταν με το ζόρι.
Αλλά πέρασαν τα χρόνια, η μητέρα μου είχε φύγει από τη ζωή, και συνειδητοποίησα ότι αν δεν ήταν αυτή, δεν ξέρω καν σε ποια θρησκεία θα είχαν προσανατολιστεί τα θρησκευτικά μου συναισθήματα... Ξεκίνησα συνειδητά να πηγαίνω στην εκκλησία μετά τον θάνατο της μητέρας μου. Ακολούθησε μια περίοδος «παγώματος», η οποία συνέπεσε με την περίοδο της στρατιωτικής μου θητείας. Όταν επέστρεψα από τον στρατό, γνωρίστηκα με τη μέλλουσα σύζυγό μου και μαζί ξεκινήσαμε να πορευόμαστε την οδό της Εκκλησίας. Στην αρχή, στην Εκκλησία των Αγίων Πάντων στο Κράσνοε Σέλο, ο πρωτοπρεσβύτερος Αρτέμι Βλαντίμιροφ έγινε ο εξομολογητής μας και αυτός και μας πάντρεψε. Και όταν ήρθα στο Μετόχι, έγινα χοράρχης και ανέπτυξα μια βαθιά εσωτερική σχέση με τον Βλαντίκα Λόνγκιν, ο οποίος ασχολιόταν με την πνευματική μου παιδεία, καθώς και με τον Εκκλησιασμό μου.
– Είναι η προσευχή σαν μουσική, τι πιστεύετε;
– Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχουν άμεσες αναλογίες μεταξύ μουσικής και προσευχής και δεν μπορεί να υπάρξουν. Φυσικά, και οι δύο μπορούν να επηρεάσουν βαθιά την καρδιά μας. Το πόσο αλληλένδετες είναι, για παράδειγμα, σε πράματα όπως η εκτέλεση της εκκλησιαστικής μουσικής, αυτό είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό.
Πριν καν να έχω την εμπειρία της προσευχής, όταν ακόμη η μητέρα μου με τράβαγε στην εκκλησία με το ζόρι, συνέθετα ήδη μουσική. Αυτήν τη δραστηριότητά μου την αντιμετώπιζα ως εσωτερική έκφραση πολύ βαθιών συναισθημάτων μου. Επιπλέον, αυτά τα συναισθήματα δεν ήταν καθόλου, όπως θα λέγαμε τώρα, στραμμένα προς τον Θεό. Ήθελα απλώς να συνθέσω κάτι που οι άλλοι θα ήθελαν, κάτι που θα προκαλούσε συναισθήματα παρόμοια με τα δικά μου στους άλλους.
Βλέπετε, η μουσική ανήκει στη σφαίρα της ψυχής. Ήταν εποχή που μού άρεσε πολύ η διδασκαλία του Βλαντίκα Λόνγκιν. Κάποτε είπε ότι δεν καταλάβαινε πραγματικά τη φράση «πνευματική μουσική», επειδή η σφαίρα του πνεύματος είναι κάτι άλλο, κάτι που δεν σχετίζεται με τη μουσική. Θα άρμοζε πιο πολύ να χρησιμοποιήσουμε τον όρο «ψυχική» για την εκκλησιαστική μουσική. Το σκέφτηκα πολύ αργότερα και μάλιστα προσπάθησα με κάποιον τρόπο ν’ αναπτύξω αυτήν την ιδέα, στη διάρκεια κάποιας τηλεοπτικής συνέντευξης. Οι συνάδελφοί μου δεν με κατάλαβαν τότε – δεν είχαμε και αρκετό χρόνο στη διάθεσή μας για εξηγήσεις, καθ’ ότι ήμασταν στον αέρα. Θα εξηγήσω τώρα ποια είναι η ερμηνεία μου της σκέψης του Δασκάλου.
Ναι, χωρίς αμφιβολία, η μουσική ανήκει στην ψυχική σφαίρα. Αλλά μόνο στην ψυχή μας υπάρχουν συναισθήματα, τόσο χαμηλά όσο και υψηλά. Κι εκεί όπου τα υψηλά συναισθήματά μας ρέουν ομαλά στον πνευματικό μας κόσμο, ωθώντας μας να επικοινωνήσουμε με τον Θεό, αυτό είναι και το σημείο αλληλεπίδρασης μεταξύ της μουσικής και της προσευχής μας προς τον Κύριο. Τέτοια... αλληλοδιείσδυση λαμβάνει χώρα.
– Βλάντιμιρ Αλεξάντροβιτς, έργα του Μπαχ, όπως, για παράδειγμα, τα "Κατά Ματθαίον Πάθη", "Κατά Ιωάννη Πάθη", σας επηρέασαν με κάποιον τρόπο;
– Φυσικά και μ’ επηρέασαν, αλλά όχι σε θρησκευτικό επίπεδο! Μου άρεσε πολύ η μουσική του Μπαχ, αλλά ως τέχνη. Το κυριότερο: Ακούγοντας τα Πάθη, σκεφτόμουν όχι τόσο την προσευχή, αλλά πιο πολύ την ομορφιά της μουσικής... Αγαπώ ακόμα τη μουσική του Μπαχ και τον αποκαλώ, ακολουθώντας άλλους μουσικολόγους, πατέρα της Μουσικής.
– Ποιοι άλλοι συνθέτες επηρέασαν την εξέλιξή σας ως μουσικού;
– Θα ξεκινήσω λίγο από μακριά. Όταν, εν όσο ακόμα φοιτούσα στο ωδείο, ήρθα στο Μετόχι, απλά σοκαρίστηκα (με την καλή έννοια της λέξης!). Μια τέτοια απλή μουσική να ψάλλεται εδώ – σε καθημερινή βάση. Είχα ήδη σημαντικές γνώσεις στον τομέα της μουσικολογίας, είχα τις δικές μου συμπάθειες. Μου άρεσε πολύ η ολλανδική πολυφωνική Σχολή, με τους σπουδαίους συνθέτες αντιπροσώπους της, όπως τους Giovanni Palestrina, Orlando Lasso... Στο Μετόχι κατάλαβα ξαφνικά ότι η απλότητα των καθημερινών μελωδιών είναι αυτάρκης, δεν χρειάζεται να τους προσθέσεις τίποτε. Θυμάστε τα λόγια του οσίου Αμβρόσιου της Όπτινα: "Εκεί που είναι απλό, εκεί και υπάρχουν περίπου εκατό άγγελοι";
Οι επαγγελματίες μουσικοί δεν θεωρούν πάντα ενδιαφέρον να εκτελούν το Οbikhod (ΣτΜ: Συλλογή λειτουργικών ρωσο – ορθόδοξων πολυφωνικών μελών, η οποία περιλαμβάνει λειτουργικά κείμενα και ψαλμούς). Μου φάνηκε ότι θα έπρεπε στα σίγουρα ν’ ασχοληθώ με την εκμάθηση του Οbikhod, γιατί ένιωθα ότι σε αυτό «πνιγόμουν». Τώρα μπορώ να πω ότι μου αρέσει ένας συνθέτης μόνο όταν γράφει απλή μουσική – έστω και αν η μουσική πλοκή μπορεί να είναι δύσβατη. Ας πάρουμε για παράδειγμα το, κατά τη γνώμη μου, πλέον πολύπλοκο, αλλά υπέροχο πνευματικό έργο του Σεργκέι Ραχμάνινοφ, την "Ολονυχτία"... Η μουσική γλώσσα είναι εξόχως πολύπλοκη – σε μερικά σημεία έχουμε να κάνουμε με τέσσερα ή πέντε επίπεδα χορωδιακών τμημάτων, αλλά, παρ’ όλα αυτά, η απλότητα είναι επίσης παρούσα, καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Ο συνθέτης καταφεύγει στη χρήση του znamen[1] (Οbikhod!) για να καταστήσει «συμπαγή» την απλότητα αυτήν. Σε γενικές γραμμές, το να λέμε ότι ο Ραχμάνινοφ συνέθεσε την "Ολονυχτία" είναι μια κάπως εσφαλμένη αντίληψη: Σωστότερο θα ήταν να λέγαμε ότι ενορχήστρωσε, έδωσε ένα αρμονικό χρώμα στην ψαλτική του znamen κι εφάρμοσε τέλεια τη γνώση του στον τομέα της πολυφωνίας. Να θυμήσω ότι ο Μιχαήλ Ιβάνοβιτς Γκλίνκα έλεγε ότι η μουσική δημιουργείται από τους λαούς κι εμείς, οι συνθέτες, απλά την ενορχηστρώνουμε.
Φυσικά, μου αρέσει ο Τσαϊκόφσκι. Φυσικά, το εκκλησιαστικό του έργο είναι λιγότερο πλούσιο από το κοσμικό – συμφωνικό και φωνητικό του έργο. Πάντα αγαπούσα και σεβόμουν τους Ρίμσκι – Κόρσακοφ, Μουσόργκσκι, Γκλίνκα. Όσον αφορά στους κλασικούς της Δύσης, πολλά είναι τα ονόματα που θ’ ανέφερα – μπορείτε να προσθέσετε κι εσείς τα δικά σας: Μπετόβεν, Μότσαρτ, Χάιντεν, Σούμαν, Σούμπερτ, Βάγκνερ...
– Από τη λίστα των συνθετών που αναφέρατε απουσιάζουν συνθέτες του 20ου αιώνα...
– Όσο πιο πολύ ωριμάζω, τόσο περισσότερο αντιλαμβάνομαι ότι ο συνδυασμός απλότητας της σκέψης και τεχνικού περιεχομένου είναι σημαντικός στη μουσική – μόνο τότε θα εμφανιστεί στη μουσική η τρομερή δυνατότητα να «πετάξει» από την καρδιά του συνθέτη στην καρδιά του ακροατή. Στη μουσική των συνθετών του 20ού αιώνα, αυτή η απλότητα χάνεται, στις πιο πολλές περιπτώσεις.
Είναι αλήθεια ότι κάποτε μου άρεσε πολύ η μουσική των Σοστακόβιτς και Σνίτκε – τους άκουγα πολύ συχνά. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, κάτι άλλαξε μέσα μου και τώρα τα θεωρώ όλα αυτά ευφυή και περίπλοκα, αλλά θεωρώ επίσης ότι μπορούν να οδηγήσουν κάποιον μακριά από τον Θεό. Το λέω αυτό με όλο τον σεβασμό μου απέναντι σε αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους.
Είναι αλήθεια, επίσης, ότι και ο ίδιος έγραψα μουσική στο ίδιο υπερβολικά περίπλοκο στυλ. Ο καθηγητής Λέντενεφ μου είπε ότι θεωρούσε πολύ ευφυή τη μουσική μου. Σε κάποια στιγμή ερμηνεύτηκε, υπό τη διεύθυνσή μου, μια από τις συνθέσεις μου – ένα τρίο για φλάουτο, κλαρινέτο και όμποε. Ακολούθως, πήγα στο Μετόχι κι έδωσα την ηχογράφηση στον Βλαντίκα Λονγκίν. Η ετυμηγορία του ήταν: "Λοιπόν, θα ταίριαζε για multiki" (ΣτΜ: Σοβιετικά κινούμενα σχέδια, η πλειοψηφία των οποίων, κατά τη γνώμη πολλών, μεταξύ αυτών και του μεταφραστή, είναι εξαιρετικά σε περιεχόμενο και αισθητική). Φυσικά, στην αρχή ένιωσα πολύ προσβεβλημένος: Ουάου! Το κοίταζα και το ξανακοίταζα για μέρες και νύχτες... Mετά από λίγο καιρό κατάλαβα ότι ο Βλαντίκα είχε δίκιο: Από τη μία, το έργο μου έδινε την εντύπωση ότι έχει γραφτεί από έναν "ενήλικα", ο οποίος κατέχει τη μουσική γλώσσα, και από την άλλη έδινε την εντύπωση ότι έχει γραφτεί από ένα παιδί, που δεν καταλαβαίνει και πολλά πράματα...
Ο Αράμ Ιλίτς Χατσατουριάν ρώταγε τους μαθητές του: "Κλαίτε όταν γράφετε μουσική;". Μπορώ να πω με σιγουριά για τη δική μουσική μου ότι δεν έκλαιγα. Αυτήν την απάντηση έδωσαν και οι μαθητές του Χατσατουριάν: "Όχι". – "Γιατί, λοιπόν, γράφετε μουσική;" – λαμπρά λόγια ενός ιδιοφυούς συνθέτη και παιδαγωγού.
– H σύγχρονη ακαδημαϊκή μουσική ακούγεται πραγματικά πολύ «κρύα»...
– Θα ήθελα εδώ να προσθέσω: Η σύγχρονη μουσική είναι πολύ καταθλιπτική. Τραβάει κάποιον από την ψυχή του και τον οδηγεί σε κατάσταση κατάθλιψης. Θυμάμαι, όταν ο Μστισλάβ Ροστροπόβιτς, που μόλις είχε επιστρέψει από την Αμερική στη Ρωσία, αναλάμβανε να διευθύνει την 6η Συμφωνία του Σνίτκε. Πήγα στη γενική πρόβα πριν από την πρεμιέρα. Ξέρετε, έπεσα σε ακραία κατάθλιψη. Γεμάτη η αίθουσα, το κοινό χειροκροτούσε κι εγώ να σκέφτομαι: «Γιατί; Προς τι όλες αυτές οι περιττές συγκινήσεις;» Το κοινό χαρακτηριστικό των κλασικών είναι ότι σε τραβάνε μακριά από την απελπισία, απαλύνουν τα συναισθήματα, ενώ αυτό πολλών (τονίζω τη λέξη "πολλών"!) συνθετών του 20ου αιώνα είναι ότι σε οδηγούν μακριά από το φως, σε σκοτεινά μέρη, στη θλίψη. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο στη μουσική – αλλά και στις εικαστικές τέχνες και στη λογοτεχνία. Και αυτή η τάση δυναμώνει όλο και πιο πολύ σε όλες τις μορφές τέχνης, στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Αυτό σχετίζεται, μου φαίνεται, άμεσα με τη σταδιακή ερήμωση της ψυχής.
– Διαφαίνεται μια τάση διάδοσης, αν μπορώ να το πω έτσι, της εκκλησιαστικής μουσικής. Οι εκκλησιαστικές χορωδίες φεύγουν από τις εκκλησίες και ψάλλουν συχνά σε κοσμικές αίθουσες,
– Κάποιος που περπατάει στον δρόμο και βλέπει μια εκκλησία, μια όμορφη εκκλησία μάλιστα, και η συνείδησή του δεν έχει ακόμη συντριβεί, τότε σίγουρα θα θέλει να μπει μέσα. Το ίδιο κι εδώ – κάποιος έρχεται σε μια αίθουσα συναυλιών, ακούει, βλέπει την ομορφιά – απ’ ό,τι φαίνεται, βλέπουμε με τ’ αυτιά μας! – και τότε θα έχει την επιθυμία να περάσει το κατώφλι της εκκλησίας, για να καταλάβει από πού πηγάζει όλη αυτή η ομορφιά.
– Μερικοί ειδικοί θεωρούν ότι δεν μπορεί να ερμηνευτεί εκκλησιαστική μουσική επί σκηνής...
– Και γιατί όχι; Εντάξει, οι άνθρωποι κάθονται στη συναυλία, αλλά ακόμη κι έτσι, αν κάποιος κάθεται και σκέφτεται περί Θεού πού είναι το πρόβλημα; Ναι μεν ακούς ένα χερουβικό χωρίς να τελείται κάποιο Μυστήριο, αλλά παρ’ όλα αυτά εξακολουθούμε να πλησιάζουμε τον Θεό μέσω της ομορφιάς της μουσικής και μέσω μιας πολύ βαθιάς διείσδυσης στο λεκτικό περιεχόμενο της προσευχής. Παρεμπιπτόντως, ο Βλαντίκα Λόνγκιν έδινε την ευλογία του να ερμηνεύονται εκκλησιαστικά άσματα στη διάρκεια συναυλιών.
– Σε γενικές γραμμές, μπορεί κάποιος να ψάλλει στη χορωδία της εκκλησίας ή όχι;
– Αυτή είναι μια από τις ερωτήσεις που μου τίθενται συχνά. Κάποιος που θέλει να μάθει κάτι, μπορεί να λάβει μέρος σε οποιοδήποτε εγχείρημα. Εάν κάποιος έρχεται για να διδάξει άλλους, τότε δεν θα έχει θέση πουθενά. Πολλοί ήταν οι κοσμικοί μουσικοί που μπήκαν σε εκκλησιαστική χορωδία, μη γνωρίζοντας τη βασική αρχή του Ευαγγελίου ότι κάποιος πρέπει να είναι μαθητής καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ακόμη και αν κάποιος διδάσκει ήδη, θα πρέπει να συνεχίζει να αισθάνεται σαν μαθητής, γιατί κανείς δεν μπορεί να ξέρει τα πάντα.
Όταν κάποιος έρχεται στη χορωδία ανδρών του Μετοχίου, εκτός από ερωτήσεις σχετικά με την εκπαίδευση (που στην πραγματικότητα δεν είναι το κυριότερο πράγμα!), τον ρωτάω αν θέλει να «γευθεί» την παράδοση της Ψαλτικής που έχουμε. Το «ναι» είναι «ναι» και το «όχι» είναι «όχι». Δεν υπάρχει ο παραμικρός εξαναγκασμός για να ψάλλει κάποιος. Ξεκινούν οι πρόβες – παρακολουθώ πώς λειτουργεί το άτομο. Τονίζω για άλλη μια φορά: Ένας ψάλτης μπορεί να είναι πολύ απλά ένας κοσμικός άνθρωπος και μπορεί να μην έχει καν εμπειρία της εκκλησιαστικής ζωής... Γενικά, κοιτάζω προσεκτικά, παρατηρώ αν υπάρχει ενδιαφέρον ή όχι. Σταδιακά, ο ψάλτης μπορεί να ενδιαφερθεί τόσο πολύ γι’ αυτό που ψάλλει, που να πάει σε εξομολόγηση και να μεταλάβει και τη Θεία Κοινωνία. Μπορεί και να μην πάει, αλλά θα δώσει ολόκληρη την ψυχή του για να κάνει αυτό που του ζητώ να κάνει. Κατά τη γνώμη μου, αυτή ακριβώς είναι η σωστή προσέγγιση. Ακόμα και αν ένα άτομο δεν έχει καταλάβει την ανάγκη για μετάνοια, παρ’ όλα αυτά, μέσω του τιτάνιου έργου που θα έχει καταβάλλει, θα πλησιάσει τον Θεό. Επιπλέον, οι άνθρωποι που εργάζονται μαζί μου αντιμετωπίζουν τεράστιες δυσκολίες, καθ’ ότι πρέπει να με ανεχτούν. Υπάρχει και η εξής ρήση μεταξύ των Αδελφών: Όποιος έχει εργαστεί στη χορωδία του Γκόρμπικ, μπορεί να εισέλθει στη Βασιλεία του Θεού χωρίς να υποφέρει. Κι εγώ λέω στους ψάλτες: "Μη δίνετε σημασία στις φήμες – συνεχίστε να εργάζεστε για τον εαυτό σας και γι’ αυτό που κάνουμε μαζί".
Σε γενικές γραμμές, το κυριότερο είναι ότι κάποιος είναι ανοιχτός στην πρόσληψη νέων πληροφοριών. Αυτός είναι ο ψάλτης που κάνει για μένα.
– Βλάντιμιρ Αλεξάντροβιτς, είστε τύραννος;
– Χμμ, πώς να το πούμε... Όποιος μαέστρος θέλει να επιτύχει ποιότητα, φυσικά, θα «πιέσει» τους μουσικούς του. Και αυτός ο μαέστρος μπορεί, ή και όχι, να γίνει τύραννος στην πορεία. Πρόσφατα διάβασα απόσπασμα από τη βιογραφία του συνθέτη Μάλερ, στο οποίο αναφερόταν ότι θεωρείτο πραγματικός τύραννος ως μαέστρος...
Όλα αυτά είναι πολύ λεπτά πράγματα – ποιος μπορεί ν’ αποφανθεί ότι κάποιος είναι τύραννος και πότε. Γι’ αυτό λέω στον ψάλτη: «Κάν’ το», αλλά αυτός δεν το κάνει. Την πέμπτη φορά του λέω: «Κάνε το» – και πάλι δεν το κάνει. Την τριακοστή πρώτη φορά του λέω: «Κάν’ το» – και πάλι δεν κάνει τίποτε αυτός. Ε, μετά από αυτό, υψώνω τη φωνή μου και γίνομαι τύραννος στα μάτια του ψάλτη. Όλα αυτά είναι πολύ υποκειμενικά, επειδή υπάρχουν άνθρωποι στη χορωδία που πιστεύουν ότι είμαι τύραννος, αλλά υπάρχουν και μουσικοί που με θεωρούν πολύ επιεική απέναντι σε ανθρώπους που, κατά τη γνώμη τους, ψάλλουν άσχημα.
Προτιμώ να επιλέξω κάποια μέση θέση μεταξύ των απόψεων των άλλων, γιατί είναι σαφές ότι δεν μπορούν όλοι να σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο. Είπες κάτι το αγενές στη χορωδία – ζητάς συγγνώμη, δεν είναι και τόσο δύσκολο. Ίσως νιώσεις κάποια στιγμή ότι το παράκανες με την ευγένεια απέναντι στη χορωδία και τους κοιτάς θυμωμένα, κάνοντάς τους παρατήρηση, για το γεγονός ότι έπαψαν από καιρό να επιδεικνύoυν ειλικρίνεια σε αυτό που κάνoυν... Φυσικά, όταν αρχίσεις να επιπλήττεις ανθρώπους, εύκολα φτάνει η κουβέντα στα περί τυραννίας...
Όταν μπήκα στην επαγγελματική χορωδία του Μετοχίου, βάλθηκα ν’ ασκώ πίεση σε όλους τους ψάλτες, σαν να είχα ένα σπαθί στα χέρια μου κι έκοβα δεξιά κι αριστερά: Μου φαίνονταν τότε ότι όλοι έκαναν κάτι λάθος. Φυσικά, όλα αυτά οδήγησαν σε εχθρότητα απέναντί μου και δικαίως θεωρήθηκα τύραννος. Βέβαια, τώρα, μετά από πολλά χρόνια, είμαι πλέον σίγουρος ότι όλα θα μπορούσαν να είχαν οργανωθεί πολύ πιο ήπια. Mόνο η εμπειρία στα μαθαίνει αυτά τα πράματα... Ακόμη και ο Βλαντίκα Λόνγκιν, παρατηρώντας πώς ενεργώ, με προειδοποίησε: "Ξέρω από τον εαυτό μου ότι η δύναμη μπορεί να κάνει κάποιον τύραννο. Σ’ εσένα έχει δοθεί σχεδόν απεριόριστη δύναμη –επομένως... ενέργησε πιο ήπια!".
Πρόσφατα, επισκέφτηκα τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Πενσιλβάνια, όπου έδωσα μια master class με την ανδρική χορωδία τριών Σεμιναρίων – της Αγίας Τριάδας του Τζόρντανβιλ, του Αγίου Τύχωνος και του Αγίου Βλαδίμηρου. Στις πρόβες χαμογελούσα, αστειευόμουν, μίλαγα περί μουσικής. Όταν ήρθε η τώρα της συναυλίας, χρειάστηκε να «ταρακουνήσω» τους σπουδαστές των Σεμιναρίων, καθ’ ότι δεν αντιλαμβάνονταν τη σοβαρότητα της κατάστασης. Είναι αλήθεια ότι τους «ταρακούνησα» πολύ. Αργότερα, ο χοράρχης της χορωδίας του Αγίου Τύχωνος, ο Μπένεντικτ Σίεν, με πλησίασε και μου είπε: «Πρέπει να πούμε μια λέξη αγάπης στους ανθρώπους, επειδή βρίσκονται σε προφανή ένταση». Πέρασα περίπου 20 λεπτά να λέω λόγια αγάπης λίγο πριν από τη συναυλία και στη συνέχεια ο Επίσκοπος Μιχαήλ (Ντάχουλιτς) της Νέας Υόρκης, ο οποίος ήταν κάποτε ο πρύτανης του σεμιναρίου του Αγίου Τύχωνα, απευθυνόμενος στον Σίεν, είπε: «Τώρα, μετά τον Γκόρμπικ, όλα τα αρνητικά μας σχόλια στη χορωδία θα θεωρούνται "χάδια". Όταν φύγει ο Γκόρμπικ, οι ψάλτες θα εκτιμήσουν επιτέλους τη καλοσύνη μας».
– Δεν προσβάλλεστε, όταν σας θεωρούν τόσο οξύθυμο ;
– Είναι πολύ εύκολο ως μουσικός της εκκλησίας να παίζεις τον καλό, αυτόν που αγαπά όλους τους ψάλτες. Η πλάνη μπορεί να οδηγήσει σε κάτι τέτοιο...
Ρώτησα κάποτε τον Βλαντίκα Λόνγκιν: "Βλαντίκα, γιατί δεν χαμογελάτε ποτέ, όταν φεύγετε από το ιερό;". Στο οποίο μου απάντησε: "Βολόντια, πάνω απ’ όλα στη ζωή μου, δεν μου αρέσει να παίζω θέατρο". Μου αρέσει πολύ αυτή η στάση. Γιατί δηλαδή πρέπει, για παράδειγμα, σώνει και καλά, να παραμένω, ας πούμε, σιωπηλός, και να μη δίνω προσοχή στο γεγονός ότι κάποιος μπορεί να ήταν φάλτσος, όταν είναι ιερό μου καθήκον να του το επισημάνω; Βέβαια, άλλο θέμα είναι το ποιες λέξεις θα χρησιμοποιήσω για να το πω αυτό. Κάποια άλλη στιγμή ρώτησα τον Βλαντίκα: "Βλαντίκα, πώς μπορώ να διατυπώσω τα όποια σχόλιά μου;", για να πάρω την ακόλουθη συμβουλή: "Πριν κάνεις μια παρατήρηση, διάβασε την προσευχή του Ιησού τρεις φορές – κοίτα λίγο μέσα στον εαυτό σου, βάλε σε τάξη τα συναισθήματά σου". Αυτή η συμβουλή βοηθά πολύ. Τώρα, πλέον, όταν θέλω ν’ απευθυνθώ σε κάποιον μουσικό με μια παρατήρηση, σκέφτομαι αρχικά για πολύ, πράματα όπως, είναι καλό να το κάνω τώρα, θα τον τραυματίσω μήπως...
Δύσκολη η ερώτηση που μου θέσατε. Οι διευθυντές που έχουν μείνει στην Ιστορία ήταν, ως επί το πλείστον, τύραννοι. Πάρτε για παράδειγμα τον ίδιο τον Χέρμπερτ Φον Κάραγιαν, τον οποίο αγαπώ και σέβομαι πάρα πολύ...
– Όταν μιλάς με άτομα που συνδέονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με την εκκλησιαστική μουσική, το όνομα του Αρχιμανδρίτη Ματφέι (Μόρμιλ) ακούγεται ξανά και ξανά. Έχετε έρθει ποτέ σ’ επαφή μαζί του;
– Θεωρώ τον Αρχιμανδρίτη Ματφέι δάσκαλό μου. Είναι αλήθεια ότι δεν παρακολούθησα τις διαλέξεις του, αλλά από τη στιγμή που ο Βλαντίκα Λονγκίν με παρουσίασε σε αυτόν, με βοήθησε πάρα πολύ. Του τηλεφωνούσα τακτικά, μερικές φορές συναντιόμασταν τυχαία στο Μετόχι. Ο πατήρ Ματφέι μπορούσε, μερικές φορές, να μιλήσει μαζί μου για μια ολόκληρη ώρα – κάτι που για μοναχό θεωρείται πολύ! – και να μου εξηγήσει πώς πρέπει να ψάλλω αυτό ή το άλλο άσμα, ποια φωνητική και χορωδιακή τεχνική θα πρέπει να χρησιμοποιήσω και σε ποιο σημείο... Καθ’ ότι είχα ήδη χορωδιακή εκπαίδευση, μ’ ενδιέφερε οτιδήποτε σχετιζόταν ειδικά με την εκκλησιαστική ερμηνεία και ο πατήρ Ματφέι μου εξηγούσε τα πάντα με την παραμικρή λεπτομέρεια... Μου προσέφερε πολλά – από την άποψη της εκκλησίας, αλλά, φυσικά, με βοήθησε και το πέρασμά μου από το Ωδείο. Ο συνδυασμός αυτών των δύο έδωσε ένα πολύ ενδιαφέρον αποτέλεσμα...
Πάντα λέω στους επαγγελματίες μουσικούς μου: «Όσο και να προσπαθήσουμε να ψάλλουμε καλά και με προσευχή, δεν θα πετύχουμε ποτέ αυτό που πέτυχε ο πατήρ Ματφέι». Το λέω βέβαια σκόπιμα – οι επαγγελματίες δεν τα παρατάνε, αντίθετα έχουν τη θέληση να ξεπεράσουν πολλές δυσκολίες. Πολύ ενδιαφέρον μονοπάτι...
Πριν από περίπου 10 χρόνια, καταλήξαμε με τον νέο ηγούμενο του Μετοχίου σ’ ένα συμπέρασμα για εμάς: Ότι δεν θα τραγουδούσαμε κοσμική μουσική – έτσι ώστε να μη σπαταλήσουμε τη δημιουργική μας ικανότητα σε κάτι άλλο – και αντ’ αυτού θα εστιάζαμε συνειδητά τις προσπάθειές μας στην εκκλησιαστική μουσική. Και ξέρετε, τα τελευταία χρόνια έχω καταλάβει ξεκάθαρα ότι ο χώρος της εκκλησίας είναι ένα ολόκληρο και ατελείωτο σύμπαν. Τα παλιά μου ενδιαφέροντα ηχούν τώρα σαν «νηπιαγωγείο». Παρ’ όλο που λατρεύω πραγματικά τα ρωσικά λαϊκά τραγούδια – και μου αρέσει να τ’ ακούω από καλά μουσικά σύνολα. Ωστόσο, δεν μπορώ να τα βάλω δίπλα – δίπλα με την εκκλησιαστική μουσική.
– Και τώρα ποιον συμβουλεύεστε επαγγελματικά;
– Πάντα δείχνω όλες τις ηχογραφήσεις μας στον Βλαντίκα Λόνγκιν και περιμένω όχι μόνο επαίνους, αλλά, αντίθετα, και κριτική. Δόξα τω Θεώ που υπάρχουν αρκετοί κριτικοί κι εκτιμητές στο ίδιο το Μετόχι, οπότε υπάρχει πάντα κάποια τρίτη γνώμη για την ερμηνεία μας.
Ακούω προσεκτικά την γνώμη του πρώην πρύτανη του Ωδείου της Μόσχας, καθηγητή Μπόρις Ιβάνοβιτς Κουλικόφ – μπορεί να μου πει ό,τι σκέφτεται. Το ίδιο συμβαίνει και με τον σημερινό κοσμήτορα του τμήματος Διεύθυνσης του Ωδείου της Μόσχας, Στανισλάβ Σεμιόνοβιτς Καλίνιν. Πιστεύω ότι όταν κάποιος σας λέει κάτι δυσάρεστο για τη δραστηριότητά σας, αυτό μπορεί να λειτουργήσει ως κίνητρο για περαιτέρω πρόοδο. Στον επιχειρηματικό κόσμο πληρώνουν πολλά χρήματα, για να λάβουν τέτοια κριτική. Γιατί, δηλαδή, εμείς οι Χριστιανοί πρέπει, σώνει και καλά, ν’ αντιδρούμε έντονα στην κριτική; Φυσικά, είναι δύσκολο ν’ αποκλείσουμε μια καθαρά ανθρώπινη αντίδραση, αλλά, από την άλλη, είναι ανόητο ν’ ακολουθήσουμε τον δρόμο της δυσαρέσκειας και της σύγκρουσης. Για παράδειγμα, στον πατέρα Διονύσιο (ο σημερινός ηγούμενος του Μετοχίου, Αρχιμανδρίτης Διονύσιος (Κόλνσνικ) – από τον συντάκτη) δεν του αρέσει κάτι που άρεσε σ’ εμένα. Αλλά δεν θα οχυρωθώ πίσω από τη θέση μου, γιατί αυτό μπορεί να οδηγήσει σε παρεξήγηση. Πηγαίνω στα όρια αυτού που μπορώ να φτάσω χωρίς να εγκαταλείψω τις μουσικές μου αρχές και απλά περιμένω. Και είμαι σίγουρος ότι ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και στην άλλη πλευρά,. Μόνο με αυτόν τον τρόπο επιλύονται όλες οι συγκρούσεις και όλες οι παρεξηγήσεις.
Παρεμπιπτόντως, απευθύνω συχνά στους ψάλτες την ερώτηση: "Σας αρέσει το ρεπερτόριο, η ερμηνεία, ή όχι;" και λαχταρώ μια ειλικρινή απάντηση. Προσπαθώ να κρατάω πάντα τις πόρτες της ψυχής μου ανοιχτές.
– Έχετε εννέα παιδιά. Ακολουθεί κάποιο από αυτά τα βήματά σας, ασχολείται με τη μουσική;
– Όλα ασχολούνται με τη μουσική, αλλά κανένα δεν έχει ακολουθήσει ακόμα τα βήματά μου. Ο μεγαλύτερός μου γιος, που είναι 19 ετών, έχει υπηρετήσει στον στρατό, ετοιμάζεται να γίνει προγραμματιστής. Η μεγαλύτερη μου κόρη, Τατιάνα, θέλει να γίνει δασκάλα. Όλοι τους, όμως, παίζουν μουσικά όργανα και τραγουδούν. Μπορώ να πω ότι η μουσική ακούγεται πάντα στο σπίτι μας.
Κανένα από τα παιδιά μου δεν θέλει να γίνει διευθυντής μουσικού συνόλου ακόμα – πιθανότατα ν’ αλλάξουν τα πράγματα με τα χρόνια.
* * *
Ο Βλαντιμίρ Γκόρμπικ γεννήθηκε το 1970 στη Μόσχα. Αποφοίτησε από τη σχολή μουσικής στο Γεκατερινμπούργκ, από τη μουσική σχολή στο Κρατικό Ωδείο της Μόσχας, τη Σχολή Διεύθυνσης χορωδίας/ορχήστρας του Κρατικού Ωδείου της Μόσχας. Το 1995 ήταν μέλος της ανδρικής χορωδίας του Μετοχίου στη Μόσχα της Τριαδικής Λαύρας του Αγίου Σεργίου, υπό τη διεύθυνση του Ιερομόναχου Φεοντόσι (Οσάκοφ). Το 1996 έγινε διευθυντής της χορωδίας της Αδελφότητας του Μετοχίου, το 1998 διευθυντής της ανδρικής χορωδίας. Από το 2001 έως το 2004, συνεχίζοντας τη διευθυντική του δραστηριότητα στο Μετόχι, ήταν ταυτόχρονα και καλλιτεχνικός διευθυντής και διευθυντής της στρατιωτικής ανδρικής χορωδίας των Μηχανικών Στρατού «Άγιος Δανιήλ της Μόσχας», στη Μονή της Παναγίας της Οδηγήτριας του Σμολένσκ. Το 2012 έγινε διδάσκαλος της διεύθυνσης μουσικών συνόλων στο Κρατικό Ωδείο της Μόσχας.
Στη δισκογραφική δουλειά του Βλάντιμιρ Γκόρμπικ υπάρχουν περισσότερες από 15 ηχογραφήσεις, οι οποίες έχουν κυκλοφορήσει όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και στη Γερμανία και στις ΗΠΑ. Δίνει αδιαλείπτως master classes, τόσο στο εξωτερικό όσο και στη Ρωσία.
[1] ΣτΜ: Το Ζνάμεν είναι η Παλαιο – ρωσική ψαλμωδία. Αποτελεί εξέλιξη της Βυζαντινής Μουσικής και δημιουργήθηκε στο Ρως του Κιέβου. Οι νότες, τα «ζναμιόν», μοιάζουν με άγκιστρα και χρησιμοποιείται κι εδώ η Οκτώηχος.