Ο Πρωθιερέας Μιχαήλ Γκουντιάεβ. Το τελευταίο Πάσχα, το 1974
Ο δεύτερος μεταπολεμικός χρόνος, το 1947, πλησίαζε στο τέλος του. Ο πόλεμος είχε τελειώσει, αλλά η πολεμική βιομηχανία συνέχιζε να λειτουργεί με την ίδια ένταση. Το μέλλον, μετά την ομιλία του Τσόρτσιλ στο Φούλτον, με τις απειλές προς την ΕΣΣΔ, δεν υποσχόταν κάτι αισιόδοξο. Άρχιζε ο ψυχρός πόλεμος, ο οποίος ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να μετατραπεί σε καυτό πόλεμο. Στο εργοστάσιο Μπαλτίϊσκιϊ εσπευσμένα κτίζονταν πολεμικά πλοία και επισκευάζονταν παλαιά γιατί όπως λένε «αν θέλεις την ειρήνη, ετοιμάσου για πόλεμο».
Η διαλυμένη χώρα δεν είχε τις δυνάμεις να προμηθεύει έγκαιρα την πολεμική βιομηχανία με την απαραίτητη ύλη. Οι προμηθευτές δεν προλάβαιναν να στέλνουν στο εργοστάσιο τα απαραίτητα ανταλλακτικά και υλικά, γι΄αυτό, το ετήσιο πλάνο ήταν έτοιμο να καταρρεύσει. Η γιαγιά μου, η Ταμάρα Βασίλιεβνα Μπακάνοβα, δούλευε ως μηχανικός οικονομολόγος στο Τμήμα κατασκευής λεβήτων του εργοστασίου Μπαλτίϊσκιϊ. Καταλάβαινε πολύ καλά ότι το Τμήμα τους δε θα καταφέρει να πετύχει το ετήσιο πλάνο παραγωγής. Οπότε, το πιο σημαντικό τώρα ήταν να δώσει εξηγήσεις για τις αιτίες της μη υλοποίησής του.
Και ξαφνικά, αρχές Δεκεμβρίου, την καλεί στο γραφείο του ο προϊστάμενός της και της λέει:
– Ταμάρα Βασίλιεβνα, όπως γνωρίζετε, το Τμήμα μας ξεπερνάει το πλάνο. Σας παρακαλώ, να συμπληρώσετε στις εκθέσεις τους αντίστοιχους αριθμούς. Με καταλαβαίνετε;
Η γιαγιά τα έχασε:
– Νικολάϊ Ιβάνοβιτς, δεν το ξέρετε ότι δεν ευθυνόμαστε που δεν υλοποιούμε το πλάνο; Σε τι με σπρώχνετε; Αφού είναι δικαστικά κολάσιμη πράξη.
Και ο προϊστάμενος της απαντάει:
– Με τις αρχές που έχετε θα αφήσετε τους ανθρώπους χωρίς μπόνους. Λοιπόν, όπως νομίζετε… Αν δε θέλετε να τα γράψετε, ψάξτε άλλη δουλειά.
Η γιαγιά βγήκε από το γραφείο του προϊσταμένου σε πλήρη σύγχυση. Αυτός της είχε προτείνει πραγματική πλαστογραφία, για την οποία εκείνη τη σκληρή εποχή θα μπορούσε εύκολα να οδηγηθεί στη φυλακή. Η φιλαλήθης ψυχή της εναντιώνονταν σε τέτοια ψέματα. Από την άλλη, ο προϊστάμενος του Τμήματος είχε πολλές δυνατότητες για να της στερήσει τη δουλειά. Στο εργοστάσιο η Ταμάρα Βασίλιεβνα εργαζόταν από τα μέσα της δεκαετίας του 1920, την στεναχωρούσε το ενδεχόμενο να φύγει από κει. Πού να βρει παρόμοια δουλειά στο διαλυμένο από τον πόλεμο Λένινγκραντ; Έχει δύο παιδιά να μεγαλώσει. Αλλά και δεν ήθελε να στερήσει τα μπόνους από τους ανθρώπους...
Η γιαγιά ήταν άνθρωπος πύρινης πίστης. Δεν έκρυβε την πίστη της. Για όλες τις μεγάλες γιορτές έπαιρνε άδεια από τη δουλειά της. Την επόμενη μέρα, Πέμπτη, πήγε στην εκκλησία, στο νεκροταφείο Σμολένσκοε. Ήταν μεγάλη γιορτή, 4 Δεκεμβρίου, τα Εισόδια της Υπεραγίας Θεοτόκου. Η λειτουργία κρατούσε πολλή ώρα και γινόταν με μεγαλοπρέπεια. Η χορωδία έψελνε πολύ όμορφα, οι προσευχητικές εκφωνήσεις του διακόνου και του ιερέα ηχούσαν πανηγυρικά. Μετά την ακολουθία, ο πατήρ Μιχαήλ Γκουντιάεβ, νέος ιερέας τότε, έκανε κήρυγμα. Συνήθως, τα κηρύγματα διαβάζονταν από τετράδιο, σύμφωνα με τον προεπαναστατικό κανόνα που απαιτούσε από ποιμένες προετοιμασία για την εκφώνηση λόγου. Στις νέες συνθήκες αυτή η παράδοση έγινε εξαιρετικά χρήσιμη. Πολύ εύκολα μπορούσε ένας ιερέας να αποδείξει ενώπιον του αρμόδιου για θρησκευτικές υποθέσεις ότι δεν έλεγε κάτι το ανατρεπτικό στο κήρυγμα και ότι το προφορικό κείμενο αντιστοιχούσε πλήρως στο γραπτό.
Αρχικά, ο πατήρ Μιχαήλ δεν έβγαινε από το προαπαιτούμενο πλαίσιο. Κρατώντας το κείμενο μπροστά του στο αναλόγιο, με εκφράσεις γραπτού λόγου μίλησε για την γιορτή, για τους Αγίους και Δικαίους Προπάτορες Ιωακείμ και Άννα, για τα δώδεκα σκαλοπάτια, τα οποία ανέβηκε η Παρθένος Μαρία. Και ξαφνικά ο πατήρ Μιχαήλ μεταμορφώθηκε. Έβαλε στην άκρη το χαρτί και χωρίς καμιά σύνδεση με τα προηγούμενα είπε τα εξής:
Ξαφνικά ο πατήρ Μιχαήλ μεταμορφώθηκε και είπε: «Μην φοβάστε να πράττετε κατά συνείδηση. Ο Κύριος θα σας προστατέψει!»
– Πάντοτε να πράττετε κατά συνείδηση. Η συνείδηση είναι η φωνή του Θεού, είναι εκείνη η σπίθα, την οποία ο Κύριος φύτεψε στην καρδιά μας. Να φοβάστε τους στραβούς και άδικους δρόμους και να μην φοβάστε να πράττετε κατά συνείδηση. Ο Κύριος πάντα θα σας προστατεύει, αν ακολουθείτε τη φωνή Του.
Την Ταμάρα Βασίλιεβνα τότε την συγκλόνισε η σκέψη: ότι δια μέσου του πατρός Μιχαήλ ο ίδιος ο Κύριος της απάντησε σε όλες τις απορίες και τις αμφιβολίες που είχε. Όταν πλησίασε στο σταυρό, ρώτησε σιγανά τον πατέρα Μιχαήλ:
– Παππούλη, πώς ο Κύριος σας φώτισε να μιλήσετε για αυτό;
Ο παππούλης αμέσως τα κατάλαβε όλα και το ίδιο σιγανά της απάντησε:
– Ούτε εγώ ξέρω πώς ο Κύριος με έσπρωξε να πω αυτά τα λόγια. Αλλά δεν μπορούσα να μην τα πω.
Όταν την επόμενη μέρα η γιαγιά πήγαινε στο εργοστάσιο, αποφάσισε να υπερασπίζεται την αλήθεια μέχρι τέλους, ακόμα και αν της στοιχίσει την απόλυσή της από τη δουλειά. Όμως, όταν έφτασε, με έκπληξη και χαρά έμαθε ότι από τη Μόσχα είχε έρθει μια ελεγκτική επιτροπή. Σε μια τέτοια περίπτωση, τους προϊσταμένους σίγουρα δεν μπορούσαν να τους απασχολούν τα παραποιημένα στοιχεία. Σύντομα, την κάλεσαν και αυτήν στην επιτροπή. Με τα δεδομένα και τα στοιχεία στα χέρια της η Ταμάρα Βασίλεβνα απέδειξε με επιχειρήματα ότι η διοίκηση και οι εργαζόμενοι του εργοστασίου Μπαλτίϊσκιϊ δεν ευθύνονται για τη μη επίτευξη των στόχων του πλάνου παραγωγής. Τελικά, όλα τελείωσαν αισίως. Βεβαίως, δεν τους έδωσαν τα μπόνους, αλλά ούτε και τιμώρησαν κανένα. Από τότε και ύστερα, ο προϊστάμενός της ποτέ δεν πρότεινε στην Ταμάρα Βασίλιεβνα κάτι παρόμοιο.
Για όλη την υπόλοιπη ζωή (και η γιαγιά έζησε μετά από τότε για 36 χρόνια ακόμα) κράτησε στη μνήμη της τα εμπνευσμένα λόγια του πατέρα Μιχαήλ: «Να πράττετε κατά συνείδηση. Και ο Κύριος θα σας προστατέψει».