Ο Άγιος Λουκάς με την οικογένειά του
Στο έργο του συγγραφέα Μπορίς Λαβρενιόβ «Θα ζήσουμε!» υπάρχει η εξής σκέψη: «Η ιατρική είναι ένα από τα βασικά όπλα κατά της θρησκείας. Η ιατρική είναι ένα στιλέτο στη θρησκεία». Η πολύχρονη σοβιετική προπαγάνδα, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του δράματος, προσπαθούσε να πείσει τον λαό ότι η επιστήμη και η θρησκεία είναι ασυμβίβαστες και, επιπλέον, μπορούν να συνυπάρχουν μόνο όταν πολεμούν συνέχεια μεταξύ τους. Τότε πώς μπορεί αυτός ο ισχυρισμός να συμβιβαστεί με τον Άγιο Αρχιεπίσκοπο Λουκά (Βόινο-Γιασενέτσκι); Καθηγητής ιατρικής κι Επίσκοπος, που συνελήφθη κι εξορίστηκε πολλές φορές, διδάκτωρ Θεολογίας, συγγραφέας 10 τόμων κηρυγμάτων και 55 επιστημονικών έργων για τη χειρουργεία και την ανατομία, ζωγράφος και αγιογράφος, κήρυκας της αλήθειας του Χριστού, ατρόμητος ρήτορας, προστάτης της Εκκλησίας και κάτοχος του βραβείου Στάλιν 1ου βαθμού για τη μονογραφία του «Δοκίμια για τη Χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων», αυτό είναι μόνο ένα μέρος του πορτραίτου του Αγίου Λουκά της Κριμαίας.
Προκάλεσε θαυμασμό στους σύγχρονούς του, με το γεγονός ότι συνδύασε τη διακονία του στον Θεό με τη Χειρουργική
Προκάλεσε θαυμασμό στους σύγχρονούς του, με το γεγονός ότι συνδύασε τη διακονία του στον Θεό με τη Χειρουργική: Πριν ξεκινήσει κάθε επέμβαση, ο μέλλων Αρχιεπίσκοπος έκανε τον σταυρό του και προσευχόταν συγκεντρωμένα μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, που κρεμόταν στο νοσοκομείο για πολλά χρονιά. Και οι επεμβάσεις, που έκανε ο Άγιος Λουκάς, πραγματοποιούνταν υπό την ευλογία του Θεού, οι τυφλοί άρχιζαν να βλέπουν και οι έχοντες βαριές ασθένειες στέκονταν στα πόδια τους. Ο Μαρκ Ποπόβσκι, στο βιβλίο του «Η ζωή και ο βίος του Βόινο-Γιασενέτσκι, Αρχιεπισκόπου και χειρουργού», γράφει το εξής:
«Παρ’ όλο που οι σύγχρονοί του ήταν σοκαρισμένοι με το ράσο, που φορούσε ο χειρουργός, ακόμη περισσότερη έκπληξη τους προκαλούσε ο ακλόνητος χαρακτήρας του επισκόπου. Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, εξαναγκασμένη επί αιώνες από τις αρχές σε κομφορμισμό και συμβιβασμό, δημιούργησε έναν τύπο ανθρώπου κρυφού και διπλωματικού, που ν’ αποφεύγει να διακηρύξει ανοιχτά τις αρχές του. Και ξαφνικά εδώ εμφανίστηκε ένας επίσκοπος με ταπεραμέντο του πρωτόπαπα Αββακούμ, ένας διακεκριμένος ρήτορας, που φόρεσε τον σταυρό την εποχή, που οι άλλοι φοβούμενοι έβγαζαν από πάνω τους όλα τα σύμβολα της Εκκλησίας. Ο ιερεύς που βάζει την Κρίση του Θεού πάνω από την κρίση των αρχών».
Όσοι έχουν τολμηρό πνεύμα, πάντα προσελκύουν ανθρώπους! Με το παράδειγμα της δικής του ζωής, ο Άγιος Λουκάς βοήθησε πολλούς να στερεώσουν την πίστη τους και να μη λυγίσουν στις δύσκολες δοκιμασίες. Όμως, η διήγηση για τη ζωή του Αγίου Λουκά δεν θα είναι πλήρης, χωρίς την αναφορά στην οικογένειά του, στους ανθρώπους που επίσης αναγκάστηκαν να σηκώσουν έναν δύσκολο σταυρό, ο καθένας τον δικό του.
«Ένας καλοκάγαθος Άγγελος»
Άννα Βασίλιεβνα Λανσκάγια, αδελφή ελεημοσύνης Η Άννα Βασίλιεβνα, με πατρικό επίθετο Λανσκάγια, προσελκούσε την προσοχή όχι μόνο με την εξωτερική της ομορφιά, αλλά και με το γαλήνιο φως της ψυχής της, με μια απερίγραπτη καλοσύνη. Στο νοσοκομείο, όπου δούλευε η Λανσκάγια, την αποκαλούσαν «αγία αδελφή» και «καλοκάγαθο Άγγελο». Όταν η Άννα έγινε μέλος της Κοινότητας Μαρία Φιόντοροβνα[1] στο Κίεβο για έργα ελεημοσύνης, πήρε όρκο αγαμίας, τον οποίο παρέβη, ερωτευόμενη τον νέο γιατρό Βαλεντίν Φέλιξοβιτς Βόινο-Γιασενέτσκι. Παντρεύτηκαν με εκκλησιαστικό γάμο στην εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Τσιτά και στη συνέχεια ζούσαν μια σεμνή ζωή, τηρώντας τις χριστιανικές παραδόσεις. Τα πρώτα χρόνια η Άννα Βασίλιεβνα βοηθούσε τον άνδρα της, συμπληρώνοντας τα έγγραφα των ασθενών, και αργότερα κουβαλούσε αγόγγυστα τον βαρύ σταυρό μιας επιμελούς γυναίκας και μητέρας τεσσάρων παιδιών. Ο Βαλεντίν Φέλιξοβιτς, αγαπώντας τη σύζυγό του με όλη του την καρδιά, στεναχωριόταν μόνο για ένα πράγμα: Κατηγορούσε τον εαυτό του ότι άθελά του έγινε η αιτία της παράβασης του όρκου αγαμίας, που πήρε η Άννα. Το περιέγραφε ως εξής:
«Όταν η Άννα παντρεύτηκε μαζί μου, παρέβη αυτόν τον όρκο και τη νύχτα της παραμονής του γάμου μας προσευχόταν στην εκκλησία, που χτίστηκε από τους Δεκεμβριστές, μπροστά στην εικόνα του Σωτήρα και ξαφνικά τής φάνηκε ότι ο Χριστός απέστρεψε το πρόσωπό Του από αυτήν και η Μορφή Του εξαφανίστηκε από την εικονοθήκη. Αυτό ήταν προφανώς μια υπενθύμιση για τον όρκο της και ο Κύριος την τιμώρησε για την παράβαση του όρκου με την υπερβολική και ανυπόφορη ζήλια της».
Η κόρη τους θυμήθηκε το εξής:
«Ο μπαμπάς υπέφερε πολύ από αυτήν τη ζήλια και μου φαίνεται ότι η καημένη η μαμά τον ζήλευε άνευ λόγου, γιατί ο μπαμπάς ήταν πολύ αυστηρός με τον εαυτό του και αγαπούσε πολύ τη μαμά».
Η Άννα Βασίλιεβνα, όσο μπορούσε, πάλευε με τον πειρασμό της και συζητούσε πολλά πνευματικά ερωτήματα με την ηγουμένη της Μονής του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτη και πάντοτε υπάκουε τις σοφές συμβουλές της. Η Τσιτά, το Σιμπίρσκ, το Αρντάτοβ, τα τοπικά νοσοκομεία των περιφερείων του Κουρσκ και του Οριόλ, αυτά είναι μερικά μέρη της υπηρεσίας του γιατρού Βόινο-Γιασενέτσκι. Και πάντοτε τον ακολουθούσε η γυναίκα του, που υπέφερε με γενναιότητα όλες τις δυσκολίες. Εκείνη επαναλάμβανε συχνά: «Όσα συμβαίνουν στη ζωή είναι το θέλημα του Θεού». Ακριβώς μέσ’ από το Ευαγγέλιο αυτή η γυναίκα θα αντλεί δύναμη και γενναιότητα ν’ αντιμετωπίσει την τελευταία δοκιμασία της, τη φυματίωση. Η Άννα Βασίλιεβνα πέθανε γρήγορα από αυτήν την αρρώστια. Για τα γεγονότα, που ακολούθησαν μετά τον θάνατο της συζύγου του, ο Άγιος Λουκάς έγραψε στο βιβλίο του «Ταξιδεύοντας μέσα στον πόνο» το εξής:
«Τις τελευταίες 13 νύχτες καθόμουν δίπλα στο κρεβάτι της ετοιμοθάνατης και τις μέρες δούλευα στο νοσοκομείο. […] Η Άννα πέθανε σε ηλικία 38 ετών. Για δύο νύχτες διάβαζα το Ψαλτήρι πάνω από το φέρετρό της, ευρισκόμενος σε απόλυτη μοναξιά. Γύρω στις 3 τη νύχτα διάβαζα τον Ψαλμό 112, στην αρχή του οποίου λέγεται για τη υποδοχή ενός αρχιερέα στον ναό, και τα τελευταία λόγια του ψαλμού μού προκάλεσαν θαυμασμό και ταραχή, επειδή τα αντιλήφθηκα με απόλυτη σαφήνεια και βεβαιότητα ως τα λόγια του ίδιου του Θεού, που μου απευθύνθηκε: “ Ὁ κατοικίζων στεῖραν ἐν οἴκῳ, μητέρα ἐπὶ τέκνοις εὐφραινομένην”. Ο Κύριος ο Θεός ήξερε πόσο δύσκολος και ακανθώδης δρόμος με περίμενε και αμέσως μετά τον θάνατο της μητέρας των παιδιών μου ο Ίδιος φρόντισε γι’ αυτά και διευκόλυνε τη δύσκολη κατάστασή μου. Για κάποιον λόγο, χωρίς καμία αμφιβολία, δέχτηκα αυτά τα συγκλονιστικά λόγια ως ένδειξη του Θεού προς τη νοσοκόμα, που με βοηθούσε στις χειρουργικές επεμβάσεις, Σοφία Σεργκέγιεβνα, για την οποία ήξερα μόνο ότι είχε χηρεύσει πρόσφατα και ήταν στείρα, δηλαδή άτεκνη, και όλη η γνωριμία μου μαζί της περιοριζόταν μόνο σε επαγγελματικές συζητήσεις, που αφορούσαν στις εγχειρήσεις. Και όμως, τα λόγια “ὁ κατοικίζων στεῖραν ἐν οἴκῳ, μητέρα ἐπὶ τέκνοις εὐφραινομένην” τα δέχτηκα αναμφίβολα ως εντολή του Θεού, να εμπιστευτώ τη φροντίδα των παιδιών μου και την ανατροφή τους σε αυτήν».
Η Άννα Βασίλιεβνα Βόινο-Γιασενέτσκαγια επισκέπτεται την ηγουμένη της μονής του Αγίου Θεοδώρου
Ο δρόμος της ομολογίας και της μαρτυρίας
Το καθήκον του χριστιανού είναι το να μην υποκύπτει σ’ εκείνες τις αιρέσεις και τα σχίσματα, που αναπόφευκτα συμβαίνουν στην Εκκλησία
Τα παιδιά του Αγίου Λουκά θυμούνταν ότι ακριβώς τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής της μητέρας τους, όταν ο πατέρας τους διάβαζε γι’ αυτήν το Ευαγγέλιο φωναχτά -ή μπορεί εκείνες τις δυο νύχτες, όταν διάβαζε το Ψαλτήρι δίπλα στο φέρετρό της- συνέβη η ανατροπή στη συνείδησή του και η πίστη έγινε το νόημα της ζωής του. Στο αποκορύφωμα των διωγμών εναντίον της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, όταν μερικοί ιερείς έβγαζαν τα ράσα τους, φοβισμένοι από τη βίαιη καταπίεση, ο καθηγητής ιατρικής ο Βαλεντίν Φέλιξοβιτς Βόινο-Γιασενέτσκι διάλεξε ανοιχτά τον δρόμο της ομολογίας και της μαρτυρίας. Κάποτε, όταν δούλευε γιατρός στο Περεσλάβλ-Ζαλέσκι, ο Βαλεντίν Φέλιξοβιτς Βόινο-Γιασενέτσκι δεν σκεφτόταν ούτε για την ιεροσύνη ούτε γι’ αρχιερατικό τίτλο, ενώ για τον Θεό ήταν ήδη επίσκοπος. Οι δρόμοι, που προβλέπει ο Θεός για τους ανθρώπους, είναι ανεξιχνίαστοι! Ο Δεσπότης Γέρμαν (Ριασεντσεβ), που βρισκόταν τότε στην εξορία στη Σιβιρία, έγραψε στους φίλους του στη Μόσχα το εξής:
«Θαυμάζω τον δρόμο, μέσω του οποίου ήρθε ο Επίσκοπος Λουκάς προς τον Κύριο. Τέτοιοι άνθρωποι κάνουν ακόμη και “τους τυφλούς” να πάψουν να είναι αδιάφοροι και να πάνε προς συνάντηση του ό,τι περιέχει τη ζωή, το φως και την αληθινή χαρά».
Σοφία Σεργκέγιεβνα Βελέτσκαγια Κατά τη διάρκεια αυτής της δύσκολης περιόδου στη Ρωσία συνέβαινε η διαίρεση του κλήρου. Τους ακλόνητους και τους ισχυρούς στο πνεύμα χριστιανούς, πιστούς στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τον Πατριάρχη Τύχωνα, περίμενε ο Γολγοθάς, ενώ οι μικρόψυχοι βρέθηκαν στην ανακαινιστική εκκλησία, τη λεγόμενη «ζωντανή», μαζί με τους αντιπροσώπους των αθεϊστικών αρχών. Ο Επίσκοπος Λουκάς, ο οποίος μάθαινε το ποίμνιό του να είναι σταθεροί στην πίστη, απαγόρευε κατηγορηματικά στους ορθοδόξους χριστιανούς να πηγαίνουν στους ναούς που είχαν καταληφθεί από τους σχισματικούς της «ζωντανής εκκλησίας», οι οποίοι εισήγαγαν απαράδεκτες για την ορθόδοξη πίστη καινοτομίες στις ακολουθίες και γενικά στην εκκλησιαστική ζωή:
«Το καθήκον του χριστιανού είναι το να μη σκανδαλίζεται και να μην υποκύπτει σ’ εκείνες τις αιρέσεις και τα σχίσματα, που αναπόφευκτα συμβαίνουν στην Εκκλησία, γιατί από την αρχή του κόσμου ο διάβολος συκοφαντεί το πλάσμα του Θεού».
Τα κηρύγματα του επισκόπου Λουκά επηρέασαν ουσιαστικά στους πιστούς: Όλοι οι ναοί στην Τασκένδη, που πέρασαν υπό τη δικαιοδοσία της «Ζωντανής Εκκλησίας», έμεναν άδειοι. Και στη συνέχεια, όντας ήδη Αρχιεπίσκοπος, υπερασπίστηκε το ίδιο ασυμβίβαστα την καθαρότητα της Εκκλησίας, απαγόρευε την υπηρεσία των ιερέων που είχαν απρεπείς συμπεριφορές και τους καθαιρούσε. Η Κρατική Πολιτική Διοίκηση (ΚΠΔ)[2] έβγαλε τα συμπεράσματά της! Κι έτσι, μια νύχτα τον Ιούνιο του 1923, άνθρωποι με μαύρες καπαρντίνες έβαλαν βιαίως τον Επίσκοπο Λουκά μέσα σε ένα αυτοκίνητο της ΚΠΔ, το λεγόμενο και «μαύρο κοράκι». Τον συνέλαβαν με μια παράλογη, αλλά τυπική για εκείνη την περίοδο, υποψία για «αντεπαναστατικές δραστηριότητες». Έτσι ξεκίνησαν 11 χρόνια φυλακών κι εξοριών και τα τέσσερα παιδιά του έμειναν υπό τη φροντίδα της γεμάτης αυταπάρνηση νοσοκόμας, της Σοφίας Σεργκέγιεβνα Βελέτσκαγια, η οποία έγινε δεύτερη μητέρα για τα παιδιά του «εχθρού του λαού».
Τα παιδιά είναι ο σταυρός των γονιών
Ο Δεσπότης Λουκάς με τους γιους του, Βαλεντίν και Αλεξέι «Για τα παιδιά σας θα λογοδοτήσετε στον Θεό», έλεγε ο Άγιος Λουκάς. Τα παιδιά του Αγίου Λουκά, παρ’ότι έτρεφαν βαθύ σεβασμό προς τον αυστηρό πατέρα τους και θαύμαζαν τη δύναμη του μυαλού του και τα επιστημονικά του επιτεύγματα, δεν τον καταλάβαιναν και δεν μπορούσαν να αποδεχτούν τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Ιδιαίτερα επώδυνη ήταν η αντίθεση με τον μεγαλύτερο γιο του Μιχαήλ, ο οποίος απαρνήθηκε τις αθεϊστικές του πεποιθήσεις μόνο τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Οι γιοι του Αγίου Λουκά είχαν δύσκολη ζωή. Έπρεπε να περάσουν δύσκολες στιγμές, για να δοκιμαστεί η «αντοχή» τους, γιατί ήταν παιδιά του «εχθρού του λαού». Υπέστησαν διωγμούς από τις αρχές. Ο Μιχαήλ Βαλεντίνοβιτς Βόινο-Γιασενέτσκι (1907-1993), ο μεγαλύτερος γιος, είχε τις εξής αναμνήσεις:
«Μ’ έδιωξαν από την τεχνική σχολή, όπου μόλις είχα μπει να σπουδάσω. Το 1927 αρνήθηκαν να με δεχτούν στην Ιατρική Ακαδημία της Τασκένδης, αν και ήμουν από τους πρώτους στις εξετάσεις. Μόνο μετά από 2 ή 3 μήνες, που ξεκίνησαν τα μαθήματα, έγινα φοιτητής, πράγμα για το οποίο είμαι ευγνώμων στον Μ. Σλόνιμ[3], για τις προσπάθειες που κατέβαλε. Όμως ύστερα με διέγραψαν δύο φορές, κατά τη διάρκεια των “εκκαθαρίσεων” και μετά με αποκατέστησαν ξανά. Δεν μου έδωσαν τη δυνατότητα να μείνω και να δουλέψω στο Τμήμα Παθολογονατομίας, όπου με προσκάλεσαν, αλλά μ’ έστειλαν στο μακρινό Τατζικιστάν. Ο Αλεξέι είχε παρόμοια ιστορία. Γίναμε ελεύθεροι πολίτες πολύ αργότερα, όταν με τη δουλειά μας αποδείξαμε την αφοσίωση στην Πατρίδα μας. Μάλλον πρέπει να είμαι ευγνώμων για την “εξορία” μου στο Τατζικιστάν. Εκεί επανέλαβα την πορεία του πατέρα μου στην επιστήμη, δουλεύοντας όχι με κάποια θεωρητικά πράγματα, αλλά έχοντας καθημερινή πρακτική. Και δεν είχα ποτέ κάποιους “δασκάλους”».
Η κόρη του Αγίου Λουκά, Γιελένα Βαλεντίνοβνα, με τον άνδρα της
Σήμερα, διαβάζοντας αυτά τα μετρημένα λόγια αναμνήσεων, συνειδητοποιούμε ξεκάθαρα όλη την τραγωδία, που έλαβε χώρα στη ζωή ενός ανθρώπου, που χαρακτηρίστηκε ως «γιος του εχθρού του λαού». Ο Κύριος, όμως, δεν μπορεί να προσβληθεί! Οι άνθρωποι, που έτρεφαν σεβασμό στον διωκόμενο επίσκοπο, προσπαθούσαν να βοηθήσουν τα παιδιά του. Ο Μιχαήλ έγινε γνωστός παθολογοανατόμος και για πολύ καιρό ήταν επικεφαλής του εργαστηρίου του Πανενωσιακού Ινστιτούτου Πειραματικής Ιατρικής στο Λένινγκραντ. Με τη βοήθεια του Θεού, μάλιστα, πορεύτηκε στη ζωή του ο μεσαίος γιος του Αγίου Λουκά, ο Αλεξέι (1909-1985), που έγινε διδάκτορας βιολογίας, επικεφαλής του εργαστηρίου στο Ινστιτούτο Εξελικτικής Φυσιολογίας και Βιοχημείας Ι.Μ. Σέτσενοβ στο Λένινγκραντ (οι έρευνές του χρησιμοποιήθηκαν στην Κοσμοναυτική από τη δεκαετία του 1960). Και ο μικρότερος αδελφός, ο Βαλεντίν, συγγραφέας περισσοτέρων από 100 επιστημονικών άρθρων και βιβλίων, ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ειδικούς οφθαλμολόγους κι επικεφαλής ενός τμήματος στο Ινστιτούτο Νοσημάτων των Οφθαλμών και Ιστοθεραπείας στην Οδησσό. Μάλιστα, ο Βαλεντίν ήταν αυτός που κληρονόμησε από τον πατέρα του τις ζωγραφικές του ικανότητες και μαζί με τον ακαδημαϊκό Β. Π. Φιλάτοβ, που κοινωνούσε από τα χέρια του πατέρα του, ασχολούνταν με τη ζωγραφική και ζωγράφισαν τα πορτραίτα της οικογένειας. Με βάση τα αποσπάσματα των παιδικών αναμνήσεών του, ζωγράφισε και το πορτραίτο της μητέρας τους, της Άννας Βασίλιεβνα. Αυτός φρόντισε και τη Σοφία Σεργκέγιεβνα Βελέτσκαγια εις τας δυσμάς του βίου της, αγαπημένο άνθρωπο για όλη την οικογένεια, η οποία πέθανε στα χέρα του. Η κόρη του Αγίου Λουκά, η Γιελένα (1908-1971), όπως και οι αδελφοί της, αφιέρωσε τη ζωή της στην ιατρική. Δούλεψε όλη της τη ζωή ως γιατρός επιδημιολόγος στην Τασκένδη. Στο τέλος της ζωής του, ο Αρχιεπισκόπος Λουκάς, ο οποίος έσωσε εκατοντάδες ανθρώπους από την τύφλωση, έχασε ο ίδιος την όρασή του και τα παιδιά του, που τον αγαπούσαν πολύ και ξέροντας ότι ο πατέρας τους μοίραζε όλον τον επισκοπικό μισθό του σε όσους είχαν ανάγκη, τον υποστήριξαν. Ο Άγιος Λουκάς της Κριμαίας έμεινε όχι μόνο στις φωτεινές αναμνήσεις των παιδιών και των εγγονών του, αλλά κι έγινε γι’ αυτούς μια σωτήρια πορεία προς τον Θεό, αφού μέσω του πατέρα τα παιδιά προσέγγισαν την πίστη.