Καθαγιασμένος με την χάρη του Αγίου Πνεύματος ο διά Χριστόν Σαλός γέροντας Γαβριήλ (Ουργκεμπάντζε) είχε την εκπληκτική ικανότητα διορατικότητας με την οποία μπορούσε να δει τα μελλούμενα διαπερνώντας χρόνους και χώρους. Οι πράξεις του ήταν τόσο απρόβλεπτες, ανεξήγητες που ήταν δύσκολο σε απλό άνθρωπο να φανταστεί τη δύναμη της πνευματικότητας και της σοφίας του. Μία από τις αυτόπτες μάρτυρες της πληθώρας των θαυμάτων του γέροντα, των ακατανόητων πράξεων και προφητειών του ήταν το πνευματικό του τέκνο η Κετεβάν Μπεκαούρι, η οποία έζησε κοντά στον όσιο τα τελευταία χρόνια της ζωής του. «Όλοι θα γράφουν για μένα ενώ εσύ θα τα διηγείσαι προφορικά» - ήταν ακριβώς τα προφητικά λόγια του γέροντα σε αυτήν. Η Κετεβάν Μπεκαούρι δέχτηκε χωρίς περιστροφές να μοιραστεί μαζί μας τις αναμνήσεις της για τον πνευματικό της πατέρα τον άγιο Γαβριήλ (Ουργκεμπάντζε).
Η πνευματική μου κατάσταση και ο φόβος του άγνωστου με έφεραν στην Εκκλησία. Δούλευα τότε στην αρχαιολογική αποστολή στην Μτσχέτα και δεν μπορούσα να μην επισκεφθώ τον ναό Σβετιτσχοβέλι. Για τρις συνεχόμενους μήνες πήγαινα στην εκκλησία χωρίς να μπορώ να κοινωνήσω και ούτε να εξομολογηθώ και γι΄αυτό ανησυχούσα πολύ.
«Οι εικόνες και οι τοιχογραφίες σκέπτονται και μας δίνουν ορισμένα σημεία» - έλεγε ο πατήρ Γαβριήλ. Μια φορά ήμουν στην εκκλησία και παρακολουθούσα την Θεία Λειτουργία. Ξαφνικά ένιωσα περίεργα, με κατέλαβε η αίσθηση ότι η τοιχογραφία του ναού μου υπαγόρευε κάτι. «Θα αποκτήσεις πνευματικό πατέρα, έναν γέροντα, μέγιστο ασκητή, εκλεκτό του Κυρίου ο οποίος θα σε καλέσει κοντά του» - σαν να μου έλεγε η τοιχογραφία. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε μπροστά μου, σαν άλλος ήρωας του διηγήματος «Διήγηση ενός πτωχού» του Ιλία Τσαβτσαβάντζε, Γαβριήλ. Ο γέροντας για τον οποίον μου μίλησε η τοιχογραφία μου φάνταζε να είναι ο φτωχός Γαβριήλ.
Πέρασε καιρός. Επισκέφθηκα τον ναό Σβετιτσχοβέλι για την βραδινή παράκληση και άκουσα κάποιον να λέει ότι θα έρθει κάποιος γέροντας Γαβριήλ που ήταν πότης και συνηθίζει να ελέγχει και να βλασφημεί τον κόσμο χωρίς φανερό λόγο. Ένιωσα δυσάρεστα και ρώτησα τους ενορίτες για αυτόν τον γέροντα, ποιος είναι; Μου απάντησαν ότι είναι ένας τρομακτικός στην όψη και περίεργος άνθρωπος με εκκεντρικό χαρακτήρα. Αυτά που άκουσα με επηρέασαν σε τόσο μεγάλο βαθμό που βγήκα αμέσως από τον ναό και για ενάμιση χρόνο δεν ξαναπάτησα το πόδι μου εκεί. Εγκατέλειψα την εκκλησία αλλά δεν με εγκατέλειψε ο Θεός.
«Ενώ στο ναό Σβετιτσχοβέλι τον χαρακτήρισαν ως τρελό και μεθύστακα εδώ τον ονόμαζαν μέγιστο ιερωμένο και δια Χριστόν σαλό γέροντα.
Ήταν το φθινόπωρο του 1992. Με επισκέφθηκε η φίλη μου και μου πρότεινε να πάμε μαζί στην μονή Σαβναμπάντα (αγίου Γεωργίου). Δέχτηκα και πήγαμε αμέσως. Μόλις φτάσαμε στο μοναστήρι, συναντήσαμε κάποιους γνωστούς που μας είπαν ότι εδώ βρίσκεται ο μοναχός ονόματι Γαβριήλ που είναι μέγιστος ιερωμένος και δια Χριστόν σαλός γέροντας. Σκέφτηκα με φόβο ότι εξαιτίας του σταμάτησα να πηγαίνω στην εκκλησία και τώρα βρίσκεται εδώ. Και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι ενώ στο ναό Σβετιτσχοβέλι τον χαρακτήρισαν ως τρελό και μεθύστακα εδώ τον ονόμαζαν μέγιστο ιερωμένο και δια Χριστόν σαλό γέροντα. Εκείνη την εποχή μου άρεσε να ασχολούμαι με την φωνογραφία και ήθελα να τον φωτογραφίσω, έστω και από απόσταση. Στεκόταν ανάμεσα στους πιστούς και κήρυττε. Τον παρατηρούσα και δεν μπορούσα να φανταστώ ότι είναι ο ίδιος τρομακτικός άνθρωπος που μου έλεγαν. Δεν έμοιαζε με άτομο της εποχής μας. Σκέφτηκα από μέσα μου ότι ήταν μοναχός προερχόμενος από τα αρχαία χρόνια. Ακτινοβολούσε μεγάλη χάρη και αγάπη. Ο γέροντας στάθηκε με την πλάτη του σε μένα και δεν έβλεπα το πρόσωπό του. Έκανα μια υπόθεση ότι αν ο γέροντας είναι πραγματικά διορατικός τότε θα γυρίσει να με κοιτάξει. Μόλις αυτή η σκέψη πέρασε από το μυαλό μου ο γέροντας γύρισε, με κοίταξε και ένιωσα ότι αυτός γνωρίζει τα πάντα για μένα. Εγώ τότε δεν είχα πνευματικό, πράγμα για το οποίο ανησυχούσα πολύ και αισθάνθηκα την ανάγκη να τον πλησιάσω και να γονατίσω μπροστά του. Φανταζόμουν πόσο ευτυχισμένοι είναι όσοι επικοινωνούν μαζί του και μπορούν να τον κοιτούν στα μάτια.
γέροντας Γαβριήλ (Ουργκεμπαντζε)
Ένας εκ των ιερέων μου έδωσε την ευλογία του να πλησιάσω τον γέροντα Γαβριήλ. Και το έκανα. Όταν έφτασα στην Μτσχέτα χρονοτριβούσα μπροστά στην είσοδο της μονής και δεν τολμούσα να μπω μέσα. Ξαφνικά μου ήρθε μία σκέψη: «Αν ο γέροντας Γαβριήλ είναι στην πραγματικότητα διορατικός τότε πρέπει να ξέρει για τον ερχομό μου και θα έρθει να με βρει». Με το που το σκέφτηκα αυτό – πετάχτηκε από το κελί του ο γέροντας Γαβριήλ. Στριφογυρίζοντας μπροστά μου ούρλιαζε με θυμό – «Και ποιος σου είπε ότι εγώ είμαι προφήτης? Δεν ξέρεις πόσο αμαρτωλός άνθρωπος είμαι! Ήρθες εδώ και με τρέμεις?». Δεν με κοιτούσε καν άλλα ένιωθα ότι είχε καταρρίψει όλους τους δαίμονες στα πόδια μου. Βρίζοντας πλησίασε και με σταύρωσε. Τα ‘χασα και αντί να ζητήσω την ευλογία του τον χαιρέτησα. «Τι θέλεις?» - με ρώτησε αυστηρά. «Παππούλη ήρθα να σας δω» - του απάντησα ντροπιασμένη. «Πάμε στο κελί να μιλήσουμε» - ανταποκρίθηκε.
Γύρισε και άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα. Άγγιξα τον μανδύα του και είπα – «Σας φοβάμαι, πάτερ!». Αμέσως με κοίταξε και είπε – «Εμένα φοβάσαι? Καλώς, τότε θα ανέβω μόνος μου και εσύ μείνε εδώ!». Λέγοντας αυτά ανέβηκε γρήγορα τη σκάλα και μπήκε στο κελί του. Στεκόμουν στην μέση της σκάλας σκεπτόμενη ότι πρέπει να φύγω τρέχοντας σπίτι μου γιατί δεν θα μπορούσα να το αντέξω! Στράφηκα να φύγω και ξαφνικά άκουσα μία φωνή – «Αν φύγεις θα χαθείς!». Ωστόσο, αποφάσισα να πάω στον γέροντα αλλά εκείνη τη στιγμή άκουσα ξανά μια φωνή: "Αν ανέβεις, θα χαθείς!"
Για περίπου δέκα λεπτά ένιωθα πως οι δαίμονες πολεμούσαν μαζί μου. Ήθελα πραγματικά πάρα πολύ να πάω στον γέροντα. Ανασυγκροτήθηκα, λοιπόν και ανέβηκα στο κελί. Δεν γνώριζα ότι πριν μπεις στο σπίτι ενός κληρικού πρέπει να πεις μια συγκεκριμένη προσευχή και απλώς χτύπησα την πόρτα. Η πόρτα άνοιξε και αντίκρισα εντελώς διαφορετικό άνθρωπο. Ένιωσα πληρότητα θείας χάριτος. Υπήρχαν πολλές εικόνες στο κελί κάτι το οποίο μου έφερε τα δάκρυα μετανοίας. Σκέφτηκα – «Θεέ μου, τι άγιος άνθρωπος! Γιατί δεν γυρίζουν ταινία και δεν γράφουν βιβλία γι’ αυτόν!». Καθίσαμε στο κελί με τον γέροντα Γαβριήλ πολλή ώρα και συζητήσαμε τα πάντα.
«Σε περίμενα, Κετεβάν. Γιατί δεν ερχόσουν τόσο καιρό?
Μια φορά μου είπε ο γέροντας – «Σε περίμενα, Κετεβάν. Γιατί δεν ερχόσουν τόσο καιρό?» και μετά από λίγο συμπλήρωσε – «Δεν ήθελα να επισκεφτώ την μονή Σαβναμπάντα τότε. Για σένα πήγα. Σε έβλεπα από μακριά και δεν ήθελα να το αποκαλύψω. Πολλά δεν σου αποκάλυψα τότε…».
Κάποια μέρα ήρθα να δω τον γέροντα. Προσευχήθηκα στην εκκλησία, επισκέφθηκα το κοιμητήριο, για πολλή ώρα περπατούσα στην αυλή της μονής αλλά ο γέροντας δεν φαινόταν πουθενά. Ανέβηκα πάνω και είδα ότι η πόρτα του κελιού είναι ανοικτή. Βλέπω το ξύλινο Εσταυρωμένο σαν να κατακρίνει για κάτι τον πατέρα Γαβριήλ. Για μία στιγμή σκέφτηκα ότι αυτό μου φάνηκε. Κοίταξα ξανά και ξανά και πάλι αντίκρισα το ίδιο. Πέρασε μια ώρα αλλά ο γέροντας δεν έβγαινε. Αποφάσισα να επιστρέψω στην Τιφλίδα αφού, όπως σκεπτόμουν, δεν ήταν γραπτό να τον συναντήσω σήμερα. Πριν φύγω μπήκα στην εκκλησία, έκανα τον σταυρό μου, προσευχήθηκα και βγήκα έξω. Ξαφνικά βλέπω τον πατέρα Γαβριήλ να κατεβαίνει την σκάλα. «Τί συμβαίνει Κετεβάν? Γιατί δεν ανέβηκες να με δεις? Φοβάσαι ή ντρέπεσαι για κάτι?». Τρέχοντας ανέβηκα με χαρά και γονάτισα μπροστά στον γέροντα. «Βλέπεις, τι θαύμα σου φανέρωσε ο Κύριος? Ενώ εγώ κοιμόμουν με μάλωνε ο Χριστός. Πέρασε έξω, μου λέει, πέρασε έξω. Δεν με άφησε στην ησυχία μου. Πόσο σε αγαπάει ο Κύριος, Κετεβάν!».
Περίπου έξι μήνες μετά και ενώ είχα πλέων στερεωθεί στην πίστη βλέποντας αμέτρητα θαύματα στο κελί του γέροντα μου πέρασε μία σκέψη – «Μήπως όντως το εικόνισμα μάλωνε για κάτι τον πατέρα Γαβριήλ?». Μόλις το σκέφτηκα μου λέει ο γέροντας – «Στο κελί αυτό επιτελούνται πολλά θαύματα. Ήμουν άρρωστος, ο Κύριος μου μίλησε από την εικόνα του και σε δύο ημέρες έγινα καλά. Η Παναγία έκλαιγε…». Δεν άντεξα και του είπα – « Αυτός εδώ ο Εσταυρωμένος σας μάλωνε!». «Ναι, μπορεί και να με μάλωνε» - απάντησε ο γέροντας.
Την ημέρα που συνάντησα για πρώτη φορά τον γέροντα Γαβριήλ την 2 Νοεμβρίου του 1992 ήθελα να την θυμάμαι για το υπόλοιπο της ζωής μου. Μετά από ένα χρόνο του είπα – «Παππούλη σας ξέρω εδώ και ένα χρόνο». Τότε ο γέροντας κάθισε δίπλα μου και είπε – « Κετεβάν, όχι ένα χρόνο. Πάνε σαράντα χρόνια που σε ξέρω. Δεν κατάλαβες ποιος είμαι? Είμαι ο πτωχός από το διήγημα του Ιλία Τσαβτσαβάντζε που ξέχασες ήδη»
Ένας φίλος μου διηγήθηκε – «Μου συνέβη μια φορά που παράτησα τον πατέρα Γαβριήλ και έφυγα». Σκέφτηκα τότε ότι εγώ ποτέ δεν θα τον άφηνα. Αλλά πόσο λάθος είμαστε όταν είμαστε σίγουροι για κάτι εκ των προτέρων! Ήταν χειμώνας. Ο γέροντας με πήρε μαζί του στην εκκλησία και άρχισε να προφητεύει – «Τώρα τρεις άνδρες θα μπουν εδώ, έπειτα τρεις ακόμη και μετά οι έξι θα βγουν». Αναρωτήθηκα μέσα μου - "Τι ακριβός είναι αυτό που προβλέπει?». Τότε είπε - «Θα περάσει μισή ώρα και ένας από αυτούς τους έξι θα επιστρέψει και θα με σκοτώσει. Θα είσαι η μόνη μάρτυρας αυτού. Να το πεις σε όλους ... » - και άρχισε να κλαίει. «Εδώ, ακούς βήματα; Μην με αφήνεις". Και με καθησύχασε: «Μην φοβάσαι, δεν θα σε χτυπήσει η σφαίρα αλλά εμένα και θα πεθάνω ... κοίτα μην με αφήσεις».
Με κατέλαβε ο φόβος. «Να, τώρα θα ανοίξει η πόρτα και θα μπει ο άνθρωπος…». Και όντως, η πόρτα άνοιξε και μπήκε ένας άνθρωπος με πολυβόλο. Ήταν μια γυναίκα που την πέρασα για άνδρα και στα χέρια της κρατούσε όχι πολυβόλο αλλά μια τσάντα. Είχε κατεβάσει από τον ώμο της την τσάντα και μου φάνηκε ότι ήταν ένα πολυβόλο όπλο. Έπεσα στα γόνατα μπροστά στα εικονίσματα και άρχισα να προσεύχομαι – «Σε παρακαλώ, Κύριε, μην αφήσεις να τον σκοτώσουν μπροστά μου!». Σηκώθηκα απότομα και έτρεξα στην αυλή.
Καθώς έτρεχα άκουσα να μου φωνάζει ο γέροντας – «Μη με παρατάς! Μου υποσχέθηκες ότι δεν θα με αφήσεις! Δεν κάνεις τις καλές πράξεις από μόνη σου αλλά ο Θεός σε βοηθάει σε αυτό. Όλοι πρέπει να το θυμούνται αυτό!».
Άλλο ένα συμβάν. Μου είπε ένας ιερέας – «Όσο εγώ θα πάω να ξεκουραστώ εσύ διάβασε τον βίο του αγίου Δωροθέου». Ξεκίνησα να διαβάζω. Αφού διάβασα τρεις σελίδες, σταμάτησα να κατανοώ το κείμενο, αλλά συνέχισα να διαβάζω δυνατά, και έτσι, χωρίς να καταλαβαίνω τίποτα, πλην όμως κάνοντας υπακοή, διάβασα δεκαπέντε σελίδες ακόμα. Όταν ολοκλήρωσα το διάβασμα μπήκε ο πατήρ Γαβριήλ και ξεκίνησε να εξιστορεί τον βίο ακριβώς από εκείνο το σημείο από το οποίο σταμάτησα να καταλαβαίνω το κείμενο.
Κάποτε μου δώρισαν μερικές παλιές εικόνες. Αποφάσισα να τις δώσω στον πατέρα Γαβριήλ και το δέχτηκε με χαρά. Επιστρέφοντας στο σπίτι, για κάποιο λόγο, σκέφτηκα ότι την μία εικόνα έπρεπε να την κρατήσω για τον αυτό μου. Την επόμενη μέρα που τον επισκέφθηκα μου επέστρεψε όλες τις εικόνες που του χάρισα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Με λυπήθηκε και πήρε τις εικόνες πίσω.
Ο λόγος του ήταν υπέροχος με εκπληκτικές εκφράσεις του προσώπου του και κινήσεις των χεριών τις οποίες δεν μπορείς να περιγράψεις με λέξεις. Λυπάμαι πολύ που δεν κατέγραφα τον, όλο γεμάτο σοφία, λόγο του. Δεν μπόρεσα πλήρως να εκτιμήσω την πλουσιότατη πνευματική του ζωή και να κατανοήσω έστω και ένα μικρό μέρος του μεγαλείου του…
«Ιδού ο Χριστός πέρασε και μπήκε στην τράπεζα… Δεν τον βλέπεις και βέβαια δεν θα με καταλάβεις…
Τον επισκεπτόταν ο Θεός και μου έλεγε συχνά - «Ιδού ο Χριστός πέρασε και μπήκε στην τράπεζα… Δεν τον βλέπεις και βέβαια δεν θα με καταλάβεις…»
Ανησυχούσα πολύ που δεν έτρωγε τίποτα και τον παρακαλούσα να φάει έστω και λίγο… μου απάντησε – «Τρέφομαι με αγάπη». Μια φορά μου ζήτησε – «Θα κοιμηθώ αλλά εσύ μείνε εδώ, μην με αφήσεις… θα ξυπνήσω σύντομα». Όταν ξύπνησε άρχισε να απαριθμεί τις χώρες: Αμερική, Γαλλία, Ινδία, Ιταλία, Ρωσία, Γερμανία, Ουκρανία, Ελλάδα ... και είπε: «Σχεδόν ολόκληρος ο κόσμος ... ήμουν σε αυτές τις χώρες».
Ήταν σπουδαίος γέροντας ο πατήρ Γαβριήλ. Εμφανιζόταν αόρατα όπου ήθελε. Μου έλεγε συχνά ότι δεν θα γίνει σπουδαίος αν δεν μου δώσει ένα μάθημα. Μετά την κηδεία του γύρισα σπίτι αλλά δεν μπορούσα να ηρεμήσω. Και όλο θυμόμουνα τα λόγια του γέροντα τα οποία μου έλεγε χαριτολογώντας όταν με έπιαναν τα γέλια – «Μη γένοιτο και ο γέλωτας αυτός μετατραπεί σε δάκρυα!». Ακόμα δεν μπορούσα να βρω την ηρεμία μου. Επισκέφθηκα τους γείτονες αλλά και εκεί ήταν ανήσυχη η καρδιά μου. Σηκώθηκα να φύγω και μου λέει η γειτόνισσα – «Μην φεύγεις, θα ανοίξω την τηλεόραση». Τελικά άνοιξε την τηλεόραση και έγινε θαύμα! Από την οθόνη της τηλεόρασης ακούστηκε η φράση του γέροντα – «Δεν θα γίνω σπουδαίος αν δεν σου δώσω ένα μάθημα». Έμεινα εμβρόντητη.
Ανεξαρτήτως από το ύψος της πνευματικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν ο γέροντας, το βασικό γι΄αυτόν ήταν η αγάπη και η φροντίδα για τον διπλανό του και η σωτηρία του ανθρώπου. Ο γέροντας εμφανιζόταν εντελώς διαφορετικός κατά την διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Τότε εξαφανιζόταν η σαλότητα, δεν έκανε αστεία, ούτε γελούσε, ήταν σκεπτικός. Βίωνε εξ βάθος την πεπραγμένη αμαρτία της ανθρωπότητας – την Σταύρωση του Χριστού. Την Μεγάλη Παρασκευή με δυνατή, γεμάτη από φόβο και θλίψη φωνή φώναζε – «Βοήθεια… βοήθεια… ο Χριστός κουβαλάει τον σταυρό του στον Γολγοθά…». Και δεν υπήρχε πιστός στην εκκλησία που να μην έκλαιγε γοερά εκείνη τη στιγμή. Κατά την διάρκεια της Ακολουθίας με δάκρυα στα μάτια έλεγε ο γέροντας – «Μην αφήνετε μόνη την Υπεραγία Θεοτόκο που υποφέρει τώρα! Όλοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί είμαστε μαζί της τώρα και δεν θα τολμήσει κανείς να την εγκαταλείψει! Πρέπει να είμαστε κοντά της! Μάνα είναι, που υποφέρει για τα Πάθη του Υιού της!». Και όλο το εκκλησίασμα φάνταζε σαν να έβλεπε μπροστά του την Σταύρωση του Ιησού Χριστού.
Καθαγιασμένος με την χάρη του Θεού είχε τόση αγάπη στον συνάνθρωπό του, που καμία δύναμη δεν μπορούσε να του αντισταθεί. Έβλεπε πέρα από τα ορατά και όλος ο κόσμος ήταν ανοικτός στα μάτια του.