Ο προεστώς της Ιεράς Μονής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Σβιγιάζσκ, ηγούμενος Συμεών (Κουλάγκιν), διηγείται για την Πρόνοια του Θεού στη ζωή του, για το πώς και τι τον οδήγησε στον μοναχισμό, για την πνευματική εμπειρία του και τις συναντήσεις με τους πνευματικούς διδασκάλους.
Πώς πήγα στη μονή της Όπτινα
Την άνοιξη του 2005 αποφάσισα να πάω σε προσκυνηματικό ταξίδι. Είχα ανυπέρβλητη επιθυμία να ζήσω σ’ ένα μοναστήρι. Όλα όσα ήταν ενδιαφέροντα για ’μένα, τώρα φαίνονταν ασήμαντα. Άρχισα να συνειδητοποιώ πως θέλω όχι απλώς να επισκέπτομαι την εκκλησία, αλλά θέλω να μένω μέσα στην Εκκλησία. Ήταν το κάλεσμα του Θεού και δεν μπορούσα να το παραμελήσω και να συνεχίσω να ζω όπως παλιότερα.
Είχα πάει σε προσκυνηματικά ταξίδια και πριν, αλλά τώρα η ψυχή μου επιζητούσε να ριχθεί εκεί. Ο πνευματικός μου, όμως, είπε:
– Τώρα είναι η Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Να περιμένεις το Πάσχα και θα πας μετά.
Περίμενα το Πάσχα και μετά ζήτησα την άδεια από τον επικεφαλή της έδρας και πήγα. Το σχέδιό μου ήταν να επισκεφθώ μερικά μοναστήρια, επειδή δεν ήξερα πού ακριβώς θέλω να πάω. Πρώτα επισκέφτηκα τη Μονή του Αγίου Δανιήλ στη Μόσχα, μετά έμεινα για μια εβδομάδα στη Μονή του Οσίου Παφνουτίου του Μπορόβσκ και ύστερα πήγα στην Όπτινα. Στη διάθεσή μου είχα μόνο τρεις μέρες, καθώς έπρεπε να επιστρέψω στη δουλειά έγκαιρα.
Εγώ με τον συνοδοιπόρο μου κατεβήκαμε στο σταυροδρόμι και πήγαμε προς την Όπτινα, μέσω του δάσους. Όταν τα δέντρα «παραμέρισαν» και μπροστά μας εμφανίστηκε το μοναστήρι, αισθάνθηκα πολύ έντονη συγκίνηση, θαυμασμό και χαρά, αισθήματα τα οποία δεν είχα αισθανθεί ποτέ σε άλλα μοναστήρια.
«Απλώς μείνε και δέξου το θέλημα του Θεού»
Πέρασα τρεις μέρες στην Όπτινα και το συναίσθημα ότι βρισκόμουν στο σπίτι μου, στη διάρκεια όλων αυτών των ημερών, ενισχυόταν και δυνάμωνε. Τελικά, κατάλαβα ότι θέλω να μείνω εδώ και δεν θέλω να πάω πουθενά. Όλες αυτές τις τρεις μέρες είχα διακόνημα στα ψάρια. Πήγαινα στις πρωινές και βραδυνές ακολουθίες και τις υπόλοιπες ώρες καθάριζα ψάρια (Μερικά χρόνια μετά, όταν είχα το διακόνημα του κελλάρη, το ψαράδικο ήταν επίσης υπό την ευθύνη μου).
Κατά τη διάρκεια αυτών των τριών ημερών, έβλεπα επανειλημμένα τον Γέροντα Ηλία, αλλά κάθε φορά ήταν περικυκλωμένος από τόσο πολύ κόσμο, που ούτε σκέφτηκα να τον πλησιάσω κάπως. Την τρίτη μέρα της παραμονής μου στο μοναστήρι, στο τέλος της εργασίας μου, βγαίνω από το ψαράδικο και βλέπω απέναντι να περνά ο πατήρ Ηλίας, εντελώς μόνος του (απέναντι από το ψαράδικο βρίσκονταν τα κελία, όπου και διέμενε ο Γέροντας). Η εσωτερική φωνή μου μου λέει αμέσως: «Πήγαινε γρήγορα να τον προλάβεις!»
Ρίχθηκα προς στον Γέροντα και ο Γέροντας τότε, όπως και τώρα, παρ’ όλη την προχωρημένη ηλικία του, διακρίνεται για την προσοχή που έχει όταν ακούει τους ανθρώπους και κάθε φορά διερευνά τα προβλήματα όσων ζητάνε τη συμβουλή ή τη βοήθειά του. Έχει πολλή αγάπη μέσα στην καρδιά του. Και, όπως συνήθως, με τον δικό του τρόπο, ο Γέροντας με ρωτάει:
– Λοιπόν, τι έχεις; Έλα, μίλα μου.
– Θέλω να μείνω εδώ, αλλά πρέπει να γυρίσω στη δουλειά, στο Πανεπιστήμιο. Τι να κάνω, πάτερ;
– Να μείνεις.
Ο Γέροντας Ηλίας στην Όπτινα Έχω τόσο ορθολογικό νου, που πρέπει να ξέρω τα πάντα με ακρίβεια. Και ρωτάω:
– Πάτερ, να μείνω για πόσον καιρό;
– Απλώς μείνε και δέξου το θέλημα του Θεού.
Αμέσως, όλη η ένταση που είχα, εξαφανίστηκε. Επειδή μέχρι εκείνην τη στιγμή όλο ανησυχούσα και σκεφτόμουν: «Να, μου έμειναν δύο μέρες πριν την αναχώρησή μου», «Να, μία μέρα...».
Έτσι, έχοντας εμπιστοσύνη στον Γέροντα Ηλία, άνθρωπο υψηλής πνευματικής ζωής, έμεινα στην Όπτινα. Από τότε δεν μετάνιωσα ούτε για ένα δευτερόλεπτο.
Μετά απ’ αυτό, ο Γέροντας έγινε πνευματικός πατέρας μου, εξομολογούμουν συνεχώς σ’ αυτόν και ο Γέροντας με αναδέχτηκε κατά την κουρά μου. Την κουρά την τέλεσε ο προεστώς της μονής, ο Αρχιμανδρίτης Βενέδικτος, ο οποίος με παρέδωσε στον Γέροντα, ως πνευματικό πατέρα. Τότε ήμουν 27 χρονών.
Η περίοδος δοκιμής μου στο μοναστήρι
Για τα πρώτα δύο χρόνια στο μοναστήρι είχα διακόνημα στις αγελάδες. Μάζευα κοπριά, καθάριζα το παχνί των αγελάδων. Μετά έγινα βοσκός και ήταν το αγαπημένο μου διακόνημα. Φεύγαμε στα χωράφια κι εκεί μπορούσα να διαβάζω τους Άγιους Πατέρες, την Παλαιά Διαθήκη, δηλαδή όλα τα βιβλία, που δεν πρόλαβα να διαβάσω στον έξω κόσμο.
Ήμουν κάτοικος της πόλης και μέχρι τότε δεν είχα δει αγελάδες από κοντά. Σπούδαζα στο Πανεπιστήμιο, μετά δίδασκα στο Πανεπιστήμιο και, να, εμφανίστηκε το βουστάσιο στη ζωή μου. Ήταν μια δοκιμασία για ’μένα: Δύσκολα, ασυνήθιστα και τελικά βρόμικα. Εν τω μεταξύ, δεν ήμουν ο πρώτος εργάζόμενος[1], που ανέλαβε αυτό το διακόνημα. Ο πατήρ προεστώς «διαπαιδαγωγούσε» κατ’ αυτόν τον τρόπο όλους τους εργαζομένους, ήταν πολύ σοφός διδάσκαλος. Η περίοδος προδοκιμής είναι πάντα δύσκολη [...]
Η αναχώρηση στο μοναστήρι είναι αρκετά σοβαρή αλλαγή στη ζωή. Οι εργάτες και οι δόκιμοι χρειάζονται μια καλή και σωστή δοκιμασία, ώστε να δοκιμάσουν τον εαυτό τους και την πρόθεσή τους για μοναχισμό. Εάν δεν είχα σοβαρή πρόθεση, θα μπορούσα, αφού δούλεψα λίγο με τις αγελάδες, να γυρίσω την πλάτη μου και να επιστρέψω στο σπίτι μου, όπως συνέβαινε συχνά με τους εργάτες.
Αργότερα, έτυχε και σ’ εμένα να διευθύνω τους εργαζόμενους, οι οποίοι συνήθως είναι γύρω στα 150 άτομα στην Όπτινα. Υπάρχουν εποχιακές διακυμάνσεις. Η πρώτη πτωτική μεταβολή συμβαίνει μετά το Πάσχα και η δεύτερη μετά τη νηστεία της Παναγίας. Στην πρώτη περίπτωση οι άνθρωποι προσπαθούν να κρατήσουν τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή και μετά δεν μπορούν ν’ αντέξουν άλλο και φεύγουν. Στη δεύτερη περίπτωση, αφού τελειώνει το καλοκαίρι, οι άνθρωποι φεύγουν εξ ίσου. Η μεγαλύτερη άφιξη εργαζομένων είναι συνήθως τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή και η συντριπτική πλειοψηφία τους δεν αντέχει τη δοκιμασία. Το ίδιο συμβαίνει και σε άλλα μοναστήρια. Το να έρθει κάποιος στο μοναστήρι, λέγοντας ότι θα μείνει εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του, αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Οι περισσότεροι δεν αντέχουν.
Εγώ, όπως προείπα, είχα το διακόνημά μου στο βουστάσιο. Εάν καταγόμουν από χωριό, τότε, πιθανόν, μια τέτοια δοκιμασία θα ήταν πιο εύκολη για ’μένα, αλλά ήμουν κάτοικος της πόλης.
Στην περίπτωση αυτή, όταν ο εργαζόμενος περνά τη δοκιμασία του και βλέπει ότι είναι έτοιμος ν’ ασκηθεί σ’ αυτό το μοναστήρι, και από την άλλη πλευρά η αδελφότητα της μονής και ο προεστώς βλέπουν ότι αυτός ο εργαζόμενος τους κάνει, αυτός γίνεται δόκιμος και γίνεται επισήμως μέλος της αδελφότητας. Μετά από έναν χρόνο εργασίας μου στο βουστάσιο, μου έδωσαν το ζωστικό κι έγινα μέλος της Μονής Όπτινα. Ένας χρόνος είναι σύντομο διάστημα,, καθώς πολλοί εργαζόμενοι παραμένουν με αυτήν την ιδιότητα για μερικά χρόνια.
Ο Αγιώτατος Πατριάρχης Αλέξιος και ο προεστώς της μονής στο βουστάσιο
Θα πεθάνω, αλλά δόκιμος
Ήμουν πολύ χαρούμενος, όταν μου έδωσαν το ζωστικό. Αυτό με ενέπνευσε πραγματικά και πήγα να βοσκήσω τις αγελάδες, φορώντας ήδη το ζωστικό, όπως ένας αληθινός δόκιμος. Φύγαμε στα λιβάδια και είχαμε 25 αγελάδες κι έναν ταύρο.
Λοιπόν, βοσκούμε με τον συνεργάτη μου το κοπάδι και ξαφνικά βλέπω ένα παράξενο σκηνικό: Ο ταύρος άρχισε να πηδά στο χωράφι ως δίπους. Φανταστείτε μόνο, ένας μεγάλος ταύρος, με βάρος έναν τόνο, ν’ αναπηδά εύκολα, σαν να μη ζυγίζει τίποτα. Και τα πόδια του να είναι δυνατά. Έβλεπα αυτό το σκηνικό αρχικά με έκπληξη και κατόπιν με τρόμο.
Ξαφνικά, ο ταύρος έστρεψε το βλέμμα του στο ζωστικό μου κι έτρεξε προς στην κατεύθυνσή μου. Γύρω μου ήταν ένα καθαρό πεδίο, πλάτους περίπου ενός χιλιομέτρου. Από τη μια πλευρά ήταν ο ποταμός Ζίζντρα και από την άλλη το δάσος, αλλά μέχρι εκεί είναι αρκετή απόσταση και ο ταύρος τρέχει πολύ πιο γρήγορα από τον άνθρωπο και, αν τον φτάσει, θα τον σηκώσει απλώς στα κέρατά του, θα τον ρίξει κάτω και θα τον καταπατήσει. Έτσι, στέκομαι στη μέση ενός καθαρού πεδίου κι ένας εξαγριωμένος ταύρος τρέχει κατ’ ευθείαν προς τα πάνω μου. Εκείνην τη στιγμή είχα την εξής σκέψη: «Τι καλά, που πρόλαβα να γίνω δόκιμος! Άρα, θα πεθάνω στο διακόνημα».
Ένας εξαγριωμένος ταύρος τρέχει κατ’ ευθείαν προς τα πάνω μου. Είχα τη σκέψη: «Τι καλά, που πρόλαβα να γίνω δόκιμος! Άρα, θα πεθάνω στο διακόνημα».
Ήταν τύχη που δεν έτρεξα, παρ’ όλο που το ήθελα πολύ. Η δεύτερη ευτυχής συγκυρία ήταν ότι εδώ κι έναν χρόνο βοσκούσα τις αγελάδες κι έμαθα να χρησιμοποιώ το κνούτο. Πρόλαβα να το ισιώσω, για να καταφέρω ένα καλό χτύπημα. Το κνούτο πρέπει να είναι ισιωμένο κατά όλο το μήκος του (τρία μέτρα περίπου) από πίσω σου. Αν το κνούτο είναι διπλωμένο, είναι αδύνατο να χτυπήσεις. Γενικά, για να μάθει κανείς να χρησιμοποιεί το κνούτο χρειάζεται τουλάχιστον μια εβδομάδα.
Ο ταύρος με πλησίασε κι εγώ τον χτύπησα με κνούτο. Εν τω μεταξύ, οι ταύροι δεν αντέχουν τα χτυπήματα στο μούτρο τους. Εκείνος πέρασε δίπλα και μου επιτέθηκε ξανά από τ’ αριστερά. Εγώ και πάλι τον χτύπησα με κνούτο. Το εκπληκτικό είναι ότι πολεμούσα ένα εξαγριωμένο ζώο για μερικά λεπτά και δεν αστόχισα ούτε μία φορά. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν θα σας έλεγα τώρα αυτά που σας λέω. Αυτό δεν εξαρτάται από τις ικανότητες του ανθρώπου, επειδή η άκρη του κνούτου μπορεί απλώς να μπερδευτεί στο γρασίδι. Όλο αυτό το γεγονός ήταν για ’μένα το έλεος του Θεού. Ζήτημα ζωής και θανάτου.
Πολεμώντας τον ταύρο, άρχισα να χάνω τις δυνάμεις μου και, ξαφνικά, από την άλλη άκρη του χωραφιού, έτρεξε ο συνεργάτης μου και αρχίσαμε μαζί να περιορίζουμε τον ταύρο. Εμείς οι δυο με δυσκολία καταφέραμε να τον σπρώξουμε στο βουστάσιο. Μετά απ’ αυτό το περιστατικό δεν αφήναμε τους ταύρους να βόσκουν στο χωράφι. Δύο χρόνια πριν από το δικό μας γεγονός, ένας ταύρος στη Μονή των Σπηλαίων του Πσκοβ σκότωσε έναν δόκιμο. Εγώ, όμως, με τη χάρη του Θεού, έμεινα ζωντανός.
Την επόμενη μέρα, ο συνεργάτης μου, καθώς με είδε, ρώτησε:
– Νόμιζα πως δεν θα ερχόσουν ξανά να βοσκήσεις τις αγελάδες.
Ένας ηλικιωμένος εργαζόμενος, ο Ντμίτρι Γιεγκόροβιτς, ο οποίος εργαζόταν καιρό στο βουστάσιο, δεν πίστεψε και πολύ την ιστορία μας και σκέφτηκε ότι εμείς, ως κάτοικοι της πόλης, απλώς δεν καταφέραμε να επιβληθούμε το ζώο. Ο ίδιος ο Ντμίτρι Γιεγκόροβιτς δεν φοβόταν καθόλου εκείνο τον ταύρο, καθώς τον μεγάλωσε, τον τάιζε από το χέρι, όταν ήταν μοσχαράκι, και ο ταύρος επίσης προσκολλήθηκε σ’ αυτόν. Αλλά αργότερα ο ταύρος ανέβασε τον Ντμίτρι Γιεγκόροβιτς στα κέρατά του και μετά από μερικές μέρες ο Ντμίτρι Γιεγκόροβιτς πέθανε στο νοσοκομείο. Ο ταύρος παραδόθηκε στο εργοστάσιο επεξεργασίας κρέατος και όλοι οι άλλοι ταύροι από τότε βρίσκονται μόνο στη μάντρα.
Η καταπληκτική χάρις του Θεού
Η χάρις του Θεού στη ζωή μου εκδηλώθηκε και σε τραγικά γεγονότα, που σχετίζονται με τη μητέρα μου, τη Νατάλια Σεργκέγιεβνα.
Πρέπει να πω ότι η μαμά μου ήρθε κοντά στον Θεό μετά από εκείνη την επίσκεψη του Θεού προς εμένα, και που ανέφερα παραπάνω. Όταν κοινώνησα, για τρεις μέρες βρισκόμουν σε μια τέτοια κατάσταση χάριτος, η οποία, πιθανόν, επηρέαζε και τους ανθρώπους γύρω μου. Η μητέρα μου, επικοινωνώντας μαζί μου, την επόμενη μέρα βαπτίστηκε στο ίδιο ναό του Αγίου Νικολάου, όπου είχα κοινωνήσει. Από τότε η μητέρα μου άρχισε να εκκλησιάζεται εκεί και, όταν πέθανε, εκεί τελέστηκε η εξόδιος ακολουθία της. Σ’ αυτόν τον ναό, επίσης, η αδελφή μου, στα παιδικά της χρόνια, έψαλλε στη χορωδία.
Μετά τη βάπτιση, η μητέρα μου κάθε Κυριακή πήγαινε στην εκκλησία, εξομολογούταν και κοινωνούσε. Υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι, οι οποίοι ζητούσαν από τη μητέρα μου τη συμβουλή της για τη χριστιανική ζωή, πράγμα το οποίο μου ανέφεραν αργότερα. Η μητέρα μου ήταν νηπτικός και συνετός άνθρωπος και μπορούσε να βοηθήσει τους αρχάριους.
Η μητέρα μου, η Νατάλια Σεργκέγιεβνα Πριν από έναν χρόνο (τότε είχα ζήσει στο μοναστήρι ήδη 15 χρόνια) η μητέρα μου αρρώστησε σοβαρά και με ειδοποίησαν από το νοσοκομείο ότι βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση. Ήμουν στο μοναστήρι στο Σβιγιάζσκ, κοντά στο Καζάν, κι εκείνη στο Μπαρναούλ. Απ’ ευθείας πτήσεις δεν υπήρχαν εκείνην την ημέρα και δεν ήθελα να περιμένω, γι’ αυτό πέταξα μέσω Μόσχας στο Νοβοσιμπίρσκ και από ’κεί πήγα με ταξί στο Μπαρναούλ. Είναι αρκετά δύσκολη διαδρομή: δύο πτήσεις, τρεις αλλαγές μέσου και αρκετές ώρες στο ταξί.
Με το ταξί πήγα αμέσως στο νοσοκομείο και με οδήγησαν στον θάλαμό της. Είδα τον γιατρό, ο οποίος μου είπε ότι η κατάσταση της μητέρας μου είναι απελπιστική. Τηλεφώνησα σ’ έναν γνωστό ιερέα, για να τον συμβουλευτώ, ως προς το τι να κάνω, κι εκείνος μου απάντησε ότι είχε ήδη επισκεφτεί τη μητέρα μου στο νοσοκομείο. Κατόπιν τον παρακάλεσα, αφού την έχει εξομολογήσει και έχει τελέσει το ευχέλαιο, τώρα να έρθει να την κοινωνήσει.
Προετοιμάστηκα για να τον περιμένω μία ή δύο ώρες, επειδή το Μπαρναούλ είναι μεγάλη πόλη, αλλά, προς έκπληξή μου, δεν πέρασαν ούτε δέκα λεπτά κι εκείνος μπήκε στον θάλαμο, φορώντας πετραχήλι κι έχοντας τα Άγια Δώρα. Μου εξήγησε πως, όταν του τηλεφώνησα, βρισκόταν σε διαδρομή που περνούσε ακριβώς από το νοσοκομείο και απλώς έπρεπε να κατεβεί στην πλησιέστερη στάση κοντά.
Κοινώνησε τη μητέρα μου, εγώ την αποχαιρέτησα και κυριολεκτικά σε μισή ώρα αποδήμησε εις Κύριον, κρατώντας το χέρι μου. Ήταν δύσκολο και τραγικό γεγονός για ’μένα, αλλά εκεί φανερώθηκε η χάρις του Θεού. Κατ’ αρχάς, με όλες αυτές τις αλλαγές μέσων συγκοινωνίας, τελικά κατάφερα να πάω στη μητέρα μου λιγότερο από δύο ώρες πριν τον θάνατό της. Δεύτερον, ο ιερέας πρόλαβε να έρθει με τα Θεία Δώρα και να την κοινωνήσει την τελευταία ώρα της ζωής της. Και είμαι πολύ ευγνώμων στον Κύριο για τη χάρη Του!
Ο Γέροντας Ηλίας
Ο πατήρ Ηλίας, όπως είχα προαναφέρει, μου έδωσε ευλογία να μονάσω, με αναδέχτηκε κατά την κουρά μου κι έγινε πνευματικός πατέρας μου. Του εξομολογούμουν κάθε εβδομάδα. Αρκετά γρήγορα μ’ έκαναν βηματάρη και ο βηματάρης, όπως πάντα, έχει πολλές δουλειές και ο Γέροντας με καθυστερούσε συχνά κι έλεγε:
– Έλα στην εξομολόγηση. Μην ξεχνάς το κυριότερο.
Οι δουλειές είναι πολλές και ο Γέροντας με καθυστερούσε συχνά κι έλεγε: «Έλα στην εξομολόγηση. Μην ξεχνάς το κυριότερο».
Οι συμβουλές του γέροντα, οι απαντήσεις του στις ερωτήσεις μου, με βοήθησαν ουσιαστικά στην αρχή της μοναστικής ζωής μου. Ο πρώτος καιρός για τον καινούργιο μοναχό είναι πάντα δύσκολος: είτε επέρχεται ψυχρότητα είτε ζήλος πέρα από κάθε λογική. Η περίοδος διαμόρφωσης μετά την κουρά μπορεί να συγκριθεί με την νεότητα στη ζωή του ανθρώπου, επειδή στη νεότητα έρχονται πάρα πολλοί πειρασμοί.
Για παράδειγμα, μια από τις νουθεσίες του Γέροντα ήταν: Υπάρχει κακή και καλή συνήθεια. Όποια συνήθεια θα υιοθετήσεις, εκείνη θα καθορίζει τον μοναχικό βίο σου. Ας πούμε, σου είναι δύσκολο να ξυπνάς στις τεσσερισίμιση το πρωί, αλλά, εάν το συνηθίσεις, με το πέρασμα των χρόνων, θα σηκώνεσαι χωρίς πρόβλημα.
Ο Γέροντας Ηλίας και ο Δικαίος της σκήτης, ηγούμενος Τύχων (Μπορίσοβ) Ο πατήρ Ηλίας, ως ένας πραγματικός γέροντας, μας δίδασκε πάντοτε με το δικό του παράδειγμα ασκητή. Μου άρεσε πολύ να τον παρατηρώ στο Ιερό Βήμα. Εμείς, συνήθως, έχουμε τη νωθρότητα και τη χαλαρότητα μέσα μας, ο Γέροντας, όμως, ήταν εντελώς ελεύθερος απ’ αυτές. Αφιέρωνε όλον του τον εαυτό στη διακονία, την προσευχή και τη βοήθεια στον πλησίον.
Μου προκαλούν θαυμασμό η προσοχή και η αγάπη, με τις οποίες ο Γέροντας συμπεριφερόταν πάντοτε στους ανθρώπους. Ποτέ δεν ήταν αδιάφορος, όταν μιλούσε με κάποιον. Εγώ ο ίδιος εξομολογώ τον κόσμο και ξέρω πόσο δύσκολο είναι να συγκεντρωθώ και ν’ αντιμετωπίσω με προσοχή κάθε άνθρωπο, όταν υπάρχει μεγάλη ροή προσκυνητών για εξομολόγηση και πρέπει να παλεύω, ώστε η προσοχή μου μη διαταραχθεί, για να μπορώ να συμπεριφερθώ στους ανθρώπους όχι τυπικά, αλλά με αγάπη ν’ ακούσω το πρόβλημα του καθενός.
Επίσης, μου προκαλεί θαυμασμό η εξαιρετική μνήμη του. Ο Γέροντας έχει πάρα πολλά πνευματικά παιδιά κι εγώ ήμουν ένας από τους πολλούς, ένας κανονικός νέος μοναχός, με τίποτα το αξιοσημείωτο. Όμως, ο πατήρ Ηλίας θυμόταν όλες τις συνθήκες, όλες τις λεπτομέρειες, όλα τα θέματα, που με αφορούσαν. Και αυτό που είναι ακόμη πιο εκπληκτικό: Όταν μ’ επισκέπτονταν οι συγγενείς μου (ο πατέρας μου, ο αδελφός μου), τους πήγαινα στον Γέροντα και μετά εκείνος θυμόταν τις δικές τους λεπτομέρειες, τις οποίες μοιράζονταν μαζί του. Ακόμα και πολλά χρόνια αργότερα, ο Γέροντας θυμόταν εκείνες τις λεπτομέρειες και με ρωτούσε γι’ αυτές.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ηλικία του Γέροντα (τότε ήταν γύρω στα 80 και τώρα είναι γύρω στα 90), το γεγονός ότι είναι ικανός να τα κρατά όλα στη μνήμη του είναι αξιοθαύμαστο και είναι δυνατό, βέβαια, μόνο με τη βοήθεια του Θεού. Είναι και άρρωστος εδώ και πολύ καιρό. Ο πατήρ Ηλίας είναι άνθρωπος με πολλές χρόνιες αρρώστιες και όμως είναι πολύ δραστήριος στη διακονία του και αποτελεί παράδειγμα για κάθε ιερέα και μοναχό.
Οι υποτακτικοί στο κελλί και οι βοηθοί, που είναι κοντά του, παραδέχονται πως καταπονούνται από την κούραση, ότι δεν έχουν τόσες δυνάμεις, ώστε ν’ ακολουθούν τους ρυθμούς του Γέροντα και να τον βοηθούν στα καθήκοντά του, παρ’ όλο που είναι αρκετές δεκαετίες νεότεροι απ’ αυτόν. Απ’ αυτό προκύπτει ότι ο πατήρ Ηλίας σίγουρα ενισχύεται από τη χάρη του Θεού.
Θεραπεία παραλύτου
Μερικές περιπτώσεις θεραπείας άρρωστων ανθρώπων μέσω της προσευχής του Γέροντα συνέβησαν ακριβώς μπροστά στα μάτια μου. Θα σας διηγηθώ ένα τέτοιο περιστατικό. Ήταν το έτος 2008, την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, με τις πολύωρες ακολουθίες της νηστείας στην Όπτινα. Οι ακολουθίες διαρκούσαν μέχρι το μεσημεριανό, αλλά οι περισσότεροι πατέρες έφευγαν μετά το μεσονυκτικό στα διακονήματά τους. Το 2008 ήμουν ήδη μοναχός και είχα το διακόνημα του ψάλτη, γι’ αυτό παρέμενα στον ναό, που ήταν αφιερωμένος στα Εισόδια της Θεοτόκου.
Επί μερικές ημέρες βλέπαμε στον ναό μια προσκυνήτρια με τον παράλυτο γιο της, οχτώ-εννιά χρονών. Το παιδάκι δεν μπορούσε με μετακινηθεί χωρίς υποστήριξη και η μητέρα του σχεδόν το έφερνε στα χέρια για να μπει στον ναό. Προφανώς, ήρθε στο μοναστήρι με πίστη κι ελπίδα για τη βοήθεια της προσευχής.
Κάποια στιγμή, από το Ιερό Βήμα βγήκε ο πατήρ Ηλίας, τους πλησίασε, τους μίλησε και μετά έβαλε το πετραχήλι πάνω στο κεφάλι του άρρωστου αγοριού και άρχισε την προσευχή. Προσευχόταν πολλή ώρα, τριάντα λεπτά περίπου, κι έβλεπα πόσο ένθερμα το έκανε.
Μερικές φορές έτυχε να δω τον ένθερμα προσευχόμενο Γέροντα. Πάντοτε προσπαθούσε να περάσει στο Ιερό Βήμα από το πλαϊνό παράβημα, ώστε να μείνει μόνος του εκεί. Προσευχόταν με ζήλο, με ανασηκωμένα χέρια, και ντρεπόταν, εάν κάποιος τον έβλεπε ξαφνικά. Κάποιες φορές τον έβρισκα τυχαία εκεί και προσπαθούσα να φύγω σιγά-σιγά, ώστε να μην ενοχλήσω την προσευχή του.
Και τότε ο πατήρ Ηλίας προσευχόταν πάνω από εκείνο το παιδί και ήταν φανερό ότι έδινε όλες τις δυνάμεις του στην προσευχή και ότι είχε ήδη κουραστεί κι εξαντληθεί, επειδή θυσίασε αρκετές από τις δυνάμεις του, τόσο πνευματικές όσο και ψυχικές, παρακαλώντας τον Θεό να ελεήσει το παιδάκι. Μετά ο Γέροντας παρακάλεσε τον βηματάρη να φέρει τον αγιασμό και αφού τον έφερε, ο πατήρ Ηλίας ράντισε το παιδί.
Ήταν φανερές οι δυνάμεις, τόσο πνευματικές όσο και ψυχικές, που θυσίαζε ο Γέροντας, παρακαλώντας τον Θεό να ελεήσει το παιδάκι
Την ίδια μέρα, λίγο αργότερα, είδα και πάλι εκείνην την προσκυνήτρια μαζί με τον γιο της στον ναό και παρατήρησα ότι το αγόρι άρχισε, αν και ακόμα όχι τόσο καλά, να περπατά μόνο του. Από τότε πέρασαν οχτώ χρόνια κι εγώ, ως ιερομόναχος πια, εξομολογώ τον κόσμο. Μια φορά βγήκα για εξομολόγηση. Την επόμενη ημέρα θα ήταν Κυριακή και γι’ αυτό οι προσκυνητές ήταν πολλοί. Λοιπόν, έρχεται σ’ εμένα να εξομολογηθεί μια προσκυνήτρια και μετά την εξομολόγηση μου λέει με χαρά:
– Ξέρετε, πάτερ, με συνδέουν πολλά με την Όπτινα [...] Πριν από οχτώ χρόνια είχα φέρει εδώ τον άρρωστο γιο μου και ο Γέροντας Ηλίας προσευχήθηκε γι’ αυτόν και το παιδί έγινε καλά.
Τότε θυμήθηκα εκείνην τη γυναίκα. Και το καταπληκτικό είναι ότι μόνο λίγοι άνθρωποι ήταν στον ναό τότε και μπορούσαν να δουν τη θεραπεία και τώρα η προσκυνήτρια αυτή ήρθε ακριβώς σ’ εμένα. Είχα ήδη ξεχάσει για εκείνο το θαύμα, λόγω της αδύνατης μνήμης μου, και να το! Μάλλον, έτσι ενήργησε η Πρόνοια του Θεού, ώστε να τα θυμηθώ. Δηλαδή ο Θεός, προφανώς, το έκανε επίτηδες, για ’μένα και για όλους όσοι διαβάζουν τώρα αυτό το άρθρο.
Ρωτάω τη γυναίκα:
– Και πού είναι ο γιος σας τώρα;
– Να τος, από πίσω μου είναι!
Και βλέπω από πίσω της να στέκεται με τον υπόλοιπο κόσμο στην αναμονή της εξομολόγησης ένας ψηλός και γεροδεμένος νεαρός.
Σκέφτηκα ότι τέτοια δώρα, όπως οι θεραπείες των αρρώστων ή η προορατικότητα, δεν ενεργούν αυτόματα, σαν την ασπιρίνη, δηλαδή μόλις πιείς την ταμπλέτα αμέσως ο πυρετός θα πέσει ή ότι μπορείς να στήσεις στη σειρά τους αρρώστους και ο Γέροντας θα περάσει και θα τους θεραπεύσει αμέσως όλους. Μου φαίνεται ότι εδώ έχουν σημασία όχι μόνο τα πνευματικά χαρίσματα του Γέροντα, αλλά και το θέλημα του Θεού, καθώς και η πνευματική κατάσταση του ανθρώπου, που ήρθε να παρακαλέσει για το θαύμα. Το θαύμα δεν μπορεί να προβλεφθεί. Ο Θεός είναι Προσωπικότητα και μόνο ο Ίδιος ξέρει πότε θα γίνει το θαύμα. Εάν κάποιος άνθρωπος προσέρχεται στον Γέροντα με πίστη, προσευχή και μετάνοια, τότε, μάλλον, μπορεί να συμβεί και το θαύμα της θεραπείας και το θαύμα της προορατικότητας [...]
Εύχομαι στους αναγνώστες της πύλης gr.pravoslavie.ru να έχουν τη βοήθεια του Θεού σε όλα τα καλά έργα τους!