Ήταν μια συνηθισμένη εργάσιμη μέρα. Οι άνθρωποι έμπαιναν στο εκκλησάκι, προσεύχονταν, αγόραζαν κάτι, έβγαιναν και έμπαιναν άλλοι. Μερικές φορές με αυτοματισμό σαν μηχανή επαναλάμβανα τις ίδιες συμβουλές, τους έλεγα τις τιμές, έκανα συναλλαγές, συμβούλευα πού, από ποιόν και πώς να ζητάνε, πού και πώς να ανάβουν κεριά και κάπως έτσι συνεχιζόταν η μέρα, ώσπου συνάντησα μια ενδιαφέρουσα περίπτωση. Παρουσιάστηκε μια ευχάριστη νεαρή γυναίκα. Πλησίασε στον πάγκο και, προφανώς, μη ξέροντας πώς να ρωτήσει, για κάποια στιγμή κοντοστάθηκε και μετά είπε:
– Έχω τον άντρα μου στην εντατική. Σε βαριά κατάσταση. Οι γιατροί δε δίνουν ελπίδες…
– Τι συνέβη;
– Πάθαμε ατύχημα με μηχανάκι. Φαντάζεστε, εγώ δεν έχω ούτε γρατσουνιά και ο άντρας μου είναι με το ένα πόδι στον άλλον κόσμο. Ακόμα και οι γιατροί δε με πίστεψαν που ήμουν κι εγώ μαζί του στο ατύχημα. Με εξέταζαν από δω με εξέταζαν από κει, ήλεγξαν ακόμα και το κεφάλι, μήπως έχω τραυματική αναισθησία, αλλά τελικά δε βρήκαν τίποτα. Και αυτός χωρίς τις αισθήσεις του, με κακώσεις σε όλο του το σώμα και οι γιατροί λένε ότι δεν υπάρχει ελπίδα.
– Άρα, ο Κύριος για κάποιο λόγο σας ελέησε. Μήπως, για να ξεκινήσετε πνευματική εργασία. Έχετε παιδιά;
– Βεβαίως.
– Εκτρώσεις;
– Δυστυχώς. Είχα κάνει.
– Έχετε εξομολογηθεί έστω μια φορά;
– Ναι, αλλά δεν είχα αναφέρει τις εκτρώσεις. Όμως, μια κάποια δύναμη με ώθησε στο να τηλεφωνήσω σε όλους και να ζητήσω από όλους συγχώρεση. Οι συγγενείς μας δοκίμασαν μεγάλη έκπληξη. Λες και εγώ ήμουν στην εντατική στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου. Και κάτι άλλο. Το πρωί, όταν είχα ξυπνήσει, άκουσα κάπου μέσα μου τα εξής λόγια: «Να προσέχεις τα παιδιά σου».
Το πρωί, όταν είχα ξυπνήσει, άκουσα κάπου μέσα μου τα εξής λόγια: «Να προσέχεις τα παιδιά σου»
– Σωστά. Σας «έχουν γράψει παραπεμπτικό» για ναό. Χωρίς τον Θεό ούτε τον άντρα σας μπορείτε να βγάλετε από αυτήν τη κατάσταση, ούτε τα παιδιά σας να βοηθήσετε. Τώρα πάρτε χαρτί, στυλό και γράψτε πόσα μωρά έχετε σκοτώσει και τρέξτε στην πλησιέστερη εκκλησία για εξομολόγηση. Τρέξτε, με ακούτε; Τρέξτε, μη το αναβάλετε ούτε μια μέρα. Να πείτε στον παππούλη όλες τις αμαρτίες σας, χωρίς να κρύψετε τίποτα. Και θα περιμένουμε το έλεος του Θεού.
– Εντάξει. Θα τα κάνω όλα.
Η γυναίκα υποσχέθηκε ότι θα ερχόταν ξανά και πήρε το τηλέφωνό μου. Το επόμενο πρωί ήταν μπροστά μου.
– Τα έκανα όλα. Εκεί, δίπλα στην εκκλησία στην όχθη του ποταμού Αγκαρά, κάθισα σε παγκάκι και έγραψα την εξομολόγησή μου. Και μετά πήγα αμέσως για εσπερινή ακολουθία στην εκκλησία στον παππούλη για εξομολόγηση. Το πρωί παίρνω τηλέφωνο στην εντατική και με ενημερώνουν ότι η κατάσταση του άντρα μου καλυτέρεψε. Και αυτό συνέβη ακριβώς μετά την εξομολόγησή μου.
Να είμαι ειλικρινής, έστειλα αυτή τη γυναίκα στην εξομολόγηση κατά συνήθεια, επειδή ξέρω ότι οι ανεξομολόγητες δολοφονίες των παιδιών καταστρέφουν ό, τι μπορεί να καταστραφεί στη ζωή της μητέρας, του συζύγου και των παιδιών που γεννήθηκαν. Όμως, το ότι ανάμεσα στην μετάνοια της γυναίκας και της ζωής του άντρα της υπάρχει μια τέτοια σχέση, ήταν για μένα έκπληξη. Έχω πει πολλές φορές ότι η δουλειά στο εκκλησάκι όχι μόνο μου δίνει καινούργιες γνώσεις και εμπειρία, αλλά και με εκπλήσσει αφάνταστα. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα πόσο πολύ είμαστε συνδεδεμένοι ενώπιον του Θεού με μια μυστική σύνδεση, μέσω της οποίας ο Κύριος μας σώζει. Χάρη στην αγάπη του ενός προς τον άλλον. Και είναι ακριβώς η αγάπη, ο φόβος να χάσουμε τον αγαπημένο μας άνθρωπο που μάς ωθεί σε πράξεις, καμιά φορά και σε θυσίες, για να σωθούν οι δικοί μας άνθρωποι.
Με τη Λιουμπόβ, πλέον, αρχίσαμε να μιλάμε στο ενικό και είχαμε αρκετά συχνή επικοινωνία και στο τηλέφωνο και στο εκκλησάκι. Αυτή περιφερόταν μεταξύ του περιφερειακού νοσοκομείου του Ιρκούτσκ και της μικρής απομακρυσμένης πόλης όπου ζούσε. Παρά την απασχόληση, έχει επισκεφτεί την ενορία μας και τον πατέρα Κ. για να εξομολογηθεί και να ζητήσει προσευχές. Και όταν άκουσα την ιστορία της ζωής τους, δε με εξέπληξαν τα γεγονότα που ακολούθησαν. Την εποχή της ζωηρής νιότης του ο σύζυγός της έκανε κατάχρηση αλκοόλ, όπως και πολλοί νεαροί αναβάτες. Έφτασε στο σημείο να αναγκαστεί να υποβληθεί σε ύπνωση. Μέχρι σήμερα είναι λίγοι εκείνοι που καταλαβαίνουν τι συνέπειες έχει αυτή η μέθοδος της ύπνωσης που ασκεί βίαιη επίδραση στον εγκέφαλο.
Τελικά, ο άντρας έκοψε το μεθύσι, αλλά οι συνεχείς ψυχολογικές κρίσεις και φοβίες τον ανάγκασαν να απευθυνθεί σε ψυχίατρο, ο οποίος δεν μπόρεσε να βοηθήσει. Όλο αυτό διαρκούσε περίπου δέκα χρόνια, ώσπου έγινε αυτό το τρομερό δυστύχημα με τη μηχανή. Όταν μπήκε στην εντατική, εξαιτίας πολλών φαρμάκων, εμφάνισε τρομερές κρίσεις βίας και οι γιατροί αποφάσισαν να μεταφέρουν τον ασυγκράτητο ασθενή σε ψυχιατρείο. Και αυτό σήμαινε το τέλος. Η γυναίκα δεν ήξερε τι να κάνει. Εγώ, όταν έμαθα ότι η επιτροπή ορίστηκε για τη Δευτέρα, επειγόντως τηλεφώνησα στον εφημέριό μας, τον πατέρα Κ., εν συντομία του μετέφερα το ιστορικό του νεαρού άντρα, του ζήτησα προσευχές και έστειλα τη γυναίκα για να συζητήσει με τον παππούλη.
Ήρθε η μέρα που θα εξεταζόταν ο ασθενής για το ενδεχόμενο του ακαταλόγιστου και η επιτροπή αποτελούμενη από τρείς ψυχιάτρους αποφάσισε: «Ο ασθενής έχει πλήρη επίγνωση των πράξεών του, δεν έχει ανάγκη από ψυχιατρική βοήθεια σε ειδικό νοσοκομείο».
Χαρήκαμε πολύ! Τον άντρα της τον μετέφεραν σε νοσοκομείο στον τόπο διαμονής. Η ευτυχισμένη γυναίκα, έχοντας πάρει συμβουλές και βιβλία, οπλισμένη με τη βοήθεια του Θεού και τις προσευχές του παππούλη, πήγε σπίτι. Το μόνο που έσπευσα να κάνω, ενθυμούμενη και τη δική μου πρώτη περίοδο στην Εκκλησία, όταν μας φαίνεται ότι μπορούμε να κάνουμε τα πάντα για τους δικούς μας, της έγραψα στο μήνυμα: «Δεν γίνονται όλα αμέσως. Μην τον πιέζεις, το σημαντικότερο είναι εσύ η ίδια να μην αποκόβεσαι από την Εκκλησία και τον Θεό και όλα θα πάνε καλά. Όχι αμέσως, όχι σύντομα, αλλά θα έρθει. Μόνο να οπλιστείς με υπομονή».
Στην αρχή ανταλλάσσαμε μηνύματα και η Λιουμπόβ συχνά παραπονιόταν για την αδιαφορία του συζύγου της μπροστά στο θαύμα της ανάστασής του. Της υπενθύμιζα υπομονή, κάτι που εγώ η ίδια δεν είχα ποτέ, και της έστελνα ωφέλιμες ιστοσελίδες, άρθρα και κηρύγματα. Με ευχαριστούσε, τρεφόταν με το σοφό λόγο των πατέρων της Εκκλησίας και κρατιόταν, όσο μπορούσε. Και μετά εξαφανίστηκε. Πέρασε ένας χρόνος. Όταν θυμήθηκα την περίπτωσή της, αποφάσισα να το καταγράψω, ώστε τα τελευταία γεγονότα να μην εξαφανιστούν από τη μνήμη μου. Της έγραψα μήνυμα και την ρώτησα τι κάνει. Αυτή απάντησε και χάρηκε πολύ που της έγραψα. Όταν της είχαν κάνει επισκευή στο κινητό της, είχαν σβήσει όλες τις επαφές και δεν μπορούσε να με βρει. Στη συνέχεια με τηλεφώνησε για να μου πει τα εξής:
– Μας πήρε πολύ χρόνο η αποκατάσταση μετά την εγχείρηση και μετά από όλα αυτά που περάσαμε. Όμως, παρόλα αυτά, ευχαριστούμε τον Κύριο που μας άνοιξε τα μάτια. Ήταν σημαντική στιγμή. Δε θα είμαστε όπως πριν. Ναι, όπως είπες, δε γίνονται όλα αμέσως. Αυτό είναι σίγουρο. Τους πρώτους μήνες λες και χτυπούσα το κεφάλι μου στον τοίχο. Ο άντρας μου δεν καταλάβαινε τι του λέω. Δεν μπορούσε να με καταλάβει. Απογοητεύτηκα και σχεδόν παραιτήθηκα. Ήταν πολύ δύσκολο. Όμως, κάποια στιγμή άρχισα να παρατηρώ ότι στο αυτοκίνητο ακούει μόνο το ράδιο «Βέρα» (Ελλ: «Πίστη» - ΣτΜ). Όταν το πρωί πηγαίνει στη δουλειά και το βράδυ, όταν επιστρέφει. Μια φορά, όταν επέστρεψε από τη δουλειά, μου έβαλε βίντεο με κήρυγμα του πρωθιερέα Ανδρέα Τκατσιόβ και μου είπε ότι πρέπει οπωσδήποτε να τον ακούσω! Ήμουν συγκλονισμένη! Άρα, οι σπόροι μου φύτρωσαν!
– Του Θεού, Λιουμπόβ, οι σπόροι ήταν του Θεού. Η δική σου δουλειά ήταν να σπείρεις.
– Ναι, βεβαίως! Οι σπόροι του Θεού φύτρωσαν! Φαινόταν, όμως, ότι είχαν χαθεί… Και αυτό είναι πραγματικό θαύμα! Νομίζω πως είμαστε καθ’ οδόν. Κοιτάξαμε ξανά όλη τη ζωή μας από την αρχή. Αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον. Τώρα μπορούμε να συζητάμε πολλή ώρα για διάφορα θρησκευτικά ζητήματα με βάση αυτά που διαβάσαμε, που είδαμε ή που έχουμε σκεφτεί.
– Δόξα τω Θεώ!
– Σημείωσα τον αριθμό σου σε σημειωματάριο για να μην το χάσω ξανά.
Αποχαιρετιστήκαμε. Και αμέσως μετά μου έστειλε τη φωτογραφία του άντρα της. Γερού, στα πόδια του. Ζωντανού και υγιούς. Τη φωτογραφία την είχε τραβήξει τη στιγμή που ο πατήρ Μάρκος τελούσε αγιασμό νέων μηχανών για κατοίκους της πόλης Ιρκούτσκ.
Δε χάθηκαν οι προσευχές του παππούλη μας και οι καρποί της μετανοίας της γυναίκας του ετοιμοθάνατου. Οι γιατροί, όμως, δεν είχαν αφήσει ελπίδα θεραπείας.