Στις 18 Απριλίου του 2021 συμπληρώθηκαν 28 χρόνια από εκείνο το τρομερό και ιδιαίτερο Πάσχα του Χριστού, τότε που στην Ιερά Μονή Όπτινα Πούστιν έχυσαν το μαρτυρικό τους αίμα τρείς μοναχοί: ο πατήρ Βασίλειος, ο πατήρ Θεράπων και ο πατήρ Τρόφιμος. Παραθέτουμε για τους αναγνώστες της πύλης gr.pravoslavie.ru την αφήγηση της Νίνας Πάβλοβα, συγγραφέα του εξαιρετικού βιβλίου «Ματωμένο Πάσχα», για το πώς γινόταν η συγγραφή του βιβλίου και για τη βοήθεια στους ανθρώπους με τις πρεσβείες των Νεομαρτύρων της Όπτινα.
Οι πατέρες λένε ότι όταν διαβάζεις για έναν Άγιο, αυτός προσεύχεται για σένα. Δεν μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς αυτό που συμβαίνει, όταν διαβάζεις το «Ματωμένο Πάσχα» - το βιβλίο για τους δολοφονηθέντες μάρτυρες πατέρα Βασίλειο, πατέρα Τρόφιμο και τον πατέρα Θεράποντα. Νιώθεις ότι έχει έρθει η Εβδομάδα της Διακαινησίμου, ότι οι Ωραίες Πύλες είναι ανοιχτές σε όλες τις εκκλησίες, ότι οι λιτανείες γίνονται πολύ εύκολα και ότι, ευτυχισμένοι, όσο ποτέ, οι άνθρωποι σηκώνουν τα πρόσωπά τους προς τον ουρανό για να πέσει πάνω τους μια σταγόνα αγιασμού και ότι οι καμπάνες χτυπάνε, χτυπάνε σε ολόκληρη την πατρίδα.
– Χριστός Ανέστη!
– Αληθώς Ανέστη!
Τους δυο μοναχούς – τον πατέρα Τρόφιμο και τον πατέρα Θεράποντα – τους σκότωσαν στο καμπαναριό, όταν άπλωναν τα χέρια τους προς τον ουρανό για να πετύχουν τον καλύτερο από όλους ήχο που είναι ο πασχαλινός. Τον πατέρα Βασίλειο, τον σκότωσαν λίγο αργότερα, στην αυλή: είχε ακούσει που οι καμπάνες χτυπούσαν ξέφρενα, κάτι που σήμαινε συναγερμό, αντί για τον συνηθισμένο ήχο και είχε σπεύσει για να βοηθήσει τους αδελφούς.
«Πρώτος δολοφονήθηκε ο μοναχός Θεράπων. Έπεσε, όταν σπαθί τον τραυμάτισε διαμπερώς, όμως, πώς αυτό έγινε ακριβώς, κανείς δεν είδε. Στο ημερολόγιο του μοναχού, λένε, η τελευταία φράση ήταν: “Η σιωπή είναι το μυστήριο του μέλλοντος αιώνος”. Όπως ζούσε στη γη σιωπηλά, έτσι και έφυγε ως σιωπηρός Άγγελος προς τον μέλλοντα αιώνα.
Αμέσως μετά, πέταξε προς τον Κύριον η ψυχή του μοναχού Τροφίμου, που σκοτώθηκε, επίσης, με χτύπημα στην πλάτη. Ο μοναχός έπεσε. Όντας ήδη δολοφονημένος, δηλαδή χτυπημένος θανάσιμα, πραγματικά “ηγέρθη ἐκ νεκρῶν”: ανασηκώθηκε με τα σχοινιά προς τις καμπάνες και χτύπησε σε ήχο συναγερμού, κουνώντας τις καμπάνες με θανατωμένο ήδη το σώμα του και αμέσως έπεσε άψυχος. Αγαπούσε τους ανθρώπους. Ακόμα και την ώρα του θανάτου σηκώθηκε για να προστατέψει τη Μονή, ξεσηκώνοντάς την σε συναγερμό.
Οι καμπάνες έχουν τη δική τους γλώσσα. Ο Ιερομόναχος Βασίλειος πήγαινε εκείνη την ώρα προς τη σκήτη για να εξομολογήσει, αλλά, όταν άκουσε τον ήχο του συναγερμού, γύρισε προς το καμπαναριό, προς τους δολοφόνους».
«Αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια, το βιώνω δύσκολα – η Όπτινα να έχει πλημμυρίσει στο αίμα και η πνιγμένη από τα δάκρυα κραυγή του νέου δόκιμου Αλέξιου ακούγεται να λέει: “Σκότωσαν τα αδελφάκια! Τα αδελφάκια!” – γράφει στο βιβλίο της η Νίνα Πάβλοβα.
Δεν ήθελε για πολύ καιρό να αναλάβει τη συγγραφή του – έτσι ξεκινάει το εξαιρετικό της βιβλίο, που μπορεί να ζεστάνει με την αγάπη του Χριστού την πιο παγωμένη καρδιά: «Θα ξεκινήσω από την ομολογία, που είναι ντροπή για έναν συγγραφέα: αντιστεκόμουν για πολύ καιρό στην ευλογία των γερόντων και αρνούμουν να γράψω βιβλίο για τους νεομάρτυρες της Όπτινα, για έναν και μοναδικό λόγο: ξεπερνούσε κατά πολύ το μέτρο μου, ήταν πέρα από τις δυνάμεις μου».
Η εξόδιος ακολουθία των Νεομαρτύρων της Όπτινα
Σήμερα, μια δεκαετία και παραπάνω, μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου της, η Νίνα Αλεξάνδροβνα επαναλαμβάνει το ίδιο: «Πάντα έλεγα και λέω – δεν είναι δικό μου βιβλίο. Στην αρχή δεν ήθελα να βάλω ούτε την υπογραφή μου, όμως, στη μαρτυρολογία δεν υπάρχει μάρτυρας ανώνυμος, φοβισμένος. Είναι μαρτυρία και εγώ είμαι μάρτυρας».
Η συγγραφέας του βιβλίου «Ματωμένο Πάσχα» αρνείται ότι το έγραψε η ίδια: «Προσευχόμουν, έκλαιγα στον τάφο του πατέρα Βασιλείου: “Παππούλη, είμαι ένα τίποτα – ο πατέρας Βασίλειος, όμως, ήταν μάστορας του λόγου – ας είμαι πένα στα χέρια σου, γράψε εσύ, κάντο εσύ ο ίδιος!”. Τα πάντα γινόταν με την μεσολάβησή τους. Το βιβλίο δε γράφτηκε χάρη σε μένα».
Λαμπρή συγγραφέας, η Νίνα Αλεξάνδροβνα, ζει, εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα, δίπλα στη Μονή Όπτινα Πούστιν. Αν και δεν έχουμε συναντηθεί ποτέ, και τώρα που της τηλεφωνώ από τη Μόσχα, η φωνή της μου ακούγεται ως μια φωνή πολύ δικού μου ανθρώπου. Της ζητάω να μου μιλήσει για το πώς έγραψε το βιβλίο το «Ματωμένο Πάσχα».
«Με ευλόγησαν και έπρεπε να εκτελέσω το διακόνημα», διηγείται η Νίνα Αλεξάνδροβνα. «Ένα διακόνημα, όμως, που αποδείχθηκε εξαιρετικά δύσκολο, και έριξα πολλά δάκρυα. Οι μοναχοί έχουν πολύ κρυφή μυστική ζωή». Το πιο δύσκολο ήταν η συλλογή του υλικού για τη ζωή των πατέρων. Τη διαδικασία αυτή τη συγκρίνει με κάτι ανάλογο, όπως είναι η δουλειά του να κολλάς κομμάτι-κομμάτι τα θραύσματα ελληνικού αμφορέα: ο ένας έχει το ένα θραύσμα, ο άλλος το άλλο. Αυτά τα κομμάτια, από μόνα τους, πολύ λίγα πράγματα σημαίνουν. Αλλά όταν τα συναρμολογήσουμε σε ένα όλο, τότε θα εμφανιστεί, επιτέλους, ένα ανεκτίμητο στολίδι, και θα ανοιχτεί το μυστήριο της μοναχικής ζωής.
«Θέλουν να είμαστε ένα μέσα στην αγάπη»
Ο πατήρ Θεράπων στην κάτω σειρά δεξιά «Συνέχεια πήγαινα στους τάφους των Νεομαρτύρων. Κάποια φορά συναντάω στους τάφους τον ηγούμενο Τύχωνα, τον υπεύθυνο της σκήτης:
– Παππούλη, δεν υπάρχουν στοιχεία για τον πατέρα Θεράποντα. Θα μου διηγηθείτε κάτι;
– Νίνα, με χαρά θα σου είχα διηγηθεί, αλλά και ο ίδιος δεν ξέρω τίποτα. Θυμάμαι μόνο μια φορά ότι στην τράπεζα, δίπλα στην είσοδο, καθόταν μια γιαγιά και έπλεκε κάλτσες. Ο Θεράπων την πλησίασε και τη ρωτάει: «Είναι δύσκολο να πλέκεις;» - «Καθόλου δεν είναι. Θέλεις να σε μάθω;». Και τι έγινε μετά, δεν ξέρω.
Προχωρώ παραπέρα. Συναντώ έναν προσκυνητή από το Ντονέτσκ – τον Σέργιο Καπλάν. Μου διηγείται ότι ο πατήρ Θεράπων έπλεξε και του χάρισε κάλτσες, τις οποίες φοράει μόνο στην εκκλησία, στις γιορτές.
Προχωρώ πιο πέρα, προς το ναό. Συναντώ τον Σέργιο Λόσεβ – μακαριστό πλέον – που δούλευε σε διακόνημα στην Όπτινα και ήταν ξυλογλύπτης. Ο Σέργιος μου διηγήθηκε ότι ο πατήρ Θεράπων έψαχνε κάτι για να ασχολείται την ώρα που κάνει την προσευχή του Ιησού. Είχε πάει στην Ιερά Μονή Ντιβέγιεβο και εκεί οι σαλές έπλεκαν κάλτσες την ώρα που έλεγαν την ευχή. Για αυτές, η λέξη «πλέκω» σήμαινε «προσεύχομαι». Προσπάθησε ο πατήρ Θεράπων να πλέκει, όμως όλοι του ζητούσαν κάλτσες, αλλά επειδή «τῷ αἰτοῦντί σε δίδου», αποφάσισε να το γυρίσει στην ξυλογλυπτική.
Και έτσι, όσο προχωρούσα από τους τάφους προς το ναό, είχε φτιαχτεί ολόκληρη ιστορία. Δεν είχα ποτέ κανένα όραμα, αλλά εδώ με έκαψε ένα πολύ έντονο συναίσθημα – πόσο πολύ μας αγαπάνε οι Νεομάρτυρές μας! Θέλουν να μαζευόμαστε όλοι μαζί, όπως τα θραύσματα εκείνου του αμφορέα, και να είμαστε ένα στην αγάπη.
Μερικές φορές με ευχαριστούν για το βιβλίο, αλλά εγώ η ίδια είμαι ευγνώμων, για την εμπειρία που απέκτησα, όσο δούλευα για αυτό. Βεβαίως, συχνά λέμε: «Ο Θεός δεν είναι ο Θεός των θανόντων αλλά ο Θεός των ζώντων». Για τον Θεό όλοι είναι ζωντανοί. Το καταλαβαίνουμε με το μυαλό, αλλά η καρδιά σωπαίνει. Αλλά, εδώ είχα τη ζωντανή εμπειρία της επικοινωνίας με τους Νεομάρτυρες, όταν το υλικό και οι πληροφορίες, ως επί το πλείστον, έρχονταν από τους ίδιους. Να αναφέρω ορισμένα παραδείγματα.
Οι μοναχοί, από τη φύση τους, είναι πολύ καλοί άνθρωποι. Όταν άρχισα να δουλεύω στο Εκδοτικό Τμήμα της Μονής, ο πατήρ οικονόμος με ρώτησε πώς μπορεί να με βοηθήσει. Αμέσως, απάντησα ότι χρειάζομαι μια μεγάλη κλειδαριά για να κλειδώνει όλα τα χειρόγραφα και να μην τα δίνει στους μοναχούς. Γιατί μέχρι τότε στο μοναστήρι όποιος ήθελε έπαιρνε αυτό που ζήταγε, μια και «τῷ αἰτοῦντί σε δίδου». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, οι επιστολές του πατέρα Νεκταρίου – οι αυθεντικές! – να εξαφανιστούν από το μοναστήρι, όπως και το ημερολόγιο του πατέρα Βασιλείου. Τα είχαν χαρίσει σε κάποιον. Στέλναμε επιστολές προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά δε βρίσκαμε τίποτα…
Και να που έρχομαι για πολλοστή φορά στον τάφο του πατέρα Βασιλείου: «Παππούλη, τι να γράψω αφού δεν υπάρχουν στοιχεία; Και το ημερολόγιό σας δεν υπάρχει πουθενά».
Ξαφνικά βλέπω να τρέχει ένας άνθρωπος. Ξυπόλυτος – είχαμε έναν προσκυνητή, λίγο σαλό, να κρατάει ένα τετράδιο και να το διαβάζει στο δρόμο. Πλησιάζει σε μένα, μου το δίνει: «Αυτό είναι για σας!». Ήταν το ημερολόγιο του πατέρα Βασιλείου».
«Πάτερ Θεράποντα, απάντησε στο γράμμα!»
«Ακόμα ένα περιστατικό. Εμείς με τον ηγούμενο Φίλιππο, που τον είχαν ευλογήσει να με βοηθάει, για δύο χρόνια στέλναμε γράμματα στα μέρη όπου ο πατήρ Θεράπων ζούσε και δούλευε, πριν πάει στο μοναστήρι. Έβαζα στα γράμματα πάντα και φακέλους με έτοιμη τη διεύθυνση της απαντητικής επιστολής. Και… απάντηση καμία.
Και ξαφνικά έρχεται ένα γράμμα από το Ροστόβ, από έναν καθολικό. Ένα γράμμα από σχεδόν αναλφάβητο, και με έπαρση: εγώ, έγραφε αυτός, οδήγησα τον πατέρα Θεράποντα στον Θεό, τον καθοδηγούσα. Να με καλέσετε στην Όπτινα για να αναλάβω την οργάνωση της δουλειάς σας.
Ήταν άκομψο γράμμα. Παρόλα αυτά, έπρεπε να απαντήσω. Κάθομαι. Έρχεται ένα γατάκι, πιάνει το γράμμα και με αυτό τρέχει. Έπιασα το γατάκι, πήρα το γράμμα. Κάθισα ξανά να γράψω την απάντηση. Ήταν καλοκαίρι, το παράθυρο ήταν ανοιχτό… Ο αέρας φύσηξε και πήρε το γράμμα. Έτρεχα σε όλο τον κήπο για να το πιάσω.
Λοιπόν, μια βδομάδα βασανίστηκα. Δεν μπορούσα με τίποτα να απαντήσω. Όμως, έπρεπε να το κάνω. Πηγαίνω στον τάφο του πατέρα Θεράποντα και του λέω: «Πάτερ Θεράποντα, το όνομά σου σημαίνει υπηρέτης, σε παρακαλώ, απάντησε σε αυτό το γράμμα, έχω κουραστεί πολύ». Και αφήνω εκείνο το γράμμα στον τάφο.
Και τότε, πίσω από την πλάτη μου, εμφανίζεται η μοναχή Λιουμπόβ από το Ροστόβ, διαβάζει τη διεύθυνση στο φάκελο και λέει: «Ω, αυτό είναι από τον Φέντια, τον Καμπούρη!»
Και μου λέει ότι ο Φέντια ο Καμπούρης ποτέ δεν οδήγησε τον πατέρα Θεράποντα στον Θεό. Ο πατήρ Θεράπων ήταν ήδη στην Όπτινα, όταν τον Φέντια τον προσηλύτισαν οι καθολικοί. Και ο Φέντια άρχισε να συμπεριφέρεται με υπερηφάνεια – άρχισε να διδάσκει και να προσηλυτίζει. Η μοναχή Λιουμπόβ ήξερε καλά τον πατέρα Θεράποντα, και όταν τον ενημέρωσε ότι ο Φέντια μετακινήθηκε στους καθολικούς, αυτός στεναχωρήθηκε πολύ: «Ωχ, κακό, μητερούλα, πολύ κακό, να μην εγκαταλείπετε τον Φέντια!». Και όταν η μοναχή Λιουμπόβ την επόμενη φορά επισκέφτηκε τη Μονή, ο πατήρ Θεράπων της έδωσε βιβλία με σκέψεις των Αγίων Πατέρων για τον καθολικισμό. Τα είχε ψάξει ειδικά για αυτό το λόγο: «Μητερούλα, να λυπηθείτε τον Φέντια. Να τον βοηθήσετε!». Αυτή ήταν η απάντηση που πήρα στο γράμμα».
«Πάτερ Τρόφιμε, μείναμε χωρίς νερό, τι να κάνουμε;»
Ο μοναχός Τρόφιμος «Τελείωνα το βιβλίο, όταν κάποια στιγμή μείναμε χωρίς νερό. Μέχρι τότε, παίρναμε νερό από το πηγάδι του γείτονα, μπροστά στις πύλες. Ξαφνικά, όμως, ο γείτονας, άπιστος ο άνθρωπος, έβαλε κάλυμμα πάνω στο στόμιο και κλείδωσε το πηγάδι.
Η άλλη δεξαμενή νερού είναι μακριά, πρέπει να περπατάς περίπου ένα χιλιόμετρο. Εντάξει, να φέρεις έναν κουβά για τσάι και σούπα, αλλά για να πλύνεις τα πιάτα και τα ρούχα;
Πήγα στον τάφο του πατέρα Τροφίμου και του παραπονιέμαι: «Πάτερ Τρόφιμε, μείναμε χωρίς νερό, τι να κάνω;». Επιστρέφω και βλέπω να έρχεται ο πατήρ οικονόμος, ηγούμενος Δοσίθεος.
«Νίνα, μου λέει, τώρα στην αυλή οι γεωλόγοι κάνουν γεώτρηση, όταν τελειώσουν, θα τους στείλω σε σένα». «Παππούλη, δεν έχω λεφτά!» - «Δεν πειράζει, θα βρεις». Την ίδια μέρα, το απόγευμα, οι γεωλόγοι είχαν κάνει τη γεώτρηση, πήραν πολύ λίγα χρήματα και να πάλι το μικρό θαύμα: στους άλλους βρήκαν νερό σε βάθος δεκατριών, δεκαεπτά ή ακόμα και είκοσι μέτρων. Και σε μένα έκαναν γεώτρηση μόνο σε βάθος επτάμιση μέτρων και φτάσανε σε μια υπόγεια λίμνη πάνω σε πέτρινο πλατό. Καθαρότατο νερό! Όταν ο γείτονας πήγε δείγματα νερού στη Μόσχα, οι εργαζόμενοι του εργαστηρίου εξεπλάγησαν: Από πού; Τόσο καθαρό νερό έχουν να δουν πολλά χρόνια.
Την επόμενη μέρα, ο ηγούμενος Αντώνιος μου λέει: «Νίνα, πρέπει να φτιάξεις τον αγωγό του νερού στο σπίτι, τώρα που δεν έχει πολύ κρύο». – «Παππούλη, πού να βρω τόσα λεφτά;» - «Εμείς τώρα αγοράσαμε σωλήνες και υδραυλικά εξαρτήματα για την εκκλησία, στην περιοχή Φρολόβο, θα σου φέρουν και εσένα. Κάποια στιγμή θα τα επιστρέψεις. Αν τα επιστρέψεις, καλώς. Αν όχι, παρ’ τα εις δόξαν Χριστού». Σε λίγο, στο σπίτι μου είχα αγωγό νερού, ντους και όλες τις ανέσεις της πόλης. Και αυτό είναι κάτι πολύ χαρακτηριστικό για τον Τρόφιμο. Ήταν άνθρωπος-φωτιά.
Θυμάμαι ένα περιστατικό. Στεκόμαστε δίπλα στο Ναό, και ένας μοναχός συλλογίζεται: «Θα ήθελα να φτιάξω ράφι για εικόνες στο κελλί. Αλλά πού να βρεις τώρα κόντρα πλακέ και, γενικώς, πώς κατασκευάζονται αυτά τα ράφια;» Ο Τρόφιμος του λέει: «Τώρα έρχομαι!». Πήγε γρήγορα κάπου και σε μισή ώρα ο μοναχός είχε στο κελλί του ράφι. Όλα τα έκανε γρήγορα και με χαρά».
«Πήγαινε, πήγαινε, καλέ μου»
«Είκοσι χρόνια πέρασαν. Η καρδιά, όμως, κλαίει, γιατί το να συναντήσεις έναν τέτοιο πνευματικό, όπως ήταν ο πατήρ Βασίλειος, είναι κάτι πολύ σπάνιο», - λέει η Νίνα Αλεξάνδροβνα.
«Πολύ έντονα θυμάμαι την πρώτη μου εντύπωση από τον πατέρα Βασίλειο. Ήταν, μου φαίνεται, το 1989. Η Όπτινα ερειπωμένη. Στη μονή ζουν, ως επί το πλείστον, λαϊκοί. Στην αυλή περπατάνε αγελάδες, κατσίκια, ένα γουρούνι ξύνει την πλάτη του στη γωνία του Ιερού Ναού.
Η Ιερά Μονή Όπτινα Πούστιν, τη δεκαετία του 1990
Όμως, το μεγαλύτερο πρόβλημα για μας, εκείνη την εποχή, ήταν το κατάστημα των σιδηροδρομικών, που βρισκόταν σε ένα από τα κτίρια της αδελφότητας. Από την εποχή του Καγκανόβιτς, τους εργαζόμενους στους σιδηροδρόμους τους έντυναν με φόρμα και τους προμήθευαν πλουσιοπάροχα. Και να, ενώ παντού, υπήρχαν ελλείψεις αγαθών, σε αυτό το κατάστημα, στην εποχή της ποτοαπαγόρευσης επί Γκορμπατσόβ, πουλούσαν βότκα. Από όλα τα περίχωρα στην Όπτινα έρχονταν άνθρωποι και δίπλα στο κατάστημα άναβαν καυγάδες.
Τι έχουμε τραβήξει! Θυμάμαι, παραπονέθηκα στον ηγούμενο Υπάτιο: «Παππούλη, πάλι αυτοί οι αλκοολικοί!». Και αυτός απαντάει: «Πώς μπορείτε να μιλάτε έτσι για τους ανθρώπους;». Βέβαια, είναι κακό να κατακρίνεις κάποιον. Αλλά θα σας περιγράψω τώρα μια σκηνή που διαδραματίστηκε δίπλα στο κατάστημα. Ένας νεαρός οδηγός τρακτέρ, ντόπιος κάτοικος της Όπτινα, αγόρασε ένα μπουκάλι βότκα, το ήπιε και προσπαθεί να ξαναμπεί στο κατάστημα. Τον σπρώχνουν πίσω, δεν του επιτρέπουν να μπει, με αποτέλεσμα η υπόθεση να εξελιχθεί σε σοβαρό καβγά, μετά το οποίο το πρόσωπο του οδηγού τρακτέρ να γεμίσει αίματα.
Ο οδηγός του τρακτέρ πλύθηκε, χωρίς ιδιαίτερη θέληση, στη βρύση. Ο πατήρ Βασίλειος εκείνη την ώρα καθόταν στις πύλες του μοναστηριού, υποδεχόμενος προσκυνητές. Βασικά, δεν υπήρχαν ακόμα πύλες, ήταν κάτι ξύλα κάτω, οπότε καθόταν σε αυτά τα ξύλα. Πλησιάζει ο οδηγός του τρακτέρ, κάθεται δίπλα και αρχίζουν συζήτηση.
Περνάω δίπλα και ακούω: «Πατέρα, γιατί καταστρέφουν τους ναούς; Ποιον ενοχλούν;». Και συζητάνε τόσο ειρηνικά, λες και αυτός δεν υπήρξε ένα λεπτό πριν ο άγριος καβγατζής-μεθύστακας. Ο οδηγός του τρακτέρ ήταν ο μοναδικός που ήξερε να παίζει ακορντεόν στο χωριό της Όπτινα και είμαι βέβαιη ότι ακριβώς σε αυτόν τον άνθρωπο ο πατήρ Βασίλειος είχε αφιερώσει το ποίημα:
Φως και λάμψη πρόσωπο του φεγγαριού
Ήλθε νύχτα ήρεμη στο μοναστήρι
Ξάφνου, ντόπιος ακορντεονίστας
Πάτησε τα πλήκτρα με το χέρι
Στάθηκα μέσα σε μονοπάτι έρημο
Και τα δάκρυα έκαψαν τα μάτια μου.
Θεέ μου, πόσο μοιάζει στη φωνή Σου
Αυτή η μοναχική κλήση της αγάπης
Σε αυτό το ρεμάλι, κατά πως φαινόταν, ο πατήρ Βασίλειος είδε την εικόνα του Θεού και άκουσε τη μοναχική κλήση της αγάπης. Αγαπούσε τους ανθρώπους με εκείνη την ανείπωτη αγάπη που αγαπάει εμάς, τους αμαρτωλούς, ο Ιησούς Χριστός.
Ο πατήρ Βασίλειος συνομιλεί με τους προσκυνητές
Θυμάμαι ένα περιστατικό. Ο γιος μου, αν και είχε βαπτιστεί πριν από μένα και τον πρώτο καιρό είχε πολύ ζήλο για πνευματική άσκηση, ξαφνικά σταμάτησε να πηγαίνει για εξομολόγηση και για πολύ καιρό δεν κοινωνούσε. Φοβόμουν μήπως αποστασιοποιηθεί κιόλας από την Εκκλησία.
Στην Ιερά Μονή Όπτινα, εξομολογούσε ένας παππούλης που είχε έρθει από μακριά. Δεν είχε κόσμο και έσπρωξα τον γιο μου προς αυτόν. Βλέπω πως ο γιος μου αμέσως απομακρύνθηκε από το αναλόγιο και ο παππούλης μου λέει: «Γιατί να ξοδεύω χρόνο; Ο ίδιος λέει ότι δεν είναι έτοιμος ούτε για εξομολόγηση ούτε για Θεία Κοινωνία».
Δίπλα εξομολογούσε ο πατήρ Βασίλειος και τον παρακάλεσα πολύ: «Παππούλη, πάρτε το γιο μου για εξομολόγηση!». Τι συζήτησαν εκεί, δε γνωρίζω. Είναι το απόρρητο της εξομολόγησης. Αλλά βλέπω ότι ο γιος μου ξαφνικά έκλαψε και ο πατήρ Βασίλειος είχε δάκρυα στα μάτια. Και τότε είχε αρχίσει η Θεία Κοινωνία. Ο πατήρ Βασίλειος αγκάλιασε τον γιο μου και του λέει: «Πήγαινε, πήγαινε, καλέ μου». Και ο γιος μου πήγε να κοινωνήσει, και όλο γυρνούσε προς τον πατέρα Βασίλειο με δάκρυα χαράς στα μάτια.
Όταν μάζευα υλικό για το βιβλίο, είχα ρωτήσει, νομίζω, περίπου διακόσιους ανθρώπους και πολλοί λέγανε ότι η εξομολόγηση στον πατέρα Βασίλειο ήταν η επιστροφή του άσωτου υιού στην αγκαλιά του Πατέρα».
Ο πατήρ Βασίλειος με τους αδελφούς. Πάσχα του 1990.
«Στον πατέρα Βασίλειο πήγαιναν πολύ δύσκολοι άνθρωποι»
«Ο πατήρ Βασίλειος μιλούσε λίγο και ήταν λιτός στα λόγια, δεν του άρεσε να κάνει τον δάσκαλο. Πολλές φορές μίλαγε πολύ απλά: “Έλα, τι σου χρειάζεται αυτό; Δεν είναι για σένα”.
Και άνθρωποι σε κατάσταση απόλυτης αναισθησίας απροσδόκητα έλιωναν δίπλα του, άρχιζαν να ανοίγονται, επιπλήττοντας τον εαυτό τους για τις ντροπιαστικές τους πράξεις, τις οποίες παλαιότερα δεν τολμούσαν να ομολογήσουν. Έκλαιγαν και χαίρονταν μαζί. Πώς να μην κλαις όταν δεν υπάρχει όριο στην πτώση, όταν ο άνθρωπος τρώει από την ίδια γούρνα με τα γουρούνια; Πώς να μην χαίρονται όταν για σένα, τον τελευταίο αμαρτωλό, είναι ανοιχτές οι αγκαλιές του Πατέρα, αφού ο Θεός είναι αγάπη και μόνο αγάπη;
Ακόμα και οι ιερείς ήξεραν αυτό το χαρακτηριστικό του ιερομόναχου Βασίλειου και, καμιά φορά, έλεγαν σε αυτούς που πήγαιναν για εξομολόγηση, συντετριμμένοι: «Κοίτα, δεν τα καταφέρνω μαζί σου. Πήγαινε στον πατέρα Βασίλειο». Στον πατέρα Βασίλειο πήγαιναν πολύ δύσκολοι άνθρωποι.
Να μια τυπική εικόνα: στο αναλόγιο, όπου εξομολογούσε ο πατήρ Βασίλειος, έχει ουρά. Λίγο πιο έξω στέκονται αυτοί που δυσκολεύονται να πάνε να εξομολογηθούν, από φόβο, ντροπή ή άλλους πειρασμούς. Τον πατέρα Βασίλειο τον διέκρινε εκείνη η εκπληκτική ενσυναίσθηση, ώστε να μπορεί ξαφνικά να απευθυνθεί σε έναν κλειστό άνθρωπο και να του πει: «Έλα, τι έχεις; Έλα δω». Αυτοί οι άνθρωποι έλεγαν μετά ότι η εξομολόγηση στον πατέρα Βασίλειο ήταν η επιστροφή του άσωτου υιού στην αγκαλιά του Πατέρα.
Υπήρχαν και αυτοί που δυσκολεύονταν να πάνε για τη Θεία Κοινωνία. Μπροστά στα μάτια μου ένας από αυτούς τους αξιολύπητους ανθρώπους – ζούσε δίπλα στην Όπτινα αυτός –μετά την εξομολόγηση στον πατέρα Βασίλειο, πήγαινε για την Θεία Μετάληψη… όταν ξαφνικά τρέχοντας βγήκε από το ναό. Ο πατήρ Βασίλειος τον πρόλαβε και, αγκαλιάζοντάς τον από τους ώμους, τον οδήγησε στο Άγιο Ποτήριο. Δυστυχώς, αυτοί οι αδύναμοι άνθρωποι μετά τον θάνατο του παππούλη έφυγαν από την Όπτινα, αφού χωρίς την στήριξη του πατέρα Βασιλείου δεν τα κατάφερναν με τις απαιτήσεις της μοναστηριακής ζωής.
«Ο σημαντικότερος αγώνας της ζωής τους είναι ο αγώνας της μετάνοιας»
Ο Όσιος Νήφων, επίσκοπος Κύπρου, έγραφε: «Μέχρι συντελείας του αιώνος, δεν θα εκλείψουν οι άγιοι. Στις έσχατες όμως ημέρες, θα κρυφτούν από τους ανθρώπους». Η μοναχική ζωή του πατέρα Βασιλείου, του πατέρα Τροφίμου και του πατέρα Θεράποντα ήταν τόσο κρυφή που κανένας δεν μπορούσε ούτε καν να υποψιαστεί ότι ανάμεσά μας ζουν άγιοι, μέχρι που άρχισαν τα θαύματα και οι θεραπείες με τις πρεσβείες τους.
Όμως, οι παρατηρητικοί άνθρωποι καταλάβαιναν ότι ο σημαντικότερος αγώνας της ζωής τους είναι ο αγώνας της μετάνοιας. Ο Πατήρ Βασίλειος, για παράδειγμα, έγραφε στο ημερολόγιο: «Η προσευχή του Ιησού είναι μετάνοια. Η αδιάλειπτη προσευχή του Ιησού είναι αδιάλειπτη μετάνοια».
Τον ρωτούσαν συχνά: «Παππούλη, ποιο είναι το σημαντικότερο;» - «Το σημαντικότερο είναι να κουβαλάμε το σταυρό μας μέχρι το τέλος. Χωρίς τον σταυρό δεν υπάρχει ο Χριστός». Θυμάμαι, μια φορά ρώτησα τον γέροντά μου, τον Αρχιμανδρίτη Αδριανό (Κιρσάνοβ): «Παππούλη, διδάξτε με, πώς να ζω;». Με κοίταξε και μου λέει: «Εσύ κοίτα προς τα πού πάνε τα ποδαράκια του Χριστού και πήγαινε πίσω Του». Τα ποδαράκια του Χριστού, όμως, οδηγούν στον Γολγοθά. Και η ζωή των τριών μαρτύρων της Όπτινα ήταν τέτοια που ακολουθούσαν, χωρίς πισωγυρίσματα, τον Χριστό μέχρι το Γολγοθά του θανάτου τους. Δεν ήταν τυχαίο που ο πατήρ Βασίλειος έγραφε στο ημερολόγιο: «Το έλεος του Θεού παρέχεται δωρεάν, όμως, εμείς πρέπει να δώσουμε στον Κύριο ό, τι έχουμε».
Για τους μοναχούς της παλαιάς Όπτινα έλεγαν ότι κυκλοφορούν στις άκρες των δακτύλων τους μπροστά στον Κύριο. Και ο πατήρ Βασίλειος είχε τέτοια ευλάβεια μπροστά στα μυστικά του Θεού που, όταν μια γνωστή μου του παραπονέθηκε ότι δεν προλαβαίνει να διαβάσει τον πρωινό κανόνα επειδή πρέπει να ταΐσει το γιο της και μετά να τρέχει για δουλειά, αυτός της απάντησε με δέος: «Άραγε είμαστε άξιοι να πιάνουμε στο στόμα μας το όνομα του Κυρίου;». Δεν είμαστε. Επίσης, έγραφε στο ημερολόγιο ότι είναι ευχάριστο να εξασκείται κανείς στις αρετές. Αυτό μας ανυψώνει στα μάτια μας. Αλλά πόσο πιο δύσκολο είναι να μην επαινείς τον εαυτό σου και να προχωράς στο δρόμο της αυτομεμψίας και της μετάνοιας. Ήταν ταπεινός ο παππούλης. Μετανοούσε.
«Είμαι εγώ, Κύριε, που αμαρταίνω»
Ο πατήρ Τρόφιμος με συγγενείς «Μόνο μια φορά έχω δει τον πατέρα Βασίλειο θυμωμένο. Η ακολουθία είχε τελειώσει, αλλά κάποιος προσκυνητής ζήτησε τον πατέρα Βασίλειο για να του μιλήσει. Στέκονται δίπλα στο αναλόγιο, και πίσω από την πλάτη του πατέρα Βασιλείου, μια ιδιαίτερα ευλαβής ενορίτισσα – μαύρη φούστα μέχρι το πάτωμα, μεγάλο κομποσκοίνι και μαύρο μαντήλι μέχρι τα φρύδια – επιπλήττει μοναχούς που σήμερα δεν είναι καθωσπρέπει. Ο μοναχός, λέει αυτή, πρέπει να αποφεύγει τις γυναίκες, ο πατήρ Τρόφιμος, όμως, μιλάει πολλή ώρα με αυτές. Ο μοναχός Τρόφιμος, όμως, ήταν η έκφραση της ίδιας της σωφροσύνης. Είχε μεγαλώσει και ήταν νταντά για τις δύο μικρότερες αδελφούλες του, οπότε είχε συνηθίσει να φροντίζει και τις αδελφές στο μοναστήρι. Έτσι τις έλεγε: «Αδελφούλες μου, αδελφούλες!»
Η γυναίκα κατέκρινε φωναχτά τον πατέρα Τρόφιμο και ο πατήρ Βασίλειος ξαφνικά γύρισε προς αυτήν και της λέει με οργή: «Ποια είστε εσείς για να κατακρίνετε τους μοναχούς;». Η ζωή αυτής της γυναίκας εξελίχθηκε ως εξής: σύντομα απομακρύνθηκε ή σχεδόν απομακρύνθηκε από την Εκκλησία, εγκατέλειψε τον βαριά άρρωστο άνδρα της και άλλαζε εραστές. Δέκα χρόνια μετά, επισκέφτηκε την Όπτινα – βαμμένη και κουρεμένη σαν τον σκαντζόχοιρο. Μου μίλησε η ίδια για τις πτώσεις της και με ρώτησε με έκπληξη: «Άραγε, ο πατήρ Βασίλειος όλα αυτά τα προέβλεπε;» Και συμπλήρωσε συντετριμμένη: «Ποια είμαι εγώ για να κατακρίνω τους μοναχούς και να κατακρίνω τον οποιονδήποτε;»
Ο ίδιος ο πατήρ Βασίλειος δεν κατέκρινε κανένα. Όταν συνέβαινε μπροστά του να αρχίζουν να κατακρίνουν, σιωπηλά σηκωνόταν και έφευγε. Για τις αμαρτωλές πτώσεις των ανθρώπων γνώριζε πιο πολλά από άλλους, επειδή άκουγε πολλά στις εξομολογήσεις. Πόσο, όμως, συμπονούσε αυτούς τους αδύναμους, δυστυχισμένους ανθρώπους! Είχε γράψει, μάλιστα, το εξής τροπάριο:
Ξέρω, Κύριε, ξέρω, πως κάθε υιό Σου που τιμωρείς, τον δέχεσαι. Ωστόσο, δεν έχω δύναμη να συγκρατήσω τα δάκρυα, όταν βλέπω τα τιμωρημένα τέκνα Σου. Συγχώρεσε, Κύριε, και χάρισε υπομονή με ευχαριστία.
Έγραφε στο ημερολόγιο: «Είμαι εγώ, Κύριε που αμαρταίνω». Έγραφε τα ονόματα αυτών που εξομολογούνταν σε αυτόν και έκανε πολλές μετάνοιες για αυτούς. Προσευχόταν για τους ανθρώπους, όπως προσεύχεται για μας τώρα στη Βασιλεία των Ουρανών.
«Χρειάζονται καμπανάρηδες;»
Θυμάμαι, ήταν δεύτερη μέρα του Πάσχα. Στο καμπαναριό ήδη έχουν βάλει καινούργιο πάτωμα. Αφού εκεί όλος ο χώρος ήταν πλημυρισμένος με αίμα, και οι καμπανάρηδες είχαν κοινωνήσει εκείνη την ημέρα. Το αίμα τους είχε αναμειχτεί με το Αίμα του Χριστού, γι’ αυτό με πολλή προσοχή έβγαλαν τα σανίδια για να βάλουν καινούργια πατώματα. Σκότωσαν, όμως, τους καμπανάρηδες και σώπασαν οι καμπάνες.
Ο πατήρ Τρόφιμος στο καμπαναριό Η μέρα ήταν σκοτεινή. Ο ουρανός με σύννεφα. Ψιχάλιζε βροχή με χιόνι. Γύρω από το καμπαναριό στεκόταν σιωπηλό το πλήθος. Και είχαμε τόσο βαρύ συναίσθημα στην ψυχή! Γιατί σωπαίνει η Ρωσία που είναι λες και δεν άκουσε τίποτα για την τραγωδία στην Όπτινα; Σε κάποιες εφημερίδες έγραφαν πολλά και με κάθε λεπτομέρεια για μια επιπλοκή στην Αφρική, αλλά για τη δολοφονία στη Ρωσία ούτε λέξη. Άλλες, όμως, εφημερίδες χλεύαζαν ανοιχτά – έλεγαν ότι οι ορθόδοξοι είχαν πιει πολύ το Πάσχα και σκοτώθηκαν μεταξύ τους. Έγραφαν και πιο σκληρές αισχρότητες, ντρέπομαι και να τα θυμάμαι. Κύριε, στη Ρωσία ποτέ δεν χόρευαν πάνω στα οστά των νεκρών, και εδώ χορεύουν χωρίς να ντρέπονται! Εκτός από τα παραπάνω, δύο κεντρικές εφημερίδες προσπάθησαν να δικαιολογήσουν το δολοφόνο με το επιχείρημα ότι «η κοινωνία δεν του πρόσφερε ηθική υποστήριξη και η ψυχή του ταλαιπωρούνταν». Αυτό μου θυμίζει πολύ την υπόθεση με τις «Πούσσι Ράιοτ», όπου οι βεβηλώτριες ανακοινώθηκαν ως τα κύρια θύματα που πρέπει να τα λυπούμαστε, και όπου οι λειτουργοί του πολιτισμού άρχισαν με ζήλο να τις προστατεύουν. Ιδιαίτερα, με είχε συγκλονίσει τότε η στάση μιας τέτοιας προστάτιδας που ονόμαζε τον εαυτό της ορθόδοξη και που κουνούσε το δάκτυλο στην Εκκλησία: Αν, έλεγε, αρχίσουν να την καταδιώκουν για μια τόσο θαρραλέα στάση, «θα μετακινηθώ σε άλλη θρησκεία». Δε θα πεθάνει, δηλαδή, για την πίστη της, όπως έκαναν οι μάρτυρες, αλλά θα αλλαξοπιστήσει για κάτι που είναι πιο άνετο.
Δύο μέρες σώπαιναν οι καμπάνες της Όπτινα. Εμείς βρεχόμασταν, και με τα βλέμματα χαμηλά στεκόμασταν δίπλα στο καμπαναριό, χωρίς να παρατηρούμε ότι η αυλή του μοναστηριού γεμίζει σιγά-σιγά από κόσμο. Ξαφνικά, το πλήθος άνοιξε δρόμο και από τις πύλες με αέρινο βηματισμό προχωρούσε ένας νέος μοναχός. Έμοιαζε κιόλας λίγο στο μοναχό Τρόφιμο: ίδια γαλάζια μάτια, ανοιχτά μακριά μαλλιά και αυτός ο γνώριμος γρήγορος βηματισμός του Τροφίμου. Ο μοναχός βιαζόταν πολύ και όταν έφτασε στο καμπαναριό, ρώτησε το βουβό πλήθος: «Χρειάζονται καμπανάρηδες;» Και χτύπησε την καμπάνα!
Και τότε άρχισαν να ρέουν άνθρωποι προς το καμπαναριό. Αποδείχθηκε ότι όλα τα μοναστήρια είχαν στείλει τους καλύτερους καμπανάρηδες! Σαράντα μέρες ηχούσε η Όπτινα, χωρίς να σταματάει. Για κάποιο λόγο, ξαφνικά θυμήθηκα εκείνη την πολύ γνωστή εξέγερση των καμπανάρηδων, μετά την Επανάσταση, όταν οι μπολσεβίκοι είχαν καταλάβει και είχαν κλείσει την εκκλησία, και στα εργοστάσια και τις φάμπρικες είχαν κατεβεί σε απεργία. Ηχούσαν οι σειρήνες της φάμπρικας, ηχούσαν τα ατμόπλοια και ο λαός έτρεξε προς τον ναό. Στις σκάλες του ναού στέκονταν μόνο στρατιώτες με πολυβόλα. Το μόνο που δεν είχαν προλάβει να καταλάβουν ήταν το καμπαναριό. Και να τι γινόταν. Ένας καμαπανάρης έτρεχε προς το καμαπαναριό, χτυπούσε τις καμπάνες και έπεφτε εκτελεσμένος. Μετά, κάνοντας το σταυρό του, έβγαινε, τρέχοντας από το πλήθος, ο επόμενος: «Κύριε, ευλόγησον!» Πήγαινε και αυτός προς το θάνατο για την πίστη του.
«Η αλήθεια λάμπει, όταν για αυτήν πεθαίνουν» - έλεγε ο Όσιος Σεβαστιανός της Καραγκαντά. Και εμείς λάμπαμε από χαρά για την αλήθεια, όταν, με τις πρεσβείες των Νεομαρτύρων της Όπτινα, οι δικοί μας άνθρωποι άρχιζαν να πιστεύουν στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό».
Για ένα λάθος
Μου έλεγαν πολλές φορές ότι δεν πρέπει να ονοματίζουμε τους δολοφονηθέντες αδελφούς της Όπτινα Νεομάρτυρες, επειδή δεν έχουν αγιοκαταταχτεί. Συμφωνώ, δεν πρέπει. Όμως, έχουμε μαθήματα μαρτυρολογίας: παλαιά, δεν υπήρχε τυπικό αγιοκατάταξης των μαρτύρων. Τους κατέτασσαν στη χορεία των αγίων με βάση την πράξη μαρτυρίας που είχε υπογραφεί από μάρτυρες. Όμως, στη δική μας εποχή, αυτό δε συνηθίζεται. Και εγώ, ως μάρτυρας του μαρτυρικού τέλους των αδελφών της Όπτινα συνθλίβομαι στις δυο μυλόπετρες, ανάμεσα στους παλαιούς και τους νεότερους κανόνες.
Και όχι μόνο εγώ. Ακόμα και πολύ γνωστοί ποιμένες της Εκκλησίας μας, όπως για παράδειγμα, ο πρωθιερέας Αλέξανδρος Σαργκουνόβ, «κάνουν λάθη» και λένε ότι είναι «Νεομάρτυρες». Τέτοια λάθη πάντα γίνονται με την Πρόνοια του Θεού, αφού η τιμή του λαού πάντα προηγείται της αγιοκατάταξης. Έτσι ήταν και στην περίπτωση του Αγίου Σεραφείμ του Σαρόφ, τον οποίον πολύ πριν από την αγιοκατάταξη ο κόσμος τον θεωρούσε άγιο. Το ίδιο συμβαίνει στην Μονή της Όπτινα, όπου έρχονται άνθρωποι από όλη τη Ρωσία για να προσευχηθούν στους τάφους των αδελφών της Όπτινα και να τους ζητήσουν βοήθεια. Τώρα, πολλοί είναι αυτοί που διηγούνται για το πώς βοηθάνε ο ιερομόναχος Βασίλειος, ο μοναχός Τρόφιμος και ο μοναχός Θεράπων. Ναι, ακόμα δεν έχει γίνει η αγιοκατάταξή τους. Όμως, πάρα πολλοί άνθρωποι έχουν το σίγουρο συναίσθημα ότι έχουν ήδη αγιοκαταταχθεί στον Κύριο».