Την 7η Φεβρουαρίου του 2021, όταν η Ρωσική Εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη των Νεομαρτύρων και Ομολογητών της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αποδήμησε εις Κύριον ο αρχιμανδρίτης Αντώνιος (Γκουλιασβίλι). Δημοσιεύουμε την τελευταία συνέντευξη αυτού του εξαιρετικού ιερέα, την οποία έδωσε στην πύλη Pravoslavie.Ru το 2017.
***
Στη ζωή του αγαπημένου από πολλούς ανθρώπους, τόσο στη Γεωργία όσο και στη Ρωσία, αρχιμανδρίτη Αντωνίου (Γκουλιασβίλι), νυν συνταξιούχου κληρικού του ναού του Αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκι στην Τιφλίδα, ο οποίος πάνω από 50 χρόνια υπηρετεί στην Εκκλησία του Θεού, υπήρχαν πολλές δοκιμασίες και συναντήσεις με εκπληκτικούς και ενδιαφέροντες ανθρώπους. Αποφασίσαμε να συνομιλήσουμε μαζί του σήμερα για την πίστη κατά τη σοβιετική εποχή και τώρα, καθώς και για τη Ρωσία και τη Γεωργία, για τους λόγους, σύμφωνα με τους οποίους, η σχέση και η φιλία τους δεν πρέπει να διακοπούν σε καμία περίπτωση.
Κατά τα σοβιετικά χρόνια η πίστη αντμετωπιζόταν με περισσότερη ευθύνη
Αρχιμανδρίτης Αντώνιος (Γκουλιασβίλι) – Πάτερ Αντώνιε, θα θέλαμε να σας ρωτήσουμε για το πώς διαφέρουν οι πιστοί άνθρωποι της σοβιετικής περιόδου από τους σημερινούς;
– Κατά τα σοβιετικά χρόνια η πίστη αντιμετωπιζόταν με περισσότερη ευθύνη και σοβαρότητα. Οι αληθινοί πιστοί στα σοβιετικά χρόνια, αν και απομακρύνονταν για προσευχή, για παράδειγμα σε μοναστήρια, για να μην τους βλέπουν οι άλλοι, δεν το έκαναν από το φόβο. Κατά τη γνώμη μου, δεν ήθελαν να αντιδράσουν άσχημα έναντι των ανθρώπων οι οποίοι αποκαλούσαν εαυτούς αθεϊστές. Επειδή οι τελευταίοι είχαν σκοπό να ανακαλύψουν και να καταγγείλουν τους πιστούς στις αρχές. Αυτοί διατηρούσαν την ορθόδοξη πίστη τους, αναχωρώντας μακριά, στα βουνά ή σε μοναστήρια, και προσεύχονταν εκεί, αλλά δεν κρύβονταν, καθώς ήξεραν ότι κανείς δεν μπορεί να κρυφτεί από τον Θεό. Σήμερα, όμως, έχουμε περισσότερους «περαστικούς», παρά ανθρώπους που εκκλησιάζονται τακτικά.
Όλα αυτά, βέβαια, είναι μόνο η προσωπική μου γνώμη. Φρονώ κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρά το γεγονός ότι τότε, στη σοβιετική εποχή, πέρασα μια δοκιμασία, την οποία δεν μπορώ να αποκαλέσω διωγμό, αλλά μια μικρή τιμωρία, επειδή βρέθηκα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης μόνο για επτά μήνες.
Σήμερα έχουμε περισσότερους «περαστικούς», παρά ανθρώπους που εκκλησιάζονται τακτικά
– Γιατί σας έστειλαν σε στρατόπεδο;
– Είναι μεγάλη ιστορία, αλλά θα σας την πω εν συντομία. Εμάς στο Μπατούμι, όπου ξεκίνησα τη διακονία μου στην Εκκλησία, μας επισκέφτηκε μια φορά ο επίσκοπος Νέστωρ (Τουγκάι), κατά τα χρόνια του οποίου έκλεισαν τη Λαύρα του Κιέβου. Ο τότε αρχιερέας μας, νυν Πατριάρχης Ηλίας Β΄ της Γεωργίας, ήταν στη Ρόδο και μου ανέθεσε να υποδεχτώ τον φιλοξενούμενο. Τον υποδέχτηκα όπως έπρεπε και όπως μπορούσα. Ο επίσκοπος, μετά την επιστροφή του στο Κίεβο, με κάλεσε να τον επισκεφθώ στο Κίεβο. Κι εγώ πήγα εκεί τον Σεπτέμβριο. Ευρισκόμενος εκεί, ρώτησα τον επίσκοπο Νέστορα: «Δέσποτα, ευλογείτε να πάω στο Ποτσάεβ για την εορτή της εικόνας της Παναγίας του Ποτσάεβ;». Εκείνος το δέχτηκε, αλλά με παρακάλεσε έως την ημέρα της ονομαστικής εορτής μου (του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέβσκι) να έχω επιστρέψει πίσω στο Κίεβο. Τότε είχα ακόμα το όνομα Αλέξανδρος. Έφτασα στο Ποτσάεβ, έλαβα μέρος στην ακολουθία, μετά από την οποία πήγα στον σταθμό υπεραστικών λεωφορείων, για να μεταβώ πίσω στο Κίεβο. Και πρέπει να σημειώσω ότι στο Ποτσάεβ υπήρχε μια ομάδα δραστήριων αθεϊστών, τους οποίους και συνάντησα στον σταθμό. Εκεί άρχισε μια έντονη λογομαχία μεταξύ μας και ο αρχηγός αυτής της ομάδας έφτυσε πάνω στο ράσο μου. Δεν το άντεξα και τον χτύπησα. Ήταν η μοναδική φορά που επιτέθηκα σε κάποιον.
Ο κακοποιός μου είπε: «Θα σε βάλω φυλακή μέχρι το τέλος της ζωής σου». Στο δικαστήριο με ρώτησαν, αν θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο και τους απάντησα το εξής: «Βεβαίως και θεωρώ, αλλά όχι μπροστά σας, αλλά μπροστά στον Θεό. Έδωσα όρκο στον Κύριο, κατά τη χειροτονία μου, ότι ποτέ δεν θα σηκώσω χέρι πάνω σε κανέναν άνθρωπο. Και να, συνάντησα έναν τέτοιο ταραχοποιό». Τελικά, καταδίκασαν εμένα ως ταραχοποιό.
Το πιο ενδιαφέρον πράγμα ήταν ότι ο ποινικός κώδικας προέβλεπε τιμωρία είτε σε μορφή χρηματικού πρόστιμου είτε φυλάκιση μέχρι έναν χρόνο. Η δικαστής ήταν μια γυναίκα με το επίθετο Κονοτόπ, καθώς και η εισαγγελέας ήταν επίσης γυναίκα, με το επίθετο Ρουμπλιόβα. Τελικά, αυτές οι δύο γυναίκες μου είπαν: «Αυτή η χρονιά θα σε κάνει να σκεφτείς, ώστε να βγάλεις αυτήν την ενδυμασία». Επειδή στο δικαστήριο παρουσιάστηκα με το ράσο μου. Αλλά τους απάντησα ότι σκέφτομαι μόνο ένα πράγμα: Ό,τι και να κάνετε, εγώ θέλω να βγω από ’δώ και να συνεχίσω να είμαι ιερέας. Αυτή η δήλωσή μου τους στεναχώρησε ακόμη περισσότερο.
Άρχισε να κοκκινίζει από τον θυμό του. Άρπαξε ένα μελανοδοχείο και το πέταξε σ ‘εμένα
– Παρ’ όλο που βρεθήκατε στη φυλακή, θεωρείτε πως στα σοβιετικά χρόνια ήταν καλύτερα. Γιατί, όμως;
– Επειδή ο Θεός μάς βοηθούσε να τ’ αντέξουμε όλα. Τους πρώτους τέσσερις μήνες μετά το δικαστήριο με κρατούσαν για ένα μοναδικό σκοπό, να με ξαναδιαπαιδαγωγήσουν. Τη δουλειά αυτήν την εκτελούσε ο αναπληρωτής πολιτικός κομισάριος, με το όνομα Βλασένκο. Και τότε συνέβη το εξής: Μια φορά χρειάστηκα να πάω στον υγειονομικό σταθμό κι εκεί με πήγε ένας επιτηρητής. Ξαφνικά, με ρωτάει: «Από πού είσαι;» Του λέω: «Από τη Γεωργία». «Κι εγώ υπηρέτησα τη στρατιωτική μου θητεία στη Γεωργία». Στην ξενιτιά, κάθε λέξη για την πατρίδα είναι ευχάριστη κι εγώ του άνοιξα την ψυχή μου. Του είπα πως ο αναπληρωτής με βασανίζει, θέλει να με ξαναδιαπαιδαγωγήσει, ώστε ν’ αρνηθώ τον Θεό. Πού να ήξερα ότι θα με καταγγείλει στον αναπληρωτή.
Εκείνην τη νύχτα με κάλεσε ο αναπληρωτής και λέει: «Τι έγινε; Γιατί με συκοφαντείς; Ξέρεις τι μπορώ να σου κάνω για τη συκοφαντία εις βάρος κυβερνητικών υπαλλήλων;». Άρχισε να με βρίζει με διάφορα άσχημα λόγια. Ήταν νύχτα. Σκέφτομαι: «Κύριέ μου, τι να κάνω; Άγιε Νικόλαε, βοήθα με, πρώτη φορά είμαι στη φυλακή». Εκείνος με μαλώνει και οργίζεται, ενώ εγώ μιλάω με τον Θεό από μέσα μου. Ξαφνικά του λέω: «Έχω μάρτυρα, ο οποίος μπορεί ν’ αποδείξει ότι με βασανίζατε». Ο αναπληρωτής ξέσπασε. Στην αρχή το πρόσωπό του έγινε άσπρο, μετά κόκκινο και μετά ροζ. «Ποιος μάρτυρας;», φωνάζει, μη καταλαβαίνοντας ποιοι μάρτυρες μπορούσαν να υπάρχουν εδώ. Λοιπόν, οργίζεται και θυμώνει, προσπαθώντας να θυμηθεί πότε έκανε το λάθος και μου μίλησε μπροστά σε κάποιον. Κι εγώ την ίδια ώρα στέκομαι και σκέφτομαι ότι τη μόνη ελπίδα που έχω, την έχω στον Θεό. Και τότε δείχνω στη μικρή προτομή του Λένιν, που βρίσκεται πάνω στο χρηματοκιβώτιο, και του λέω: «Μου είχατε πει ότι εκείνος είναι πάντα ζωντανός. Να, αυτός είναι ο μάρτυράς μου». Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι συνέβη μαζί του! Άρχισε να κοκκινίζει από τον θυμό του. Άρπαξε ένα μελανοδοχείο και μου το πέταξε.
«Δεν ήθελα να φύγω από το στρατόπεδο»
Στο στρατόπεδο μαζί μου βρίσκονταν διάφοροι άνθρωποι. Ήταν πολιτικοί κρατούμενοι, μικροί κλέφτες, ταραχοποιοί. Σε εφτά μήνες, όταν ήρθε η ώρα να απελευθερωθώ, δεν ξέρω αν με πιστέψετε ή όχι, αλλά σας ομολογώ ότι δεν ήθελα να φύγω. Απέκτησα τόσο στενές σχέσεις μ’ αυτούς τους ανθρώπους, που ήθελα να μείνω μαζί τους.
– Ήταν φυλακή ή στρατόπεδο συγκέντρωσης;
– Ήταν στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Τσερνίγκοβ. Η κράτησή μου σ’ αυτόν τον τόπο ήταν για μένα ένα μεγάλο μάθημα.
– Τι είδους μάθημα;
– Ένα μάθημα για το πώς ένα άτομο μπορεί να μετατραπεί σε βοοειδές. Αν λύγιζα, θα μου έσπαγαν όλη μου τη ζωή, αλλά ο Κύριος με βοήθησε να επιβιώσω.
Θεωρώ πως οι υπόλοιποι κρατούμενοι μ’ εκτιμούσαν και με αγαπούσαν. Ήμασταν 95 άτομα στους κοιτώνες και σχεδόν κάθε μέρα κάποιος λάμβανε από ένα δέμα, το οποίο μπορούσε να περιέχει μαρίδες μέσα σε σάλτσα ντομάτας, φρυγανιές, σκόρδο ή κρεμμύδι. Έτσι, σχεδόν κάθε μέρα, κάποιος, που έλαβε δέμα, μου έδινε κάτι απ’ αυτά, λέγοντας: «Παπά, πάρε αυτό». Και σε 5-10 λεπτά κάποιος άλλος με ρωτούσε: «Παπά, μήπως έχεις σκόρδο ή κρεμμύδι;» Και του έδινα αυτό που μόλις είχα πάρει και όλοι ήταν ευχαριστημένοι και με αποκαλούσαν «παπά».
Ο αληθινός ιερέας είναι αυτός που θέλει να θεραπεύσει τις ανθρώπινες ψυχές
Ο αρχιμανδρίτης Ιωάννης (Κρεστιάνκιν,) μαζί με τον αρχιμανδρίτη Αντώνιο (Γκουλιασβίλι)
– Και όμως, εκείνα τα χρόνια ήταν καιροί μεγάλης έλλειψης ελευθερίας. Τώρα η Εκκλησία απέκτησε ελευθερία, καθώς και τη δυνατότητα να προσελκύσει στην πίστη περισσότερους ανθρώπους.
– Να προσελκύσει στην πίστη. Και ποιος πρέπει να το κάνει; «Έρχεται η πιο έντονη εποχή ταραχών, ο εχθρός κλονίζει την Εκκλησία και προσπαθεί να την ανατρέψει. Στον κλήρο μπήκαν άνθρωποι, που δεν είναι της εκκλησίας, είναι και άπιστοι και αυτοί συνεχίζουν να κάνουν το έργο τους». Τα είπε ο ίδιος ο πατήρ Ιωάννης (Κρεστιάνκιν) πριν από 20 χρόνια. Αν και στον κλήρο μπήκαν τυχαίοι άνθρωποι, τι ν’ απαιτήσουμε από τους κοσμικούς;
Θα του δώσω καλύτερα ένα τέτοιο επιτίμιο, που να έχει διάθεση να το εκτελεί με αγάπη
Αν ο γιατρός θεραπεύει τα ανθρώπινα σώματα, τότε ο ιερέας πρέπει να θεραπεύει τις ανθρώπινες ψυχές κατά την εξομολόγηση. Καθώς, επίσης, πρέπει να δίνει ένα τέτοιο επιτίμιο, το οποίο ο εξομολογούμενος να μπορεί να «σηκώσει» και να ωφεληθεί απ’ αυτό. Για να το πετύχει, ο ιερέας πρέπει να μελετήσει την ψυχολογική κατάσταση του πνευματικού τέκνου του. Πρέπει να καταλάβει πώς ζει, τι αγαπάει και τι όχι, τι μπορεί και τι δεν μπορεί. Τι είναι το επιτίμιο; Είναι πνευματική θεραπεία. Εκτελώντας το επιτίμιο, ο άνθρωπος θεραπεύει την ψυχή του. Και όταν το ολοκληρώσει, τον απαλλάσσω απ’ αυτόν τον σταυρό. Αλλά πρέπει να ξέρω καλά αυτόν τον άνθρωπο. Ας πούμε, αν ο άνθρωπος είναι μεγαλόσωμος και δυνατός, αλλά βρίσκεται σε δύσκολη οικονομική κατάσταση, τότε το κατάλληλο επιτίμιο γι’ αυτόν θα είναι, για παράδειγμα, στη διάρκεια του χειμώνα να επισκέπτεται μια γιαγιά από το χωριό του και να τη βοηθά με τα ξύλα και τη σόμπα.
Για έναν άλλον, που είναι οικονομικά ασφαλής και δεν κάνει για σωματική εργασία, θα πω, για παράδειγμα, για ένα ή δύο χρόνια ή 10 μήνες να στέλνει χρήματα σε κάποιον που τα έχει ανάγκη, χωρίς διεύθυνση επιστροφής. Θα είναι καλό και γι’ αυτούς, γιατί τους βοήθησε, αλλά και για εκείνον, γιατί θα τον μνημονεύουν στις προσευχές τους.
Όμως, εγώ πρέπει να ξέρω καλά τον άνθρωπο, τις ικανότητές του. Ναι, ο ιερέας πρέπει να είναι αυστηρός. Ο Άγιος Εφραίμ ο Σύρος στο «Ψαλτήρι» του λέει: «Όταν ο δάσκαλος τιμωρεί τον μαθητή του, το κάνει όχι εξ αιτίας του μίσους, αλλά εξ αιτίας της αγάπης, ευχόμενος να ωφεληθεί ο μαθητής». Αν πεις σ’ έναν αμαρτωλό να κάνει μερικές δεκάδες υποκλίσεις, και αυτός να είναι ανάπηρος και του πονάνε τα πόδια, τότε τι αποτέλεσμα θα βγει; Αυτός είναι πιστός άνθρωπος, μετανοεί και θέλει ν’ απαλλαγεί από την αμαρτία, αλλά φοβάται να παραβιάσει το επιτίμιο. Θα κάνει αυτές τις υποκλίσεις και θα με αναθεματίζει εμένα, που είμαι τόσο άγριος, που του έδωσα ένα τέτοιο επιτίμιο. Θα του δώσω καλύτερα ένα τέτοιο επιτίμιο, που να έχει διάθεση να το εκτελεί με αγάπη και το οποίο να μην είναι υπερβολικό σωματικό βάρος γι’ αυτόν. Και να είναι κανείς ένας τέτοιος ιερέας είναι πολύ δύσκολο, βέβαια.
«Αν ξέρατε πώς άνθισε αμέσως το πρόσωπό του κι έλαμψαν τα μάτια του!»
Μου συνέβη ένα περιστατικό. Ήμουν 26 χρονών και ήμουν τότε ιερέας στο Μπατούμι. Εκείνην την περίοδο, επίσκοπος εκεί ήταν ο Δεσπότης Ηλίας, νυν Πατριάρχης Γεωργίας. Ένας νεαρός ήρθε να τον εξομολογήσω. Τι αμαρτίες μπορούν να έχουν τ’ αγόρια της ηλικίας του; Έκανε παρέα με τα κορίτσια, έκλεψε λουλούδια από το παρτέρι, για να τα χαρίσει στα ίδια τα κορίτσια. Και τον κοιτώ στο πρόσωπό και βλέπω τα μάτια του να έχουν σβήσει εντελώς και να μην έχουν καμία ελπίδα. Τον ρωτάω, τότε, πόσων χρονών είναι; Και μου απαντάει πως είναι 17. Μετά από λίγο έρχεται ξανά στην εξομολόγηση. Εγώ, εν τω μεταξύ, έχω πολύ καλή μνήμη και θυμάμαι καλά τις εξομολογήσεις, που άκουσα ακόμα και πριν από 50 χρόνια. Και ρωτάω ξανά αυτό το παληκάρι, πόσων χρονών είναι, αφού πρόλαβε να κάνει τόσες αμαρτίες; «Είμαι 17, παπά», μου απαντάει. Και βλέπω πως είναι τόσο στεναχωρημένος, που μπορεί μετά απ’ αυτήν την εξομολόγηση να πάει και να πνιγεί στη θάλασσα. Τα μάτια του ήταν γεμάτα απόγνωση. Και τότε είπα ένα «κατά συνθήκη ψεύδος». «Άκου, ήμουν 14 χρονών, όταν έκανα τέτοιες αμαρτίες». Αν ξέρατε πώς άνθισε αμέσως το πρόσωπό του κι έλαμψαν τα μάτια του! Και πού νομίζετε ότι είναι αυτό το αγόρι τώρα; Εδώ και 50 χρόνια είναι μοναχός στο Άγιον Όρος.