Αυτήν τη χρονιά, αρκετοί ήταν οι κατοικούντες την Τριαδική Λαύρα του Αγίου Σεργίου, οι οποίοι αποδήμησαν εις Κύριον. Ανάμεσά τους υπέροχοι εξομολογητές, όπως ο Αρχιμανδρίτης Λαυρέντιι (Πόστνικοφ), ο Αρχιμανδρίτης Νίκων (Ντέεβ) , ο Αρχιμανδρίτης Ιλιάν (Πλεμενιούκ)... Ζητήσαμε από τον Μητροπολίτη Σαράτοφ και τον Βόλσκι Λόνγκιν, ο οποίος ηγήθηκε του Μετοχίου της Τριαδικής Λαύρας του Αγίου Σεργίου από το 1992 έως το 2003, να μιλήσει για τους αποθανόντες και για τα πνευματικά μαθήματα από τη δύσκολη κατάσταση των τελευταίων μηνών.
Αρχιμανδρίτης Νικόδημος (Ντέεβ)
– Αναφέρατε τον πρόσφατα αποθανόντα πατέρα Νικόδημο, στο Σχήμα – Νίκων (Ντέεβ). Μιλήστε μας γι’ αυτόν.
– Ο πατήρ Νικόδημος ήταν πολύ ταπεινός. Έζησε όλη του τη ζωή στη Λαύρα. Δεν ξέρω καν πόσες δεκαετίες έκανε την υπακοή του ιεροκήρυκα και εξομολογητή στην Εκκλησία του Βαπτιστή. Ένας τυπικός μοναχός της Λαύρας, ο οποίος επικοινωνούσε με τον λαό όλη του τη ζωή, εξομολογούσε, κήρυττε, απαντούσε σ’ ερωτήσεις κι έκανε ό,τι είπε ο Κύριος διά στόματος του προφήτη Ησαΐα: «Παρακαλεῖτε παρακαλεῖτε τὸν λαόν μου, λέγει ὁ Θεός.» (Ησαΐας 40,1). Ο πατήρ Νίκων ήταν πράος, ταπεινός, αγαθός – ως τέτοιος έχει μείνει στη μνήμη μου.
– Φέτος, εκτός από τον Μεγαλόσχημο Αρχιμανδρίτη Νίκωνα, πέθαναν πολλοί από τους παλιούς της Λαύρας: Οι πατέρες Λαυρέντιι, Ιλιάν, Ραφαήλ, Τίχων... Επικοινωνούσατε, ίσως, με κάποιους από αυτούς;
– Ήταν όλοι τους μοναχοί, για να το πούμε, ατρόμητοι και άψογοι.
Ήξερα καλά τον πατέρα Σπυρίδωνα, κατά Σχήμα – Μεγαλόσχημο Αρχιμανδρίτη Ραφαήλ. Ήρθαμε σχεδόν την ίδια στιγμή – εντάχθηκε στη μοναστική Αδελφότητα ένα ή δύο χρόνια νωρίτερα από εμένα. Όλο αυτό το διάστημα συζητούσαμε. Ο πατήρ Σπυρίδων ήταν ο οικονόμος της Λαύρας, έκανε και άλλες υπακοές. Από τότε που μεταφέρθηκε στη Μονή Ντονσκόι, συναντιόμασταν λιγότερο συχνά.
Και για να έχουμε και να λέμε, αν κάποιου η απουσία από τη Λαύρα είναι τρομερά αισθητή, τότε σίγουρα αυτή είναι του Αρχιμανδρίτη Λαβρέντιι (Πόστνικοβ).
Ο πατήρ Λαβρέντιι (Πόστνικοβ), στην εκκλησία του Αγίου Σεργίου, στη Λαύρα
Ο πατήρ Λαβρέντιι δεν επέτρεψε ποτέ στον εαυτό του να χαλαρώσει σε τίποτα και ήταν απολύτως αφοσιωμένος στη ζωή και στο έργο του ως μοναχού της Λαύρας
Ήταν ένας πολύ ακέραιος, επίμονος, σταθερός άνθρωπος, μεταξύ εκείνων που ήταν ασυνήθιστα σοβαροί με τον εαυτό τους, με την υπακοή και τον μοναχισμό. Ο πατήρ Λαβρέντιι δεν επέτρεψε ποτέ στον εαυτό του να χαλαρώσει σε τίποτα. Πάντα πήγαινε στην προσευχή της Αδελφότητας – απλά δεν ήταν δυνατό να μην είναι εκεί. Η πολυετής υπακοή του ήταν η διεύθυνση μιας λαϊκής χορωδίας, που έψαλλε στις πρωινές λειτουργίες. Δεν είχε ούτε ένα λεπτό να χάσει – είχε πάντα κάτι να κάνει. Δεν μιλώ για προσωπικό χρόνο, δεν υπήρχε η παραμικρή «ελπίδα» για κάτι τέτοιο: Τόσο αφοσιωμένος ήταν στον βίο και στο έργο του ως μοναχού της Λαύρας.
To ίδιο υποδειγματικός μοναχός με τον πατέρα Λαβρέντιι ήταν ο πατήρ Ιλιάν (Πλεμενιούκ), ο οποίος διακρινόταν για την ασυνήθιστη σιωπηρότητά του και καλοσύνη. Ήταν δυνατό να ζήσεις δίπλα του για πολλά χρόνια και να μην ακούσεις τίποτε πέρα από χαιρετισμούς – ούτε συνομιλίες ή διαπραγματεύσεις θα έκανε. Απλά ζούσε κι εκπλήρωνε την υπακοή του.
Γενικά, υπήρχαν πολύ καλοί μοναχοί στη Λαύρα. Τώρα, έχοντας ζήσει και σε άλλα μέρη και έχοντας δει πολλά, μπορώ να πω ότι η Λαύρα εκείνης της εποχής – τέλη δεκαετίας του 1980, αρχές της δεκαετίας του 1990 – φιλοξενούσε αυθεντικούς ανθρώπους, ανθρώπους αφοσιωμένους στον Θεό και ανθρώπους με πολύ βάθος. Και δεν μπορώ παρά να επαναλάβω μόνο τα λόγια του Οσίου Μακάριου του Μεγάλου: «Δεν είμαι μοναχός, αλλά είδα μοναχούς».
– Πιστεύετε ότι μετά την αποδήμηση εις Κύριον, πρώτα των πατέρων Κιρίλ, Ναούμ και Ματφέι και ακολούθως, αυτήν τη χρονιά, των Λαβρέντιι, Νίκωνος, Ίλιαν, Ραφαήλ, θα διαφυλαχθεί η συνέχεια στην πνευματική και μοναστική εμπειρία στη Λαύρα;
– Διαφυλάχθηκε. Είμαι απολύτως πεπεισμένος γι’ αυτό. Αν μη τι άλλο, για τον εξής λόγο: Ο κύριος διδάσκαλος στη Λαύρα είναι ο ίδιος ο Όσιος Σέργιος. Εάν οι άνθρωποι, που ζουν στη Λαύρα, τον αισθάνονται στον βαθμό που τον αισθανόμαστε εμείς, τότε ο Όσιος διδάσκει και, πιθανώς, περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλον.
Τα λείψανα του Αγίου Σεργίου του Ράντονεζ
Ο κύριος διδάσκαλος στη Λαύρα είναι ο ίδιος ο Όσιος Σέργιος και η συνέχεια της πνευματικής και μοναστικής εμπειρίας εδώ θα διαφυλαχθεί
Και είναι βέβαιον ότι το παράδειγμα αυτών των ασκητών αντανακλάται στις καρδιές εκείνων που είναι νεότεροι και τώρα ζουν στη Λαύρα. Όλα αυτά τα υπέροχα ανθρώπινα και μοναστικά στοιχεία, αυτή η πνευματική εμπειρία, όλα αυτά δεν μπορούν να χαθούν, αλλά παραμένουν πάντα στις καρδιές των ανθρώπων που ζούσαν δίπλα τους. Και πιστεύω ότι στη Λαύρα υπάρχουν ακόμα πολλοί καλοί, έμπειροι αδελφοί, που συνεχίζουν τη χαρακτηριστική, γι’ αυτό το μοναστήρι, διακονία. Φυσικά, ως άνθρωπος λυπάμαι για τους Γέροντες, αλλά ο ίδιος ο Κύριος ξέρει ποιον και πότε να καλέσει κοντά Του.
– Δεν είναι μυστικό ότι ορισμένοι από αυτούς τους πατέρες πέθαναν από μόλυνση από κορονοϊό. Στο Διαδίκτυο βρίσκει κανείς πολλά κακόβουλα σχόλια, αναφορικά με το γιατί άραγε ο Θεός μας δεν έσωσε τους «δικούς» Του από την επιδημία...
– Ναι, εκείνοι εκ των Αδερφών μας που κάποτε φώναζαν παθιασμένα ότι εμάς αυτή η επιδημία δεν θα μας «πιάσει», κάναν σίγουρα λάθος. Ακόμη κι εμείς οι κληρικοί και μοναχοί πεθαίνουμε. Και ποια η διαφορά, αν αυτοί οι πατέρες πέθαναν από επιδημία, ογκολογικά προβλήματα ή άλλες ασθένειες; Ίσως αυτή η επιδημία να επιτάχυνε τον θάνατό τους, αλλά μερικοί από αυτούς, όπως π.χ. ο πατήρ Ραφαήλ και ο πατήρ Νίκων, ήταν κατάκοιτοι για μεγάλο χρονικό διάστημα. Εμφανίστηκαν μπροστά στον Κύριο, στον Οποίον προσπάθησαν όλη τους τη ζωή να έρθουν κοντά.
Δεν ισχυριζόμαστε ότι η επιδημία μάς παρακάμπτει – οι πιστοί είναι επίσης θνητοί. Το θέμα είναι αλλού: Κάποιοι, αυτοί οι ίδιοι οι συντάκτες των κακόβουλων σχολίων, δεν καταλαβαίνουν και δεν θέλουν να καταλάβουν τι είναι η πίστη στον Χριστό. Χωρίς να τη γνωρίζουν και να την καταλαβαίνουν, αρχίζουν να εφευρίσκουν διάφορες «καρικατούρες», τις οποίες στη συνέχεια υπερασπίζονται ενεργά.
– Πιστεύετε ότι η κατάσταση με την επιδημία ανάγκασε τους ανθρώπους να σκέφτονται όχι απλά πώς να ζήσουν άνετα σε αυτήν τη ζωή, αλλά να κάνουν σκέψεις και περί θανάτου;
– Νομίζω ναι. Στην πραγματικότητα, το ξέρουμε όλοι ότι αργά ή γρήγορα θα πεθάνουμε, αλλά τα καταφέρνουμε τόσο καλά να μην αφήνουμε τη σκέψη του θανάτου να μπει βαθιά στον νου μας, που αμέσως στρέφουμε την προσοχή μας σε κάτι άλλο και ξεχνάμε περί της δικής μας θνητότητας. Η τρέχουσα κατάσταση, νομίζω, θα πρέπει να επηρεάσει πολλούς, θα πρέπει να μας ωθήσει σε μια επανεκτίμηση των αξιών που προηγουμένως θεωρούσαμε αμετάβλητες, συμπεριλαμβανομένου του να έχουμε στον νου μας ότι κάποιος μπορεί να πεθάνει ανά πάσα στιγμή.
Επιπλέον, αυτό καθιστά άνευ περιεχομένου τη στάση μερικών εκ των εκκλησιαζομένων, οι οποίοι αισθάνονται ότι επίκειται το τέλος του κόσμου, με όλη την αποκαλυπτική φρίκη που θα το συνόδευε, και αυτό γιατί το προσωπικό τέλος του κόσμου μπορεί να συμβεί στον καθέναν από εμάς, ανά πάσα στιγμή –σ’ εμένα, σ’ εσάς και σε όλους αδιακρίτως. Και «από αυτό που θα βρω» (ΣτΜ: Από τις αμαρτίες μας...), λέει ο Κύριος, «από αυτό και θα κρίνω» (ΣτΜ: Ιουστίνου του Μάρτυρα «Προς Τρύφωνα Διάλογος», κ. 47,). Αυτή είναι, ίσως, η σκέψη που πρέπει να φωλιάσει στον νου και στην καρδιά μας.
Κοιμητήριο της Αδερφότητας της Τριαδικής Λαύρας
«Από αυτό που θα βρω», λέει ο Κύριος, «από αυτό και θα κρίνω», αυτή η σκέψη πρέπει να φωλιάσει στον νου και στην καρδιά μας
– Η κατάσταση με τις κλειστές για τους λαϊκούς εκκλησίες έφερε στην επιφάνεια το πρόβλημα ότι πολλοί από εμάς δεν έχουμε τη συνήθεια της πραγματικής προσευχής. Όταν έρχεσαι στην εκκλησία, ολόκληρη η ατμόσφαιρα – λατρεία, εικόνες, ψαλτική – σε προετοιμάζουν για προσευχή. Και στο σπίτι, έχεις τα παιδιά, τη δουλειά σου και δουλειές του σπιτιού. Ως αποτέλεσμα, το να προσευχόμαστε πέραν του πρωινού και βραδινού κανόνα αποδεικνύεται ανυπέρβλητο κατόρθωμα, που σε κάνει και καταλαβαίνεις ότι δεν είσαι αυτό που νόμιζες ότι είσαι.
– Σε αυτό το σημείο θα έλεγα ότι η Εκκλησία υπάρχει για να έρθεις εκεί και να προσευχηθείς. Δεν είναι τυχαίο που η προσευχή στο σπίτι ονομάζεται επίσης «κελλιακή» (μια λέξη παρμένη από τη μοναστική ζωή). Φυσικά και είναι απαραίτητη η προσευχή στο σπίτι. Αλλά η συχνότητα και η διάρκειά της πρέπει να είναι πράγματα συμβατά με το γεγονός ότι οι άνθρωποι μπορεί να είναι ήδη φορτωμένοι από τις ανάγκες της καθημερινότητας.
Λοιπόν, για ποια «κελλιακή» προσευχή να μιλήσουμε τώρα, όταν έχετε δύο ή τρία παιδιά που σπουδάζουν εξ αποστάσεως, όταν όλη η οικογένεια κάθεται στο σπίτι, μερικές φορές μάλιστα υπάρχουν ακόμα γιαγιά και παππούς, και όλα αυτά μαζί σ’ ένα διαμέρισμα όχι μεγάλων διαστάσεων και από πάνω να είναι ήδη ο δεύτερος ή τρίτος μήνας καραντίνας! Δεν θα μεμφθώ τους απλούς ανθρώπους, για το γεγονός ότι μπορεί να προσεύχονται λίγο. Να δώσει ο Θεός, να διαβάζουν πρωινές και βραδινές προσευχές και αν προσθέσουν σε αυτά κι ένα κεφάλαιο από τις Αγίες Γραφές, τότε γενικά θα είναι να τους επαινείς.
Φυσικά, η συνήθεια της προσευχής στο σπίτι είναι μια υπέροχη συνήθεια. Τον τελευταίο καιρό, έχουν δημοσιευτεί πολλές Ακολουθίες – της Μεγάλης Εβδομάδας και της Διακαινησίμου, καθώς και διαφόρων εορτών – τις οποίες μπορείτε να μάθετε να τελείτε στο σπίτι, εάν το επιτρέπουν, βέβαια, οι συνθήκες.
Αλλά, επαναλαμβάνω, η Εκκλησία υπάρχει μόνο για δημόσια προσευχή: «οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (κατά Ματθαίον 18:20). Και αυτό πρέπει πάντα να το λάβουμε σοβαρά υπ’ όψιν.
– Τι άλλο μπορεί να διδάξει εμάς τους Χριστιανούς αυτή η κατάσταση, με το κλείσιμο των εκκλησιών;
– Υπάρχουν πολλά μαθήματα, που πρέπει ν’ αντληθούν.
Νομίζω ότι όλοι οι ιερείς, για τους οποίους η δουλειά δεν είναι για να κερδίζουν χρήματα, αλλά να υπηρετούν τους άλλους, ένιωσαν μ’ έναν αγαθό και ιδιαίτερο τρόπο την άρρηκτη σχέση τους με τους ανθρώπους. Και αυτή η σύνδεση θα πρέπει μόνο να ενισχυθεί στο μέλλον και το στοιχείο της αποξένωσης, που μερικές φορές «ξεγλιστρά» από την πλευρά των κληρικών, πρέπει να ξεπεραστεί.
Πρέπει όλοι μας να θυμόμαστε το ακόλουθο καλό ρητό: «Αυτό που έχουμε δεν το φυλάμε και όταν το χάνουμε, κλαίμε". Ποια είναι η σκέψη που κάνουμε, συχνά, αναφορικά με τη συμμετοχή μας στη Λειτουργία; «Εντάξει, δόξα τω Θεώ, υπάρχει – και μπορώ σήμερα να μην πάω. Όποιος το χρειάζεται, ας πάει να προσευχηθεί».
Συχνά παρατηρώ την ίδια πάντα εικόνα: Ανοίγουν μια Εκκλησία στο χωριό (δεν έχει σημασία αν χτίστηκε από το μηδέν, αν πρόκειται γι’ αναστήλωση ή αν μιλάμε για κάποιο είδος δωματίου, που αναπλάστηκε σε εκκλησία). Kαι όλοι συνεργάστηκαν για να γίνει αυτό πραγματικότητα: Και η Επισκοπή και οι ευεργέτες και οι κάτοικοι της περιοχής. Έρχεται και ο Επίσκοπος για τον καθαγιασμό της Εκκλησίας. Στην πρώτη Λειτουργία και θρησκευτική πομπή έχουν έρθει κάπου 100 – 150. Περνά μια εβδομάδα, δύο, περνάει μήνας. Ο ιερέας τελεί Λειτουργία τακτικά, αλλά τώρα οι προσερχόμενοι είναι δεν είναι 50 τον αριθμό, μετά 40 και στο τέλος βλέπεις μόλις 15 – 20. Ρωτάς: «Γιατί δεν πας στον ναό;» και σου λένε: «Ήμασταν εκεί το Πάσχα». Και βέβαια η Λειτουργία θα γίνεται και όλα καλά, αλλά από την άλλη ακούς πράματα όπως: «Έχουμε και τον κήπο», «Έχουμε και την αγελάδα», «Ήρθαν τα εγγόνια να μας δουν». Είναι τόσο κοινή η αίσθηση στον απλό λαό: Καλά και υπάρχει η εκκλησία και ο ιερέας να προσεύχεται σε αυτήν και όταν, κάποια στιγμή, θα είναι απαραίτητο, τότε θα πάμε κι εμείς εκεί.
Νομίζω ότι τώρα σε όλους τους αληθινά πιστούς, οι οποίοι έχουν συνείδηση του τι σημαίνουν τα Μυστήρια και οι Ακολουθίες στη ζωή τους, θα πρέπει να γίνει μια «ανανέωση» αυτών των συναισθημάτων τους.
Μητροπολίτης Σαράτοφ και Βόλσκι, Λόνγκιν
Νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι κατάλαβαν τι σημαίνουν τα μυστήρια και οι Ακολουθίες στη ζωή τους και θα το εκτιμήσουν ιδιαίτερα αυτό.
– Η κατάσταση είναι ελαφρώς διαφορετική στις πόλεις. Είμαστε τόσο εξοικειωμένοι (κρίνοντας από τη Μόσχα) με το γεγονός ότι υπάρχουν πολλοί ναοί, που μερικές φορές αρχίζουμε να διαλέγουμε τον ιερέα μας σχεδόν από το χρώμα της γενειάδας του...
– Ναι, αυτή η εκκλησία είναι καλύτερη από την άλλη. Σε αυτήν, ο πατήρ είναι καλός, αλλά στην άλλη είναι ακόμα καλύτερος, εδώ ψάλλουν σε βυζαντινό στυλ, στην άλλη σε σύνηθες στυλ, σε αυτήν την εκκλησία η Λειτουργία διαρκεί πιο πολύ, στην άλλη είναι πιο σύντομης διάρκειας. Λες και είσαι στην αγορά... Είμαστε λίγο κακομαθημένοι. Είναι ανθρώπινο χαρακτηριστικό αυτό. Αλλά ο Κύριος μας σταματά.
Τα τελευταία 30 χρόνια, έχουμε συνηθίσει να ζούμε κάτω από ευνοϊκές συνθήκες – ίσως όχι πλήρως, αλλά αρκετά ευνοϊκές, σε κάθε περίπτωση. Κοίταζα πώς ζουν οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί στην Ουκρανία και είχα όλη την ώρα την εντύπωση ότι, αργά ή γρήγορα, αυτό θα έρθει και σ’ εμάς.
Αυτό που συνέβη τώρα είναι εξαιρετικά δυσάρεστο. Αποδείχθηκε ότι πολλοί, συμπεριλαμβανομένων των εκπροσώπων των Αρχών, θεωρούν την Εκκλησία και την πίστη ως κάτι το υποδεέστερο, το οποίο μπορεί κανείς ν’ αποφύγει και με το οποίο δεν πρέπει καν ν’ ασχολούνται οι σοβαροί άνθρωποι. Αλλά ο Κύριος δεν κάνει τίποτα τυχαία και σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να δούμε στο χέρι του Θεού μια υπενθύμιση από μέρους του Θεού, να μην ξεχνάμε αυτούς που Τον υπηρέτησαν σε πολύ πιο δύσκολες και βαριές συνθήκες απ’ ό,τι εμείς οι ίδιοι σήμερα.
– Ναι, οι περισσότεροι από τους πατέρες για τους οποίους μιλήσαμε σήμερα έζησαν μια πολύ δύσκολη ζωή, αλλά δεν αποκαρδιώθηκαν και φώτισαν τους άλλους με το Φώς του Χριστού.
– Ακριβώς. Έζησαν σ’ ένα πολιτειακό καθεστώς, που ως στόχο του είχε όχι το προσωρινό κλείσιμο των εκκλησιών, αλλά την πλήρη εξολόθρευση της θρησκείας. Αυτό το κράτος εξεδίωκε, απαγόρευε, χλεύαζε τους πιστούς και ειδικά τους κληρικούς. Αυτοί οι ασκητές ζούσαν σαν σ’ ένα κλουβί – σας υπενθυμίζω την επιγραφή που υπήρχε στη Λαύρα: «Μουσείο» – και οι αρχές ανέχονταν το μοναστήρι μόνο και μόνο για να κάνουν επίδειξη «ελευθερίας συνείδησης» στους ξένους, που επισκέπτονταν τη Σοβιετική Ένωση.
Παρ’ όλα αυτά, οι πατέρες της Λαύρας ήταν ευτυχισμένοι. Ζούσαν κοντά στα λείψανα του Αγίου Σεργίου. Προσευχόντουσαν. Προσπάθησαν να εκπληρώσουν τους μοναστικούς όρκους τους – και τους κράτησαν. Είναι ήρωες προς ενθύμηση και μίμηση.