Αυτή την ιστορία μου την είχε διηγηθεί ο παππούς μου, που ήταν συνεργός στα ακόλουθα γεγονότα.
Ο παππούς μου, ο Φιόντορ Σίντοροβιτς, είχε πάει στο μέτωπο του πολέμου το 1941. Είχε καταταγεί στο 282ο Σύνταγμα Πεζικού Τυφεκιοφόρων της 19ης Μεραρχίας Τυφεκιοφόρων. Οι μάχες στο Δυτικό Μέτωπο, κατά τους πρώτους μήνες του πολέμου, ήταν πολύ σκληρές και ήδη τον Αύγουστο του 1941 είχε τραυματιστεί βαριά στο κεφάλι, στα δυο του πόδια και το δεξί χέρι. Μετά την ανάρρωση, τον έστειλαν στο Βαλτικό Μέτωπο. Το χαρμόσυνο μήνυμα της Νίκης ο παππούς μου αναγκάστηκε να το υποδεχτεί σε στρατιωτικό νοσοκομείο, επειδή λίγο πριν, τον Φεβρουάριο του 1945, είχε τραυματιστεί και πάλι βαριά από θραύσμα νάρκης ενόσω έκαναν αναγνωριστική επιχείρηση με πυρά, στην περιοχή της πόλης Λιμπάβα. Για τα πολεμικά του επιτεύγματα ο Φιόντορ Σίντοροβιτς είχε βραβευτεί με το παράσημο «Τάγμα του Ερυθρού Αστέρα» και άλλα παράσημα και μετάλλια. Δεν του άρεσε να αναθυμάται τα χρόνια του πολέμου και στις ερωτήσεις των δικών του προτιμούσε να απαντάει με σιωπή. Ωστόσο, από το πολεμικό του παρελθόν ο παππούς μοιραζόταν με χαρά ένα επεισόδιο που είχε ξεχωριστή θέση στην καρδιά του. Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του πιστό άνθρωπο, αν και ποτέ δεν έδειχνε τα θρησκευτικά του συναισθήματα προς τα έξω. Τη φλόγα της πίστης την είχαν ανάψει στην καρδιά του οι γονείς του για να την στερεώσει μέσα από το χωνευτήρι του Μεγάλου Πολέμου. Όταν θυμόταν τη μητέρα του, ο παππούς με δάκρια διηγούταν ένα θαύμα.
Στον αέρα ήταν διάχυτη η μυρωδιά της νίκης, αν και ο θάνατος δεν το έβαζε κάτω
…Ήταν το 1944. Στον αέρα ήταν διάχυτη η μυρωδιά της νίκης, αν και ο θάνατος δεν το έβαζε κάτω. Στο πεδίο της μάχης, περιτριγυρισμένο από σύννεφα καπνού και μυρωδιά καπνίλας, υπήρχαν σκορπισμένα βλήματα που δεν είχαν εκραγεί. Η σιωπή διακόπτονταν που και που από βολές κατά ριπάς αυτόματων όπλων. Σε ένα από τα χαρακώματα κάθονταν τρείς σοβιετικοί στρατιώτες, ο Σίντορ, ο Βασίλης και ο Φιόντορ. Κάπνιζαν σιωπηλά και σκέφτονταν ο καθένας τα δικά του.
Ο Σίντορ ήταν αγροτικής καταγωγής. Καθώς είχε χάσει νωρίς τον πατέρα και την μητέρα του, συνήθισε με αξιοπρέπεια να αντιμετωπίζει τις κακουχίες της ζωής. Είχε καταρτιστεί ως οδηγός αλωνιστικής μηχανής και είχε γίνει ένας από τους καλύτερους εργάτες του κολχόζ του.
Ο πόλεμος είχε εισβάλει στην τακτοποιημένη και ευτυχισμένη ζωή του Βασίλη, όπως η πέτρα που ξαφνικά χτυπάει στο παράθυρο. Είχε αφήσει πίσω στο σπίτι του την αγαπημένη του γυναίκα και τα έξι παιδιά τους.
Ο Φιόντορ, ο παππούς μου, σκεφτόταν εκείνη τη στιγμή τη μητέρα του. Ο πόλεμος τη βρήκε βαριά άρρωστη και ο Φιόντορ τη φρόντιζε. Η άρρωστη μητέρα του χρειαζόταν φροντίδα. Δεν έμεινε κανένας από τους συγγενείς τους. Αλλά ακόμα περισσότερη φροντίδα από τα παιδιά της είχε ανάγκη η Μητέρα-Πατρίδα. Ο Φιόντορ πολύ συχνά θυμόταν τη στιγμή του αποχωρισμού, όταν η μητέρα τον φίλησε στο μέτωπο, τον σταύρωσε με φαρδιές κινήσεις και είπε: «Να σε φυλάει ο Κύριος, γιόκα μου!».
Εκείνη τη στιγμή που αυτοί οι τρείς ήταν απασχολημένοι με αυτές τις σκέψεις, στο χαράκωμα κατέβηκε ένας παππούλης. Αγαθά μάτια, φαλάκρα, απλό ντύσιμο. Τους φαινόταν ότι κάπου τον έχουν δει, αλλά δεν μπορούσαν να θυμηθούν που ακριβώς. Τόσους δρόμους έχουν περάσει, τόσα παπούτσια έχουν χαλάσει… Κανένας εκείνη τη στιγμή δε ρώτησε πώς ξέπεσε εκεί, αν και δεν ήταν καθόλου κατανοητό, πώς αυτός ο άνθρωπος μπόρεσε να περάσει το ναρκοπέδιο, κάτω από το σύριγμα από αδέσποτες σφαίρες.
Στον πόλεμο τα θαύματα δεν εκπλήσσουν. Το γεγονός ότι ζεις, ήδη θεωρείται θαύμα.
Και εδώ, ο Σίντορ θυμήθηκε ότι είχε δει αυτόν τον παππούλη στο σπίτι του. Εκεί, στο εικονοστάσι του σπιτιού του, ήταν η εικόνα του Αγίου Ιεράρχη Νικολάου ολόσωμη, και η μακαρίτισσα μητέρα του συχνά προσευχόταν μπροστά της.
Ο Φιόντορ κατάλαβε ότι μόλις τους είχε επισκεφτεί ο Άγιος Νικόλαος
– Παππούκα, πότε θα τελειώσει αυτός ο καταραμένος πόλεμος; - ρώτησε ντροπαλά ο Φιόντορ.
– Σύντομα, σύντομα, παιδάκια μου! – απάντησε ο αγαθός παππούλης και αινιγματικά συνέχισε: - Αλλά αυτός ο πόλεμος δε θα είναι ο τελευταίος, θα δώσουν μάχη ακόμα τέσσερα άλογα και θα νικήσει το κόκκινο!
Τη συνομιλία την διέκοψε ο θόρυβος εχθρικού αεροπλάνου. Ακούστηκε η εντολή του αρχηγού: «Στα όπλα!». Ο παππούς σηκώθηκε ήσυχα και βγήκε.
Ο Φιόντορ σκέφτηκε να φωνάξει στον άγνωστο επισκέπτη να περιμένει μέσα στο χαράκωμα όσο κρατάει η επίθεση του εχθρού, αλλά πλέον εκεί δεν υπήρχε κανένας. Και τότε κατάλαβε ότι μόλις τους είχε επισκεφτεί ο Άγιος Νικόλαος. Λυπήθηκε που η συνάντηση ήταν τόσο σύντομη. Ο Φιόντορ ήθελε να τον ρωτήσει πώς είναι η μάνα του. Ταυτόχρονα όμως, κατάλαβε ότι ο Άγιος Νικόλαος δεν τους είχε επισκεφτεί τυχαία. Άρα, κάποιος αυτή την ώρα προσευχόταν με δάκρια μπροστά στην εικόνα του Αγίου Ιεράρχη, όχι μόνο για το παιδί του, αλλά και για κάθε Ρώσο στρατιώτη, ζωντανό ή νεκρό, που θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των φίλων του στο πεδίο της μάχης.