Το Δεκέμβριο του 2020, στην Τιφλίδα, κοιμήθηκε η «γιαγιά Κάτια». Την ήξεραν όλοι όσοι έρχονταν στον Ιερό Ναό του Αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκιϊ. Ο Αγιώτατος Πατριάρχης Γεωργίας Ηλίας Β΄ έδωσε την ευλογία να την κηδέψουν στην αυλή της εκκλησίας του Αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκιϊ.
Θυμάμαι πολλά για τη γιαγιά Κάτια – τη μακαρία μοναχή Δόμνα. Οι αναμνήσεις μου δεν έχουν χρονολογική σειρά, ανήκουν σε διαφορετικές χρονιές. Πολλά είναι βιωμένα, πολλά, δυστυχώς, είναι ξεχασμένα. Αλλά, ό, τι έλεγε ή έκανε η γιαγιά Κάτια, έμπαινε στα κατάβαθα της ψυχής μου. Λες και ήταν κάποια άνωθεν φωνή και σφραγίδα, που μυστηριωδώς έμπαινε στην ψυχή μου. Λοιπόν, ξεκινάω.
Μια φορά, εγώ και ο άντρας μου πήγαμε στην εκκλησία. Η μακαρία γιαγιά Κάτια τον πλησίασε, τον κοίταξε πολύ τρυφερά και ξαφνικά έβγαλε από κάπου ένα πένθιμο κάλυμμα, το πέταξε ακριβώς μπροστά του και αμέσως κρύφτηκε στο πλήθος. Αυτός πήρε το κάλυμμα και πήγε να βρει τη γιαγιά Κάτια. Αμέσως κατάλαβα ότι με αυτό ήθελε να πει κάτι. Εκείνες τις μέρες είχαμε πάρει την είδηση ότι ξαφνικά είχε πεθάνει η ξαδέλφη μου στην Αμερική, για την οποία όντως μετά φορούσα πένθιμα. Την ίδια μέρα είχε πεθάνει και η μαμά ενός φίλου του άντρα μου.
Και κάτι άλλο. Μια φορά, είχα κάνει πολύ βαριά αμαρτία ενώπιον του Θεού, ήταν προσωπική μου αμαρτία. Πέρασε κάποιο διάστημα και μια μέρα πήγα στην εκκλησία. Εκεί είδα την Κάτια και ήθελα να της δώσω ελεημοσύνη. Άπλωσα το χέρι και ξαφνικά αυτή με όλη τη δύναμή της με χτύπησε στο πρόσωπο, κατονομάζοντας ταυτόχρονα την αμαρτία μου.
Και κάτι ακόμα. Πριν την αναχώρησή μου για το εξωτερικό, η γιαγιά Κάτια με είχε πάει στο εκθετήριο της εκκλησίας και για πολλή ώρα έψαχνε κάτι. Εγώ περίμενα. Επιτέλους, κάποια στιγμή αποφάσισε και διάλεξε ένα μικρό βιβλιαράκι, όπου ήταν προσευχές στην Αγία Αναστασία τη Φαρμακολύτρια, και μου έδειξε με το δάκτυλο μια προσευχή για φυλακισμένους που φέρουν δεσμά. Αργότερα, αυτά επαληθεύτηκαν. Εδώ και καιρό μένω μακριά από την πατρίδα μου. Μας έκλειναν για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε σκληρή καραντίνα, κάτι που όντως έμοιαζε με δεσμά… Δεν έχω τη δυνατότητα να πάω σπίτι μου. Και πότε θα την έχω αυτή τη δυνατότητα, το ξέρει μόνο Κύριος ο Θεός.
Και άλλη μια ανάμνηση. Για 9 μήνες δε μου επέτρεπαν να πάω στον βαριά άρρωστο άντρα μου που έκανε θεραπείες στο εξωτερικό. Μετά από πολλές χημειοθεραπείες, επισκεπτόταν διάφορα γραφεία για να μου επιτρέψουν την είσοδο σε εκείνη τη χώρα (εκεί βλέπουν με επιφυλακτικότητα τους χριστιανούς). Έχω πάρει απόφαση ότι δε θα μπορέσω να τον δω. Και να που μια φορά πήγα στην εκκλησία για ακολουθία. Ο Ναός ήταν γεμάτος από κόσμο, οπότε κάθισα σε ένα παγκάκι έξω. Η γιαγιά Κάτια κάθισε δίπλα μου. Γνωρίζοντας ότι η Κάτια δεν κάνει τίποτα τυχαία, αποφάσισα να μην κοιτάζω προς το μέρος της, καθώς θυμόμουν τις θλιβερές της προφητείες περί αποχωρισμού. Αλλά αυτή, μάλλον, προσευχήθηκε και εγώ για λίγο άθελά μου την κοίταξα και είδα τι έκανε. Αυτή σήκωσε και ένωσε τα δύο χέρια, και μετά έφτιαξε με τα δάκτυλά της κάτι σαν δακτυλίδι. Με συγκλόνισε η σκέψη ότι τα χέρια ενός σώματος είναι ο άντρας και η γυναίκα, και τα ενωμένα δάκτυλα σε σχήμα δακτυλιδιού είναι το τέλος του αποχωρισμού. Και κυριολεκτικά μετά από δύο μέρες μου έδωσαν άδεια εισόδου. Ήταν θαύμα που μπόρεσα να πάω στον άντρα μου. Μέχρι τότε, για περίπου ένα χρόνο, δε μου επέτρεπαν την είσοδο.
Μας είπε: «Του λείπεις! Του λείπεις, αλλά δεν μπορεί να ανοίξει!» Κατάλαβα ότι επρόκειτο για τον άντρα μου
Μια άλλη φορά, είχα φέρει την εγγονή μου, τη Μαρία, για Θεία Κοινωνία. Το κορίτσι, για κάποιο λόγο, έκλαιγε απαρηγόρητα μετά τη Θεία Κοινωνία. Η γιαγιά Κάτια μας πλησίασε και εξαιρετικά τρυφερά, αργά και πολύ συγκινητικά μας είπε: «Του λείπεις! Του λείπεις, αλλά δεν μπορεί να ανοίξει!» Την ρώτησα: «Τι; Τι, θεία Κάτια;», αλλά η γιαγιά Κάτια έκανε πώς δεν καταλάβαινε τίποτα και έφυγε. Κατάλαβα ότι επρόκειτο για τον άντρα μου, στον οποίο έλειπα. Μόνο που τις πόρτες της πρεσβείας δεν μπορούσε να ανοίξει. Αυτή η σκέψη με συγκλόνισε. Έτσι ήταν. Αργότερα, ο άντρας μου μού είπε ότι ακριβώς έτσι ένιωθε τότε…
Συχνά άκουγα ότι η γιαγιά Κάτια βρίζει στην εκκλησία με αισχρά λόγια. Είχα δοκιμάσει έκπληξη που όλα αυτά τα λόγια που είπε η γιαγιά Κάτια, τα είχε πει προηγουμένως μια άλλη ηλικιωμένη γυναίκα. Είμαι σχεδόν σίγουρη ότι αυτά τα αισχρά και βρώμικα που έλεγε η γιαγιά Κάτια στη διάρκεια των ακολουθιών ήταν δικές μας βρώμικες σκέψεις, βήματα και πράξεις. Φαίνεται ότι τα απηύθυνε σε αυτούς που θα αναγνώριζαν στα λόγια αυτά στον εαυτό τους. Ήθελε να δείξει πόσο τρομακτικό και βδελυρό είναι αυτό μπροστά στον Θεό. Αφού εμείς οι άνθρωποι είμαστε ναός του Θεού.
Και άλλο ένα περιστατικό. Ήξερα ότι ό, τι και να δω από τη γιαγιά Κάτια, θα αφορά εμένα. Ετοιμαζόμασταν για το ταξίδι μας στο εξωτερικό και πήγαμε στην εκκλησία. Όταν βγαίναμε, τράβηξε την προσοχή μας το γεγονός ότι η γιαγιά Κάτια στεκόταν δίπλα σε ένα θάμνο και κάπως παράξενα έτρωγε καρπούς από αυτό. Δίπλα ήταν μια ενορίτισσά μας που καθώς έβλεπε αυτό το σκηνικό, μας είπε: «Θυμήθηκε το Σουχούμι». Φύγαμε. Εκείνη τη χρονιά με έπιασε τέτοια μελαγχολία και πένθος για το σπίτι των παιδικών μου χρόνων στο Σουχούμι, τόσο απίστευτη μελαγχολία, τόσο δυνατή, που δεν με χώραγε ο τόπος. Συνέχεια προσευχόμουν στον Κύριο, άνοιγα την ψυχή μου και έκλαιγα στον Κύριο, σαν παιδάκι. «Κύριε, πόσο θέλω να πάω στο σπίτι μου, στο Σουχούμι!» Και να που τελείως απρόσμενα, με τελείως απίθανο και θαυμαστό τρόπο, εγώ και ο άντρας μου βρεθήκαμε, για το Άγιο δωδεκαήμερο, στην Αίγυπτο, στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης. Οι μοναχοί μας δέχτηκαν ως δικούς τους ανθρώπους. Πολύ θερμά και πολύ φιλόξενα. Είναι ο τόπος όπου η χάρη ξεχειλίζει πάνω στη γη. Είναι ο τόπος της παρουσίας του Θεού. Το κελί όπου με τακτοποίησαν, είχε απίθανη ομοιότητα με το δωμάτιό μου στο Σουχούμι, στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς μου, το σπίτι των παιδικών μου χρόνων, στο Σουχούμι. Ακόμα και το μπάνιο και η κουζίνα ήταν ακριβώς, όπως και στο σπίτι μας. Ήμουν συγκλονισμένη. Υπήρχε κάτι μυστικιστικό μέσα σε αυτό. Δεν συμβαίνουν τέτοιες συμπτώσεις και τόση ομοιότητα στη ζωή. Ένιωθα ότι ζω σε ένα χώρο μυστηριακό.
Στον τοίχο του κελιού είχε μια τεράστια εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου με εντελώς ζωντανά μάτια. Κοιτούσε ακριβώς μέσα στην ψυχή μου και είχα μια εσωτερική αίσθηση ότι αυτό είναι χριστουγεννιάτικο δώρο από τον Θεό, από την Θεοτόκο και τους Αγίους Του για μένα που δοκιμάζομαι. Μπορεί, αυτό να μου δόθηκε χάρη στις προσευχές της μακαρίας γιαγιάς Κάτιας, η οποία το ήξερε ακόμα και τότε που εγώ ούτε μπορούσα να το φανταστώ. Ήξερε και ζήτησε από τον Θεό παρηγοριά για μένα.
Μνησθείη σου ο Κύριος εν τη Βασιλεία Αυτού!