Πρόσωπα της Ιεράς Μονής των Σπηλαίων του Πσκωφ
Κατά τη διάρκεια των πιο σοβαρών σοβιετικών διωγμών του 20ού αιώνα, παρέμεινε το μοναδικό ανδρικό μοναστήρι της ΕΣΣΔ, που δεν έκλεισαν οι Μπολσεβίκοι.
Ιστορικά και κανονικά ερείσματα ενότητας της Ρωσικής Εκκλησίας
Тου Καθηγητή της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας,Ιερέα Μηχαήλ Ζελτόφ.
Λιτανεία προς τιμήν του Αγίου Ειρηνάρχου του Εγκλείστου 2019
Οι προσκυνητές καλύπτουν περίπου 70 χιλομέτρα τις πρώτες τέσσερις μέρες και διανυκτερεύουν δίπλα σε ανακαινιζόμενες εκκλησίες
Μητροπολίτης Ονούφριος μιλά για την πορεία της κανονικής Ορθοδοξίας στην Ουκρανία
Το Τμήμα Πληροφοριών και Μορφώσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας δημοσίευσε τη συνέντευξη του Μακαριωτάτου Μητροπολίτου Κιέβου και πάσης Ουκρανίας κ.κ. Ονουφρίου στο περιοδικό «Pastyr i pastva» («Ο Ποιμένας και το ποίμνιο»).

Τα χαλάκια της μαμάς

Πάτσγουορκ. Ζωγράφος: Σβετλάνα Μεντβέτσκαγια Πάτσγουορκ. Ζωγράφος: Σβετλάνα Μεντβέτσκαγια

Μαμά, μανούλα…Κανένας και ποτέ δεν πρόκειται να μας αγαπήσει τόσο, όσο η μαμά μας. Και κανένας δεν μπορεί να την αντικαταστήσει. Δεν μπορώ να ξεχάσω τα λόγια από ένα ρητό που λέει: «Ό,τι έχουμε δεν το κρατάμε, αφού το χάσουμε κλαίμε». Και να, και εγώ κλαίω τώρα…

Καθόταν σε μια μικρή γωνίτσα του καναπέ και μου φαινόταν ότι έτσι θα είναι εκεί πάντα.

Οι αναμνήσεις όλο στριφογυρίζουν στο κεφάλι μου. Ακριβώς εδώ της άρεσε της μαμάς να κάθεται, από αυτό το αλουμινένιο κουτάλι της άρεσε να τρώει, και αυτή είναι η πράσινη λεκανίτσα, την οποία ποτέ δεν αποχωριζόταν. Δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τα «γυάλινα» -όπως έλεγε- πιάτα μας. Η μαμά μου δεν είχε μια εύκολη ζωή. Από έντεκα χρονών δούλευε στα κολχόζ για «ένα ραβδί» (τρόπος πληρωμής). Όσο για εκπαίδευση, τελείωσε τρεις τάξεις και έπειτα ήρθε ο πόλεμος και άρχισε η δουλειά στο εργοστάσιο, στα μετόπισθεν. Ύστερα παντρεύτηκε, γέννησε οχτώ παιδιά.

«Δε θυμάμαι ποτέ τη μαμά να κάθεται χωρίς να κάνει κάτι. Πάντα ήταν απασχολημένη με κάτι.»

Δε θυμάμαι ποτέ τη μαμά να κάθεται χωρίς να κάνει κάτι. Πάντα ήταν απασχολημένη με κάτι. Όταν ακόμη είχε δυνάμεις, είχε και αγελάδες και πήγαινε στην πόλη να πουλήσει το γάλα, ακόμη και ένα καπίκι είναι αναγκαίο για μια μεγάλη οικογένεια! Το καλοκαίρι ασχολιόταν με τον κήπο, το χειμώνα με τον αργαλειό. Έπλεκε κάλτσες για όλη την οικογένεια, που ήταν ζεστές και μαλακές. Μόνη της έξαινε το μαλλί στον αργαλειό, εγώ αυτό δεν μπόρεσα να το μάθω. Θυμάμαι κάθεται δίπλα στη σόμπα και σιγά σιγά γνέθει στον αργαλειό, και σιγομουρμουρίζει κάποια μελαγχολική μελωδία χωρίς λόγια.

Και έτσι πέρασε μια ζωή στη δουλειά και στη φροντίδα του σπιτιού.

Αφού μετακόμισε στο σπίτι μου, στην πόλη, άρχισε να πλέκει κάλτσες για να τις πουλάει και πηγαίναμε μαζί στην αγορά, κανένας στο σπίτι δεν καθόταν χωρίς να κάνει κάτι. Και θα βλέπει κόσμο και θα φέρνει και κανένα καπίκι στο σπίτι. Πρέπει να πω ότι ήταν πάντα οικονόμα. Σκίστηκε το φόρεμα; Θα ράψει μια ποδιά για τον εαυτό της από αυτό ή σακουλάκια για τα δημητριακά.

Στα βαθειά γεράματα, ανακαλούσε στη μνήμη τα χρόνια του πολέμου και φοβόταν την πείνα. Έλεγχε οπωσδήποτε πόσο ψωμί έμεινε και αν είναι αρκετό για αύριο. Αν πέταγες ψωμί ήταν έγκλημα! Τι να πεις, άνθρωπος που έχει ζήσει πείνα μία φορά, ξέρει να εκτιμά το ψωμί.

Πέρασε ο καιρός και δεν μπορούσε πλέον να πηγαίνει στην αγορά, δεν τα κατάφερνε και με τις κάλτσες, άρχισε να τα χάνει, να μην μπορεί να περνάει τις θηλιές. Και τότε βρήκε καινούργια ασχολία, να πλέκει χαλάκια. Συνηθισμένα, στρογγυλά χαλάκια από χοντρό νήμα ή από λωρίδες κουρέλια.

Εκείνο τον καιρό είχα αρχίσει να πηγαίνω στην εκκλησία και της πήρα ένα Ευαγγέλιο, στο μέγεθος μισού τραπεζιού με μεγάλα γράμματα. Πλέον καθόταν συχνά στο τραπέζι και διάβαζε. Και όταν κουραζόταν να διαβάζει, καθόταν και έπλεκε χαλάκια.

Μια μέρα γυρίζω από τη δουλειά και η μαμά μου με πλησιάζει και μου λέει:

«Κορούλα μου, έπλεξα χαλάκια. Μήπως θα μπορούσες να τα πουλήσεις σε κάποιους; Tώρα είναι δύσκολοι καιροί, τουλάχιστον να έχεις χρήματα για ψωμί»

«Σε ποιον να τα πουλήσω, μαμά;»

«Μπορείς να προτείνεις σε κάποιους στη δουλειά»

Κατάλαβα ότι δεν είχα άλλη επιλογή από το να τα πουλήσω, αλλιώς θα θιγόταν και δε θα μιλούσε για μέρες. Ήταν πολύ βαρύ για μένα όταν δε μιλούσε. Πήρα τα χαλιά, τα έκρυψα στη ντουλάπα και της έδωσα από το μισθό μου τα λεφτά.

Αλλά η μαμά υπολόγισε την αξία του χαλιού:

«Κόρη μου, είναι πολύ λίγα…»

«Τι να σου πω, μαμά;» απαντώ ενοχλημένη «δεν μου είπες κάποια τιμή, εμένα λοιπόν τόσα μού έδωσαν, τόσα σου δίνω»

«Εντάξει, εντάξει. Τα αγόρασαν, και αυτό είναι καλό…» συμφώνησε.

Και κάπως έτσι αρχίσαμε να στήνουμε την «επιχείρησή μας». Της αγοράζω κλωστή με εκατόν πενήντα ρούβλια, εκείνη πλέκει το χαλί και έπειτα εγώ το «πουλάω» για εκατό ρούβλια. Και εκείνη έχει να ασχολείται και εγώ έχω το κεφάλι μου ήσυχο.

Πέρασε ο καιρός…

Και κάποια μέρα, η μαμά μου έκανε «επιθεώρηση» στη ντουλάπα και βρήκε τα κρυμμένα χαλάκια! Η καρδιά μου πάγωσε… Τώρα ξέρει ότι την εξαπάτησα. Τι να της πω; Πώς να δικαιολογηθώ; Βοήθα με, Θεέ μου!

«Κόρη μου, κοίτα! Βρήκα αυτά τα χαλάκια. Μάλλον είναι παλιά. Είναι πολλά, πούλα και αυτά!» αναφώνησε χαρούμενα.

Δόξα τω Θεώ, δεν το κατάλαβε! Έπρεπε να «πουλήσω» αυτά τα χαλάκια ξανά. Μόνο που μετά την «πώληση» δε τα άφηνα πλέον στο σπίτι, τα έστελνα στην κόρη μου να τα φυλάξει.

Ύστερα από λίγο καιρό, αρρώστησα σοβαρά από βρογχίτιδα.

Έχουν περάσει δύο βδομάδες που είμαι άρρωστη. Είναι πρωί. Στο δωμάτιό μου. Είμαι ξαπλωμένη, έχω δύσπνοια, έχω πυρετό από το πρωί. Τι να κάνω πια, δεν μπορώ να καταλάβω, έκανα όλες τις ενέσεις που έπρεπε αυτές τις δύο βδομάδες και βελτίωση δεν είδα. Με λίγα λόγια, η κατάσταση είναι θλιβερή…

Ανοίγει σιγά σιγά η πόρτα και μπαίνει η μαμά μου. Στέκεται στην πόρτα σιωπηλή. Και δυσκολεύομαι να μιλήσω. Πρώτη λύνει τη σιωπή η μαμά.

«Κορούλα μου, είσαι άρρωστη;»

«Ναι, μαμά.» Και εκείνη την ώρα έλεγα μέσα μου: “Σε παρακαλώ, μαμά, μη με αγγίζεις, δεν έχω καθόλου δυνάμεις τώρα”.

«Κόρη μου, αγοράζεις πολλά φάρμακα μάλλον, ε;» συνεχίζει η μαμά.

«Ναι, μαμά, πολλά» προφέρω πάλι απέξω, και από μέσα μου: “Mανούλα, σε παρακαλώ, μη με αγγίζεις, δεν έχω δύναμη!”

«Θα φεύγουν πολλά λεφτά για τα φάρμακα, μάλλον, ε;»

«Ναι, μαμά, πολλά» συμφωνώ μαζί της.

«Ναι, και εγώ σκέφτομαι ότι δίνεις πολλά. Κορούλα μου, εδώ μάζεψα τα χρήματα για τα χαλάκια, που πούλησες. Να, πάρε τα χρήματα για να αγοράσεις τα φάρμακα.»

«Μετά το θάνατο της μαμάς, μοιράσαμε όλα τα χαλάκια στη μνήμη της. Και μέχρι σήμερα οι γιαγιούλες στο ναό τη μνημονεύουν με καλά λόγια»

Τα άφησε στο κομοδίνο και έφυγε. Και εγώ κλαίω και γελάω μαζί. Κλαίω από ντροπή και γελάω από χαρά. Ποιος άλλος θα μας αγαπήσει τόσο όσο η μαμά μας!

Μετά το θάνατο της μαμάς μοιράσαμε όλα τα χαλάκια στη μνήμη της. Ήταν πολλά. Και μέχρι σήμερα οι γιαγιούλες στο ναό με ευχαριστούν και μνημονεύουν με καλά λόγια τη δούλη του Θεού Ανθούσα.

Μνημονεύστε τη και εσείς στις προσευχές σας!

Σχόλια
Μπορείτε να αφήσετε το σχόλιό σας παρακάτω (μέχρι 700 σύμβολα). Όλα τα σχόλια θα διαβαστούν από τους συντάκτες του Ορθοδοξία. Συνδεθείτε μέσω (κοινωνικών δικτύων) ή πληκτρολογήστε τα στοιχεία σας.
Enter through FaceBook
Το όνομα σας:
Το e-mail σας:
Πληκτρολογήστε τον αριθμό στην εικόνα:

Characters remaining: 4000

×