Την ιστορία αυτή μας την διηγήθηκε η Ειρήνη, μια πιστή από τη Μόσχα.
Βαπτίστηκα στα χρόνια της εφηβείας. Όταν η μαμά μου μού πρότεινε για νονά την καλύτερη της φίλη, τη θεία Λιουντμίλα, συμφώνησα. Και η μαμά και η νονά δεν ήταν άνθρωποι της Εκκλησίας. Εκκλησιάζονταν από καιρού εις καιρόν, πίστευαν στον Θεό, δεν αρνούνταν την ύπαρξή του, αλλά, όπως και η πλειονότητα των ανθρώπων της σοβιετικής περιόδου, δεν «παθιάζονταν» και πολύ.
Η θεία Λιουντμίλα είχε υποβληθεί σε μια ανεπιτυχή χειρουργική επέμβαση ογκολογικής φύσης, είχε πάθει περιτονίτιδα και είχε μπει στην εντατική. Η κατάστασή της όλο και χειροτέρευε. Ο γιος της θείας Λιουντμίλας προσπάθησε να μπει στην εντατική για να την δει, αλλά δεν επιτρέπονταν σε κανέναν να μπει.
Μου ήρθε στο μυαλό μια ιδέα: μπορούμε να την βοηθήσουμε και τώρα, να την κοινωνήσουμε πριν την αναχώρηση
Μια φορά, ήταν Τρίτη της Διακαινησίμου, ενώ προσευχόμουν, σκέφτηκα: η νονά μου δεν έχει ελπίδες, πεθαίνει. Τι να κάνουμε, όταν αυτό συμβεί; Ύστερα, όμως, μου ήρθε στο μυαλό μια ιδέα: μπορούμε να την βοηθήσουμε και τώρα. Πρέπει να την κοινωνήσουμε πριν την αναχώρηση. Μόνο που δεν είχα καμία ιδέα για το πώς να το πραγματοποιήσουμε.
Ενώ σκεφτόμουν, σε ποιον από τους ιερείς να απευθυνθώ (ο πνευματικός μας εκείνη την περίοδο ήταν πολύ απασχολημένος και δεν ήθελα να τον απασχολώ), περπατούσα μέσα στο σπίτι και τυχαία παρατήρησα ότι στο κινητό του άντρα μου είχε έρθει μήνυμα από τον φίλο μας, τον νεωκόρο Αλέξιο. Πρέπει να πω ότι ο άντρας μου με πυρετό είχε μείνει στο σπίτι, κάτι που δε συμβαίνει συχνά.
Τηλεφώνησα στον Αλέξιο, του εξήγησα την κατάσταση και συνέπεσε ο ιερέας μας, ο πατήρ Αλέξιος, να είναι εκείνη ακριβώς την ώρα κάπου στην περιοχή του νοσοκομείου, κάτι που με εξέπληξε και με χαροποίησε!
Τηλεφώνησα στον παππούλη και μου είπε ότι εκείνη τη στιγμή βρισκόταν ακριβώς δίπλα στο νοσοκομείο. Τότε, ούτε που συνειδητοποιούσα ότι έπρεπε να είχε πάρει μαζί του τα Τίμια Δώρα για να πραγματοποιήσει αυτό που θα του ζητούσα. Όμως, ο πατήρ Αλέξιος επέστρεφε από το σπίτι μιας άρρωστης ενορίτισσάς μας που έμενε, ευτυχώς, στην ίδια περιοχή, και είχε πάρει τα Τίμια Δώρα μαζί του!
Άφησα το μωρό μας στον άντρα μου και έτρεξα στο νοσοκομείο, έχοντας ένα σωρό ερωτήσεις στο κεφάλι μου. Πώς να περάσουμε στην εντατική, όταν ακόμα και στον γιο της δεν επέτρεψαν να την δει; Και αν η θεία Λιουντμίλα δε θέλει να κοινωνήσει; Και πώς θα αντιδράσει στην παρουσία μου; Μήπως την τρομάξει όλη αυτή η κατάσταση με τον ιερέα, όπως τρομάζουν πολλοί άνθρωποι βαριά άρρωστοι, που είναι μακριά από την Εκκλησία, όταν ξαφνικά τους επισκέπτεται ένας ιερέας.
Στην είσοδο του νοσοκομείου με υποδέχτηκε ο πατήρ Αλέξιος. Πλησιάσαμε στην πόρτα της εντατικής. Από μέσα βγήκε μια πολύ όμορφη και ευχάριστη κυρία. Ρώτησε ποιοι είμαστε και τι θέλουμε. Εγώ, αν και ένιωσα λίγο αμήχανα, όμως, απάντησα ειλικρινά ότι είμαι η βαφτιστήρα μιας άρρωστης και θέλουμε να την κοινωνήσουμε.
Η κυρία απροσδόκητα απάντησε ότι, βεβαίως, δεν υπάρχει πρόβλημα. Μαζί μας στο διάδρομο υπήρχε ακόμα μια κυρία, συγγενής κάποιου στην εντατική. Αυτή δεν μπορούσε να πιστέψει ότι θα μας αφήσουν να μπούμε. Έπιασε την γιατρό από το χέρι και άρχισε να την ρωτάει πώς την λένε, ώστε την επόμενη φορά να της ζητήσει ξανά να μπει. Η γιατρός, όπως γίνεται σε χολιγουντιανές ταινίες, απαντάει: «Γιατί θέλετε το όνομά μου; Αύριο δε θα είμαι εδώ». Με αυτόν τον θαυμαστό τρόπο μπήκαμε στο θάλαμο.
Η θεία Λιουντμίλα είχε δεν είχε τις αισθήσεις της. Δε μιλούσε, όμως, όταν με είδε, με γνώρισε: τα μάτια της άνοιξαν πλατιά και φαινόταν ότι είχε εκπλαγεί πολύ. Συνήλθε κάπως, αλλά δεν μπορούσε να μιλάει και αντιδρούσε μόνο με τα μάτια. Την καθησύχασα, της τα είπα όλα, της εξήγησα ότι ο γιος της θέλει πολύ να την δει και προσπαθεί να μπει στην εντατική. Όμως, μόνο εγώ από θαύμα κατάφερα να μπω μέσα και ότι ανησυχούμε πολύ, ότι την αγαπάμε πολύ και ότι όλα θα πάνε καλά.
Ο πατήρ Αλέξιος ρώτησε τη Λιουντμίλα, αν θέλει να μεταλάβει, και αυτή, ευτυχώς, συμφώνησε. Ο παππούλης έβαλε το πετραχήλι. Τον βοηθούσα, ήταν πολύ συγκινητικό. Η θεία Λιουντμίλα δεν μπορούσε να μιλάει και ο πατήρ Αλέξιος ζήτησε άδεια για να της βγάλουν τη μάσκα οξυγόνου για λίγο. Απαρίθμησε τις αμαρτίες, ρώτησε αν συμφωνεί, με τα μάτια της έκανε νεύμα καταφατικό και ο παππούλης την κοινώνησε.
Επίσης, της είπε: «Μη φοβάστε, θα γίνετε καλύτερα, και αυτή η εξομολόγηση ήταν κατά κάποιον τρόπο τυπική από την πλευρά σας». Της υποσχέθηκε ότι, όταν θα γινόταν καλύτερα, θα την επισκεπτόταν ξανά και ότι τότε θα την εξομολογούσε κανονικά. Αν και, νομίζω, η νονά μου τα καταλάβαινα όλα… Μου ήταν δύσκολο να την αποχαιρετώ, να την κοιτάζω. Συνειδητοποιούσα ότι δε θα ειδωθούμε ποτέ ξανά. Αλλά αυτό που συνέβη ήταν μεγάλη ευτυχία.
Μετά από τρείς μέρες με πήραν τηλέφωνο από το νοσοκομείο και μου είπαν ότι η Λιουντμίλα μόλις είχε εκδημήσει εις Κύριον. Μετά από την εξομολόγηση και τη Θεία Κοινωνία, μετά από λίγο, έπεσε σε κώμα και έτσι έφυγε, χωρίς να συνέλθει.
Ρώτησα τον πατέρα Αλέξιο πώς να προσεύχομαι για τη νονά, ποιες ιδιαίτερες προσευχές πρέπει να διαβάζω. Όμως, ο παππούλης απάντησε ότι δε χρειάζεται τίποτα ιδιαίτερο, μια και είχε αξιωθεί να εξομολογηθεί, να κοινωνήσει και να πεθάνει την εβδομάδα της Διακαινησίμου, τότε που οι Ωραίες Πύλες στους ναούς είναι ανοιχτές, τώρα είναι καλά.
Ήταν θαύμα που ο παππούλης μέσα στην τεράστια πόλη της Μόσχας είχε βρεθεί ακριβώς εκεί, δίπλα στο νοσοκομείο
Σε αυτήν την ιστορία είναι τόσες πολλές οι συνδετικές κλωστές που, αν έστω ένα από αυτά δεν είχε γίνει, τότε όλα θα ήταν αδύνατο να συμβούν. Για παράδειγμα, ο άντρας μου θα μπορούσε να είχε φύγει για δουλειά και δε θα μπορούσα να πάω πουθενά, επειδή δεν θα είχα με ποιον να αφήσω το μωρό. Δεύτερο, είδα τυχαία ότι στο κινητό του άντρα μου ήρθε το μήνυμα από τον νεωκόρο Αλέξιο. Ο Αλέξιος, εν τω μεταξύ, ήξερε ότι ο πατήρ Αλέξιος είχε πάει κάπου με τα Άγια Δώρα να κοινωνήσει κάποιον. Και βεβαίως, το ότι ο παππούλης μέσα στην τεράστια πόλη της Μόσχας είχε βρεθεί ακριβώς εκεί, δίπλα στο νοσοκομείο και ότι είχε τελειώσει ακριβώς τη στιγμή που του τηλεφώνησα. Και το ότι μας επέτρεψαν να μπούμε στην εντατική. Και το ότι η θεία Λιουντμίλα συμφώνησε να κοινωνήσει. Όλα σε αυτήν την ιστορία είναι ένα θαύμα από την αρχή ως το τέλος!
Και εγώ η ίδια ένιωσα μεγάλη χαρά και στερεώθηκα στην πίστη, αφού άγγιξα και έγινα κοινωνός αυτών των Θείων πραγμάτων.
Είθε να συγχωρέσει ο Κύριος στη δούλη Του Λιουντμίλα όλα τα αμαρτήματα, εκούσια και ακούσια, και να της χαρίσει τη Βασιλεία των Ουρανών!