Σήμερα, ημέρα ανακομιδής των ιερών λειψάνων του οσίου Γαβριήλ (Ουργκεμπάντζε) δημοσιεύουμε την διήγηση ενός θαύματος – αυτή τη φορά στην Λευκορωσία – του αγίου γέροντος.
Όσιος Γαβριήλ (Ουργκεμπάντζε) Για δέκα χρόνια ήμουν μέλος της αίρεσης των λεγομένων "Μαρτύρων του Ιεχωβά". Η μητέρα μου η Ιωάννα, όταν ακόμα ήταν εν ζωή, με παρακαλούσε να αλλάξω γνώμη, μου ζητούσε να αφήσω τη άσωτη ζωή μου και να στραφώ στο δρόμο της αλήθειας. Τότε αυτά τα λόγια με ενοχλούσαν και με εκνεύριζαν, διαμαρτυρόμουν έντονα και, πολλές φορές, μάλωνα με τη μητέρα μου και τους δικούς μου ανθρώπους.
Όταν η μητέρα μου μετέστη προς τον Κύριο (τότε το ονόμαζα με τη λέξη «πέθανε») η οικογένειά κήδεψε σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση. Κάλεσαν ιερέα ο οποίος τέλεσε την εξόδιο ακολουθία και όλα έγιναν όπως πρέπει. Δεν παρακολουθούσα την ακολουθία, βγήκα έξω για να μην ακούω τις προσευχές γιατί, τότε, τα θεωρούσα περιττά και εντελώς λανθασμένα.
Μετά την κηδεία της μητέρας μου αρρώστησα: είχα έντονους πονοκεφάλους, υψηλή αρτηριακή πίεση και, γενικά, έχανα την γη κάτω από τα πόδια μου. Με πήγαν στο νοσοκομείο, όπου κάναμε τις απαραίτητες εξετάσεις και τομογραφία. Βάση των αποτελεσμάτων με έστειλαν στο ογκολογικό τμήμα. Διαγνώστηκα με καρκίνο του καρδιακού μυός. Αυτή η διάγνωση απαιτεί πολλαπλές εξετάσεις για να καθοριστεί, ακριβώς, ποια όργανα επηρεάζονται και σε τι είδους θεραπεία πρέπει να υποβληθεί ο ασθενής.
Διαγνώστηκα με καρκίνο του καρδιακού μυός
Πριν φύγω για εξετάσεις και θεραπεία στο εξωτερικό, πήγα στην πόλη Τολότσιν, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των παιδικών μου χρόνων και από όπου καταγόταν η μητέρα μου. Ήθελα απλώς να επισκεφτώ την αγαπημένη μου πόλη. Η πόλη όπου, σαν παιδί, έκανα βόλτες με τη μητέρα μου και τους συγγενείς μου, διασκεδάζαμε, τραγουδούσαμε, εκεί που πέρασαν οι πιο φωτεινές ημέρες της παιδικής μου ηλικίας και της νιότης μου. Κατά καιρούς πάντα επισκεπτόμουν το Τόλτσιν αλλά μετά το θάνατο της μητέρας μου και αφού διαγνώστηκα με την σοβαρή ασθένεια, ήθελα να κάνω μια «αποχαιρετιστήρια» βόλτα στους πιο οικείους δρόμους της καρδιάς μου. Ακριβώς έτσι. Περιπλανιόμουν και θυμόμουν το κάθε βήμα που έκανα, ως παιδάκι, σε αυτά τα όμορφα στενά. Έκλαιγα.
Στον δρόμο μου συνάντησα την ιερά μονή της Αγίας Σκέπης. Θυμήθηκα πως, πριν από τρία χρόνια, η μητέρα μου μπήκε στην μονή για να ανάψει κεριά και πώς με παρακαλούσε απλώς να μπω μέσα μαζί της. Αντιστάθηκα και στο τέλος της δήλωσα μα απόλυτο τρόπο ότι θα περιμένω απέξω. Δεν θα ξεχάσω τα δακρυσμένα της μάτια και την ίδια – εγκαταλελειμμένη και παρατημένη από μένα.
Αυτή τη φορά μπήκα στην αυλή και ακολούθησα το μονοπάτι που περπάτησε τότε η μητέρα μου. Κοιτούσα πίσω και τριγύρω μου σκεπτόμενη ότι απλώς θα έβλεπα τα μέρη που συνδέονται με τις αναμνήσεις για την μητέρα μου. Σκόπευα να δω και την εκκλησία χωρίς να το αποκαλύψω στους «αδερφούς» από την σέκτα. Και ήταν όντως έτσι. Μπήκα, λοιπόν, στην αυλή, προχώρησα πιο μέσα και άκουσα πολύ όμορφη ψαλμωδία. Αυτό που ακουγόταν δεν ήταν στα ρωσικά αλλά σε κάποια άγνωστη γλώσσα. Το άσμα ήταν τόσο θλιβερό, κατανυκτικό και μυστηριώδες που άθελά μου μπήκα στον ναό. Άκουγα και ήθελα να κλάψω γοερώς. Έμαθα ότι οι γεωργιανοί έφεραν μία εικόνα που βρισκόταν στο κέντρο του ναού. Οι ίδιοι έψαλαν στην γλώσσα τους τους εκκλησιαστικούς ύμνους.
Ένας από τους ενορίτες ήρθε κοντά μου και μου είπε: «Τι περιμένετε; Πηγαίνετε να δείτε μια ταινία για τη μαμά Γαμπριέλι. Μας έφεραν μια ταινία από τη Γεωργία και τώρα θα γίνει η προβολή». Από ενδιαφέρον και επιθυμία να ακούσω περισσότερα γεωργιανά «τραγούδια» ακολούθησα αυτόν τον ενορίτη. Κατεβήκαμε στην αίθουσα όπου προβαλλόταν ήδη η ταινία «Το στέμμα του στάρετς». Δεν συμφωνούσα καθόλου με το περιεχόμενο της ταινίας αλλά κάποιου ανώτερη δύναμη με κρατούσε εκεί. Ήθελα, βέβαια, να ακούσω και τα γεωργιανά τραγούδια. Όταν τελείωσε η ταινία, οι Γεωργιανοί μοίρασαν εικόνες και φωτογραφίες του «μαμά Γαμπριέλι» από την ταινία. Όταν έφευγα που πρότειναν να πάρω μία εικόνα. Αρνήθηκα να την πάρω και κατευθύνθηκα βιαστικά προς την έξοδο.
Σύντομα αναχώρησα στην Τουρκία για εξετάσεις. Εισήχθη στο ογκολογικό τμήμα όπου μου έκαναν όλες τις απαραίτητες κλινικές εξετάσεις. Οι εξετάσεις έδειξαν τη αλλοίωση της σύστασης του αίματος. Έμεινα για θεραπεία με ορό και πολλά φάρμακα.
Ένα βράδυ μετά από εννιά μέρες από την ημέρα που μπήκα στο νοσοκομείο είδα όνειρο. Μπαίνει στον θάλαμό μου η μητέρα μου και καλεί κάποιον να μπει και αυτός. Ένας ιερέας με παλιά ρούχα, αδύνατος, με άσπρα γένια, με ένα ραβδί στα χέρια και με απίστευτα στοργικά μάτια, μπήκε στον θάλαμο.
– Αυτή είναι; – ρώτησε ο ξένος ιερέας τη μητέρα μου.
– Ναι, αυτή είναι – με θλίψη απάντησε η μαμά
– Αφού την ξέρω αυτή! – ξεκάθαρα και με σιγουριά είπε ο ιερέας.
Με κοίταξε χαμογελώντας και με σταύρωσε με τα χέρια του. Έπειτα, ψιθύρισε κάτι στο αυτί της μητέρας μου και χαμογελώντας βγήκαν και οι δύο από το δωμάτιό μου.
Ο ιερέας σταύρωσε με τα χέρια του. Έπειτα, ψιθύρισε κάτι στο αυτί της μητέρας μου και χαμογελώντας βγήκαν και οι δύο από το δωμάτιό μου.
Με όλη τη δύναμή μου άρχισα να φωνάζω τη μαμά μου. Εκείνη τη στιγμή με ξύπνησε η νοσοκόμα. Λίγες ώρες αργότερα με επισκέφθηκε ο γιατρός με ένα φάκελο στα χέρια. Κάτι εξηγούσε στην μεταφράστρια η οποία τον άκουγε, με προσοχή, για πολλή ώρα. Στο τέλος η μεταφράστρια μου ανακοίνωσε – « «Λένα, ο γιατρός είπε ότι είσαι απόλυτα υγιής. Δεν υπάρχει όγκος και οι εξετάσεις σου είναι καθαρές και φυσιολογικές».
Έμεινα άφωνη. Πολλές φορές η μεταφράστρια, κατόπιν αιτήματός μου, ρωτούσε ξανά και ξανά τον ιατρό για να διευκρινίσει αν όλα ήταν όντως καλά. Με κάθε ερώτηση, έβλεπα τον ιατρό να χαμογελά και με χαρά να επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια στην διερμηνέα. Ακριβώς οι ίδιες προτάσεις. «Όλα είναι πολύ καλά, δεν έχεις όγκο, οι εξετάσεις έδειξαν τάχιστη βελτίωση. Όλα είναι φυσιολογικά. Είσαι απόλυτα υγιής».
Δεν υπήρχε πιο ευτυχισμένος άνθρωπος από μένα. Και το πιο απρόβλεπτο δεν είχε έρθει ακόμα.
Άρχισα να μαζεύω τα πράγματά μου. Άνοιξα την τσάντα μου και έμεινα εμβρόντητη. Μέσα υπήρχε η εικόνα του «μαμά Γαμπριέλι» εκείνου για τον οποίον ήταν το ντοκιμαντέρ. Ήταν ακριβώς εκείνο το εικόνισμα το οποίο αρνήθηκα να πάρω από τους γεωργιανούς! Κρατούσα την εικόνα στα χέρια μου και δεν μπορούσα να πιστέψω με ποιο τρόπο βρέθηκε στην τσάντα μου.
Κάποια στιγμή, καθώς περιεργαζόμουν προσεκτικά την εικόνα, μου κόπηκε η ανάσα. Συνειδητοποίησα ότι το πρόσωπο, που εικονιζόταν στην εικόνα και ο άγνωστος ιερέας, που είδα στο όνειρο να μπαίνει στον θάλαμό μου με τη μητέρα μου, ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο. Στα χέρια μου κρατούσα την εικόνα του γέροντα Γαβριήλ. Έκλαψα με λυγμούς. Κάτι έγινε μέσα μου – ανακατεύτηκε το είναι μου. Άθελά μου σταυροκοπήθηκα. Αγκάλιασα την εικόνα του γέροντα και έμεινα έτσι για πολλή ώρα.
Σύντομα επέστρεψα στην πατρίδα μου, όπου ασπάσθηκα την Ορθοδοξία. Ακριβέστερα - επέστρεψα στην πίστη μου ως άσωτη κόρη. Με τις προσευχές και την άμεση παρέμβαση του «μαμά Γαμπριέλι» - του μεγάλου αγίου των ημερών μας, του αρχιμανδρίτη Γαβριήλ (Ουργκεμπάτζε).