Ηγούμενος Ιωάννης (Τιτόβ)
Πρόσφατα, ήταν ημέρα μνήμης της εκδημίας εις Κύριον του Αρχιμανδρίτη Παύλου (Γκρούζντεβ). Με την ευκαιρία αυτή, δημοσιεύουμε τις αναμνήσεις που διηγήθηκε ο Ηγούμενος Ιωάννης (Τιτόβ), καθηγούμενος της Ιεράς Μονής των Αγίων Μπορίς και Γκλεμπ, στην όχθη του ποταμού Ούστιε, στην περιφέρεια Ροστόβ.
Ο μακαριστός Αρχιμανδρίτης Παύλος (Γκρούζντεβ)
Ήταν το 1991, όταν για πρώτη φορά συνάντησα τον πατέρα Παύλο στην Ιερά Μονή Μεταμόρφωσης και Αγίου Ιακώβ. Είχε επισκεφτεί τη Μονή για να συνεορτάσει την ονομαστική γιορτή του Ηγουμένου Ευσταθίου[1], στις 3 Οκτωβρίου, και τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου του Ροστόβ, στις 4 Οκτωβρίου. Τότε, ήμουν ακόμα δόκιμος. Όλοι περίμεναν την όποια συνάντηση με τον πατέρα Παύλο με ρίγος, επειδή τον έβλεπαν ως «ακτινογράφο»: ο πατήρ Παύλος ανίχνευε βρωμιές που εμείς οι ίδιοι δεν παρατηρούμε. Όταν ο άνθρωπος είναι άρρωστος, από τη μια, χρειάζεται να μάθει για την ασθένειά του προκειμένου να θεραπευτεί, από την άλλη, ωστόσο, φοβάται να το ακούσει. Τον ίδιο ακριβώς φόβο είχα και εγώ μπροστά στον πατέρα Παύλο.
Όταν ο πατήρ Παύλος ερχόταν στο μοναστήρι, φερόταν σε όλους με πολλή καλοσύνη. Προσπαθούσε να τους εμψυχώνει, να τους λέει κάτι, άλλον να του χαϊδεύει το κεφάλι ή να του ανοίγει κουβέντα. Εμένα, μόνο με ευλογούσε και τίποτε άλλο. Βέβαια, ούτε εγώ ο ίδιος έκανα προσπάθειες να τον πλησιάζω. Τότε, εγώ ήμουν ήδη ένας από τους βοηθούς του πατέρα Ευσταθίου, οπότε μια τέτοια ψυχρότητα του πατέρα Παύλου στο πρόσωπό μου δε διέφυγε της προσοχής του. Ο πατήρ Ευστάθιος μου είπε ότι δεν είναι τυχαίο που ο πατήρ Παύλος με κρατάει σε απόσταση.
Αφού είχα γίνει ιερομόναχος, μια φορά, το 1993, χρειάστηκε να πάω στον πατέρα Παύλο. Κοντινός μου συγγενής, ο ανιψιός μου, σε ατύχημα με τη μηχανή του είχε τραυματιστεί πολύ σοβαρά, και έτσι, πήγα στον πατέρα Παύλο στην πόλη Τουτάεβ, για να ζητήσω τις προσευχές του. Ο πατήρ Παύλος με υποδέχτηκε πολύ θερμά, με ευλόγησε, με αγκάλιασε και με ρωτάει:
– Ηγούμενος;
– Όχι, πάτερ Παύλο, ηγούμενος κιόλας;
Και μου λέει χτυπώντας με απαλά στον ώμο:
– Ηγούμενος, ηγούμενος!
Μετά μπήκαμε στο κελί του. Άρχισα να του εξηγώ το σκοπό της επίσκεψής μου, και του ζήτησα να προσευχηθεί για τον ανιψιό. Και ξάφνου εδώ, σαν να μου έριξε κρύο νερό:
– Ας πεθάνει.
Του λέω:
– Πάτερ Παύλο, είναι τόσο νέος.
Ο πατήρ Παύλος σώπασε για δύο λεπτά, μετά με χτυπάει στον ώμο πάλι και μου λέει:
– Θα ζήσει ο Λιόσκα (χαϊδευτικό του Αλέξιου – σημ.μεταφρ.). Πες του ότι ο πατήρ Παύλος προσεύχεται για αυτόν. Θα γιορτάσουμε και το γάμο του.
Όταν πήγα πίσω στη Μονή του Αγίου Ιακώβ και τηλεφώνησα στην αδελφή μου, αυτή μου είπε ότι πράγματι στην αρχή ήταν πολύ σοβαρός ο κίνδυνος, όμως τώρα η κρίσιμη κατάσταση είχε ξεπεραστεί. Δόξα τω Θεώ, όλα έγιναν όπως είχε πει ο πατήρ Παύλος: ο Αλέξιος και επιβίωσε και παντρεύτηκε.
Μετά από αυτή τη συνομιλία, άρχισα να βλέπω τον πατέρα Παύλο πιο οικεία. Δεν είχα πλέον τόσο φόβο μπροστά του, αν και η ευλάβεια και το ρίγος δεν εξαλείφθηκαν.
Ο Αρχιμανδρίτης Παύλος (Γκρούζντεβ)
Το φθινόπωρο του 1994, στην ονομαστική γιορτή του πατέρα Ευσταθίου (τότε ήταν αρχιμανδρίτης αλλά δεν είχε γίνει ακόμα επίσκοπος), ο πατήρ Παύλος πρωτοστάτησε στην ακολουθία και εμείς συλλειτουργούσαμε. Και να που ο πατήρ Παύλος μου κάνει νεύμα και εγώ πρέπει να κάνω εκφώνηση. Εγώ, επιθυμώντας να δείξω το ζήλο μου για τον Θεό και ελπίζοντας ότι αυτό θα αρέσει στον πατέρα Παύλο, κάνω αυτή την εκφώνηση με όλες τις ψυχικές και σωματικές μου δυνάμεις και του κάνω υπόκλιση. Όμως, παρότι ήλπιζα ότι ο πατήρ Παύλος θα εκτιμούσε τις προσπάθειές μου, μου εκστομίζει έναν άλλον «έπαινο»! Με κοιτάει και μου λέει:
– Γιατί δεν κάνεις υπόκλιση; Περήφανε! – Και απευθύνεται στον πατέρα Ευστάθιο: – Είναι υπερήφανος και δεν κάνει υπόκλιση.
Όμως, εγώ όντως είχα κάνει υπόκλιση! Σκέφτομαι, μάλλον, δεν το κατάλαβε. Ο πατήρ Παύλος συμπληρώνει και κάτι άλλο για την υπερηφάνειά μου. Αρχίζω να δικαιολογούμαι:
– Πάτερ Παύλο, έκανα υπόκλιση.
Όμως, αυτό επιδείνωσε πιο πολύ τη θέση μου. Μετά από αυτά τα λόγια, σκεφτόμουν ότι καλύτερα να είχα πεθάνει. Αν είχε πέσει εκείνη τη στιγμή ένα τούβλο ή αν έπεφτε η στέγη, αυτό θα ήταν ευτύχημα για μένα.
Τελειώνει η Θεία Λειτουργία. Στέκομαι δίπλα στην Αγία Τράπεζα και φοβάμαι να κουνηθώ. Όλοι πήγαν να ευχηθούν στον πατέρα Ευστάθιο. Στο ιερό έμειναν μόνο ο πατήρ Παύλος και εγώ. Αυτός κάθεται σε καρεκλάκι και εγώ στέκομαι στην άλλη άκρη του ιερού. Δεν μπορώ να συνέλθω, δεν μπορώ να κουνηθώ, γιατί δεν είχα καθόλου δυνάμεις. Και τότε ο πατήρ Παύλος με καλεί να πλησιάσω. Πλησιάζω. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα πριν, με τράβηξε στο στήθος του, έβαλε τη μύτη του στο μέτωπό μου, με κρατάει και μου λέει:
– Πήγαινε, να ευχηθείς στον πατέρα. Ξέρεις ότι είσαι πολυλογάς. Και ό, τι και να γίνει, μη φύγεις από το μοναστήρι. Να είστε μαζί. Να μην τον αφήνεις.
Σκέφτομαι: ναι, πολυλογάς, ενώ δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Δεν υπήρχε βάσιμος λόγος να με πει «πολυλογά», ούτε πριν ούτε μετά. Και το αντιλαμβανόμουν. Τις αμφιβολίες μου, όμως, τις είχα τότε. Πράγματι, σκεφτόμουν να πάω σε άλλο μοναστήρι. Είχα αρχίσει να σκέφτομαι ότι δεν ασχολούμαι με αυτό που πρέπει. Ότι έχω πάρα πολλές αχρείαστες ασχολίες. Ότι δεν είχα έρθει στο μοναστήρι για να ασχολούμαι με εργασίες νοικοκυριού κτλ… Εδώ, όμως, πετούσα από τη χαρά που ο πατήρ Παύλος με αγκάλιασε. Δεν είχα δυνάμεις στα πόδια, δεν μπορούσα να περπατήσω, αλλά ήμουν ευτυχισμένος.
Μετά, μπαίνει ο πατήρ Ευστάθιος στο ιερό, με κοιτάει με κατανόηση: βέβαια, είναι βαρύ να εισπράξεις ένα τέτοιο άδειασμα από τον πατέρα Παύλο, στην Αγία Τράπεζα. Τέλος πάντων, οι γιορτές τελειώνουν και ο Αρχιμανδρίτης Ευστάθιος ανοίγει μια σοβαρή κουβέντα γύρω από αυτό που άκουσε στο ιερό από τον πατέρα Παύλο. Νιώθω ότι είναι στεναχωρημένος και ότι θέλει να με βοηθήσει ώστε να μετανοήσω για κάτι, να αλλάξω κάτι στη ζωή μου. Με θεωρούσε βοηθό του και μου εμπιστευόταν πολλά. Και να που αποφάσισε να τα συζητήσει όλα ανοιχτά μαζί μου:
– Βλέπω ότι ο πατήρ Παύλος σου φέρεται με ψυχρότητα. Με τον έναν αστειεύεται, στον άλλον λέει κάτι, αλλά σε σένα δίνει μόνο ευλογία και τίποτε άλλο. Μήπως, υπάρχει κάτι που ξέχασες; Σκέψου.
Εκείνη τη στιγμή δεν μπόρεσα να πω τίποτα στον πατέρα καθηγούμενο. Απλώς χαιρόμουν που ένιωθα τη στιγμή που ο πατήρ Παύλος με χάιδεψε, με αγκάλιασε, και έτσι, δε χρειάζονταν λόγια ούτε ήθελα να πω κάτι…
Μετά από δυο βδομάδες, στις 17 Οκτωβρίου του 1994, ο πατήρ καθηγούμενος, καθώς ερχόταν από τη Μητρόπολη, με κάλεσε στο γραφείο του για να συζητήσουμε υποθέσεις της μονής. Προς το τέλος της συζήτησης μου λέει:
– Πάρε, διάβασε.
Μου δίνει ένα έγγραφο με το διάταγμα για την τοποθέτησή μου στη θέση του καθηγούμενου της Ιεράς Μονής των Αγίων Μπορίς και Γκλεμπ[2]. Δε μου είχε κάνει καθόλου εντύπωση και του είπα ότι δεν έχω καλή υγεία για να αναλάβω κάτι τέτοιο.
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Μιχαίας (Χαρχάροβ), ο ηγούμενος Θεόδωρος (Καζάνοβ), η μητέρα Φεβρωνία, ο ηγούμενος Ιωάννης (Τιτόβ) και η αδελφότητα της Ιεράς Μονής των Αγίων Μπορίς και Γκλεμπ
Μετά από αυτή τη συζήτηση, ο πατήρ καθηγούμενος πήγε για δυο βδομάδες στο Βάλαμο και εμένα με άφησε για προϊστάμενο. Ένα απόγευμα, πήγα στη Μητρόπολη, στον Σεβασμιώτατο Μιχαία[3] με αποφασιστικότητα και πρόθεση να τον πείσω ότι δεν έχω δυνάμεις να αναλάβω ηγουμενία στην Ιερά Μονή των Αγίων Μπορίς και Γκλεμπ. Μιλούσαμε με τον Σεβασμιώτατο, περίπου για μια ώρα. Μου διηγούταν για την ηγουμενία του στην Ιερά Μονή Ζιρόβιτσκι. Στο τέλος της συζήτησης ο Σεβασμιώτατος μου λέει:
– Έλα, δοκίμασε, και αν δεν τα καταφέρεις… δεν είναι ποτέ αργά να αρνηθείς.
Όταν επέστρεψε ο πατήρ Ευστάθιος, πήγαμε μαζί στον πατέρα Παύλο να τον ρωτήσουμε σχετικά με τη μετακίνησή μου στο άλλο μοναστήρι. Ήμασταν σίγουροι ότι ο πατήρ Παύλος δε θα ευλογούσε. Θυμόμουν τα λόγια του που μου είχε πει στο ιερό, δηλαδή να μην φύγω από τον πατέρα Ευστάθιο και να είμαστε μαζί.
Όταν φτάσαμε στον πατέρα Παύλο και του εξηγήσαμε την κατάσταση, μας λέει:
– Το διάταγμα το πήρες; Το πήρες. Έτσι και πράττε. Αν δοκιμάσεις να το αποφύγεις, θα δώσεις λόγο στον Θεό. Μέγας είναι ο Όσιος[4] ενώπιον του Θεού. Ό, τι και να γίνει, να μη φύγεις από τον Όσιο!
Προσπαθούσα να του εξηγήσω ότι δεν είναι ωφέλιμο για την Μονή του Αγίου Ιακώβ και ότι δεν υπάρχει λόγος να διασπάμε την αδελφότητα. Ο πατήρ Παύλος δεν άκουσε τίποτα από αυτά.
Καθίσαμε στο τραπέζι, και μετά ο πατήρ Παύλος άρχισε να λέει τέτοια πράγματα για μένα που δεν τα άξιζα καθόλου. Και τότε δεν τα άξιζα αλλά και τώρα δεν τα αξίζω. Στην επιστροφή, ο πατήρ Ευστάθιος μου είπε:
– Ξέχασε τα λόγια που έλεγε ο πατήρ Παύλος. Τα έλεγε για να τα ακούσω εγώ, όχι εσύ.
Με αυτή την συμπεριφορά, ο πατήρ Παύλος σαν να με αποκατέστησε στα μάτια του πατέρα καθηγούμενου, γεγονός το οποίο επηρέασε σε πολλά επίπεδα τις σχέσεις μας. Οι σχέσεις μας είχαν μεγάλη σημασία και για την αναγέννηση της μοναστικής ζωής στην Μονή των Αγίων Μπορίς και Γκλεμπ και για μένα προσωπικά. Καταλαβαίνω ότι αυτό δεν έγινε επειδή το αξίζω. Απλώς, ο πατήρ Παύλος ήθελε να στηρίξει το μοναστήρι στο οποίο είχα τοποθετηθεί ηγούμενος. Έτσι, οι σχέσεις μας με τον πατέρα Ευστάθιο, οι οποίες για ένα διάστημα είχαν παγώσει, αποκαταστάθηκαν. Με μετάθεσαν στην Ιερά Μονή των Αγίων Μπορίς και Γκλεμπ και σύντομα αναχώρησα για εκεί.
Η Ηγουμένη Βαρβάρα (Τρετιάκ) της Ιεράς Μονής της Παναγίας Τόλγσκαγια, ο Αρχιμανδρίτης Παύλος (Γκρούζντεβ), ο Αρχιμανδρίτης Ευστάθιος (Ευδοκίμοβ), ο Ηγούμενος Ιωάννης (Τιτόβ)
Κάθε μήνα, μαζί με τον πατέρα Ευστάθιο, πηγαίναμε στον πατέρα Παύλο. Και μετά, όταν ο πατήρ Παύλος ήταν άρρωστος, τον επισκεπτόμασταν σχεδόν κάθε βδομάδα. Στην τράπεζα του πατέρα Παύλου παίρναμε πνευματικά μαθήματα μοναχικής ζωής, εμπειρία της οποίας δεν είχε σχεδόν κανένας εκείνη την εποχή. Ο πατήρ Παύλος, όμως, είχε εκείνο το μοναχικό πνεύμα, χωρίς το οποίο δε γίνεται να γίνεις μοναχός. Για μένα, ήταν απολύτως απαραίτητο να το νιώσω. Είναι τρομερό να έχεις ευθύνη για μια μονή και να μην έχεις εμπειρία. Μπορείς να ζεις ακολουθώντας τους τύπους, ωστόσο πρέπει να τρέφεσαι και με το πνεύμα. Και στο τραπέζι του πατέρα Παύλου, το σημαντικότερο δεν ήταν η τράπεζα, που καθόμασταν και συζητούσαμε τις υποθέσεις μας. Το σημαντικότερο ήταν η ευτυχής ευκαιρία να τρέφεσαι από τον πατέρα Παύλο με το μοναχικό πνεύμα. Όλοι εμείς που καθόμασταν στο τραπέζι το καταλαβαίναμε, βεβαίως. Προσπαθούσε να μας θρέψει με πνευματική τροφή, καθώς συνειδητοποιούσε ότι φεύγει και πρέπει να διδάξει στους ανθρώπους να ζουν χριστιανικά.
Αυτά που έλεγε ο πατήρ Παύλος, στην αρχή, μπορεί και να μην τα αντιλαμβανόμασταν, ωστόσο, τα αισθανόμασταν. Αισθανόμασταν τη χαρά και τη δίψα για αυτή την επικοινωνία. Και μετά από κάποιο διάστημα, καταλαβαίναμε και τα οφέλη. Μερικές φορές αυτά που μας έλεγε ο πατήρ Παύλος τα συνειδητοποιούσαμε μετά από πολλά χρόνια. Όσα μας έλεγε ήταν για να μας βοηθήσουν στο μέλλον. Για να μπορούμε να στηριζόμαστε πάνω σε αυτά.
Από τα μαθήματα που μου έκανε ο πατήρ Παύλος, κάποια έγιναν απολύτως απαραίτητα. Δεν ξέρω πώς θα ήταν η ζωή στο μοναστήρι, χωρίς αυτά που μας έμαθε ο πατήρ Παύλος. Όταν δεν είσαι πολύ σίγουρος, αν πράττεις σωστά ή όχι, και όταν δεν έχεις που να στηρίζεσαι, τότε τα λάθη μπορούν να είναι πολύ σοβαρά. Ευχαριστώ τον Θεό που μου έστειλε στήριγμα, όταν έγινα καθηγούμενος. Καταλάβαινα ότι χωρίς τον πατέρα Παύλο, τον πατέρα Ευστάθιο, και τη στήριξή τους, δεν μπορούσα να σταθώ. Ο πατήρ Παύλος, για παράδειγμα, μιλούσε για πράγματα που δεν τα καταλαβαίναμε άμεσα. Ωστόσο, έμειναν στη μνήμη μου και με βοήθησαν να σταθώ μετά.
– Τρείς μοναχοί κάνουν μοναστήρι. Τρείς μοναχοί και πέντε κουζουλοί, τι μοναστήρι είναι αυτό;
Και ως επιβεβαίωση των λόγων του διηγούταν για την Ιερά Μονή του Αγίου Βαρλαάμ στο χωριό Χούτιν:
– Στην Ιερά Μονή του Αγίου Βαρλαάμ, τα τελευταία χρόνια, ήταν τρείς μοναχοί, όμως τι υψηλής ζωής ήταν το μοναστήρι! Και που να βρεις τώρα τριάντα μοναχούς… Συνεταιρισμός… Ας έχεις τρείς μοναχούς, αλλά να είναι μοναστήρι.
Έτσι, με προειδοποιούσε για να μην ανησυχώ που είναι λίγοι. Τα λόγια του έδιναν κάποια προοπτική και δεν ένιωθα απελπισία. Μου έλεγε:
– Να δώσει ο Θεός και θα έρθουν και μοναχοί μεγάλης ηλικίας. Μπορεί και από το Άγιο Όρος.
Νομίζω πως τα λόγια του πατέρα Παύλου θα μπορούσα τώρα να τα συνδέσω με τον πατέρα Αθανάσιο[5], αρχιμανδρίτη της Λαύρας της Αγίας Τριάδας και του Αγίου Σεργίου, ο οποίος στα τελευταία χρόνια της ζωής του ερχόταν και έμενε στο μοναστήρι μας. Πάνω από σαράντα χρόνια, ήταν δίπλα στα λείψανα του Οσίου Σεργίου, και τα 14 τελευταία χρόνια ήταν προϊστάμενος στον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδας της Λαύρας. Οι συμβουλές του και οι ομιλίες του, επίσης, ήταν για μένα μαθήματα μοναχικής ζωής. Ο πατήρ Αθανάσιος, όπως και ο πατήρ Παύλος, δε φαινόταν να έλεγε κάτι σημαντικό. Όμως, σε αυτά τα αφηγήματα υπήρχε μοναχικό πνεύμα. Θυμόταν πώς πήγε στη Λαύρα και πρόλαβε εκεί 70 εκείνους τους παλαιούς μοναχούς – «γεροντάκια», όπως έλεγε. Πόσο τους σέβονταν η νεαρή αδελφότητα τους μοναχούς αυτούς! Ο πατήρ Αθανάσιος έλεγε τι ένιωθε, όταν έβλεπε έναν μοναχό μεγάλης ηλικίας μπροστά του. Έπρεπε, για παράδειγμα, να κάνει κάποιο διακόνημα και έπρεπε να τρέξει για να το κάνει γρήγορα. Μπροστά προχωρούσε ένας μοναχός, πραγματικός παλαιός μοναχός, «σαν Άγγελος», όπως έλεγε. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Πηγαίνεις και φοβάσαι να ανασάνεις για να μην τον ενοχλήσεις και περιμένεις να προχωρήσει για να μην τον προσπεράσεις. Και αν έρχεται από απέναντι, κάνεις υπόκλιση μέχρι τη γη». Αυτό ήταν έκφραση μεγάλης τιμής και ευλάβειας μπροστά στα παλαίσματα, που έχουν κάνει, και μπροστά στα χρόνια που έχουν ζήσει και που έχουν περάσει από φυλακές και εξορίες. Ο πατήρ Αθανάσιος, όταν σύγκρινε τη σημερινή ζωή στα μοναστήρια με εκείνης της εποχής, έλεγε: «Τώρα τι; Τώρα ένας νεαρός μοναχός μπορεί να χτυπήσει την πλάτη ενός γέρου και να μην σκεφτεί πόσων χρονών είναι και ποιος είναι μπροστά του». Ο πατήρ Αθανάσιος έβρισκε ησυχία στην Ιερά Μονή των Αγίων Μπορίς και Γκλεμπ. Κάτι τον προσέλκυε εδώ, όμως δεν μπορούσε να αφήσει τη Λαύρα, τον Όσιο Σέργιο. Ο πατήρ Αθανάσιος με έφερε στον πατέρα Κύριλλο (Πάβλοβ). Είμαι πολύ ευγνώμων στον Θεό για αυτό: αν δεν είχα επικοινωνία με τον πατέρα Παύλο, δεν θα είχα συναντήσει και αυτούς τους γέροντες.
Ο πατήρ Αθανάσιος (Αλαφίνοβ) με την εικόνα της Ανάστασης του Χριστού, 1984.
Τα λόγια που μου έχει πει ο πατήρ Παύλος έρχονται στο μυαλό μου, ακριβώς την ώρα που τα χρειάζομαι. «Γιατί τα χρειάζομαι αυτά;» - αυτό ήταν το ερώτημα που με απασχολούσε φορές-φορές, όταν ο πατήρ Παύλος μού έλεγε κάτι. Ήταν λες και τα είχα ξεχάσει ως αχρείαστα. Όμως, μετά από δυο-τρία χρόνια, μετά από πέντε χρόνια, τα λόγια αυτά γίνονταν τόσο σημαντικά που μού έλυναν κάποιο πρόβλημα. Είναι οι φορές που θυμάσαι ότι ο πατήρ Παύλος το έλεγε αυτό. Έτσι αρχίζεις να τον σκέφτεσαι, νιώθεις την ανάγκη για προσευχές του και νιώθεις τη βοήθεια που έρχεται. Συνήθως, προβλήματα λύνονταν, και μετά από επισκέψεις στον τάφο του.
Νομίζω ότι πολλοί μπορούν να το επιβεβαιώσουν. Όλοι όσοι είχαν επικοινωνία με τον πατέρα Παύλο και είχαν, κάποτε, την υποστήριξη του, με κάποιο τρόπο συνδέονται μεταξύ τους. Μερικές φορές συναντάς έναν άνθρωπο, επικοινωνείς μαζί του και νιώθεις μια ιδιαίτερη συμπάθεια, και μετά ανακαλύπτεις ότι ο πατήρ Παύλος είχε παίξει σημαντικό ρόλο και στη δική του ζωή.
Από την άλλη, άνθρωποι που δεν ήξεραν τον πατέρα Παύλο και που μόνο από συζητήσεις άκουγαν για αυτόν, αλλά που δεν ήξεραν πώς επικοινωνούσε με τους ανθρώπους, μέσα σε ποιά συμφραζόμενα έλεγε κάτι, όταν αυτοί οι άνθρωποι διηγούνται κάτι για τον πατέρα Παύλο, συχνά χάνουν το σημαντικότερο, το πνεύμα του. Να, ας πούμε λένε ότι ο πατήρ Παύλος έβριζε. Με ποιον, πώς και για ποιο λόγο; Μάλλον, για να αφυπνίσει τη συνείδησή των ανθρώπων. Αν, μετά από κάτι τέτοιο, ο συνομιλητής του πατέρα Παύλου σταματούσε να βρίζει, αυτό σημαίνει πολλά! Έλεγαν, π.χ., ότι ο πατήρ Παύλος, καμιά φορά, έπινε. Όμως, όταν έπινε μαζί με τους ανθρώπους στο ίδιο τραπέζι, και μετά από αυτό, συνέβαινε αυτοί οι άνθρωποι να έχουν μέτρο, τότε και αυτό σημαίνει πολλά.
Όταν από τον πατέρα Παύλο ζητούσαν να προσεύχεται, αυτός έλεγε, δείχνοντας στην καρδιά: «Σας έχω εδώ».
Η Ιερά Μονή των Αγίων Μπορίς και Γκλεμπ. Φωτογραφία του Α.Ποσπέλοβ / Pravoslavie.Ru
Και, βεβαίως, νομίζω ότι ένιωθε ευθύνη για το μοναστήρι στο οποίο με είχαν τοποθετήσει ως ηγούμενο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του πατέρα Παύλου συνέπεσαν με την αναγέννηση της Ιεράς Μονής των Αγίων Μπορίς και Γκλεμπ και με τη δική μου ηγουμενία εδώ. Και το ότι ο πατήρ Παύλος συμμετείχε στη ζωή του μοναστηριού με τόση θέρμη και με τόση ζωντάνια, θεωρώ ότι δεν είναι επειδή το αξίζω αλλά επειδή το έχει ανάγκη η μονή.
Καθώς γνώριζε ότι δεν έχω εμπειρία και ότι εξαιτίας αυτού θα μπορούσα να προκαλέσω πολλά δεινά και κακουχίες, αν δεχόμουν την αδελφότητα, ο πατήρ Παύλος μου είπε:
– Μη φοβάσαι να βγάλεις έξω από τις πύλες δέκα δικαίους: τον δίκαιο δε θα τον εγκαταλείψει ο Κύριος. Ο δίκαιος θα πάρει στεφάνι και εσύ θα πάρεις ανταμοιβή, επειδή φρόντιζες το κοπάδι. Να φοβάσαι να επιτρέπεις στο λύκο και στο άρρωστο πρόβατο να μπαίνουν στο κοπάδι. Θα το χάσεις το κοπάδι.
Πόσο μεγάλη ήταν η στήριξή του, δεν μπορεί να το φανταστεί άνθρωπος που δεν έχει μπει στα παπούτσια μου και δεν έχει νιώσει την ευθύνη που μου είχαν αναθέσει. Γιατί στο μοναστήρι έρχονταν διάφοροι άνθρωποι. Καμιά φορά, έρχεται ένας εκ πρώτης όψεως ευλαβής άνθρωπος, του λες όχι, επειδή αισθάνεσαι κάποια ανησυχία, και αυτός φεύγει βρίζοντας.
Ο πατήρ Παύλος έλεγε ότι ο καθηγούμενος πρέπει να δείχνει και βέργα, γιατί τότε βλέπεις αν είναι πρόβατο ή λύκος: αν έδειξε δόντια, είναι λύκος. Ο καθηγούμενος πρέπει να ποιμαίνει τα πρόβατα και να αποδιώχνει τους λύκους. Είναι δύσκολο να κάνεις αυτό το βήμα, ώστε να μην «εμποδίζεις κάποιον να πηγαίνει στον Θεό», όπως διαμαρτύρονται συνήθως, όταν έρχονται το μοναστήρι. Πολύ αργότερα, όταν έχεις την εμπειρία, μπορείς κάπως να βγάλεις άκρη στην υπόθεση και να διακρίνεις, ότι όσο περισσότερο θρασύς είναι ο άνθρωπος, άλλο τόσο λιγότερη ευλάβεια έχει, τόσο λιγότερη επιθυμία έχει να εργαστεί για τον Θεό. Και όταν άρχισαν να μου λένε: «Είσαι έτσι και είσαι αλλιώς, δε μας αφήνεις να πάμε στον Θεό», σκεφτόμουν: Άρα, δεν είναι στο σωστό δρόμο. Δε γίνεται να μην αφήσω κάποιον να πλησιάζει τον Θεό, κι ας χρειαστεί να έρθει άλλες δέκα φορές. Όποιον χρειάζεται δεν τον διώχνεις και με ξύλο. Ούτε μπορείς να τρέχεις πίσω από τον καθένα και να τον προσελκύεις με καρότα, δεν έχεις τόσα καρότα. Πολλές φορές με τα λόγια του πατέρα Παύλου έβαζα τέτοιους ανθρώπους στη θέση τους. Κάτι τέτοιες διδαχές, με δυο-τρείς λέξεις, φτιάχνουν την οπτική μας στη ζωή. Που να επαναφέρεις στη μνήμη σου όλα όσα έχεις διαβάσει… Και εδώ το: «Μη φοβάσαι να βγάλεις έξω από τις πύλες δέκα δικαίους. Να φοβάσαι να επιτρέπεις στο λύκο και στο άρρωστο πρόβατο να μπαίνουν στο κοπάδι» - πιάνει τόπο και όλα μπαίνουν στη θέση τους. Σε πολλές περιπτώσεις τα λόγια του πατέρα Παύλου, που αρχικά δεν τα είχα καταλάβει, ήταν ο σπόρος που έδινε καρπό.
Μπορεί να διαβάζεις πολλά, μπορεί και να τα διατηρείς κιόλας στη μνήμη σου, αλλά θα είναι φορτίο που κουβαλάς για να μπορείς να το αξιοποιείς όταν είναι να επιδεικνύεις τις γνώσεις σου, χωρίς, ωστόσο, να μπορείς να κάνεις αυτή την αποσκευή πράξη. Τα λόγια του πατέρα Παύλου ήταν συχνά σύντομα αλλά πάντα ήταν ωφέλιμα. Για παράδειγμα, τέθηκε το ερώτημα αν χρειάζεται να ενδιαφερόμαστε για τον εχθρό του γένους των ανθρώπων. Άρχισαν να βγαίνουν πολλά βιβλία για τον κόσμο των δαιμόνων και πολλοί ενδιαφέρθηκαν για το θέμα. Τα βιβλία αυτά διαβάζονταν σαν λογοτεχνία. Και ο ίδιος ενδιαφερόμουν: σκεφτόμουν ότι πρέπει να γνωρίζουμε τον εχθρό. Ο πατήρ Παύλος με μεγάλη σαφήνεια έβαλε όλα τα πράγματα στη θέση τους:
– Τεμπελιάζουμε να μαθαίνουμε για τον Θεό, αλλά τη μύτη μας τη χώνουμε εκεί.
Ο Ηγούμενος Ιωάννης (Τιτόβ), καθηγούμενος της Ιεράς Μονής των Αγίων Μπορίς και Γκλεμπ. Φωτογραφία του Α.Ποσπέλοβ / Pravoslavie.Ru Τόσο απλά! Με δυο λέξεις. Αν χώνουμε τη μύτη μας εκεί, αυτό και παίρνουμε. Όταν εμείς επικεντρωνόμαστε στην άβυσσο, τότε και η άβυσσος επικεντρώνεται σε εμάς. Μην χώνεσαι, μην κοιτάς εκεί, να κοιτάς τον Θεό, κοίτα εκεί όπου μας καλούν οι Άγιοι.
Με εξέπληξαν, επίσης, ορισμένα περιστατικά με τα κειμήλια, που μου είχε ευλογήσει ο πατήρ Παύλος να τα πάρω, πολύ καιρό πριν το θάνατό του, αλλά που μετά, ήταν σαν να το είχε ξεχάσει.
Περίπου ένα εξάμηνο, μπορεί και παραπάνω, πριν το θάνατό του, ο πατήρ Παύλος με είχε ευλογήσει να πάρω την εικόνα του Οσίου Δωρόθεου του Ιούγσκιϊ. Η εικόνα είχε αγιογραφηθεί στην Ιερά Μονή Αγίας Σκέπης στην περιοχή Μολόγα, όπου μια από τις θείες του ήταν προϊστάμενη των αγιογράφων. Ο πατήρ Παύλος, μια φορά, πήρε αυτή την εικόνα και μου είπε:
– Αυτή είναι για σένα.
Μετά την κοίταξε και συμπλήρωσε:
– Βεβαίως, χρειάζεται συντήρηση, - και την έβαλε πάλι στο τραπεζάκι του. Μετά λέει:
– Δεν πειράζει, θα της κάνεις συντήρηση.
Μετά από κάποιο καιρό, ο πατήρ Παύλος, ενώ κοίταζε την εικόνα της Παναγίας Σεστόκοβσκαγια, αγιογραφημένη σε μουσαμά, τοποθετημένη στον τοίχο απέναντι από το κρεβάτι του στο κελλί, μου λέει:
– Ιδού, ο πατήρ Ευστάθιος έχει την εικόνα Σεστόκοβσκαγια. Ο πατήρ Γρηγόριος έχει. Αυτή είναι για σένα. Εντάξει, θα την πάρεις μετά, την έχω κρεμάσει στον τοίχο.
Μήνες πριν από το θάνατο του πατέρα Παύλου, ο πατήρ Ευστάθιος και εγώ ήμασταν στον πατέρα Παύλο. Μας λέει:
– Εδώ έχω από ένα μανδύα για τον καθένα σας. Λοιπόν, μετά, όταν θα μοιράζονται τα πράγματα, τότε θα τα πάρετε, όχι τώρα. Τα πράγματα τα είχαν μεταφέρει, κάπου τα είχαν βάλει και τώρα είναι δύσκολο να τα βρούμε.
Σύντομα ξεχάστηκαν όλα αυτά: Ε! Υποσχέθηκε; Υποσχέθηκε και; Μετά το θάνατο του πατέρα Παύλου, την ημέρα της κηδείας του, ο πατήρ Ευστάθιος, μόλις τελείωσε η τράπεζα μνημοσύνου, απευθυνόμενος στον αδελφό του πατέρα Παύλου, Αλέξανδρο Αλεξάνδροβιτς, στη Μαρία Πετρόβνα (μελλοντική μοναχή Παύλα, βοηθό του πατέρα Παύλου), λέει:
– Εγώ δε θέλω τίποτα άλλο εκτός από το μανδύα που φορούσα όταν τελούσα το πρώτο μνημόσυνο για τον πατέρα Παύλο και τη ράβδο του.
Στην τράπεζα μνημοσύνου για τον πατέρα Παύλο (Γκρούζντεβ)
Άρχισαν να ψάχνουν τον μανδύα και τη ράβδο και δεν μπορούσαν να τα βρουν. Εκείνη τη στιγμή, ο πατήρ Ευστάθιος έριξε μια ματιά στην κουρτίνα στο παράθυρο, όπου σε ένα καρφί κρέμονταν δύο μανδύες. Δεν ξέρω, με ποιο τρόπο βρέθηκαν εκεί. Ο πατήρ Ευστάθιος βγάζει αυτούς τους δύο μανδύες, και τότε θυμηθήκαμε ότι ο πατήρ Παύλος μας τους είχε υποσχεθεί. Ο πατήρ Ευστάθιος λέει:
– Δε χρειάζομαι τίποτα άλλο, παίρνω αυτό τον μανδύα και τον άλλον τον δίνω στον πατέρα Ιωάννη.
Φόρεσα αυτόν τον μανδύα, τον έφερα στο μοναστήρι μου και τον κρέμασα στο κελλί μου.
Στα εννιάμερα, καθόμαστε στην τράπεζα μνημοσύνου, ενώ στο κελλί του πατέρα Παύλου ο Ανατόλιος, ο Βλαδίμηρος Μπελόβ, ο πατήρ Γρηγόριος και η Μαρία τακτοποιούν τα πράγματα του πατέρα Παύλου. Ο Βολόντια Μπελόβ παίρνει την εικόνα του Οσίου Δωρόθεου του Ιούγσκιϊ, την οποία ο πατήρ Παύλος μου είχε υποσχεθεί πολύ καιρό πριν, και λέει:
– Δε χρειάζομαι τίποτα. Θα πάρω μια εικονίτσα μόνο.
Βλέπω ότι πρόκειται για εκείνη την εικόνα που ο πατήρ Παύλος με είχε ευλογήσει να πάρω. Η καρδιά μου λίγο σκίρτησε. Θυμήθηκα ότι μου την είχε ευλογήσει. Και μετά έγινε κάτι το ακατανόητο. Ο Βλαδίμηρος λέει:
– Λοιπόν, παίρνω αυτή την εικόνα, - πλησιάζει με αυτή την εικόνα στο τραπέζι, - για να την δώσω στον πατέρα Ιωάννη.
Όταν ο πατήρ Παύλος με είχε ευλογήσει να πάρω αυτή την εικόνα, δεν ήταν παρών. Ακόμα κι εγώ τα είχα σχεδόν ξεχάσει αυτά!
Μετά από λίγο, ο πατήρ Γρηγόριος με τον Ανατόλιο βγάζουν από τον τοίχο την εικόνα Σεστόκοβσκαγια. Ο Ανατόλιος λέει στην Μαρία Πετρόβνα:
– Δώσε μου ένα τραπεζομάντηλο για να τυλίξω την εικόνα.
Βλέπω ότι και αυτή η εικόνα είχε ευλογηθεί για μένα. Ο Ανατόλιος την τυλίγει με τραπεζομάντηλο, πλησιάζει και μου την δίνει. Έτσι και η εικόνα Σεστόκοβσκαγια ήρθε σε μένα. Μετά ήρθε η σειρά για το κομποσκοίνι του πατέρα Παύλου, το καλυμμαύχι του. Ύστερα, ο Αλέξανδρος Αλεξάνδροβιτς μου έφερε το χαλάκι από το κελλί του πατέρα Παύλου. Στη συνέχεια, ο Ανατόλιος μου έφερε τα αγαπημένα μποτάκια του πατέρα Παύλου της δεκαετίας του 1930, τις γαλότσες και τη ζακέτα του, την οποία φορούσα, όταν πήγα στον πατέρα Νικόλαο στο νησί Ζάλιτ.
Ο πατήρ Νικόλαος[6] με εξέπληξε με τη σοβαρή του προσέγγιση στα κειμήλια. Εγώ το καλυμμαύχι του πατέρα Παύλου το φορούσα, για δυο χρόνια, χωρίς να το βγάζω, επειδή δεν προλάβαινα να αγοράσω άλλο. Μου ταίριαξε τέλεια και το φορούσα. Τα μποτάκια με τις γαλότσες μού τα έφερε ο Ανατόλιος και μου είπε: να τα φορέσεις εσύ ή κάποιος άλλος από την αδελφότητα (Δόξα τω Θεώ, είχαμε και άλλα για να αφήσουμε τα κειμήλια άθικτα!). Το ίδιο και με τη ζακέτα του πατέρα Παύλου. Την φόρεσα, όταν πήγα στον πατέρα Νικόλαο, όχι μόνο επειδή για μένα ήταν κειμήλιο, αλλά επειδή ήταν ζεστή και δεν βρήκα τίποτα άλλο εκείνη τη στιγμή να φορέσω.
Ο Πρωθιερέας Νικόλαος Γκουριάνοβ
Όταν πήγα στον πατέρα Νικόλαο, έβγαλε το καλυμμαύχι από το κεφάλι μου, το φόρεσε ο ίδιος και μου λέει:
– Καλό καλυμμαύχι, επειδή είναι απλό. Τέτοιο να φοράς.
Πριν από αυτό, είχαν προσπαθήσει να μου κάνουν δώρο ένα καλυμμαύχι με καλή γούνα, αλλά αρνήθηκα επειδή θα αναγκαζόμουν να δώσω λόγο για ένα τέτοιο καλυμμαύχι. Και είπα στον πατέρα Νικόλαο ότι και η ζακέτα είναι του πατέρα Παύλου.
Και ο πατήρ Νικόλαος, χωρίς καθόλου τη σαλότητα, που καμιά φορά έχουμε όταν μιλάμε για κάτι ιερό, και θέλοντας να δείξει πόσο πολύ σημαντικό είναι για αυτόν, είπε:
– Παππούλη, ευλογείτε να προσκυνήσω.
Πήρε τη ζακέτα, που είχα πάνω μου, και την προσκύνησε ως κειμήλιο. Για μένα ήταν ένα μεγάλο μάθημα ώστε να αντιμετωπίζουμε, δηλαδή, πιο σοβαρά όσα είναι ευλογημένα με προσευχή. Να τα αντιμετωπίζουμε με ευλάβεια, να μην κάνουμε σαλότητες. Ο πατήρ Παύλος έλεγε πολλές φορές: «Τώρα δεν υπάρχουν σαλοί, τώρα υπάρχουν μόνο κουζουλοί». Αν και δύο λέξεις, βάζουν τα πράγματα στη θέση τους. Ο πατήρ Νικόλαος δεν είχε συναντηθεί με τον πατέρα Παύλο. Ωστόσο, μιλούσε για αυτόν ως έναν άνθρωπο μεγάλης πνευματικότητας και άγιου βίου.
Και δεν μπορώ να μην αναφέρω το γεγονός ότι ο πατήρ Παύλος, μετά το θάνατό του, δύο φορές εμφανίστηκε στον ύπνο μου. Δεν ξέρω κατά πόσο μπορώ να το πω ύπνο. Και τις δυο φορές ήμουν άρρωστος. Και τις δύο φορές ήταν πριν από τις γιορτές. Μια φορά στη γιορτή του Αγίου Αλέξανδρου Νέβσκιϊ, τη νύχτα προς τη 12η Σεπτεμβρίου. Και την άλλη, τη νύχτα της γιορτής του Αγίου Ιακώβ, το Δεκέμβριο. Θα διηγηθώ το τελευταίο.
Κάποτε πήγα στον πατέρα Ευστάθιο στην Ιερά Μονή του Αγίου Ιακώβ για δουλειές. Ήξερα ότι τότε που ήμουν εκεί, είχαμε πάρει δυο-τρία κουτιά σφαιρικές βαλβίδες για τα υδραυλικά και που τώρα ήθελα να τις ζητήσω από τον πατέρα Ευστάθιο για την Μονή των Αγίων Μπορίς και Γκλεμπ:
– Πατέρα καθηγούμενε, ευλογείτε να πάρω 20-30 σφαιρικές βαλβίδες.
Μου λέει:
– Δεν έχω.
Δεν του απάντησα τίποτα αλλά μέσα μου σκέφτηκα: «Τσιγκουνεύτηκε». Ε, εντάξει, δεν έδειξα ότι ενοχλήθηκα. Μετά από αυτό, ένιωσα βάρος και άρχισα να το σκέφτομαι. Στο δρόμο της επιστροφής πήγα στην περιοχή Ζαλούζιε. Εκεί κάποια εταιρεία πτώχευσε και μου έδωσαν αυτές τις βαλβίδες και άλλα πολλά. Σκέφτηκα: εντάξει, έχουμε κι εμείς τρόπους, θα τα καταφέρουμε και χωρίς εσάς.
Μετά από αυτό, άρχισα να πηγαίνω πιο σπάνια στον πατέρα Ευστάθιο. Και να που την ημέρα της γιορτής του Αγίου Ιακώβ ετοιμάστηκα να πάω στη Μονή του Αγίου Ιακώβ. Την παραμονή είχαμε τελέσει τη βραδινή ακολουθία στο μοναστήρι μας και σκέφτηκα να πάω το πρωί για τη Θεία Λειτουργία στη Μονή Αγίου Ιακώβ. Μετά την ακολουθία, αρρώστησα βαριά, ήμουν μισολιπόθυμος. Νύχτα, εγώ είμαι ξαπλωμένος στο κελί μου, τη μια να χάνομαι, την άλλη να συνέρχομαι ξανά, πολύ υψηλός πυρετός. Το φως αναμμένο, το κελλί μικρό. Σε ένα από τα επεισόδια λιποθυμίας μου, σχεδόν φανερά βλέπω τον πατέρα Παύλο στο σπίτι της μακαρίτισσας θείας μου. Ανοίγω την πόρτα από το δωμάτιο στην κουζίνα και βλέπω στο τραπέζι να κάθεται, δίπλα στο σαμοβάρι, ο πατήρ Παύλος με ένα βαμβακερό πουκάμισο και να φορά βάλενκι (ρώσικες τσόχινες μπότες – σημ.μεταφρ.). Τόσο πολύ δεν περίμενα να τον δω εκεί ώστε που ξαφνιάστηκα και στάθηκα στην πόρτα. Ο πατήρ Παύλος ένιωσε ότι κάποιος μπήκε, γυρνάει και λέει:
– Ελάτε, μπείτε μέσα.
Περνάω, προτείνω τα χέρια μου, και, ως συνήθως:
– Πάτερ Παύλε, ευλογείτε.
Ο Αρχιμανδρίτης Παύλος (Γκρούζντεβ)
Και του φέρνω τα χέρια μου για ευλογία κοντά στα μάτια του, επειδή δε φορούσε γυαλιά. Αυτός όμως και με γυαλιά δεν έβλεπε καλά. Εδώ βλέπω το βλέμμα του να με διαπερνάει επίμονα. Είχα εκπλαγεί με το ότι τα μάτια του ήταν μάτια ανθρώπου που βλέπει και νιώθω ότι τα βλέπει όλα. Το καταλαβαίνω ξεκάθαρα αλλά δεν προλαβαίνω να πω κάτι. Ο πατήρ Παύλος με ευλόγησε, με έσφιξε στο στήθος, όπως τότε στο ιερό και όπως αρκετές φορές, μετά από αυτό, είχε κάνει. Ενώ με έσφιγγε στην αγκαλιά του, εγώ καθόμουν γονατιστός μπροστά του, με τη μύτη του να ακουμπά στο μέτωπό μου και επειδή είχα ακούσει ότι είπε «ελάτε, περάστε», του απαντώ:
– Πάτερ Παύλο, είμαι μόνος μου.
Το είπα αυτό, επειδή συνέχεια ερχόμασταν με τον πατέρα Ευστάθιο. Με έσφιξε ακόμα πιο σφιχτά και μου λέει:
– Ξέρω.
Άρχισε να με χτυπάει στην πλάτη, με χτυπούσε αρκετά δυνατά, πατερικώς, για να περάσουν αυτά που είχα. Και μου λέει κάτι που χαράχτηκε στη μνήμη μου για όλη μου τη ζωή:
– Μη χαθείτε.
Και εδώ βρίσκομαι ξανά στο κελλί μου, κοιτάω το ταβάνι, τη λάμπα, νιώθω τη μυρωδιά του πατέρα Παύλου στο κελλί και ακούω τον απόηχο από τα λεγόμενά του. Είχα συγκλονιστεί. Ένιωσα ότι αρχίζω και γίνομαι καλά. Όπως και τότε στο ιερό, ένιωθα ήρεμα και χαρούμενα. Βέβαια, δεν μπόρεσα να πάω εκείνη την ημέρα για την ιερή ακολουθία στη Μονή του Αγίου Ιακώβ.
Μετά από κάποιο διάστημα, πήγα στο Ροστόβ. Κάποια ανάγκη στο μοναστήρι με ανάγκασε να πάω στον πύργο, όπου βρίσκονταν διάφορα υδραυλικά ανταλλακτικά. Πήρα το κλειδί, μπήκα, κοίταξα, τα κουτιά, όμως, με τις βαλβίδες όντως δεν υπάρχουν. Ύστερα, όλα αυτά τα είπα στον πατέρα Ευστάθιο: και ότι είδα τον πατέρα Παύλο και ότι είχα υποψίες, και ότι τώρα, όντως, δεν είχα δει τις βαλβίδες αυτές. Ο πατήρ Ευστάθιος λέει:
– Αφού σου είπα ότι τις είχα δώσει.
Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν δεν μου εμφανιζόταν ο πατήρ Παύλος. Πάλι με στήριξε: ανάμεσα στα καθημερινά μάταια προβλήματα έπρεπε να μην χαθούμε με τους ανθρώπους που μας είχε φέρει μαζί ο Κύριος.
Όταν ο πατήρ Παύλος ερχόταν στην Ιερά Μονή του Αγίου Ιακώβ, συχνά έλεγε: «Μάρτυρες, μάρτυρες!». Τον τελευταίο καιρό, συχνά τραγουδούσε το τραγούδι: «Έρχεται ο σύντροφος Στάλιν, έρχεται ο πατέρας μας». Όταν μετακινήθηκα στην Ιερά Μονή των Αγίων Μπορίς και Γκλεμπ, ο πατήρ Παύλος τραγουδούσε και εκεί συχνά το ίδιο τραγούδι. Και μετά συμπλήρωνε: «Ίσως και να γλιτώσουμε. Μεγάλος είναι ο Όσιος ενώπιον του Θεού. Ό, τι και να γίνει, μη φεύγετε από τον Όσιο».
Πάντα θυμόμουν τα λόγια του πατέρα Παύλου στις πιο δύσκολες περιστάσεις: χρειάζεται να αντέξουμε, το ζήτημα δεν είναι οι αριθμοί, δεν είναι η «εξωτερική δύναμη», αλλά το πνεύμα που υπάρχει σε αυτόν τον τόπο.