Οι Άγιοι Πατέρες λένε: "Μην εξάγεις συμπεράσματα για κάποιον μέχρι να δεις πώς πεθαίνει." Ο πατέρας Ίγκορ Σπαρτέσνυ μίλησε για την πνευματική του ανάπτυξη, για τους πειρασμούς τής συζύγου του και τον θάνατό της, θάνατο δικαίου. Δεν πρόκειται για την ιστορία μιας πολυμελούς οικογένειας, παρά μάλλον για μια ιστορία περί τής θαυμαστής Πρόνοιας του Θεού
Ίγκορ και Σβετλάνα Σπαρτέσνυ. Γάμος
Ο ιερέας Ίγκορ Σπαρτένσυ, κληρικός τής Εκκλησίας τής τού Θεού Σοφίας στο Σρέντνιε Σαντόβνικι, 49 ετών
Ο γάμος με την Σβετλάνα διήρκεσε 23 χρόνια
Παιδιά:
- Μαρία, 28 ετών, απόφοιτος τής Παιδαγωγικής Σχολής τού Πανεπιστημίου Άγιος Τύχων, μεγαλώνει τα μικρότερα παιδιά
- Κσένια, 22 ετών, φοιτήτρια Ιατρικής
- Βασιλίσα, 15 ετών, μαθήτρια τής 9ης τάξης
- Φεβρωνία, 11 ετών, μαθήτρια τής 5ης τάξης
- Πάβελ, 7 ετών, μαθητής τής 2ας τάξης
Πάτερ Ίγκορ:
– Την εποχή που γνωριστήκαμε με την σύζυγο ήμασταν κι οι δύο άθεοι. Ζούσα στην περιοχή τού Ντονέτσκ, στην πόλη τής Μαρίινκα. Ήμασταν μια παρέα, μέχρι που πήγα στρατό, και ήμασταν όλοι λίγο-πολύ ηθικοί. Κι αθλούμασταν πολύ όλοι μας. Επέστρεψα από το στρατό, και είδα ότι στην παρέα είχαμε πολλά και νεαρά κορίτσια. Με το που είδα την Σβέτα, ήρθα σε αυτήν και τής είπα: "Έλα να παντρευτούμε!" για να λάβω ως απάντηση: "Ναι, ναι!" - «Με λένε Ίγκορ». - "Και μένα Σβέτα". Παντρευτήκαμε ένα χρόνο αργότερα.
Όταν είδα τη Σβέτα, ήρθα σε αυτήν και τής είπα: "Έλα να παντρευτούμε!". Κι αυτή: "Ναι, ναι!" Ένα χρόνο αργότερα παντρευτήκαμε
Αν και εκείνη την εποχή δεν είχαμε καμιά σχέση με την Εκκλησία, το επίπεδο τής ηθικής μας ήταν πολύ κοντά στην πνευματικότητα. Οι γονείς μου ήταν άθεοι, η γιαγιά μου ήταν πιστή, φύλαγε τις εικόνες στο σπίτι. Πάντα καταλάβαινα ότι υπάρχει κάτι υψηλότερο στον κόσμο και ότι πρέπει να αγωνιστούμε για αυτό. Προσπάθησα ακόμη και να κουβαλήσω την παρέα μου στην εκκλησία - ωστόσο, δεν «δούλεψε» ποτέ: η εκκλησία ήταν μακριά, και όταν φτάναμε, η Λειτουργία είχε ήδη τελειώσει. Η Σβέτα και εγώ στεφανωθήκαμε ένα χρόνο μετά τον πολιτικό γάμο, και σύντομα γεννήθηκε η πρώτη μας κόρη.
Όταν πέθανε ο πατέρας τής Σβέτα, μετακομίσαμε από την περιοχή τού Ντονέτσκ στο Νορίλσκ (ΣτΜ: βιομηχανική πόλη στην Σιβηρία, πάνω από τον Αρκτικό κύκλο), καθότι ήταν δύσκολα τα πράματα για την πεθερά μου που ζούσε μόνη εκεί. Δεν είχε σημασία για μένα – ανθρακωρύχος δούλευα στο Ντονμπάς και σκόπευα να πάω να δουλέψω στα ορυχεία τού Νορίλσκ. Και εκεί όπως κι εδώ, στα έγκατα τής γης δουλεύεις. Αλλά οι φίλοι τού πεθερού μου μού προσέφεραν δουλειά ως εφαρμοστής σε μεταλλουργικό εργοστάσιο. Συμφώνησα. Δούλεψα για μερικά χρόνια, στη συνέχεια έγινα οξυγονοκολλητής και λίγο αργότερα - "κάτοχος πιστοποίησης", δηλαδή, οξυγονοκολλητής με δικό του κωδικό (ΣτΜ: χρησιμοποιείται για το μαρκάρισμα τής συγκόλλησης. O κωδικός λειτουργεί σαν «υπογραφή» τού τεχνίτη και χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, για την απονομή ευθύνης σε περίπτωση κακοτεχνίας). Ζήσαμε, λοιπόν, στο Νορίλσκ για 10 χρόνια, και εκεί γεννήθηκε η δεύτερη κόρη μας.
Με το που έβαλα το πόδι μου στην περιοχή τού Ντονέτσκ όπου πήγα να περάσω διακοπές, έμαθα ότι ο κοντινότερος φίλος μου ο Γκένα είχε καταλήξει σε μια θρησκεία. Αποφάσισα να πάω στην περιοχή Κούρσκ, στο χωριό Μπέγκοσα να τον σώσω. Είχα 30 ημέρες διακοπών - νόμιζα ότι είχα αρκετό χρόνο. Ο Γκένα με συνάντησε στο σταθμό. Χάρηκε που με είδε. Μπήκαμε σε μια άμαξα και πήγαμε στην Μπέγκοσα. Κατά την διάρκεια τού ταξιδιού, τού εξήγησα ότι ήταν ανόητος – κάποιος με ανώτατη εκπαίδευση, μηχανικός ορυχείων, θα μπορούσε να έχει κάνει μια τέτοια καριέρα! .. Ο Γκένα ήταν σιωπηλός και χαμογελούσε.
Αποφάσισα ότι για τρείς μέρες θα ζούσα όπως κι αυτός. Αυτό που θα έκανε αυτός, αυτό θα έκανα κι εγώ. Νηστεία, προσευχή, να πηγαίνουμε στην εκκλησία - αυτό ήταν! Και στο τέλος θα τού έλεγα ότι έκανε λάθος.
Για τρεις ημέρες, με εντυπωσίασε η αγάπη σε αυτήν τη χριστιανική κοινότητα η οποία τελούσε κάτω από την πνευματική καθοδήγηση του πατέρα Βλαντίμιρ Βόλγκιν. Τίποτε το σεχταριστικό, αλλά κάτι το πολύ αληθινό, το ειλικρινές. Αποφάσισα ότι θα περίμενα τον πατέρα Βλαντίμιρ (ήταν εκείνη την εποχή στην Μόσχα). Κάθε τρεις μέρες έστελνα τηλεγραφήματα στους γονείς μου ζητώντας συγγνώμη που θα αργούσα. Και ο πατήρ Βλαντίμιρ δεν ήταν ακόμα εκεί. Και κάπως έτσι έφτασα να πρέπει να φύγω την επομένη, δύο μέρες πριν από το τέλος των διακοπών μου, και να που το βράδυ ήρθε ο πατήρ Βλαντίμιρ.
Ο πάτερ Ίγκορ και η πρεσβυτέρα Σβετλάνα Ο πατήρ, καίτοι μόλις είχε αφιχθεί από το ταξίδι, άρχισε αμέσως να ασχολείται με τα «επείγοντα περιστατικά». Και με εμένα, μεταξύ «αυτών». Είχα μια συνομιλία μαζί του ... Αν κατά τη διάρκεια αυτού τού μήνα κάποιος άφησε να χυθεί στο κεφάλι μου μια κουτάλα αγάπης, στην διάρκεια αυτής τής συνομιλίας αυτή η κουτάλα ήταν μια ολόκληρη θάλασσα. Και ήταν και σοβαρά άρρωστος εκείνον τον καιρό! Όταν το συνειδητοποίησα, κατάλαβα τι σημαίνει θυσία για κάποιον άλλον.
Ο πάτερ μού ζήτησε να μην μιλήσω σε κανέναν περί Χριστού, όπου κι αν πάω. Αλλά δεν μπορούσα να σιωπήσω! Έκανα πολλές ανοησίες ... Κι οι γονείς ήταν οι πρώτοι αποδέκτες αυτών. Στην συνέχεια, πέταξα στο Νορίλσκ. Η γυναίκα μου με συνάντησε στο αεροδρόμιο με ταξί. Μπήκα στο αυτοκίνητο και τής είπα, μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι, για πώς θα ζούσαμε από δω και πέρα. Η Σβέτα ήταν σοκαρισμένη και σιωπηλή.
Όλοι φεύγαν από κοντά μου. Το μόνο άτομο που έδειξε κατανόηση ήταν η πεθερά. Μού είπε: "Περίμενε και θα δείς." Και βαλθήκαμε να ζούμε έτσι. Έξι μήνες αργότερα, η γυναίκα μου δεν μπορούσε να το αντέξει και αποφάσισε ότι ήθελε να χωρίσουμε. Τα πάντα την ερέθιζαν. Ακόμα κι αν σταύρωνα τα χέρια μου πάνω από το στήθος μου, η Σβέτα θα μού φώναζε: "Πάλι προσεύχεσαι!" Αλλά δεν ήθελα να χωρίσω! Παντρεύτηκα μια φορά για όλη μου τη ζωή. Έκανα μια ένθερμη, απελπισμένη προσευχή ζητώντας την παρέμβαση τού Θεού. Λυπόμουν για τα παιδιά! Προσευχήθηκα με δάκρυα. Το πρωί και οι δύο φύγαμε για την δουλειά. Και το βράδυ, όταν επέστρεψα, η Σβέτα είχε ήδη αλλάξει γνώμη περί διαζυγίου. Είπε ότι θα προσπαθούσε να ζήσει σαν κι εμένα. Και μετά από αυτό έκανα ακόμη ένα λάθος: άρχισα να την εκπαιδεύω σε χριστιανή με το έτσι θέλω. Τότε η σύζυγος άρχισε να πηγαίνει κόντρα στα πάντα. Δεν σταμάτησε το κάπνισμα, δεν άρχισε να προσεύχεται, κι ούτε και πήγε στην εκκλησία.
Έκανα μια ένθερμη, απελπισμένη προσευχή να παρέμβει ο Θεός
Ζούσαμε έτσι, λοιπόν, για ακόμη μια χρονιά. Και τότε μια σκέψη πέρασε από το μυαλό μου: γιατί τα κάνω όλα αυτά όταν υπάρχει ο Κύριος; Όπως ταιριάζει στον καθέναν, έτσι και θα γίνει. Αυτός μπορεί, με μένα όμως δεν «δουλεύει» αυτό. Θυμήθηκα τα λόγια του ιερέα: "Άσε τούς ανθρώπους στην ησυχία τους, μην τούς μιλάς περί Χριστού!" Και σταμάτησα να κάνω αυτό που έκανα. Λιγότερο από ένα μήνα αργότερα, η γυναίκα μου πήγε στην εκκλησία. Δεν τής άρεσε η Θεία Λειτουργία: την έβρισκε βαρετή, κουραστική, μελαγχολική. Αλλά κι εγώ σταμάτησα να την «τραβώ από το μανίκι», απλά προσευχόμουν ήρεμα. Είναι αλήθεια ότι άλλαξα επίσης τις προτεραιότητές μου: αν υπήρχαν οικογενειακά ζητήματα, έκανα την προσευχή μου σε κάποια άλλη στιγμή, ακόμη κι αν δεν με βόλευε. Σιγά-σιγά, όλα ξεπεράστηκαν και όταν φύγαμε από το Νορίλσκ, όλοι οι γείτονές μας στο κλιμακοστάσιο είχαν γίνει πιστοί!
Ακολουθώντας την συμβουλή τού πνευματικού μου Βλαντίμιρ Βόλγκιν, ήρθαμε στη Μόσχα. Δεν είχαμε πουθενά να ζήσουμε. Η πεθερά μου είχε πρόσφατα αγοράσει ένα διαμερισματάκι κοντά στο Γιεγκόριεφσκ (ΣτΜ: μικρή πόλη στο Όμπλαστ [ομοσπονδιακό υποκείμενο] τής Μόσχας). Εκεί και εγκατασταθήκαμε. Σκέφτηκα να πάω να δουλέψω οξυγονοκολλητής, αλλά ο πάτερ μού προσέφερε την θέση τού επιτρόπου στην εκκλησία. Και μού έδωσε και καλό μισθό. Έτσι κι έγινα επίτροπος.
Πρεσβυτέρα Σβετλάνα Ο δρόμος από το σπίτι προς το ναό έπαιρνε περισσότερο από δύο ώρες, κι άλλο τόσο πίσω. Μερικά χρόνια αργότερα, ο πάτερ μού είπε ότι ήρθε η ώρα να έρθουμε πιο κοντά. Τού λέω: "Πουθενά!" - «Ας προσευχηθούμε!». Την ίδια ημέρα, στην ολονυχτία, παρέδωσαν τα κλειδιά ενός διαμερίσματος στον πάτερ Βλαντίμιρ: «αν κάποιος το χρειαστεί, το δίνουμε για μια δεκάρα». Και έτσι βρεθήκαμε να νοικιάζουμε μια γκαρσονιέρα στο Χίμκι σε εντελώς μηδαμινή τιμή. Σε αυτό το διαμέρισμα γεννήθηκαν η τρίτη και η τέταρτη κόρη. Το 2004 χειροτονήθηκα διάκονος και το 2010 ιερέας.
Κάθε φορά που η Σβέτα ήταν έγκυος, περίμενα να βγει αγόρι. Τις πρώτες τέσσερις φορές βγήκε κορίτσι. Και μετά, η γυναίκα μου διαγνώστηκε με καρκίνο τού εγκεφάλου. Όταν το είπα στη Σβέτα, φάνηκε να απενεργοποιήθηκε για μισή μέρα. Είναι δύσκολο να δεχτείς τέτοιου είδους ειδήσεις όταν έχεις τέσσερα μικρά παιδιά. Οι γιατροί είπαν: «δεν χωράει εγχείρηση– πρόκειται για όγκο με μεταστάσεις». Ο πάτερ Βλαντίμιρ μού έδωσε τον αριθμό τηλεφώνου ενός καθηγητή-νευροχειρουργού που ήταν πνευματικός γιός του. Πήγαμε σε αυτόν, κι αυτός έδωσε εντολή να επαναλάβουν την εξέταση στην κλινική του. Και η εξέταση έδειξε ότι δεν υπάρχουν μεταστάσεις. Ο όγκος ήταν καλοήθης και μπορούσε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση. Την πρεσβυτέρα την χειρούργησαν δωρεάν. Όλο τον καιρό που εγώ και η σύζυγός μου ήμασταν στην κλινική, βάπτισα πολλούς ανθρώπους, έδωσα την Θεία Κοινωνία, βοήθησα! .. Δεν είχα τίποτα να κάνω, περπατούσα κατά μήκος των διαδρόμων, οι ίδιοι οι άνθρωποι με πλησίαζαν και με ρώταγαν όλη την ώρα. Ήμουν εκεί που έπρεπε να είμαι!
Η εγχείρηση πήγε καλά. Την τρίτη ημέρα μετά τον τρυπανισμό, η πρεσβυτέρα αυτοεξυπηρετούνταν ήδη. Τής αφαίρεσαν τα ράμματα και γυρίσαμε στο σπίτι. Και σύντομα η πρεσβυτέρα έμεινε έγκυος στο πέμπτο παιδί. Και έτσι αποχτήσαμε τον πολυαναμενόμενο γιό – την ημέρα τού εορτασμού των Πέτρου και Παύλου, την ημέρα της χειροτονίας μου σε διάκονο. Πόσο υπέροχα προνοεί τα πάντα ο Κύριος!
Αφαίρεσαν τα ράμματα και γυρίσαμε στο σπίτι. Και σύντομα γεννήθηκε ο πολυαναμενόμενος γιός
Με πέντε παιδιά, η ζωή σε μια γκαρσονιέρα κατέστη εντελώς αφόρητη. Βάλθηκαν να γράφουν εκκλήσεις σε όλες τις Αρχές, και με εντολή τού Ντμίτρι Ανατόλιεβιτς Μεντβέντεφ (ΣτΜ: τωρινός πρωθυπουργός τής Ρωσίας) μάς δώσαν μια μεζονέτα έξι δωματίων στο Ποντόλσκ. Τότε γίνονταν πόλεμος στο Ντονμπάς και όλοι οι συγγενείς από εκεί ήρθαν να μείνουν σε μάς. Σαν αποτέλεσμα, ζούσαμε εκεί 17 άνθρωποι. Ο Κύριος κάνει τα πάντα εγκαίρως! Το διαμέρισμα ήταν μεγάλο, μάς χωρούσε όλους.
Μετά από 4 1/2 χρόνια, η πρεσβυτέρα εμφάνισε υποτροπή. Ο καθηγητής μας μάς είπε ότι ήταν αδύνατο να γίνει εκ νέου εγχείρηση: Η Σβέτα θα επιζούσε, μεν, αλλά θα έμενε παράλυτη. Κουβεντιάζαμε με την πρεσβυτέρα κάθε φορά σαν να ήταν η τελευταία φορά. Τής έδινα τακτικά την Θεία Κοινωνία. Είχε φοβερούς πόνους μόνο προς το τέλος, δεν είχε κοιμηθεί δύο μέρες. Σκέφτηκα ότι η πρεσβυτέρα έπρεπε να πάρει μια ευλογία για τη μοναστική κουρά. Tέτοια ήταν η ρωσική παράδοση. Συμφώνησε. Ρώτησα τον πνευματικό μου, κι αυτός είπε: "Αυτό πρέπει να το αποφασίσετε με τον ιερέα". Πήγα στον πάτερ Παντελεήμονα, είχαμε δουλέψει μαζί στην κοινωνική υπηρεσία. Η πρεσβυτέρα του είχε πεθάνει, με καταλάβαινε όσο κανείς άλλος. Ο πάτερ μού λέει: «Μα γιατί το κάνεις αυτό; Και τι θα γίνει αν πάρει το χρίσμα και αναρρώσει; Πώς θα είναι τότε τα πράματα; Μοναχή με παιδιά να τρέχουν τριγύρω της;». Το ίδιο βράδυ με κάλεσε μια γιατρός. Κάποιος τής είχε δώσει τον αριθμό μου. Μού λέει: «Άκουσα ότι η γυναίκα σας είναι άρρωστη. Αν ευλογείτε, θα προσπαθήσω να το αντιμετωπίσω». Έτσι λοιπόν, η Αλεξάνδρα ήρθε σε εμάς, μίλησε με την πρεσβυτέρα, πήγε στην κουζίνα, έβαλε το φάρμακο σε ένα κουτάλι. Η πρεσβυτέρα το κατάπιε, είπε ότι ένιωθε πολύ καλά και κοιμήθηκε για μια μέρα. Και από εκείνη τη στιγμή ανάρρωσε. Σύντομα οδηγούσε αυτοκίνητο και πάλι.
Νόμιζα ότι όλα είχαν τελειώσει, ότι ο Κύριος είχε έλεος, συνεχίζουμε. Αλλά ο Κύριος μάς έδειξε ότι μπορεί, αλλά δεν ευλογεί (ΣτΜ: ο Κύριος μπορεί να την θεραπεύσει, για κάποιο λόγο, όμως, θεωρούσε ότι αυτό δεν θα ήταν το καλύτερο για την οικογένεια). Τα φάρμακα σταμάτησαν μια μέρα να έχουν αποτέλεσμα και η κατάσταση τής υγείας τής πρεσβυτέρας άρχισε να επιδεινώνεται πολύ γρήγορα.
Ο Κύριος ήταν μαζί μας κάθε δευτερόλεπτο! Έδινα στη γυναίκα μου την Θεία Κοινωνία κάθε μέρα από το πρωί. Μόλις πήγαινα στην εκκλησία, σκεφτόμουν: Θα αφήσω τα Τίμια Δώρα και μετά την Λειτουργία θα την κοινωνήσω. Ήμουν πάνω στο να φύγω από το διαμέρισμα όταν σταμάτησα στην πόρτα. Ένα τρομαχτικό άγχος με είχε κυριεύσει! Πήγα να την κοινωνήσω. Τότε άρχισε να διαβάζω την Προσευχή τής Θείας Κοινωνίας και ακριβώς πάνω στο σημείο τής προσευχής όπου λέει «νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα», έσβησε η Σβέτα. Μετά από αυτό, όλοι οι συγγενείς που ζούσαν μαζί μας έφυγαν, και μείναν πίσω μόνο εκείνοι που ήταν πάντα με την πρεσβυτέρα: εγώ, τα πέντε παιδιά μας και η μητέρα μου. Την αποχαιρετήσαμε όλοι μαζί.
Στο σημείο τής προσευχής «νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα», έσβησε η Σβέτα
Θεωρώ ότι είναι δείγμα τής Χάρης του Θεού - όταν ένα άτομο πεθαίνει μετά από μια ασθένεια. Πόσο δύσκολο είναι όταν αυτό που αγαπάς είναι πάντα εκεί, και ξάφνου δεν είναι πλέον μαζί σου. Eίναι πολύ «καλύτερα» όταν αργοσβήνεις, και κάποιος αναλαμβάνει τις υποθέσεις σου, οι συγγενείς σου σταδιακά μαθαίνουν να ζουν χωρίς εσένα– κι εσύ εξαφανίζεσαι σιγά-σιγά. Ενώ η πρεσβυτέρα αργοπέθαινε, τα παιδιά τη φρόντιζαν, θυσίαζαν τον προσωπικό τους χρόνο καλλιεργώντας μέσα τους τις πιο απαραίτητες αρετές. Τώρα η μεγαλύτερη κόρη μας, Μάσα, ασχολείται με τα μικρότερα παιδιά. Γνώρισε την αδερφή της με έναν νεαρό, κι η Κσιούσα (ΣτΜ: χαϊδευτικό τού Κσένια) τον περιμένει από τον στρατό. Προχθές τα πέντε παιδιά έφυγαν για την Κριμαία με αυτοκίνητο.
Η πρεσβυτέρα μετακόμισε εκεί όπου ένιωθε καλά. Ζει εκεί και με περιμένει. Θα έρθει η ώρα και θα είμαστε πάλι μαζί.