Η αυλή του Ιερού Ναού της Αναλήψεως στην περιοχή Ντεμέεβκα του Κιέβου ήταν ιδανικό μέρος για μια συνομιλία με τον σκηνοθέτη της ταινίας «Που είσαι, Αδάμ;», Αλέξανδρο Ζαπορόσενκο. Στις πύλες, μάς υποδέχτηκε μια χαρούμενη παρέα με κεντρικά πρόσωπα το γαμπρό και τη νύφη που είχαν γίνει σύζυγοι μερικά λεπτά πριν. Πλησιάσαμε το κιόσκι με τα αναψυκτικά και ο Αλέξανδρος πρότεινε: «έχει καύσωνα, πρέπει να πάρουμε κάτι να πιούμε». Με ένα μπουκάλι εκκλησιαστικού κβας (πρόκειται για ρωσικό παραδοσιακό αναψυκτικό από ψωμί – σημ.μεταφρ.) στα χέρια αναπαυτήκαμε σε ένα παγκάκι, κοντά στην είσοδο του ναού. Αριστερά από μας λαγοκοιμόταν ο γάτος της ενορίας και δεξιά τριγύριζε ντόπιος σκύλος. Το κβας ήταν νόστιμο και εμείς με τον Αλέξανδρο νοερά πετάξαμε προς το Άγιο Όρος Άθω. Σύντομα, βέβαια, αναγκαστήκαμε να επιστρέψουμε στο Κίεβο, καθώς για ένα λεπτό μας παρέσυρε ένα κύμα καλεσμένων στον επόμενο γάμο και μας κούφανε ο ήχος της καμπάνας. Η συνομιλία αποδείχτηκε πως έμοιαζε με γυρίσματα της ταινίας «Που είσαι, Αδάμ;». Είχε διάρκεια, ήταν συναρπαστική αν και είχε και εμπόδια.
– Από τι ξεκίνησε η ιστορία της δημιουργίας της ταινίας σας;
– Ο αείμνηστος αρχιμανδρίτης Λογγίνος (Τσερνούχα) με γνώρισε με τον μέλλοντα παραγωγό της ταινίας, τον πρωτοδιάκονο Αλέξανδρο Πλίσκα. Σπούδαζαν μαζί στις θεολογικές σχολές του Κιέβου. Ήξερα ότι ο πατήρ Αλέξανδρος πηγαίνει συχνά στο Άγιο Όρος. Συνέβη ώστε οι επιθυμίες μας να συμπέσουν. Είχα καιρό που ήθελα να το επισκεφτώ, αλλά το να κάνω και γυρίσματα στο Άγιο Όρος ήταν τελείως άπιαστο όνειρο. Και να που μια φορά ο πατήρ Αλέξανδρος μου πρότεινε ακριβώς αυτό. «Στο Άγιο Όρος υπάρχει ένας γέροντας μεγάλης ηλικίας και θα ήταν καλό να τον αποθανατίσουμε. Δεν ξέρουμε πόσο καιρό ακόμα θα ζήσει» - μου είπε. Εγώ απάντησα: «Πρέπει να πάω για να δω».
Πήρα την κάμερά μου και πήγα στο Άγιο Όρος. Αυτό το ταξίδι ήταν μια αποκάλυψη στη ζωή μου που μου έφερε πνευματική αφύπνιση
Για πρώτη φορά επισκέφτηκα την Ιερά Μονή Δοχειαρίου το 2015, τη Μεγάλη Εβδομάδα. Πήρα την κάμερα, το μικρόφωνο και πήγα στο Άγιο Όρος. Αυτό το ταξίδι ήταν μια αποκάλυψη στη ζωή μου που μου έφερε πνευματική αφύπνιση. Από τη μια, με συνεπήρε η απλότητα της αδελφότητας του μοναστηριού. Κυκλοφορούσαν με παλιά, τριμμένα ρούχα, αλλά αυτό δεν ήταν επιτηδευμένο. Από την άλλη, η αρχαία αρχιτεκτονική, εξαίσιοι ναοί και τοιχογραφίες εξέπλητταν με την αρμονικότητά τους. Και, βεβαίως, οι εκπληκτικές αγιορείτικες ιερές ακολουθίες.
Μετά από εκείνο το ταξίδι, προετοίμασα ένα σύντομο βίντεο και εμείς, με τον πατέρα Αλέξανδρο, αρχίσαμε να το δείχνουμε σε διάφορους ανθρώπους και να ψάχνουμε ομοϊδεάτες που θα ήταν έτοιμοι να στηρίξουν το πρότζεκτ. Όμως, όλοι κουνούσαν μόνο τα χέρια τους και έλεγαν: «Τι Άγιο Όρος, δε βλέπετε τι συμβαίνει στη χώρα;». Εγώ, όμως, εκείνο τον καιρό, είχα καταλήξει στο ότι είχα διαφορετική στάση στο θέμα: τη ζωή πρέπει να την αλλάζεις από μέσα, πρέπει να ξεκινάς από τον εαυτό σου. Να, αυτό ήθελα να δείξω με την ταινία μου.
– Γιατί στο ντοκιματέρ σας δεν υπάρχει ξεκάθαρη δομή; Αυτό δεν ενοχλεί το θεατή στο να εξοικειωθεί με το χώρο της ταινίας και δεν του δημιουργεί απορίες;
Ο Αλέξανδρος Ζαπορόσενκο – Ο ίδιος είχα αποφασίσει από την αρχή ότι δε θα κάνω ένα αλμανάκ για το Άγιο Όρος. Ήδη έχουν γυριστεί πολλά. Δε θέλω να ξεκινώ την ταινία με λόγια: «Αυτό είναι το Άγιο Όρος. Ο μοναχισμός εμφανίστηκε εδώ τότε. Αυτό είναι ο κλήρος της Υπεραγίας Θεοτόκου». Όλοι την ξέρουν αυτή την ιστορία και αν θέλουν μπορούν να τη βρουν. Αν και στην ταινία υπάρχουν μερικά πλάνα που περιφραστικά μεταδίδουν την ιστορία του Δοχειαρίου.
Περισσότερο, ήθελα να μην μιλάω αλλά να δείχνω, να δημιουργώ εικόνες. Γι’ αυτό, στα πρώτα 12 λεπτά στην ταινία δεν υπάρχει ούτε λέξη. Μεγάλης διάρκειας πλάνα, για πολλή ώρα βρέχει… Και αυτά είναι για να τα βλέπει κανείς στον κινηματογράφο, σε μεγάλη οθόνη. Γιατί; Επειδή έχει γίνει πολλή δουλειά όχι μόνο με την εικόνα αλλά και με τον ήχο. Ήθελα να καταφέρω ώστε ο θεατής να διεισδύσει στην ατμόσφαιρα του αγιορείτικου μοναστηριού. Γι’ αυτό, εγκαταλείψαμε εντελώς την ιδέα να υπάρχει εκφωνητής από πίσω για να μην την καταστρέψουμε.
Μας κατηγορούσανε, επίσης, που η ταινία δεν έχει πλοκή, δεν έχει σύγκρουση, ότι έχει διπλό τέλος και δραματουργικά λάθη. Και υποθέτω πως υπάρχουν, αφού η ταινία, στην ουσία, είναι ντεμπούτο. Αλλά στην ταινία υπάρχει σύγκρουση, αν και εκ πρώτης όψεως αυτή δεν είναι φανερή. Υπάρχει και πλοκή: είναι ιστορία αναζήτησης του Θεού από τον άνθρωπο. Το ντοκιμαντέρ «Που είσαι, Αδάμ;» είναι για σένα. Η ερώτηση αυτή απευθύνεται στον καθένα, στο τέλος του έργου. Οι αγιορείτες από το Δοχειάρι έχουν αφιερώσει πλήρως τον εαυτό τους στο διακόνημα του Θεού και έχουν βρει τη θέση τους. Το ερώτημα είναι: εσύ πού είσαι; Που είναι η θέση σου; Τη βρήκες;
Η Ιερά Μονή Δοχειαρίου. Πλάνο από την ταινία «Που είσαι, Αδάμ;»
– Αυτή η ιδέα υπήρχε εξ’ αρχής ή ήρθε στη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας;
– Αυτή εμφανίστηκε αργότερα. Έψαχνα πολύ τον κατάλληλο τίτλο. Μια φορά σε μας, στο Κίεβο, είχε έρθει ο αγιογράφος από το Δοχειάρι. Κάναμε βόλτα στον Βοτανικό Κήπο και με ρώτησε: «Για ποιο πράγμα είναι η ταινία σου; Τι θέλεις να πεις με αυτήν;». Απάντησα ότι εμείς – οι άνθρωποι που ζούμε στον κόσμο – σαν τον Αδάμ, συνεχίζουμε να κρυβόμαστε στους θάμνους, επινοούμε πολλά ενδύματα για να καλύπτουμε τη γύμνια της ψυχής μας. Οι μοναχοί του Δοχειαρίου, όμως, είναι σαν το νέο Αδάμ, ζούνε μπροστά στον Θεό χωρίς ντροπή και λένε: «Κύριε, δέξου μας έτσι όπως είμαστε, γυμνούς, στις αμαρτίες μας. Θέλουμε να συναντηθούμε μαζί Σου». Να από ποιους συλλογισμούς γεννήθηκε ο τίτλος «Που είσαι, Αδάμ;». Ύστερα, τον ενέκρινε και ο γέροντας Γρηγόριος.
Μετά από αυτό, σε ένα από τα ταξίδια μου, άκουσα κάποιον στο μοναστήρι να παίζει πιάνο. Αποκαλύφτηκε ότι είναι ο μοναχός Άβελ. Με καταγωγή από τη Ρωσία, με βραβεία διαγωνισμών μουσικής. Τον γνώρισα και, αυτός ανοίγει το καπάκι πιάνου και εκεί να η επιγραφή «GerhardAdam». Φαντάζεστε;
– Και πώς ο ηγούμενος του μοναστηριού, ο πατήρ Γρηγόριος (Ζουμής), έβλεπε το γεγονός ότι στην μονή του γυρίζουν ταινία;
Ο πρωτοδιάκονος Αλέξανδρος Πλίσκα – Ο γέροντας ήταν επιεικής μαζί μας και μας ευλόγησε για τα γυρίσματα. Με δέχτηκε αμέσως ως δικό του. Είχαμε και μια ιστορία. Όταν είχα έρθει για πρώτη φορά, φορούσα παλιές αλλά πολύ άνετες μπότες. Πριν το ταξίδι αποφάσισα να τις βάψω, αλλά η βαφή έφτασε μόνο για ένα. Έτσι και πήγα στο Άγιο Όρος: στο ένα πόδι μαύρη μπότα και στο άλλο κίτρινο. Και να, προχωρώ με την κάμερα, και ο γέροντας Γρηγόριος ρωτάει τον Αλέξανδρο Πλίσκα: «Γιατί έχει διαφορετικές μπότες;» - «Είναι επειδή αυτό είναι το καλλιτεχνικό του πιστεύω» - απαντάει ο πατήρ Αλέξανδρος. «Α, κατάλαβα» - λέει ο γέροντας. Δηλαδή δικός μας άνθρωπος.
- Στο τέλος της ταινίας υπάρχουν εξαίσιες εικόνες από το πιο ψηλό σημείο του Αγίου Όρους, όμως φαίνεται ότι η κάμερα τρέμει. Υποψιάζομαι, γιατί…
– Εκεί έκανα γυρίσματα με τα χέρια, χωρίς τρίποδο, οι συνθήκες ήταν ακραίες. Για πολλά χρόνια, στην Ελλάδα δεν είχε πέσει τόσο πολύ χιόνι, όπως τότε. Δεν ήξερα ποιον μπορούσα να πάρω μαζί μου και ανέβηκα στην κορυφή του Άθωνα μόνος μου. Για την ταινία μου έλειπαν πλάνα της συγκεκριμένης εποχής που συμβολίζει τη λήθη, τη μοναξιά και την αφάνεια. Ακριβώς αυτά για τα οποία φεύγουν οι άνθρωποι για το μοναστήρι. Αυτή η κατάσταση μου έλειπε. Ε, σκέφτηκα, να δοκιμάσω να φτάσω.
Ήταν πολύ το χιόνι, τα μονοπάτια ήταν κρυμμένα κάτω από το χιόνι, παραλίγο να χαθώ. Μέχρι να φτάσω στην κορυφή, κουράστηκα πολύ και κρύωσα λίγο. Δεν μπορούσα να κάνω γυρίσματα εκεί για πολλή ώρα γιατί ο αέρας κυριολεκτικά με έριχνε κάτω. Η επιφάνεια του χιονιού μετατράπηκε σε πάγο και στεκόμουν στην άκρη του βουνού σαν σε παγοδρόμιο. Μία απρόσεκτη κίνηση και θα μπορούσα να πέσω κάτω. Αν και, τελικά, λυπάμαι που έκανα λίγα γυρίσματα τότε στην κορυφή του Άθω.
– Ποιες άλλες δυσκολίες εμφανίζονταν στη διάρκεια των γυρισμάτων;
– Για μένα ήταν σημαντικό να μην ανατρέψω την υπόληψη του Αγίου Όρους. Είχα τεράστια ευθύνη: οι άνθρωποι μας ανοίχτηκαν και δεν μπορούσα να τους απογοητεύσω. Στην ταινία έχουμε μια μικρή συμπλοκή μοναχών σε οικοδομή. Και είχα μεγάλα ερωτηματικά για αυτό το επεισόδιο. Μπορούμε, άραγε, να το βάλουμε στην ταινία;
Ήθελα να δείξω ότι είναι μια αντρική ομάδα, και, βεβαίως, μπορούσαν και να μαλώσουν
Στην πραγματικότητα, επρόκειτο απλώς για μια μικρή παρεξήγηση ανάμεσα σε μοναχούς. Η αιτία ήταν μια ψυχική ασθένεια ενός δόκιμου. Και ήθελα να δείξω ότι είναι μια αντρική ομάδα, και, βεβαίως, μπορούσαν και να μαλώσουν. Εκείνο το βράδυ ρώτησα τον φούρναρη, πατέρα Νείλο: «Δε μου λέτε, αυτό που έγινε σήμερα είναι φυσιολογικό; Συμβαίνει συχνά εδώ;» Και αυτός απάντησε: «Συμβαίνει. Είναι ζωή. Το σημαντικότερο είναι να ζητάς συγγνώμη μετά από αυτό, οπότε η σύγκρουση εξομαλύνεται».
Και κατάλαβα ότι δεν πρέπει να το κόψουμε αυτό το επεισόδιο από την ταινία, στρογγυλεύοντας την ιστορία μας. Για αυτό και ο γέροντας Γρηγόριος μετά μου είπε στην συνέντευξη: «Μη φοβάσαι τα λάθη μας. Αν είχαμε πει ότι δεν κάνουμε, θα ήμασταν υποκριτές. Είμαστε κι εμείς άνθρωποι και παλεύουμε με τις αμαρτίες μας και τους πειρασμούς».
– Μια από τις πιο συναισθηματικές σκηνές στο ντοκιμαντέρ είναι η κουρά πνευματικού παιδιού του γέροντα Γρηγορίου. Πώς καταφέρατε να μεταδώσετε με τόση ακρίβεια αυτό που τελέστηκε στο κάδρο;
– Εκείνο το παιδί που κούρεψαν, τον έλεγαν Μάρκο. Είχε έρθει στο Άγιο Όρος από την Κριμαία. Ήταν δόκιμος στο μοναστήρι για 8 χρόνια. Έτσι τον δοκίμαζε ο γέροντας. Την ημέρα της κουράς είχε πάει για ξύλα και εδώ ξαφνικά όλοι στο μοναστήρι άρχισαν να τον ψάχνουν. Ακόμα και εμένα με ρωτούσαν: «Μήπως έχεις δει τον Μάρκο;». Και μόλις επέστρεψε από το δάσος, τον στέλνουν αμέσως στον γέροντα. Σήμερα ήταν η κουρά του.
Να, εσύ να τρέχεις ολόκληρη τη μέρα, και τώρα να σου βάλουν το άσπρο πουκάμισο και να σε κηδέψουν. Κοντεύεις σε αυτό 8 χρόνια, και τώρα θα αρχίσεις καινούργια ζωή. Ο ηγούμενος Γρηγόριος κλαίει επειδή ο δόκιμός του πάτησε τη σκληρή οδό, την οδό του στρατιώτη. Και κλαίει τον κοσμικό αυτόν άνθρωπο ο οποίος γίνεται τώρα άνθρωπος πνευματικός, νέος Αδάμ.
Όχι μόνο μου επέτρεψαν να δω το μυστήριο αλλά μου επέτρεψαν ακόμα και να γυρίσω πλάνα του. Και εγώ έπρεπε να το δείξω όλο αυτό όσο γίνεται πιο λεπτά και ευαίσθητα. Τι νιώθεις εσύ ο ίδιος κάτι τέτοιες στιγμές; Μια φορά βρέθηκα στο ιερό του Ιερού Ναού της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου. Εκεί ο Μακαριώτατος Μητροπολίτης κ.Ονούφριος, με άλλους αρχιερείς, τελούσε τη χειροτονία επισκόπου. Και εγώ, βρίσκομαι ανάμεσά τους, και έχω την αίσθηση ότι αυτός είναι ο παράδεισος και γύρω από μένα είναι οι άγγελοι.
Είναι δύσκολο να μεταφέρεις την κατάσταση ανθρώπου που τον έχει αγγίξει η χάρις
Για να μεταφέρεις τέτοιες στιγμές στην ταινία, πρέπει να τα περάσεις μέσα σου και να τα νιώσεις. Πώς αλλιώς να δείξεις πράγματα που συμβαίνουν πίσω από το πλάνο; Είναι δύσκολο να μεταφέρεις την κατάσταση ανθρώπου που τον έχει αγγίξει η χάρις. Είναι ανεξήγητα πράγματα. Γι’ αυτό το ντοκιμαντέρ έχει υπότιτλους. Ούτε καν μου πέρασε η σκέψη ότι κάποιος εκφωνητής θα μπορούσε να μιλήσει αντί για τον γέροντα Γρηγόριο.
– Αν είναι τόσο δύσκολο να μεταφέρεις την πνευματική πραγματικότητα σε βίντεο, τότε έχουν γενικώς νόημα τα χριστιανικά ορθόδοξα ντοκιμαντέρ;
– Καταλαβαίνετε, χωρίς φως δε θα υπήρχε κινηματογράφος. Επειδή η έκθεση της ταινίας ή της μήτρας συντελείται μόνο με τη βοήθειά του. Ο Θεός είναι φως, όπως είπε ο Απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος, αν και το είπε για άλλο φως. Θεωρώ ότι και στον κινηματογράφο και στη φωτογραφία υπάρχει κάποια Θεία συμμετοχή.
Εκτός από αυτό, ακόμα και για τους πιο αυστηρούς μοναχούς στο Δοχειάρι, αυτά τα γυρίσματα ήταν υπακοή, για αυτά τους είχε ευλογήσει ο γέροντας Γρηγόριος. Και εγώ, από τη πλευρά μου, προσπαθούσα να εξασφαλίσω την αποδοχή στα μάτια της αδελφότητας. Γι’ αυτό πήγαινα και δούλευα μαζί τους. Μια φορά, το καλοκαίρι, έπρεπε να καθαρίσουμε το φούρνο. Και αυτό είναι πολύ βρώμικη και δύσκολη δουλειά. Τους λέω: «Θα το καθαρίσω εγώ». Οι μοναχοί είχαν εκπλαγεί: «Έλα, θα καθαρίσεις εσύ το φούρνο;» Όμως, μπήκα μέσα και έγινα μετά κατάμαυρος ως τα νύχια. Και οι μοναχοί μετά από αυτό άρχισαν να με βλέπουν με σεβασμό.
Μετά την δουλειά για την ταινία «Που είσαι, Αδάμ;» δεν ντρέπομαι
– Το ντοκιμαντέρ σας το έχουν δει χιλιάδες θεατές από διάφορες χώρες. Με πολλούς από αυτούς επικοινωνήσατε μετά την προβολή. Για τους ορθοδόξους το θέμα είναι οικείο, όμως πώς αντιδρούσαν στην ταινία οι αλλόθρησκοι και οι άθεοι;
– Άνθρωποι τελείως διαφορετικών θρησκευτικών παραδόσεων το έβλεπαν με μεγάλο ενδιαφέρον και αλλάζανε κιόλας τη γνώμη τους για τον χριστιανισμό. Ξέρω παραδείγματα που από την ταινία εμπνεύστηκαν άθεοι.
Σε όλα τα προηγούμενα έργα μου δεν ένιωθα πλήρη εσωτερική ικανοποίηση. Μου έλειπε η συνείδηση ότι ο κινηματογράφος φέρνει ωφέλεια στους ανθρώπους. Έτσι ώστε όχι απλά να παίρνεις λεφτά και ο θεατής να διασκεδάζει και ύστερα να το ξεχνά. Μετά την δουλειά για την ταινία «Που είσαι, Αδάμ;» δεν ντρέπομαι. Νομίζω ότι δεν τα ξόδεψα τζάμπα αυτά τα τέσσερα χρόνια, και ελπίζω, δικαίωσα την εμπιστοσύνη πολλών ανθρώπων οι οποίοι με εμπιστεύτηκαν και στήριξαν αυτό το πρότζεκτ.