Το κείμενο είχε δημοσιευτεί στις 22 Οκτωβρίου του 2020, «ημέρα που συμπληρώνονταν δύο χρόνια από την κοίμηση του γέροντα Γρηγορίου (Ζουμή), καθηγούμενου Αγιορείτικης Μονής Δοχειαρίου, που πρωταγωνιστεί στο ντοκιμαντέρ “Πού είσαι, Αδάμ;”».
Πέρσι, το 2019, το ντοκιμαντέρ «Πού είσαι, Αδάμ;» είχε αποσπάσει το μέγα βραβείο (Grand Prix) στο φεστιβάλ ορθόδοξου κινηματογράφου «Ποκρόβ», και πρόσφατα, παρ’ όλες τις δυσκολίες της καραντίνας, έλαβε χώρα η πρεμιέρα της ταινίας για το ευρύ κοινό. Σε πολλές κινηματογραφικές αίθουσες, οι θεατές είχαν την ευκαιρία να δουν μια υπέροχη μεγάλου μήκους ταινία - ντοκιμαντέρ στη μεγάλη οθόνη. Σήμερα συνομιλούμε με τον οπερατέρ και σκηνοθέτη του έργου, τον Αλέξανδρο Ζαπορόσενκο.
– Θα ήθελα, πρώτα από όλα, να σας συγχαρώ για το γεγονός ότι, παρόλο που η καραντίνα έβαλε δικά της εμπόδια, η πρεμιέρα της ταινίας πραγματοποιήθηκε.
– Ναι, μπορούμε να συγχαρούμε όλους μας, όλους τους ανθρώπους που ήρθαν στις αίθουσες, οι οποίοι πίστεψαν, οι οποίοι την περίμεναν και ρωτούσαν επανειλημμένα, πότε θα προβληθεί η ταινία, την ζητούσαν. Εμείς εκπληρώσαμε τη δική μας υπόσχεση, η ταινία προβάλλεται, κάτι που χαροποιεί πολύ και εμένα και τον παραγωγό της ταινίας, τον Αλέξανδρο Πλίσκα.
– Αλέξανδρε, θέλω να γυρίσουμε λίγο την ταινία πίσω. Πώς, γενικώς, σας ήρθε η ιδέα για να κάνετε μια τέτοια ταινία, και να επιλέξετε το Άγιο Όρος για τα γυρίσματα; Και μια προσωπική ερώτηση: Εσείς ποια σχέση είχατε με την Εκκλησία μέχρι τότε; Είστε άνθρωπος της Εκκλησίας;
– Να πω ότι είμαι της Εκκλησίας… Έχω ακούσει την εξής άποψη ότι ο άνθρωπος της Εκκλησίας έχει τρείς σταυρούς: το δικό του, του πατέρα του, του παππού του, και μπορεί και του προπάππου του… Δεν μπορώ να πω ότι συμβαίνει κάτι ανάλογο, όμως μπήκα στη ζωή της Εκκλησίας, κάπου το 2000, και προσπαθώ, όσο μπορώ, να εκκλησιάζομαι και να τηρώ τον ορθόδοξο τρόπο ζωής. Αν και δεν τα καταφέρνω πάντοτε, βέβαια…
Όσον αφορά στο Άγιο Όρος… Δούλευα στη Λαύρα, στο Τμήμα Εκδόσεων, και συχνά έπιανε το μάτι μου και ταινίες για το Άγιο Όρος και άλμπουμ με φωτογραφίες, που έφερναν οι άνθρωποι. Βεβαίως, ονειρευόμουν να πάω εκεί, αλλά το να κάνω και γυρίσματα, ήταν κάτι σαν ένα εντελώς άφταστο όνειρο…
– Στο τρέιλερ της ταινίας υπάρχει μια φράση: «Αυτή η ταινία δεν έπρεπε να έρθει στο φως». Περί τίνος πρόκειται;
– Αυτά τα λόγια έχουν να κάνουν με την πίστη μας. Τη δική μας πίστη, την πίστη των ανθρώπων που περίμεναν την ταινία, όταν ήταν ήδη έτοιμη, την πίστη των ανθρώπων που πίστεψαν σε μας και μας βοήθησαν στα γυρίσματα. Την ταινία αρχίσαμε να την γυρίζουμε κάπου στα τέλη του 2014 – αρχές του 2015. Όλοι ξέρουν, ποια γεγονότα συνέβαιναν τότε στην Ουκρανία. Όλοι ήταν τελείως αδιάφοροι σχετικά με το Άγιο Όρος και κάποια Ελλάδα που είναι κάπου εκεί… Ακόμα και εκείνοι που έχουν πάει στο Άγιο Όρος, έλεγαν: «Ποιο Όρος; Δεν υπάρχουν λεφτά. Γι’ αυτό, παιδιά, ασχοληθείτε με κάτι άλλο». Όμως, εμείς δεν το βάζαμε κάτω…
Εγώ και ο πατήρ Αλέξανδρος Πλίσκα είχαμε έναν κοινό φίλο, τον μακαριστό Αρχιμανδρίτη Λογγίνο (Τσερνούχα). Σπούδασαν μαζί με τον πατέρα Αλέξανδρο. Και εγώ δούλευα υπό την καθοδήγηση του πατέρα Λογγίνου. Έτσι και γνωριστήκαμε. Ήξερα ότι ο πατήρ Αλέξανδρος πηγαίνει τακτικά στο Άγιο Όρος. Μια φορά, σε μια γιορτή στη Λαύρα, τον συνάντησα μαζί με έναν αδελφό από το Δοχειάρι, τον πατέρα Γαβριήλ. Μιλήσαμε και από τότε άρχισε να με ρωτάει: «Θα ήθελες να κάνεις γυρίσματα στο Άγιο Όρος;» Του απάντησα: «Το ονειρεύομαι εδώ και καιρό». Μου λέει: «Υπάρχει ένας άνθρωπος, ο καθηγούμενος της Μονής Δοχειαρίου. Είναι ηλικιωμένος και δεν ξέρουμε πόσα χρόνια θα του δώσει ο Κύριος. Χρειάζεται έστω και ένα απόσπασμα της ζωής του να το αποθανατίσουμε». Η σκέψη αυτή μού φάνηκε ενδιαφέρουσα και έδειξα στον πατέρα Αλέξανδρο την ταινία μου που είχα γυρίσει λίγο πριν. Του άρεσε η ειδική τεχνική της προσέγγισης στην πραγματικότητα με την ολιστική διείσδυση στα διαδραματιζόμενα γεγονότα… Φυσικά, ούτε εγώ, ούτε εκείνος είχαμε λεφτά, δεν είχαμε προϋπολογισμό. Αυτός λειτουργούσε στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωνά και εγώ δούλευα στην τηλεόραση ως εξωτερικός συνεργάτης. Κάποια στιγμή, ο Αλέξανδρος με ρώτησε: «Τι χρειάζεσαι για να αρχίσεις τα γυρίσματα;» - «Κάμερα έχω, φακό έχω, είμαι έτοιμος» - του λέω…
– Γνήσια μοναχική προσέγγιση: πρέπει να κάνεις το πρώτο βήμα.
– Ναι, ναι. Του λέω: «Καταλαβαίνεις, δεν έχω πάει εκεί. Ναι, έχω δει κάποιες ταινίες, έχω δει άλμπουμ με φωτογραφίες, είδα αυτούς τους ανθρώπους, τα μάτια τους, όμως τι μπορώ εγώ προσωπικά να πω για αυτό;» Ήθελα ο ίδιος να πάω εκεί, να δω και να καταλάβω. Και αρχίσαμε να ψάχνουμε για δυνατότητες, να ψάχνουμε λεφτά.
– Το πρώτο σας ταξίδι στο Άγιο Όρος σχετίζονταν με την ταινία;
– Ναι, μπορώ να πω ότι η ταινία άνοιξε τις πόρτες για μένα στο Άγιο Όρος. Έφτασα στη Μονή Δοχειαρίου και αμέσως άρχισα τα γυρίσματα. Την ίδια ώρα ήμουν και προσκυνητής, αφού είχα πάει για πρώτη φορά. Τα παρατηρούσα όλα, τα πάντα έμπαιναν μέσα μου.
– Να μας το περιγράψετε με περισσότερη λεπτομέρεια; Το Άγιο Όρος με τα μάτια ενός ανθρώπου που ξέρει να κοιτάει και να παρατηρεί τις λεπτομέρειες. Ως οπερατέρ, ως σκηνοθέτης, πώς είδατε το Άγιο Όρος;
– Τις πρώτες μέρες, τότε που τα παρατηρείς όλα, κοιτάς την αδελφότητα, το αρχιτεκτονικό σχέδιο της μονής, αυτό το βυζαντινό στιλ, την ακατέργαστη πέτρα, αυτούς τους τοίχους του μοναστηριού που είναι σαν κάστρο… Νιώθεις, να το πω έτσι, μαχητικό πνεύμα. Νιώθεις ότι εδώ ζουν ισχυροί άντρες, αν και εξωτερικά μπορεί να μην φαίνονται έτσι, όμως είναι πραγματικά μαχητές. Ζουν στο κάστρο τους, εργάζονται και πολεμούν, αν και ο εχθρός δε φαίνεται (παρόλο που τον συναντάς ο ίδιος αυτόν τον εχθρό, μετά). Και όλα αυτά τα νιώθεις μέσα στην ψυχή σου.
Ο πατήρ Αλέξανδρος Πλίσκα, ο παραγωγός της ταινίας, πηγαινοέρχονταν στο μοναστήρι για 15 χρόνια, και όλον αυτόν τον καιρό εργαζόταν πολύ επίμονα, ζούσε με το ρυθμό και το ωράριο του Δοχειαρίου, πράγμα που το ένιωσα κι εγώ πάνω μου και κατάλαβα τι είναι αυτό… Όλο αυτό τον καιρό που πηγαινοερχόταν έκτισε αμοιβαία εμπιστοσύνη με τους αδελφούς, και αυτό λειτούργησε σαν στήριγμα πάνω στο οποίο εγώ ακούμπησα μετά, για να μπω στο Δοχειάρι…
Πρέπει να πω ότι μου έδωσαν κελλί αρχιερέα… Πήγα ο άνθρωπος, δε με ξέρει κανείς, άλλοι προσκυνητές κοιμούνται στα διώροφα κρεβάτια, και εγώ σε δωμάτιο για αρχιερέα. Φυσικά, δεν το έκαναν γιατί το άξιζα. Από την άλλη, καταλάβαινα ότι δεν μπορείς να πας έτσι απλά στο Άγιο Όρος. Μπορεί να θέλεις, να καταβάλλεις κάθε δυνατή προσπάθεια και στο τέλος να μη γίνεται.
Υπάρχει η Οικοδέσποινα του Όρους – η Υπεραγία Θεοτόκος. Αυτή τα κατευθύνει όλα, και το ένιωθα και το καταλάβαινα πολύ καθαρά. Γι’ αυτό, πριν το ταξίδι μου, προσπαθούσα να παρακαλάω και να προσεύχομαι ώστε η Μήτηρ του Θεού να μου επιτρέψει να πάω. Και ειλικρινά, τις πρώτες μέρες της παραμονής μου εκεί, ένιωθα πολύ έντονα την παρουσία Της.
– Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε στην καθημερινότητα του μοναστηριού; Ποιες χαρές είχατε, ποιες, ίσως, ανακαλύψεις;
– Ήθελα ο ίδιος να καταλάβω τι είναι το Άγιον Όρος…
Από τις πρώτες μέρες άρχισα να νιώθω έναν συγκεκριμένο ρυθμό. Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα πριν το Πάσχα, τότε που τελειώνουν όλες οι εργασίες στο μοναστήρι και σχεδόν από το πρωί μέχρι το βράδυ τελείται η προσευχή, με εκτενείς πρωινές ακολουθίες. Ύστερα, το μεσημέρι, ετοιμάζουν τον ναό και καθαρίζουν όλα τα εκκλησιαστικά αντικείμενα.
Γενικώς, έχω προσωπικό νυχτερινό τρόπο ζωής. Συνήθως δουλεύω τη νύχτα, και τα πρωινά εγερτήρια δε μου πάνε. Αλλά, εκεί αναγκαζόμουν το πρωί να πηγαίνω στις ακολουθίες.
Το μεσημέρι επιστρέφεις από την ακολουθία και όταν τελειώνει η τράπεζα, σκέφτεσαι: «Να, θα ξεκουραστώ λίγο». Και σου λένε: «Αλέξανδρε! Αλέξανδρε, ελάτε, να βιντεοσκοπήσουμε!».
Στο κελλί έπρεπε να σκαρφαλώνεις με σκάλες. Το Δοχειάρι δε βρίσκεται σε πεδινό μέρος, αλλά κοντά σε θάλασσα, και παντού σε περιμένουν σκαλιά. Δηλαδή ανεβαίνεις – κατεβαίνεις, κατεβαίνεις – ανεβαίνεις… Τον πρώτο καιρό, εξαιτίας αυτού, πονούσαν έντονα οι μύες μου.
– Και πώς εν τέλει καταφέρατε να διεισδύσετε στον κλειστό κόσμο του Άθω με την κάμερα; Πώς έγινε έτσι ώστε οι μοναχοί να ανταποκριθούν θετικά, με τρόπο που να είστε σχεδόν απαρατήρητος;
– Φανταζόμουν τον εαυτό μου όχι ως άνθρωπο με κάμερα αλλά με απόχη που γύρω του να πετάνε πεταλούδες, όμορφες-όμορφες, και να κυκλοφορείς με αυτήν την απόχη ή ακόμα και με μεγεθυντικό φακό. Πλησιάζεις και θαυμάζεις, τι ωραία φτερά, τι χρώματα! Δηλαδή, με την κάμερα στο χέρι πλησίαζα προσεκτικά και γλιστρούσα αθόρυβα.
Δεν κρυβόμουν, δεν χωνόμουν κάπου στους θάμνους, αλλά διαχεόμουν στο χώρο. Και προσπαθούσα με την κάμερα να μην προκαλώ ένταση στους ανθρώπους. Κάποια συγκεκριμένη απόσταση κρατούσα. Αν ένιωθα ότι ενοχλώ κάποιον, διάλεγα τέτοια γωνία ώστε να μη με βλέπει κατάφατσα. Στις ακολουθίες, κυριολεκτικά στρωνόμουν στο πάτωμα, σερνόμουν, μετακινούμουν, κάπου από εκεί κάτω επέλεγα σημεία, με μακρινή εστίαση, χρησιμοποιώντας πολύ ευαίσθητους φακούς, έτσι που να μη χρειάζομαι σε καμία περίπτωση επιπλέον φωτισμό.
– Τι ήταν το πιο βαρύ στα γυρίσματα;
– Έχουμε ήδη ξεκινήσει και μιλάμε για την πρώτη φάση. Ήταν περίοδος προσαρμογής. Έπρεπε να καταλάβω πού βρίσκομαι, πώς να τα γυρίσω όλα, πώς να τα μεταδώσω. Πραγματικά το πιο δύσκολο είναι να μη χάσεις το μεγαλείο της κατάστασης που είχες νιώσει εκεί. Να κρατήσεις την ιδιότητα του προσκυνητή και όχι του τουρίστα που κυκλοφορεί και κοιτάει, σαν να λέει: «Να, έκανα το πρόγραμμα, όλα καλά».
Και επίσης, δεν ήθελα να χάσω την κατάσταση της πρώτης … να πω γοητείας, μάλλον, δεν είναι σωστό… Έμπνευσης, φώτισης, ενός συναισθήματος πραγματικά ανυψωτικού, υψηλού. Αυτό δεν ήθελα να το χάσω. Και το πιο σημαντικό ερώτημα που είχα ήταν πώς μπορώ να μεταδώσω πράγματα που δεν μπορείς να τα εκφράσεις με λόγια; Πώς να εκφράσεις όλες αυτές τις εσωτερικές ανησυχίες και εικόνες μέσα από κινηματογραφικά στιγμιότυπα;
Ας πούμε, ο χειμώνας που βιντεοσκοπούσαμε. Στο Άγιο Όρος ο χειμώνας ανήκει στην τάξη των θαυμάτων. Για τους Έλληνες το χιόνι είναι θαύμα. Όμως είναι και θεομηνία, γιατί δεν είναι έτοιμοι για τον χειμώνα, πόσο μάλλον όταν συμβεί να πέσει δύο μέτρα χιόνι.
Στα γυρίσματα, αυτή η κατάσταση με το χιόνι δεν ήταν εύκολη. Ήταν πολύ επικίνδυνα τα πράγματα. Και στην ταινία αυτό βγαίνει. Δεν είναι μόνο οι εικόνες του χειμερινού Άθωνα, με τα όμορφα έλατα και το χιόνι. Είναι και μια έκφραση μοναξιάς και εγκατάλειψης…
Δε θέλαμε να κάνουμε, κατά κάποιον τρόπο, ένα ιστορικό αλμανάκ για το Άγιο Όρος: «Να, εδώ υπάρχει αυτό το μοναστήρι και τέτοια». Θέλαμε να μεταδώσουμε τις εσωτερικές διεργασίες. Ας πούμε, επιστρέφει ένας από το Άγιο Όρος και τον ρωτάς: «Και, πώς ήταν;». Και για απάντηση ακούς μόνο «Ω! και μπα!…». Πώς να αποδώσεις αυτά τα επιφωνήματα;
Οι άνθρωποι αναχωρούν από κει αλλαγμένοι. Όταν φτάνουν στο Άγιο Όρος, κουβαλούν μαζί τους όλο το δικό τους φορτίο από τον κόσμο. Όλα αυτά τα αφήνουν εκεί. Παίρνουν μαζί τους, όμως, όλα όσα βίωσαν και ένιωσαν. Έκανα μια σκέψη στο αεροπλάνο, τότε που επέστρεφα στο σπίτι: «Το σημαντικό δεν είναι ο αριθμός των λειψάνων που ασπάστηκες σε όλα τα μοναστήρια, ή οι γιορτές που επισκέφτηκες, αλλά πραγματικά σημαντικό είναι να αποκτήσεις αυτή τη χάρη…». Μπορεί και να μην πας και στα είκοσι μοναστήρια και να μείνεις μόνο σε ένα, όπως συνέβη στη δική μου περίπτωση. Πήγα σε ένα και δεν το κούνησα. Ξέχασα ότι υπάρχουν και άλλα 19 μοναστήρια. Για μένα υπήρχε μόνο το Δοχειάρι. Ήταν αυτό που χρειαζόμουν: προσευχή, αδελφότητα, Πάσχα. Και όλο αυτό έπρεπε να χωρέσει μέσα μου και να το καταλάβω…
– Έχω ακούσει από τον πατέρα Αλέξανδρο Πλίσκα ότι του χρειάστηκε αρκετός χρόνος για να πείσει τον Αρχιμανδρίτη γέροντα Γρηγόριο (Ζουμή), που είναι το πρόσωπο – κλειδί στην ταινία. Ότι για πολύ καιρό δεν ευλογούσε γυρίσματα παρόμοιου τύπου, όμως στο τέλος όχι μόνο ευλόγησε αλλά και ο ίδιος πήρε μέρος. Πείτε μας λίγο για τον γέροντα, για την πρώτη συνάντηση, για τις εντυπώσεις, και πώς, ίσως, άλλαξαν στη διάρκεια του χρόνου. Τι σας έμεινε στην καρδιά;
– Για τον γέροντα Γρηγόριο μου έμεινε μόνο η φωτεινή καλή ανάμνηση, αν και, βεβαίως, υπήρχαν διάφορες στιγμές που με προβλημάτισαν. Καμιά φορά συμβαίνει να βρεθείς σε κάποιο μέρος και να σκεφτείς: «Θεέ μου, τι άνθρωποι! Άγιοι άνθρωποι!». Και μετά καταλαβαίνεις: «Όμως είναι ούτως ή άλλως άνθρωποι, ίδιοι άνθρωποι με μας». Για να μην απογοητεύομαι, προσπαθώ να μη γοητεύομαι. Και όντως, η αδελφότητα δε μου έδινε αφορμή για να γοητεύομαι. (χαμογελάει)
Η πρώτη συνάντηση με τον γέροντα ήταν αυτή που στην ταινία δείχνουμε στην αρχή, όπου τον ακολουθεί το σκυλί. Πρέπει να πω ότι η αρχή της ταινίας ήρθε σε μένα αυθόρμητα… Στα ντοκιμαντέρ υπάρχει κάτι το οποίο δεν μπορείς να το βρεις στις σκηνοθετημένες ταινίες του κινηματογράφου. Στη διάρκεια των γυρισμάτων έρχονται κάποια απροσδόκητα δώρα, φτάνει να είσαι προσεκτικός, να ξέρεις να βλέπεις και να παρατηρείς. Ανοίγεις μόνο την κάμερα και τέλος, δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα άλλο.
Και να, αυτή η πρώτη συνάντηση με τον γέροντα: αυτός βάδιζε συνομιλώντας με κάποιον και το σκυλί Μαρκιλίνα τον ακολουθούσε. Αλλά το θέμα εδώ είναι πώς το έκανε! Αυτό φαίνεται πολύ καλά στην ταινία.
Και, βεβαίως, ο γέροντας… Κάθεται ένας γέρος με ράσο, όχι και πολύ καθαρός, ούτε στα μετάξια, μαλλιά ατημέλητα και τα σκυλάκια να τρέχουν τριγύρω του… Ακόμα δεν είχα ζητήσει την ευλογία, άρχισα να βιντεοσκοπώ σιγά-σιγά, βήμα-βήμα πλησιάζω όλο και πιο κοντά. Βλέπω ο γέροντας να αντιδρά ομαλά, δε με διώχνει… Αυτή ήταν η πρώτη μας γνωριμία. Ύστερα, στη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, είχαμε τις ακολουθίες, βεβαίως. Ο γέροντας είναι ηλικιωμένος άνθρωπος, είχε και πολλές ασθένειες… Όμως μαζί με την αδελφότητα πήγαινε σε όλες τις ακολουθίες, όπως ακριβώς οι νεαροί αδελφοί … Φαινόταν ότι αυτός ο άνθρωπος είναι μαχητής, μπορεί και να είχε κάποια τραύματα, όμως είναι… δεν ξέρω… σαμουράι, πραγματικός σαμουράι. Οι σαμουράι έχουν ένα σοφό ρητό που λέει ότι δε νικάει ο δυνατός αλλά αυτός που έφτασε στο τέλος. Αυτό το πνεύμα του μαχητή είναι πολύ σημαντικό. Εξωτερικά ο άνθρωπος μπορεί να είναι αδύναμος, να κινείται με δυσκολία, αλλά μέσα να είναι θύελλα, σπαθί που, χρατς – χρατς, τα ξεκάνει όλα. Εννοώ κόβει και διαλύει τα πάθη, τον εχθρό, τους πειρασμούς των δαιμόνων και άλλες δοκιμασίες. Δηλαδή, μάχεται με τον εαυτό του και τον εχθρό, και το πιο σημαντικό: είναι παράδειγμα για όλους. Είχα επικοινωνήσει με γηραιότερους μοναχούς και με νεότερους… Για αυτούς, ο γέροντας είναι όπως ο προπονητής. Στον προπονητή δεν είναι απαραίτητο να κάνει ο ίδιος όλες τις ασκήσεις, που χρειάζεται να κάνει ένας έμπειρος ή νέος αθλητής. Την πέρασε αυτήν τη δοκιμασία και ξέρει πού και ποια είναι τα μυστικά…
– Κυριολεκτικά, χτες είδα μερικές φωτογραφίες πώς ήταν το Δοχειάρι μερικές δεκαετίες πριν, τότε που ο γέροντας είχε φτάσει εκεί και είχε γίνει Αρχιμανδρίτης της μονής και πώς φαίνεται τώρα. Τώρα είναι λες και ο Ουρανός κατέβηκε στη γη, μπορώ να πω. Αν κοιτάξουμε την αδελφότητα, τους ανθρώπους που εξωτερικά δε δείχνουν τόσο ισχυροί άνθρωποι-Ηρακλήδες, και κοιτάξουμε και τον όγκο των εργασιών που έγιναν κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, με την αδιάκοπη προσευχή του Αγίου Όρους, καταλαβαίνεις πόση δύναμη πρέπει να έχουν, εσωτερική και πνευματική.
– Όπως ακριβώς το λέτε. Βάλε και το συγκεκριμένο φαγητό. Κάθε φορά που πήγαινα και δούλευα, ομολογώ ειλικρινά πως πολλές φορές δεν είχα δυνάμεις. Η ακολουθία αρχίζει στις τρείς τη νύχτα… μέχρι τις εφτά είσαι στην ακολουθία, μετά τράπεζα, μετά την τράπεζα ο ύπνος δύο ώρες, οχτώ με δέκα. Κατόπιν, η καμπάνα μας καλεί όλους στη δουλειά. Όμως, εγώ δεν μπορούσα από μια στιγμή και ύστερα. Άρχισα να πηγαίνω αργότερα. Τους βλέπω όλους να εργάζονται. Μαζεύουν ελιές, ώσπου έρχεται η ώρα του μεσημεριανού. Το μεσημεριανό, παρεμπιπτόντως, ήταν αρκετά συμβολικό. «Ω, Αλέξανδρε, πάλι ήρθες μεσημέρι» - μου λέει κάποια μέρα ο γέροντας. Ντρέπομαι, βεβαίως. Καταλαβαίνω ότι για να μπω σε αυτό τον ρυθμό της ζωής, χρειάζομαι χρόνο, και χρειάζομαι να αποκοπώ από τον συνηθισμένο τρόπο της ζωής μου για να διεισδύσω στο δικό τους τρόπο.
Να πω εδώ ότι δεν κυκλοφορούσα πάντα με την κάμερα. Βιντεοσκοπούσα κάποια σημαντικά στιγμιότυπα και μετά άφηνα την κάμερα για να δουλεύω μαζί τους. Και ο γέροντας δούλευε μαζί με όλους, το ίδιο εντατικά. Έβγαινε το πρωί στους ελαιώνες… Και οι ελαιώνες στο Δοχειάρι βρίσκονται σε διάφορες περιοχές. Υπάρχουν ελαιώνες στα ορεινά, κι άλλοι κάπου πιο κοντά στη θάλασσα. Και ο γέροντας πήγαινε εκεί και όλη την ημέρα μάζευε ελιές… Δεν έβλεπε πολύ καλά, όμως έπιανε τα κλαδιά, μάζευε τις ελιές, τις έβαζε στην ποδιά του και μετά τις έβγαζε από την ποδιά. Δίπλα, η «δυνατή» ομάδα έβαζε δίκτυα κάτω από τα δέντρα και ράβδιζε τις ελιές. Μετά από αυτούς ερχόταν η ομάδα που μάζευε γονατιστή τις ελιές, που είχαν πέσει έξω από τα δίκτυα. Η αδελφότητα όλο και ψάχνει κάτι για να ξεχαστεί, να συζητήσει κάτι, να γελάσει… Και ο γέροντας: «Τσσς! Σιωπή! Προσευχή, την προσευχή του Ιησού να κάνετε». Και όλοι κατευθείαν: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Ή κάποιος, που τη λέει στα ρώσικα: «Господи, Иисусе Христе, помилуй мя, грешного».
…Μαζεύεις αυτές τις ελιές, σέρνεσαι γονατιστός, σέρνεσαι και σκέφτεσαι: «Πόσο κουράστηκα! Βαρέθηκα». Μετά σηκώνεις το βλέμμα σου και μπροστά σου βλέπεις θάλασσα, ήλιο. Σκέφτεσαι: «Να, όσο καθόμουν στο Κίεβό μου, σκεπτόμουν πώς να έρθω στο Άγιο Όρος…». Και εδώ βρίσκεται η περίεργη πλευρά της ανθρώπινης ζωής: κάθεσαι στο Κίεβο, σκέφτεσαι: «Πότε θα πάω στο Άγιο Όρος;». Έρχεσαι στον Άθωνα, εργάζεσαι, και ύστερα λες: «Ωχ, κουράστηκα… Μήπως να πάω σπίτι…» Δηλαδή, δεν είσαι ευχαριστημένος ούτε εκεί ούτε εδώ… Όμως ούτως ή άλλως αντιλαμβάνεσαι ότι στο Άγιο Όρος είναι καλύτερα… Ακόμα και όταν φτάνεις στο τέλος της ημέρας στο κελλί και πέφτεις στο κρεβάτι, είναι τόσο ευχάριστη η κούραση! Τα πόδια σχεδόν βουίζουν ανυπόφορα. Πρέπει να πω ότι η αδελφότητα, πριν πάει για την ακολουθία, από τις δύο μέχρι τις τρείς, έχει τον δικό της κανόνα ατομικής προσευχής. Κάνουν με το κομποσκοίνι την ευχή του Ιησού με μετάνοιες, τουλάχιστον εκατό. Σκέφτομαι: «Για, να δοκιμάσω κι εγώ!». Τελικά μερικές φορές δοκίμασα… Εννοείται ότι εκατό δεν κατάφερα ποτέ…
Συνέχεια σκέφτομαι: πώς μπορούν να ζουν έτσι; Δε δούλευα καθόλου όπως αυτοί, κάπου την έκανα κοπάνα… Και αυτοί, μέσα σε αυτούς είναι και πατέρες 60 ετών και νεαροί, εργάζονται βαριά, μετά κάνουν αυτές τις εκατό μετάνοιες, μετά πάνε και στην ακολουθία… Μέσα μου δεν μπορούσα να το χωρέσω!
– Η δουλειά στο μοναστήρι κράτησε κάμποσα χρόνια. Στον Άθωνα μείνατε κάμποσο καιρό… Με τι μοιάζει πιο πολύ η ζωή στο μοναστήρι; Είναι οικογένεια;
– Οικογένεια. Μπορεί και οικογένεια μελισσών. Πραγματικά αδελφική ατμόσφαιρα… Για παράδειγμα, αν το βράδυ όλοι επιστρέφουν από τη δουλειά, και κάποιος δεν έχει τελειώσει, δε θα τον προσπεράσει κανείς. Θα πλησιάσουν και θα του προτείνουν: «Έλα να σε βοηθήσουμε». Και θα τον βοηθήσουν.
Τηλέφωνα, κινητή σύνδεση δεν έχουν μεταξύ τους. Η μοναδική δυνατότητα συγχρονισμού είναι η ακολουθία το πρωί. Για παράδειγμα, βλέπεις τους πατέρες στην ακολουθία και σου λένε: «Αλέξανδρε, έλα στις 10:00 δίπλα στην είσοδο. Ήθελες να κάνεις γυρίσματα. Συναντιόμαστε και πηγαίνουμε εκεί». Αν πας, ας πούμε, 15 λεπτά αργότερα, κάθεσαι και περιμένεις: «Πού είναι ο παππούλης;» Και αυτός δεν υπάρχει. Είτε τον στείλανε για άλλη δουλειά είτε ήρθε αλλά δε σε βρήκε και πήγε να κάνει τις δουλειές του. Τι να κάνεις; Πρέπει να ψάχνεις, να ρωτάς: «Μήπως έχετε δει τον τάδε πατέρα;» Έχουν εξαιρετική οργάνωση: αν έχετε συμφωνήσει, πρέπει να είσαι εκείνη την ώρα ακριβώς εκεί, τέλος!
Όπως και σε κάθε οικογένεια, ο κάθε άνθρωπος έχει κάποιες αδυναμίες… Κάποιος αυτές τις αδυναμίες τις εμφανίζει… Υπάρχουν και συγκρούσεις. Κάποιος μπορεί να μιλήσει πιο έντονα…
Στο μοναστήρι βρίσκεται ο πατήρ Νείλος. Δουλεύει και στην οικοδομή και στο φούρνο όπου ψήνει ψωμί. Στην ταινία λέει ότι το μοναστήρι είναι όπως το πατρικό σου σπίτι. Στο πατρικό σπίτι προσπαθείς να είσαι προσεκτικός με τα πράγματα, επειδή αυτό το απέκτησες με κόπο, το φροντίζεις… Το μοναστήρι δεν είναι εστία όπου δεν υπάρχει νοικοκύρης… εμείς συνήθως πώς το βλέπουμε, η εστία είναι κάτι κοινό, που δεν ανήκει σε κανέναν… Στο μοναστήρι όμως πρέπει να τα φροντίζεις όλα, όπως ακριβώς τα δικά σου.
Ο πατήρ Νείλος δουλεύει από τα 12 του χρόνια. Τότε, στην Ελλάδα ήταν δύσκολα, σχεδόν συντρίμμια. Έπρεπε να βοηθάει την οικογένειά του και πήγε να δουλέψει σε οικοδομή. Με το που ήρθε στο Δοχειάρι, τότε άρχισαν εντατικά όλα αυτά τα οικοδομικά έργα και με τόσο γρήγορο ρυθμό…
Κάποτε τον ρώτησα: «Πώς η αδελφότητα δουλεύει έτσι; Κανένας δεν τους πληρώνει μισθό, όμως δουλεύουν, με συγχωρείτε, σαν τα βόδια, χωρίς διαλείμματα, χωρίς ιδιαίτερη ξεκούραση…»
– Πού βρίσκεται το κίνητρο;
– Ναι, ποιο είναι το κίνητρο; Και ο πατήρ Νείλος μου λέει: «Δουλεύουμε για τον Θεό, για την Μητέρα του Θεού, για τους Αρχαγγέλους. Και αυτό είναι πιο ισχυρό κίνητρο από τη δουλειά για λεφτά».
Βεβαίως, εκεί καταλαβαίνεις ότι βρίσκεσαι σε μια διαφορετική κουλτούρα, διαφορετική κοινωνία. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην κουλτούρα τη δική μας και την ελληνική. Όμως παρά ταύτα…
Να, που οι Ρώσοι αδελφοί εργάζονται μαζί με Έλληνες. Για παράδειγμα, ο πατήρ Κυρηναίος, ο οποίος μετά την κουρά του έζησε εκεί για οχτώ χρόνια. Πήγε εκεί χωρίς να ξέρει καθόλου ελληνικά. Πήγαινε στις ακολουθίες, χωρίς να καταλαβαίνει λέξη. Πώς ένας άνθρωπος μπορεί να τα εγκαταλείψει όλα και να πάει σε μια ξένη χώρα; Ας είναι ορθόδοξη. Όπως και να χει, εκεί είναι λίγο διαφορετική η Ορθοδοξία, δεν είναι η ίδια με αυτή που συνηθίσαμε εδώ. Δεν είναι ξένη, είναι απλά διαφορετική. Έχεις συνηθίσει σε κάτι, και εδώ πρέπει να προσαρμόζεσαι, κάπου να στριμώχνεις τον εαυτό σου. Αυτή η εσωτερική διεργασία πάνω σου ήταν μέρος και της δουλειάς μας για τη δημιουργία της ταινίας.
Πρέπει να πω ότι κάποιες φορές ήταν πολύ δύσκολα για μένα… Το Άγιο Όρος είναι κατά κάποιον τρόπο έρημος. Αν και υπάρχουν άνθρωποι, όμως εκεί δεν έχεις πώς να διασκεδάσεις τον εαυτό σου.
– Δεν υπάρχει τηλεόραση, δεν υπάρχει διαδίκτυο…
– Ναι. Όπως έλεγε ο Άγιος Ιγνάτιος (Μπριαντσανίνοφ), αν θέλεις να καταλάβεις τον εαυτό σου, κάτσε σε ένα άδειο δωμάτιο, μη διαβάσεις τίποτα, απλά κάτσε στο σκοτάδι. Και θα ακούσεις τον εαυτό σου, θα καταλάβεις την αμαρτωλή σου κατάσταση και θα αντιληφθείς ότι κάτι πρέπει να κάνεις για αυτό. Έτσι αποκαλύπτεται η κατάσταση της ψυχής… Και εκεί, στο Άγιο Όρος, όλα αυτά τα πάθη αρχίζουν να αποκαλύπτονται.
– Αλέξανδρε, λένε, ότι ο κινηματογράφος έχει ως αποστολή να επηρεάζει τις ψυχές των ανθρώπων, να τις αλλάζει, ακόμα και να τις θεραπεύει. Συμφωνείτε;
– Όχι. Θεωρώ ότι η τέχνη δεν αλλάζει τον άνθρωπο. Ας πούμε ότι ένας άνθρωπος πηγαίνει στον κινηματογράφο… Ναι, κάποιο εφέ θα του κάνει εντύπωση, αλλά αυτός δε θα αλλάξει εσωτερικά. Ίσως, ο κινηματογράφος να του δώσει μια κάποια αφορμή, κάποιο κίνητρο. Όμως, για να αλλάξει κανείς, πρέπει να το προσπαθήσει.
Εγώ και ο πατήρ Αλέξανδρος Πλίσκα δε θέλαμε να επιβάλουμε τις δικές μας σκέψεις, να ηθικολογούμε ή να κάνουμε κήρυγμα. Θέλαμε να αναδείξουμε, παραμένοντας στο περιθώριο και να σιωπήσουμε. Να παρουσιάσουμε τους ανθρώπους και να προσπαθήσουμε να το κάνουμε με ειλικρίνεια.
– Στην εποχή της ψηφιοποίησης αποφασίσατε να μην διαθέσετε την ταινία στο διαδίκτυο, αλλά να την προβάλετε στις μεγάλες οθόνες. Γιατί;
– Ο κινηματογράφος είναι κατεξοχήν τέχνη της οθόνης. Η μεγάλη οθόνη και, γενικώς, η προσέλευση του θεατή στην αίθουσα έχει άμεση σχέση με το εφέ της διείσδυσης. Στην πρώτη κινηματογραφική προβολή της ταινίας «Η άφιξη του τρένου» που είχε γίνει το 1895, στο Boulevard des Capucines, οι άνθρωποι πετάχτηκαν από τις θέσεις τους και έτρεχαν, όταν είδαν το τρένο να πλησιάζει. Να το εφέ της διείσδυσης! Πίστεψαν ότι πραγματικό τρένο ερχόταν κατά πάνω τους.
Αυτή την κατάσταση, αυτή την πίστη πρέπει να ζεσταίνει συνεχώς ο κινηματογράφος με τη βοήθεια κάποιων νέων ειδικών εφέ. Αλλιώς, ο θεατής βαριέται.
Στη δική μας περίπτωση, δεν προσπαθούσαμε να διασκεδάσουμε κάποιον ή με κάποιο τρόπο να προσκαλέσουμε το ενδιαφέρον του θεατή. Θέλαμε να τον αποσπάσουμε από τη σημερινή πολυπραγμοσύνη, για να αφήσει στην άκρη το τηλέφωνο για 80 λεπτά. Μόνο ήχος, εικόνα, μεγάλη οθόνη και ο θεατής που σε αυτά τα 80 λεπτά διεισδύει σε αυτό που βλέπει. Τον απορροφά η οθόνη και μεταφέρεται στο Άγιο Όρος. Τα αργόσυρτα πλάνα, ο χαλαρός ρυθμός του μοντάζ, οι ατμοσφαιρικοί θόρυβοι, του ανέμου, της θάλασσας… Όλο αυτό, μου φαίνεται, συνέβαλε ώστε ο θεατής να βυθίζεται σε αυτή την ατμόσφαιρα, μπορεί να αναχαιτίζει το γρήγορο ρυθμό του και να σταματά για μια στιγμή, να βυθίζεται σε αυτή τη ζωή, να αγγίζει αυτό το ιερό μέρος, όπως έλεγε στην ταινία ο γέροντας, αυτήν την κιβωτό της Ορθοδοξίας. Λέει στην ταινία: «Ποτέ μην χάσετε σεβασμό σε αυτήν την κιβωτό της Ορθοδοξίας, στο Άγιο Όρος». Επειδή, πράγματι, είναι ένας από τους τόπους που διαφυλάσσει τον πολιτισμό πολλών αιώνων, τις παραδόσεις των αγίων πατέρων. Και κάθε άνθρωπος που το επισκέπτεται, το νιώθει.
Ο κινηματογράφος είναι μόνο εργαλείο. Μας δίνει τη δυνατότητα να καλέσουμε κόσμο στην αίθουσα για να τους παρουσιάσουμε και να τους πούμε κάτι σημαντικό.
Είναι όπως στην εκκλησία, όταν μαζευόμαστε. Άλλο πράγμα όταν προσευχόμαστε στο σπίτι και άλλο όταν μαζευόμαστε για συλλογική προσευχή. Το σινεμά, βεβαίως, δεν μπορούμε να το συγκρίνουμε με το ναό, όμως το σινεμά δημιουργεί και αυτό κάποια ενωτική σχέση… Ο άνθρωπος κάθεται μπροστά στην οθόνη, και μέσα στην καρδιά του εκείνη την ώρα ξετυλίγονται τα δικά του γεγονότα, ο καθένας αντιλαμβάνεται την ταινία με το δικό του τρόπο. Και ταυτόχρονα, όλοι οι άνθρωποι, καθώς μοιράζονται αυτό που βλέπουν, ενώνονται, μου φαίνεται. Είναι πολύ σημαντικό να βλέπεις πώς οι άνθρωποι βγαίνουν από την αίθουσα με μάτια που «καίγονται» στον προβληματισμό…
Για μένα και τον πατέρα Αλέξανδρο, σε όσες προβολές καταφέραμε να παρευρεθούμε, ήταν πολύ ενδιαφέρουσα η στιγμή: τελειώνει η ταινία, τελειώνουν οι τίτλοι, σκουραίνει η οθόνη, και οι θεατές είναι ακόμα εκεί, καθηλωμένοι. Οι άνθρωποι δεν πάνε πουθενά. Κάθονται ένα λεπτό, δύο… Όλοι θέλουν να καθίσουν σε ησυχία και να διαφυλάξουν αυτή την κατάσταση, αυτό το πνεύμα του Αγίου Όρους που είχαν εσωτερικεύσει.
Εμείς κάναμε τη δική μας δουλειά, η ταινία ζει τη δική της ζωή, επικοινωνεί με τον θεατή. Και είναι πολύ χαρμόσυνο το γεγονός ότι αυτό που θέλαμε να παρουσιάσουμε, το κάναμε χωρίς να το διαστρεβλώσουμε: τον γέροντα, τους μοναχούς, το Άγιο Όρος. Όλα αυτά μπαίνουν ακριβώς στην καρδιά του ανθρώπου, και έτσι καταλαβαίνεις ότι: Έγινε, δόξα τω Θεώ! Αυτό είναι το πιο σημαντικό.
– Μου φαίνεται, όντως, το καταφέρατε! Από όλους τους θεατές, όλους τους «Αδάμ» που άκουσαν την αιώνια κλήση, θέλω να σας ευχαριστήσω για τη δουλειά σας. Είναι πράγματι μια ταινία που σταματάει το χρόνο. Όσο διαρκεί, είναι σαν να μην κυλάει ο χρόνος. Είναι πράγματι μια ταινία, που όταν κοιτάζεις την οθόνη, κοιτάς στα πιο βαθιά του εαυτού σου, στην καρδιά σου.