Στιγμιότυπο από την ταινία «Τα Πάθη του Χριστού». Σκηνοθέτης: Μελ Γκίμπσον, 2004
«Καὶ ἀνακειμένων αὐτῶν καὶ ἐσθιόντων εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με, ὁ ἐσθίων μετ᾿ ἐμοῦ. Οἱ δὲ ἤρξαντο λυπεῖσθαι καὶ λέγειν αὐτῷ εἷς καθ᾿ εἷς· μήτι ἐγώ; καὶ ἄλλος· μήτι ἐγώ;» (Μκ. 14, 18-19)
Άραγε, τι να είχαν στην καρδιά τους οι Απόστολοι εκείνη την ώρα; Όταν εμείς ακούμε την ευαγγελική αυτή περικοπή, ξέρουμε όλα όσα πρόκειται να συμβούν στη συνέχεια. Ξέρουμε και παρόλα αυτά τρέμουμε. Είναι πιθανό πως και οι Απόστολοι κάτι διαισθάνονταν. Για αυτό το λόγο, σε όλους τους ευαγγελιστές αυτό το απόσπασμα είναι διαποτισμένο με τραγικότητα.
Άραγε, τι να ένιωθαν οι απόστολοι, όταν ρωτούσαν τον Σωτήρα: «μήτι εγώ παραδώσω Σε;». Αβεβαιότητα για τις δυνάμεις τους; Αδυναμία πίστεως; Ανεξήγητη ανησυχία; Ο Πέτρος ήταν σίγουρος για τον εαυτό του ότι δε θα Τον προδώσει. Με τι συναίσθημα έκανε την ερώτηση; Απλώς για να επιβεβαιωθεί; Είναι εκπληκτικό, αλλά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, εκείνη τη νύχτα σχεδόν όλοι Τον πρόδωσαν. Και ο Κύριος, απαντώντας στον Ιούδα, ως ένα βαθμό, απάντησε σε όλους τους Αποστόλους: «Σὺ εἶπας».
Ο Πέτρος, αν και ήταν σίγουρος για τον εαυτό του, τρείς φορές αρνήθηκε τον Χριστό. Αν λάβουμε υπόψη τον εύφλεκτο χαρακτήρα του, αν δεν Τον είχε αρνηθεί, θα κατηγορούσε, μήπως, τους υπόλοιπους μαθητές, οι οποίοι διασκορπίστηκαν εδώ και εκεί; Ίσως, γι΄ αυτό και ο Κύριος του επέτρεψε να πέσει, ώστε η ομολογία του να θεμελιώνεται στην τέλεια ταπείνωση και στην ελπίδα για μια άνευ όρων συγχώρεση του Θεού…
Εκείνη τη νύχτα σχεδόν όλοι Τον εγκατέλειψαν. Οι μαθητές Του, οι θεραπευμένοι, οι χορτασμένοι, οι διαφωτισμένοι, οι καθαρμένοι από τους δαίμονες, όλοι αυτοί θα μπορούσαν να φτιάξουν ολόκληρο στρατό και χωρίς κόπο να Τον αρπάξουν από τα χέρια των αρχιερέων, την Παρασκευή το πρωί. Όμως, κάτι τέτοιο δεν έγινε. Ο χαρούμενος όχλος των οπαδών, που είχε συγκεντρωθεί την ημέρα της Εισόδου του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα, βουβάθηκε και κουφάθηκε.
Αυτός ο πολύχρωμος όχλος συγκεντρώνεται και τώρα, την ημέρα της Εισόδου του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα με βάγια και λουλούδια. Και μετά, κατά έναν ανεξήγητο τρόπο, εξαφανίζεται, όπως και 2000 χρόνια πριν, αφήνοντας τον Κύριο μόνο Του να πάσχει στη άνομη δίκη των αρχιερέων, την Πέμπτη, και να πεθαίνει στο Σταυρό, την Παρασκευή. Ο όχλος ξανά έρχεται μόνο το Σάββατο, για να ευλογήσει τα εδέσματα για το πασχαλινό τραπέζι. Και εν μέρει για να πανηγυρίσει στη λιτανεία.
Γνωρίζοντας όλα αυτά, ο ελεήμων και φιλεύσπλαχνος Κύριός μας λέει την τρομερή φράση Του με τόσο επιεική τρόπο, έτσι που να μην μας σκοτώσει όλους: «Ένας από σας… θα Με προδώσει». Άραγε, μόνο ένας, Κύριε; Ήταν εκατοντάδες! Έγιναν χιλιάδες!
Πράγματι, είναι τρομερή η φράση. Το τρομερό σε αυτήν είναι ότι κανείς δεν μπορεί να ρωτήσει αφελώς, δίχως να τον τσιγκλήσει η συνείδησή του: «Μήτι εγώ;» για να λάβει την επιβεβαίωση της αθωότητάς του.
Όλοι εμείς τα ακούμε κάθε χρόνο και από ντροπή σκύβουμε τα μάτια.
Και κάθε χρόνο δεν τολμώ ούτε να ρωτήσω: «Μήτι εγώ;»
Πώς όχι εγώ;
Άραγε, εγώ δεν προδίδω συνέχεια τον Χριστό; Άραγε, στις δικές μου αμαρτίες δεν υπάρχει η υποκρισία του Ιούδα και η έπαρση του Πέτρου;
Άραγε, εγώ δεν προδίδω συνέχεια τον Χριστό; Άραγε, δεν υπάρχουν στις αμαρτίες μου η πονηριά του διαβόλου, η υποκρισία του Ιούδα, η έπαρση του Πέτρου; Άραγε, δεν είμαι εγώ που Του δίνω το φιλί την ώρα της Μετάληψης και ύστερα Τον αρνούμαι με τις πράξεις μου; Άραγε, δεν είμαι εγώ που τρέχω να αποφύγω τις κακουχίες για τον Χριστό, μόλις δω τον κίνδυνο του αγώνα και του κόπου; Άραγε, δεν είμαι εγώ που τρώω τον άρτο της ζωής και μετά, όπως οι μαθητές Του, αναζητώ δόξα για τον εαυτό μου και συντρίβομαι στην ολιγοπιστία;
Όλα αυτά τα κάνω εγώ. Εγώ είμαι που Σε προδίδω, Κύριε! Αν ο Ιούδας το έκανε μια φορά και, από τον τρόμο για την πράξη του, κρεμάστηκε, εγώ το κάνω συνεχώς και ούτε που τρομάζω. Εγώ είμαι ο προδότης.
Όλη τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή μελετούσαμε επιμελώς την Παλαιά Διαθήκη, από ό,τι φαίνεται, με μοναδικό σκοπό να βεβαιωθούμε ότι ήταν η προτύπωση της Καινής Διαθήκης. Όμως, αποκαλύφθηκε ότι υπάρχει ακόμα ένας σκοπός, μπορεί να είναι και πιο σημαντικός. Στο τέλος της νηστείας, αποδείχθηκε ότι η Παλαιά Διαθήκη είναι ζωντανή. Ζει μεσ’ στον καθένα μας. Δεν είναι ο Αδάμ, κάποτε, στα βάθη των χρόνων, που γεύτηκε τον απαγορευμένο καρπό και που έπεσε στην αμαρτία με την ανυπακοή του. Είμαι εγώ που το κάνω κάθε μέρα. Δεν είναι ο Δαβίδ κάποτε, αλλά είμαι εγώ που τώρα σκανδαλίζομαι με την Βηρσαβεέ και είμαι έτοιμος να σκοτώσω οποιονδήποτε Ουρία, που θα με εμποδίσει να πραγματοποιήσω την επιθυμία μου. Είμαι εγώ που μέσα μου ζει ο ασυγκράτητος χαρακτήρας του Ισαύ, ο διεφθαρμένος από τις γυναίκες του Σολομών, ο φλεγόμενος μεσ’ στην ειδωλολατρία Αχάβ. Και στο τέλος της νηστείας, όλη αυτή η αμαρτωλή σπορά ενώθηκε μέσα μου και γέννησε έναν γιο, τον Ιούδα τον Ισκαριώτη.
Είμαι προδότης. Και αξίζω την τιμωρία μου. Οι πολύχρονες αμαρτίες και τα πάθη μου με έχουν δέσει και με κουβαλάνε για εκτέλεση. Και το εκπληκτικό είναι ότι σκοτώνω τον εαυτό μου πρόθυμα μόνος μου. Όπως ο καπνιστής ή ο ναρκομανής, ο ίδιος προσφέρω μέσα μου την ελευθερία στο κακό και μετά απορώ για τις δοκιμασίες μου και τις πτώσεις μου.
Οι δαίμονες, γελώντας, στρέφουν πάνω μου τα όπλα τους και ουρλιάζουν: «Θάνατος στον προδότη!»
Πυρ!
Και νιώθω να μου φεύγει η ζωή. Όλη η ζωή μας είναι εν Χριστώ Ιησού. Και όταν αφηνόμαστε στις επιθυμίες μας, η ζωή φεύγει από μας.
Ο Αδάμ έκλαιγε πικρά, όταν ξύπνησε από την αμαρτωλή του μέθη. Βγήκε από τον παράδεισο και κατάλαβε τι είχε στερηθεί. Το ίδιο πικρά έκλαιγε και ο Πέτρος, όταν βγήκε από τον παράδεισο της πιστότητας στον Χριστό και Τον αρνήθηκε. Και εγώ κλαίω, όσο μπορώ, επειδή ο ίδιος αφαιρώ τη ζωή από τον εαυτό μου.
Όλη τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή προσπαθούσαμε να αντικρίσουμε μέσα μας τα βλαστάρια της αμαρτίας, και όταν επιτέλους τα είδαμε, αυτό μας σκότωσε. Δεν είναι δυνατόν να βλέπουμε μέσα μας την άβυσσο της αμαρτίας και να μην φρίττουμε από απόγνωση. Γι΄αυτό, ο Κύριος μάς μισανοίγει το καταπέτασμα της κατάστασής μας σταδιακά. Αλλά και αυτό οδηγεί σε ακηδία.
Κύριε! Βλέπεις ότι Σε αγαπώ! Ακόμα και όταν νικιέμαι από την αμαρτία, ακόμα και αν, στην ανοησία και την ολιγοψυχία μου, Σε αρνούμαι, Εσύ μην με απορρίπτεις! Ανάστησόν με, όπως τον γιο της χήρας στη Ναΐν, όπως την κόρη του Ιαείρου, όπως τον Λάζαρο τον Τετραήμερο!
Ανάστησόν με, ώστε να μην πεθάνω στην αμαρτία, αλλά να πεθάνω για την αμαρτία! Δεν είμαι εγώ που πρέπει να πεθάνω, αλλά ο παλαιός μου Ιούδας. Αυτός πρέπει να καταστραφεί και να σβηστεί από την καρδιά μου. Αφού πρέπει «ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη ἵνα καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας… ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας. Εἰ δὲ ἀπεθάνομεν σὺν Χριστῷ, πιστεύομεν ὅτι καὶ συζήσομεν αὐτῷ» (Ρωμ, 6, 6-8).