Ο εφτάχρονος γιος μου, ο Τιμόθεος, από την πρώτη κιόλας εξομολόγηση πήγαινε σε αυτό το Μυστήριο ήρεμα και αποφασιστικά, και το ίδιο ήρεμα πορευόταν προς το Άγιο Ποτήριο, να μεταλαβαίνει. Σε αντίθεση με μένα, που έκλαιγα πριν από την πρώτη του εξομολόγηση λες και τον έστελνα στον πόλεμο και όχι στον παππούλη! Όμως, μερικούς μήνες αργότερα έγινε κάτι απροσδόκητο…
Το καλοκαίρι ζούσαμε στο εξοχικό μας, σε χωριό. Πηγαίναμε στην εκκλησία του χωριού. Οι ακολουθίες εκεί διαρκούσαν πολύ. Τα παιδάκια, βεβαίως, τα άφηναν να πηγαίνουν για εξομολόγηση πρώτοι. Μόνο που ήταν πάρα πολλά. Οπότε, ο ήρωάς μου στέκεται, όπως πάντα ήρεμος, κάτι μουρμουρίζει κάτω από τη μύτη του, κοιτάζει δεξιά-αριστερά. Και εδώ, ξαφνικά το πρόσωπό του αλλάζει, τα χείλη του τρέμουν, όπου να΄ ναι θα κλάψει:
– Ξέχασα…
– Τι ξέχασες;
– Υποσχέθηκα…
– Τι υποσχέθηκες;
– Υποσχέθηκα κάτι στον παππούλη και δεν το έκανα.
Εκεί μου διηγήθηκε ότι στην τελευταία εξομολόγηση ο ιερέας του έδωσε εντολή να διαβάζει περισσότερο (είναι ευαίσθητο θέμα για μας) και ο Τιμόθεος πανηγυρικά το υποσχέθηκε. Υποσχέθηκε και πολύ γρήγορα το ξέχασε, και εδώ…
– Δε θα πάω για εξομολόγηση.
– Και; Τι θα γίνει μετά; – τον ρωτάω,
Προσπάθησα να τον ηρεμήσω, αλλά εκείνη τη στιγμή ήρθε η σειρά του και τον παρέδωσα όλο κλάμα στον ιερέα που χαμογελούσε. Άρχισε η εξομολόγηση…
Μετά την εξομολόγηση, καθώς έχει καταλαγιάσει, με χαμόγελο με πλησίασε, με αγκάλιασε και μου λέει:
– Μαμά, πόσο ανάλαφρα, πόσο όμορφα.
Το χαμόγελο δεν έφευγε από το πρόσωπό του και τα μάτια του φωτίζονταν κάπως ιδιαίτερα.
Από τότε, αν δεν πήγαινα για εξομολόγηση, με ρωτούσε:
– Γιατί δεν πας; Ξέχασες κάτι ή δεν έκανες αυτό που υποσχέθηκες;