Ο Ροστισλάβ Πολτσάνινοφ είναι ένας μοναδικός άνθρωπος. Σε ηλικία σχεδόν 103 ετών, ακόμα προσπαθεί, όσο πιο συχνά γίνεται, να εκκλησιάζεται στην εκκλησία του Αγίου Σεραφείμ κοντά στη Νέα Υόρκη, γράφει άρθρα και βιβλία, και μοιράζεται τις αναμνήσεις του από την γεμάτη σε εμπειρίες ζωή του. Ένα από τα σημαντικότερα επεισόδια στην αυτοβιογραφία του ήταν η συμμετοχή στη γνωστή «Ορθόδοξη Ιεραποστολή του Πσκόφ» η οποία οργανώθηκε από τον μητροπολίτη Βίλνας και Λιθουανίας Σέργιο (Βοζνεσένσκι) και λειτούργησε από το 1941 έως το 1944 στις, υπό γερμανική κατοχή, μητροπόλεις του Λένινγκραντ, του Πσκοφ και του Νόβγκοροντ. Ο σκοπός της «Αποστολής» ήταν η αναβίωση της πνευματικής ζωής σε αυτές τις περιοχές.
Φέτος συμπληρώνονται 80 χρόνια από την ίδρυση της «Ιεραποστολής». Στο Διαδίκτυο κυκλοφορούν πληροφορίες ότι ο τελευταίος από τους επιζώντες μέλους της ήταν ο πρωθιερέας Γεώργιος Ταϊλόφ, ο οποίος πέθανε το 2014. Είναι λανθασμένη πληροφορία. Ο τελευταίος είναι ο Πολτσάνινοφ και ο οποίος μοιράστηκε τις αναμνήσεις του με τον ανταποκριτή του Pravoslavie.ru.
«Κατά την διάρκεια του πολέμου ήμουν μέλος της «Ιεραποστολής» και παρέδιδα μαθήματα των θρησκευτικών στου πιονιέρους. Μπορείτε να φανταστείτε πώς ήταν και τι είδους συζητήσεις κάναμε μαζί τους; Πολύ ενδιαφέροντες συζητήσεις» - θυμάται ο Ροστισλάβ Βλαντίμιροβιτς.
Ροστισλάβ Βλαντίμιροβιτς Πολτσάνινοφ
Μου πρότειναν την διδασκαλία των θρησκευτικών
Στην πόλη Πσκόφ υπήρχε ενορία του αγίου Δημητρίου του Μυροβλύτου στην οποία προϊστάμενος ήταν ο πρωθιερέας Γεώργιος Μπένιγκσεν. Η ενορία διέθετε ορφανοτροφείο και σχολείο, και άλλες πολλές δραστηριότητες. Κάποια στιγμή ο πατήρ Γεώργιος ζήτησε από τον μητροπολίτη Βίλνας και Λιθουανίας Σέργιο (Βοσκρεσένσκι) ο οποίος ήταν ο ιδρυτής και επικεφαλής της «Ιεραποστολής», να του στείλει έναν καθηγητή των θρησκευτικών. Ο δεσπότης με την σειρά του απευθύνθηκε στο Λαϊκό Εργατικό Σωματείο.
Εκείνη την περίοδο βρισκόμουν στη Βαρσοβία, όπου εργαζόμουν σε μια καλοκαιρινή κατασκήνωση για παιδιά από τη Ρωσία και μετά την ολοκλήρωσή της βρέθηκα χωρίς δουλειά. Ακριβώς τότε έλαβα την πρόταση να πάω στο Πσκόφ ως καθηγητής των θρησκευτικών. Συμφώνησα αμέσως και με έστειλαν στη Ρίγα, όπου βρισκόταν τότε ο Σεβασμιώτατος Σέργιος.
Πρωθιερέας Γεώργιος Μπένιγκσεν Είχα πολωνικά έγγραφα κοιτάζοντας τα οποία ο Σεβασμιώτατος ρώτησε: «Και τι γνωρίζετε εσείς για την Ορθοδοξία;». Του απάντησα ότι είχα ζήσει στη Γιουγκοσλαβία, όπου σπούδαζα τα θρησκευτικά στο γυμνάσιο για 8 χρόνια. Μετά από αυτό ο Μητροπολίτης συνέταξε τα απαραίτητα έγγραφα που μου επέτρεπαν να ταξιδέψω μέχρι το Πσκόφ το οποίο, εκείνη την εποχή, ήταν υπό γερμανική κατοχή αλλά, σε αντίθεση με τη Ρίγα, βρισκόταν ήδη στην προμετωπική γραμμή.
Στο Πσκόφ αμέσως επισκέφτηκα τον πατέρα Γεώργιο ο οποίος, επίσης, με ρώτησε τι γνωρίζω για την Ορθοδοξία και μετά ενδιαφέρθηκε για το πως έφτασα στο Πσκόφ από τόσο μακριά. Του απάντησα: «Πολύ εύκολα. Είχαμε μια οργάνωση νεολαίας, την Εθνική Ένωση Νέας Γενιάς και η οποία αργότερα μετατράπηκε σε NTS». Με κοίταξε προσεκτικά ο παππούλης και είπε: «Και εγώ ο ίδιος είμαι από το NTS». Μου ζήτησε να μην πω σε κανέναν ότι κατάγομαι από τη Γιουγκοσλαβία, για να μην υπάρχουν περιττές ερωτήσεις.
Τέτοια μέτρα προφύλαξης συνδέονταν με μία λεπτομέρεια. Υπήρχε μια μυστική γερμανική εντολή να κρατούνται οι Ρώσοι μετανάστες μακριά από τα κατεχόμενα σοβιετικά εδάφη. Φυσικά, οι άνθρωποι που ζούσαν στις Βαλτικές χώρες δεν ήταν στη ουσία Σοβιετικοί αλλά επειδή είχαν σοβιετικά διαβατήρια, οι Γερμανοί έκαναν τα στραβά μάτια στην παραμονή τους στο Πσκόφ.
«Υπήρχε μια μυστική γερμανική εντολή να κρατούνται οι Ρώσοι μετανάστες μακριά από τα κατεχόμενα σοβιετικά εδάφη.
Όπως ήταν φυσικό, τόσο ο πατέρας Γεώργιος όσο και όλοι οι ιεραπόστολοι, από τα κράτη της Βαλτικής, είχαν επίσης σοβιετικά διαβατήρια, τα οποία κατάφεραν να αποκτήσουν μετά την είσοδο της Λετονίας, της Λιθουανίας και της Εσθονίας στην ΕΣΣΔ. Εμένα δε, επίσημα, με θεωρούσαν ως καθηγητή των θρησκευτικών που έφτασα από την Βαρσοβία.
Είναι αλήθεια ότι ανάμεσά μας δεν ήταν μόνο φίλοι που βοηθούσαν την «Ιεραποστολή» αλλά και εκείνοι που δεν ήθελαν να μας στηρίξουν. Εξαιτίας αυτών των καλοθελητών, οι κατοχικές αρχές έμαθαν την αληθινή μου ιστορία και ζήτησαν λόγο από τον μητροπολίτη Σέργιο για το γεγονός της παραμονής μου, που δεν ήμουν υπήκοος της Σοβιετικής Ένωσης, στο Πσκόφ. Ο Μητροπολίτης, ο οποίος φυσικά δεν γνώριζε τίποτα για την ύπαρξη αυτού του διατάγματος, τους απάντησε ότι δεν είχε ενημερωθεί σχετικά. Τελικά, όσον αφορά εμένα, έγινε μία εξαίρεση. Πέρα από αυτό συμβούλεψαν τον δεσπότη να μην μιλάει πολύ για μένα. Επισήμως, ήμουν στη λίστα κάποιων φυγάδων εργατών και καταλαβαίνετε, και σεις, τι θα μπορούσε να συμβεί αν με ανακάλυπταν ξαφνικά στο Πσκόφ.
Δεν είχαμε εγχειρίδια και δίδασκα τα παιδιά με εκκλησιαστικά ημερολόγια.
Το καλοκαίρι του 1943, οι Γερμανοί έκλεισαν τα σχολεία στο Πσκόφ αλλά, για κάποιο λόγο, έγινε εξαίρεση για τους ναούς. Εκεί, τα μαθήματα συνεχίζονταν κάτι, το οποίο, δεν είχε ανάλογο σε καμία άλλη πόλη στα κατεχόμενα. Τον ιερέα Αλεξέϊ Ιόνοβ, ο οποίος παρουσιάζεται στην ταινία του Βλαντιμίρ Χοτινένκο «Ποπ», απομάκρυναν, με εντολή του διοικητή, από τη θέση του, μόνο και μόνο για τις συζητήσεις με την νεολαία. Ακόμη και οι συνομιλίες μετά τις ακολουθίες δεν επιτρέπονταν.
Έτος 1943. Δίπλα στον καθεδρικό ναό της Ιεραποστολής. Ο Ποτσανίνοφ τρίτος από τα αριστερά Ωστόσο, στο Πσκόφ οι Γερμανοί, για κάποιο λόγο, μας είπαν το εξής: «Το Κρεμλίνο και ο καθεδρικός ναός είναι δικά σας - κάντε ό,τι θέλετε εκεί». Ως εκ τούτου, μετά το κλείσιμο των σχολείων στην πόλη, ξεκίνησα εξωσχολικά μαθήματα και όλα πήγαν αρκετά ομαλά. Είχα μεγάλη εμπειρία ως αρχηγός στην ομάδα των προσκόπων, ήξερα πώς να επικοινωνώ με τα παιδιά και μπορώ να πω ότι ήμουν, ακριβώς, στο σωστό μέρος.
Δίδαξα σε αυτά τα παιδιά τα θρησκευτικά και στην ανώτερη τάξη την λειτουργική. Εγχειρίδια δεν είχαμε αλλά το εκκλησιαστικό ημερολόγιο για το 1943 περιείχε ένα πολύ λεπτομερές και αξιόλογο άρθρο για την θεία λειτουργία. Και το χρησιμοποιούσα ως διδακτική ύλη. Το φαντάζεστε;
Παρεμπιπτόντως, μετά την εκκένωση, κράτησα αυτό το ημερολόγιο, το έφερα στην Αμερική και πολλά χρόνια αργότερα το έστειλα πίσω στο Πσκόφ, μέσω του Οίκου της Ρωσικής Διασποράς στη Μόσχα.
Αποτελεί ενδιαφέρον το γεγονός ότι υπάρχουν μόνο δύο αντίτυπα αυτού του ημερολογίου και το δεύτερο ήταν εκεί, όπου εκδόθηκε, δηλαδή στη Ρίγα. Τα υπόλοιπα αντίτυπα καταστράφηκαν επειδή οι Μπολσεβίκοι, επιστρέφοντας στο ίδιο Πσκοφ, κατάσχεσαν ό,τι είχε τυπωθεί υπό τους Γερμανούς. Έσκιζαν ακόμη και τις εφημερίδες που ήταν κολλημένες στους τοίχους. Έτσι ήταν η ζωή τότε αλλά τι μπορείς να κάνεις: ο πόλεμος είναι πόλεμος, και τα παιδιά μου το καταλάβαιναν αυτό.
«Στα κατεχόμενα τμήμα της Ρωσίας δεν υπήρχαν στοιχειώδεις συνθήκες που υπήρχαν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που ήταν υπό τους Γερμανούς
Χάρη στα μαθήματα αυτά, τα παιδιά μορφώνονταν ακόμη και κατά τη διάρκεια του πολέμου. Φυσικά, οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες με τις καταστροφές που προκαλούσε ο πόλεμος γύρω μας αλλά, παρά ταύτα, εμείς συνεχίζαμε να δουλεύουμε.
Στα κατεχόμενα τμήμα της Ρωσίας δεν υπήρχαν στοιχειώδεις συνθήκες που υπήρχαν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που ήταν υπό τους Γερμανούς. Για παράδειγμα, στη Γαλλία κατά τη διάρκεια της κατοχής, τα πράγματα σχεδόν δεν άλλαξαν καθόλου: τα πανεπιστήμια και τα γυμνάσια ήταν ανοικτά και οι Γερμανοί στρατιώτες υποχρεώθηκαν να παραχωρούν τις θέσεις τους στις γυναίκες στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Στη Σερβία το πανεπιστήμιο έκλεισε, αφήνοντας μόνο τις αρχιτεκτονικές και ιατρικές σχολές αλλά όλα τα γυμνάσια συνέχισαν να λειτουργούν.
Στην Πολωνία η κατάσταση ήταν πολύ πιο δύσκολη. Τόσο τα πανεπιστήμια όσο και τα σχολεία έκλεισαν και όλοι οι Πολωνοί υποχρεώθηκαν να εργάζονται μετά την έκτη τάξη του σχολείου. Σε όλα τα υπόλοιπα τα πράγματα δεν είχαν αλλάξει: οι μεταφορές και τα ταχυδρομεία λειτουργούσαν, το εθνικό νόμισμα συνέχιζε να κυκλοφορεί.
Στα κατεχόμενα τμήματα της Ρωσίας η κατάσταση ήταν διαφορετική. Στο Πσκόφ, ας πούμε, υπήρχε μια αρκετά μεγάλη διαδρομή του τραμ από τον σιδηροδρομικό σταθμό μέχρι την εκκλησία του κοιμητηρίου, όπου υπηρετούσε ο πατέρας Γεώργιος Μπένιγκσεν. Ωστόσο, τα δρομολόγια δεν εκτελούνταν καθώς οι Γερμανοί είχαν στείλει τα τραμ στην Γερμανία.
Πέρα από αυτό, δεν λειτουργούσε το ταχυδρομείο και ένα άτομο που έμενε στο Πσκόφ δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τους συγγενείς του, και να έμειναν κοντά, ας πούμε στην πόλη Όστροβ. Μόνο οι οικονομικοί μετανάστες, που στάλθηκαν για δουλειά στη Γερμανία, μπορούσαν να στείλουν μια επιστολή ή να λάβουν ένα δέμα.
Μπορείτε να φανταστείτε την κατάσταση που επικρατούσε. Ούτε ταχυδρομείο, ούτε μέσα μαζικής μεταφοράς, κανένα δικαίωμα εξόδου από την πόλη χωρίς ειδική άδεια, ενώ στα σχολεία δεν μπορούσατε να φοιτήσετε περισσότερο από 6 χρόνια. Αυτά τα λίγα για να καταλάβετε.
Το γεγονός ότι τα παιδιά αναγκάζονταν να εργάζονται από την ηλικία των 12 ετών θεωρούνταν δεδομένο, δεδομένης της κατάστασης. Αφού «οι Γερμανοί είναι, πλέον, στην εξουσία – αυτοί και θα αποφασίζουν για όλα». Φυσικά, τα παιδιά ήταν αντίθετα κείμενα απέναντι στους Γερμανούς. Είχα ακούσει και μερικά αντιγερμανικά τραγούδια από αυτούς. Επιπλέον, είχαν σαφή διαχωρισμό των φίλων από τους εχθρούς. Μερικοί ιεραπόστολοι ήταν ξένοι γι’ αυτούς αλλά εγώ κατάφερα να κερδίσω την εμπιστοσύνη τους και με θεωρούσαν δικό τους άνθρωπο.
Θέλω να πιστεύω ότι τα μαθήματά μας άφησαν καλό σπόρο στις ψυχές των παιδιών
Όταν o πόλεμος έφτασε σε σημείο καμπής, ολόκληρη η «Ιεραποστολής» - δάσκαλοι και παιδιά- εκκενώθηκε στις χώρες της Βαλτικής. Κατέληξα στη Ρίγα με πολλούς μαθητές μου, με τους οποίους συνεχίσαμε να επικοινωνούμε και να δουλεύουμε. Σημασία έχει ότι με βρήκαν οι ίδιοι.
Από την Λετονία μας μετέφερα πιο δυτικά, όπου, πλέον, είχαμε χάσει κάθε επαφή μεταξύ μας. Πριν γίνει αυτό, έδωσα στα παιδιά τη διεύθυνσή μου στο Βερολίνο και τους είπα: «Ούτε εσείς ούτε εγώ ξέρουμε πού θα καταλήξουμε μετά. Αλλά αν μου γράψετε σε αυτή τη διεύθυνση, θα σας απαντήσω». Έτσι μπορέσαμε να επανασυνδεθούμε.
Στη Γερμανία, είχαμε τη δική μας οργάνωση Ρώσων προσκόπων, στην οποία ήμουν αρχηγός, όπου εργαζόμασταν με την άδεια των Γερμανών αλλά κάποια πράγματα τα κάναμε χωρίς την άδειά τους. Συγκεκριμένα, εξέδιδα ένα χειρόγραφο περιοδικό με το όνομα «Περεζβόνι». Βγήκαν 4 τεύχη. Το πρώτο τεύχος βγήκε όταν ήμουν ακόμα στην Ρίγα και τα υπόλοιπα στην Γερμανία. Σε αυτό το περιοδικό δημοσιοποιούσα τα αποσπάσματα από τα γράμματα που μου έστελναν τα παιδιά του Πσκόφ. Και όταν τα παιδιά διάβαζαν τα περιοδικά μου μάθαιναν που βρίσκονται και πως περνάνε οι φίλοι τους. Είναι αλήθεια ότι γύρω στις αρχές του 1945, τα γερμανικά ταχυδρομεία σταμάτησαν να δέχονται οποιαδήποτε αλληλογραφία εκτός από τις ταχυδρομικές κάρτες, οπότε δεν μπορούσα πλέον να στείλω το χειρόγραφο περιοδικό μου σε κανέναν.
Μεταπολεμικά, η μοίρα σκόρπισε τους μαθητές μου σε όλο τον κόσμο
Μεταπολεμικά, η μοίρα σκόρπισε τους μαθητές μου σε όλο τον κόσμο και δεν καταφέραν να ξανασμίξουν ποτέ. Πέρα από τα άλλα προβλήματα υπήρχε και το εξής θέμα. Όλοι οι πρώην μαθητές μου ζούσαν στην ΕΣΣΔ και εκεί, εκτός από την πιονερία, το κομσομόλ και το Κομμουνιστικό κόμμα, κάθε άλλο είδος σωματείου απαγορευόταν. Το γεγονός ότι τα παιδιά αυτά βρίσκονταν στις υπό κατοχή περιοχές, άφησε, επίσης, το στίγμα του, καθώς, στη σοβιετική εποχή, τέτοιοι άνθρωποι ήταν καταχωρημένοι στα ειδικά μητρώα. Έπρεπε λοιπόν να είναι εξαιρετικά προσεκτικοί στην κοινωνική τους ζωή.
Μια από τις μαθήτριές μου έγινε δημοσιογράφος. Έγραφε άρθρα στα οποία, μεταξύ άλλων, αναφερόταν και σε μένα. Όταν, το 1993, με την σύζυγό μου είχαμε επισκεφθεί το Πσκόφ, αυτή η μας βρήκε και μιλήσαμε τηλεφωνικά.
Τη ρώτησα αν τα παιδιά ανακρίθηκαν από τις σοβιετικές αρχές και απάντησε: «Όλοι περάσαμε από λεπτομερείς ανακρίσεις αλλά δεν μας ρωτούσαν, σχεδόν καθόλου, για εσάς και τον πατέρα Γεώργιο Μπένιγκσεν. Από αυτό μαντέψαμε ότι δεν είχατε πέσει στα χέρια των μπολσεβίκων». Καταλαβαίνετε την αντίδραση των παιδιών; Ένα κορίτσι ρωτήθηκε τι είχε να πει για την ιεραποστολή και εκείνη απάντησε: «Μόνο καλά πράγματα». Για την απάντησή της καταδιώχτηκε πολύ και την καλούσαν συνέχεια σε ανακρίσεις.
Θέλω να πιστεύω ότι τα μαθήματά μας άφησαν καλό σπόρο στις ψυχές αυτών των παιδιών που μεγάλωσαν την σταλινική εποχή.
Για παράδειγμα, μια από τις μαθήτριές μου είπε περίπου αυτό: «Φυσικά, ήμουν μέλος της πιονιερίας και δεν πίστευα στον Θεό αλλά ξαφνικά εμφανιστήκατε εσείς με τα μαθήματά, εξαιτίας των οποίων μπορούσα να πάρω απαλλαγή από την εργασία. Ξεκίνησα να παρακολουθώ τα μαθήματα των θρησκευτικών, που διδάσκατε και τα οποία με απορρόφησαν τόσο πολύ, που ξεκίνησα να κάνω μία, αρκετά δραστήρια, θρησκευτική ζωή. Σταδιακά συνειδητοποίησα ότι η Ορθοδοξία είναι η ψυχή του ρωσικού λαού και πρέπει να την κρατάμε ζωντανή».