Ο Τζουζέπε Μαντσίνι στο νεκροκρέβατο. Ζωγράφος: Σιλβέστρο Λέγκα
Ο φίλος μας, ο πατήρ Ν, μιλάει πολύ συχνά για το θάνατο. Μιλάει με διάφορους τρόπους. Μερικές φορές με δάκρυα και πόνο, άλλες φορές με φόβο και δέος, και άλλες με τρόμο και απορία. Βέβαια, υπάρχουν περιπτώσεις που δεν έχεις παρά μόνο να τρομάζεις: «Κύριε! Γιατί έτσι; Πού Ήσουν;..»
Υπάρχουν θάνατοι, για τους οποίους μπορεί κανείς να μιλάει μόνο με ιλαρή χριστιανική χαρά
Και άλλες φορές μιλάει με χαρά για το θάνατο. Καταλαβαίνω ότι ακούγεται παράξενα, αλλά υπάρχουν θάνατοι, για τους οποίους μπορεί κανείς να μιλάει μόνο με ιλαρή χριστιανική χαρά.
Σήμερα, όμως, με πήρε τηλέφωνο ο παππούλης για να μου διηγηθεί μια ιστορία για έναν κάθε άλλο παρά χαρούμενο θάνατο. Έναν θάνατο που κράζεις στον Ουρανό:
– Κύριε, γιατί; Αφού ήταν σχεδόν όλα…
Κάποτε, μάλλον, θα μάθουμε τις απαντήσεις στο γιατί. Τώρα, όμως, μας μένει μόνο ο τρόμος…
Η γιαγιά και οι δαίμονες
Εκείνη την ημέρα στην εκκλησία είχε έρθει στον πατέρα Ν μια άγνωστη κυρία και ρώτησε αν μπορούν να τελέσουν την εξόδιο ακολουθία της γειτόνισσάς της, μιας ογδοντάχρονης γιαγιάς.
– Μπορούμε, γιατί όχι; Ποιο είναι το βαπτιστικό της όνομα;
– Δεν ήταν βαπτισμένη. Αλλά ήθελε.
Ήθελε ή δεν ήθελε, δεν μπορεί να τελεστεί η νεκρώσιμη ακολουθία. Όμως, μέσα από τη συζήτηση, ο πατήρ Ν έμαθε την ιστορία αυτής της γιαγιάς.
Δε γνωρίζουμε ακριβώς πώς ζούσε, αν ζούσε καλά ή άσχημα. Μάλλον, ζούσε όπως οι πολλοί. Όμως, κοντά στα ογδόντα, ξαφνικά αποφάσισε να βαπτιστεί. Όλο και ζητούσε από αυτήν την κυρία, τη γειτόνισσά της, να πάει στον παππούλη για να κανονίσει τα της βάπτισης.
Η γειτόνισσα είναι βαπτισμένη η ίδια, αλλά δεν είναι και πολύ της Εκκλησίας. Η παράκληση, όμως, της γιαγιάς προκάλεσε το ενδιαφέρον της. Τι να ήταν αυτό που έσπρωξε τη γιαγιά ξαφνικά σε αυτό το απρόσμενο βήμα. Αφού ζούσε μια χαρά.
Αποδείχτηκε ότι τη γιαγιά είχαν αρχίσει να την επισκέπτονται δαίμονες.
– Είναι δε τόσο τρομακτικοί, – διηγούταν η ίδια. – Μόλις που τους κοιτάξω, παγώνει το αίμα στις φλέβες.
Οπότε, στην προσπάθειά της να τους διώξει, η γιαγιά κουνούσε το μπαστούνι της. Αυτοί απομακρύνονταν για λίγο, αλλά μετά επέστρεφαν και πάλι και τρόμαζαν τη γιαγιά. Για αυτό το λόγο η γιαγιά αποφάσισε να βαπτιστεί, ώστε με αυτόν το δραστικό τρόπο να κατατροπώσει τους δαίμονες που την κυνηγούσαν.
Πρέπει να πούμε ότι, η γιαγιά, παρά την προχωρημένη ηλικία της, ήταν πολύ καλά στα μυαλά της. Εκτός από αυτό, φρόντιζε και την κόρη της, η οποία, μετά από μηνιγγίτιδα που είχε περάσει μικρή, δεν είχε σώας τα φρένας.
Λοιπόν, οι άνθρωποι, που έμαθαν αυτήν την ιστορία, δεν καταλόγισαν στη γιαγιά γεροντικό μαρασμό, αλλά την πίστεψαν και υποσχέθηκαν ότι θα την βοηθούσαν με τη βάπτιση.
Αυτή η κυρία είχε υποσχεθεί και σκόπευε με κάθε ειλικρίνεια να πάει στην εκκλησία να ρωτήσει. Αλλά τη μία οι υποχρεώσεις, την άλλη οι δουλειές, το ένα, το άλλο… Οι βομβαρδισμοί… Όλη αυτή η ιστορία συμβαίνει σε μέρος όπου διεξάγονται μάχες…
Και όσο η μια γειτόνισσα υποσχόταν, ένας άλλος γείτονας, από την πλευρά του, αποφάσισε και αυτός να την «βοηθήσει»:
– Εσύ, γριά, να τους βρίσεις, όσο το δυνατόν πιο σκληρά. Και θα σε εγκαταλείψουν. Είναι ένας πολύ καλά δοκιμασμένος τρόπος.
Όταν όλοι αυτοί οι δαίμονες επανήλθαν για πολλοστή φορά, η γριά, όντως, τους έβρισε με σκληρές βρισιές. Μόνο που αυτό λειτούργησε πάνω τους με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Δεν έφυγε κανένας. Και μπροστά στα μάτια της οι δαίμονες, ακριβώς στη μέση του σπιτιού, έσκαψαν τάφο και είπαν:
– Αυτός είναι για σένα, παλιόγρια! Περίμενε!
Εκτός από τη γιαγιά, εννοείται, κανείς άλλος δεν το είδε όλο αυτό. Αλλά μετά από αυτό το σκηνικό, η γιαγιά πήγε αμέσως στη γειτόνισσα και της τα διηγήθηκε. Οπότε, αποφασίστηκε ότι την επόμενη μέρα κιόλας εκείνη θα πήγαινε σίγουρα στον ιερέα. Επειδή αυτή η ιστορία είχε ξεπεράσει πλέον κάθε όριο.
Όμως, τη νύχτα, στο σπίτι της γιαγιάς προκλήθηκε πυρκαγιά. Η κόρη της με το γνωστό πρόβλημα είχε αφήσει πάνω στο μάτι της κουζίνας ένα κουρέλι και… αυτό ήταν. Η ίδια σώθηκε, αλλά η ηλικιωμένη μητέρα της κάηκε. Την βρήκαν απανθρακωμένη κοντά στην είσοδο του σπιτιού. Φαίνεται ότι σερνόταν για να βγει, αλλά δεν πρόλαβε.
Γιατί, όμως, έτσι; Γιατί τέτοιος θάνατος και ο Κύριος δεν της επέτρεψε να βαπτιστεί;..
Ο πατήρ Ν δε μου απάντησε. Αλλά και πού να ξέρει; Δεν του αρέσει κιόλας να παριστάνει το γέροντα.
«Γιατί δεν ήρθες να βαπτιστείς;» - «Ε, είχα τρέξιμο, δουλειές»
Σωπάσαμε…
– Να πω ακόμα μια ιστορία, – μίλησε ξανά ο παππούλης. – Κάπου ένα χρόνο πριν έγινε. Και αυτή με είχε συγκλονίσει.
Ένας νεαρός, ο Ολέγκ, είχε επισκεφτεί τον πατέρα Ν στην εκκλησία. Και του εξέφρασε την επιθυμία να βαπτιστεί.
– Καλά κάνεις! – χάρηκε ο παππούλης. – Έλα τώρα να μιλήσουμε, να σου τα εξηγήσω όλα, έτσι ώστε να μην περιοριστούμε στα τυπικά, και μετά ορίζουμε μια ημερομηνία για να σε βαπτίσω.
Να σημειώσω ότι ο πατήρ Ν αντιμετωπίζει σοβαρά το Μυστήριο του Βαπτίσματος. Μιλάει με τους ανθρώπους, τους εξηγεί. Δεν ενδιαφέρεται να βάλει στην κολυμβήθρα όποιον περαστικό τύχει για να βγάλει χρήματα. Και σε περίπτωση που ο άνθρωπος δεν είναι έτοιμος, δεν τον παραβιάζει. Προσεύχεται για αυτόν και περιμένει.
Κάποτε, μου έχει πει:
– Ξέρω ανθρώπους, οι οποίοι σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία τους, έπρεπε να είναι στην Εκκλησία εδώ και εκατό χρόνια, αλλά αυτοί μόνο δέκα χρόνια μετά τη γνωριμία μας έρχονται για βάπτιση. Και μένουν μετά τη βάπτιση εδώ για πάντα. Άρα, λοιπόν, ο Κύριος αυτό το περιθώριο χρόνου τους είχε δώσει ώστε να τα κατανοήσουν όλα.
Τελικά, ο παππούλης μίλησε με τον Ολέγκ. «Διαπιστώνω ότι τα αντιμετωπίζει όλα με σοβαρότητα και τα κατανοεί. Διαλέξαμε τη μέρα». – συνεχίζει ο παππούλης.
– Δεν έχω χρήματα, όμως, – είπε ο νεαρός.
– Δεν έχεις και ούτε χρειάζεται! – απάντησε ο πατήρ Ν.
Τέτοιος είναι ο παππούλης μας.
Την ημέρα που είχαν αποφασίσει, ο παππούλης περίμενε τον Ολέγκ για πολλή ώρα, αλλά αυτός δεν φάνηκε. Δεν είχε και το τηλέφωνό του.
– Κάπου ένα μήνα μετά, περπατάω στο δρόμο, - λέει ο παππούλης, – και τι βλέπω: είναι αυτός.
– Γιατί δεν ήρθες, – ρωτάω.
– Ε, είχα τρέξιμο, δουλειά… Θα έρθω. Συγγνώμη.
Και ξανά δεν ήρθε, παρόλο που συμφώνησαν.
Μια μέρα είχε έρθει τρέχοντας στην εκκλησία μια κυρία:
– Σκότωσαν τον ανιψιό μου! Μπορείτε να τελέσετε νεκρώσιμη ακολουθία; Μόνο που δεν είναι βαπτισμένος.
– Αν δεν είναι βαπτισμένος, δεν μπορούμε. Να προσεύχεστε για αυτόν κατ’ιδίαν. Και εγώ θα προσεύχομαι. Πώς είναι το όνομά του;
– Ολέγκ!
Ήταν εκείνος ο Ολέγκ… Ακόμα και τώρα στάζει αίμα η καρδιά του παππούλη. Μήπως έπρεπε να τον βαπτίσει αμέσως, μετά τη συζήτηση; Ή κάτι ήξερε ο Κύριος; Αλλά τι συνέβη ώστε να καταλήξει σε αυτό το αποτέλεσμα; Ή δεν έπρεπε, άραγε, ο ίδιος ο νεαρός να εξαφανιστεί, αλλά να προσέλθει την προκαθορισμένη μέρα; Και θα ήταν τότε όλα διαφορετικά; Δεν το ξέρουμε.
Σε κάλεσε ο Κύριος στη γιορτή Του, ακούμπησε την καρδιά σου; Άφησέ τα όλα και τρέξε. Βαπτίσου!
– Ξέρεις, είναι όπως με τις καλές πράξεις, – λέει ο παππούλης. – Σου ζήτησαν βοήθεια; Μην το αναβάλεις για αύριο, τρέξε να βοηθήσεις. Το αύριο μπορεί και να μην έρθει. Έτσι και εδώ. Σε κάλεσε ο Κύριος στη γιορτή Του, ακούμπησε την καρδιά σου; Άφησέ τα όλα και τρέξε. Βαπτίσου! Βλέπεις πώς συμβαίνει. Και εγώ έπρεπε να το κάνω αμέσως. Ναι… Υπάρχουν θάνατοι που προκαλούν τρόμο. Που δεν μπορείς να τους κατανοήσεις. Προσεύχομαι για αυτόν, όμως, κατ’ ιδίαν. Και ελπίζω στο έλεος του Θεού.
Χαρούμενος θάνατος
Η επόμενη ιστορία αναφέρεται σε χαρούμενο θάνατο. Αλήθεια, πιο χαρούμενος θάνατος δεν υπάρχει. Είναι καιρός που μου την διηγήθηκε ο παππούλης. Και το έκανε μετά από ερώτησή μου για το «πώς πρέπει να ζούμε».
Αυτό συνέβη στις αρχές της ιερατικής του πορείας. Ο πατήρ Ν διηγείται:
– Με παίρνουν τηλέφωνο. Πεθαίνει άνθρωπος. Ένας πολύ ηλικιωμένος γέρος με το όνομα Παντελεήμων. «Κάντε έστω κάτι!» Όμως, ο γέρος δεν έχει τις αισθήσεις του, άρα δεν μπορώ να τελέσω το ευχέλαιο, ούτε να τον κοινωνήσω. Όμως, πήγα, έτσι και αλλιώς, έστω να παρηγορήσω τους δικούς του, αφού ήταν πολύ στεναχωρημένοι.
Φτάνει ο παππούλης. Στο κρεβάτι κείτεται ένας γέρος. Τα μάτια του κλειστά. Δεν αντιδρά σε τίποτα. Είπαν στον παππούλη ότι έχει καρκίνο. Πολύ σπάνια έχει τη συνείδησή του. Τον τελευταίο καιρό σχεδόν ποτέ. Είναι και κουφός, καιρό τώρα.
– Με περικύκλωσαν, κλαίνε, – λέει ο παππούλης. – «Βασανίζεται πολύ ο παππούς μας. Είναι, όμως, τόσο καλός, καλοπροαίρετος, τίμιος, υπομονετικός. Ποτέ δεν κρατούσε κακία σε κανέναν και ο ίδιος δεν πείραζε ούτε μύγα. Τους αγαπούσε όλους και προσπαθούσε να τους βοηθάει. Και τώρα, εμείς δεν μπορούμε να τον βοηθήσουμε καθόλου». Και άρχισαν να κλαίνε ακόμα πιο δυνατά.
Ο πατήρ Ν τους κοιτούσε και καταλάβαινε ότι ο παππούς αυτός είναι ένας άγιος άνθρωπος.
– Συμβαίνει καμιά φορά όταν πεθαίνει κάποιος, να μην έχει κάποιον να τον ξεπροβοδίσει. Όλοι είναι αδιάφοροι. Όσο ζούσε ο ίδιος δεν νοιάζονταν για τους άλλους. Τώρα, όμως, όλοι αδιαφορούν για αυτόν. Σκέφτονται μόνο πώς να τον θάψουν γρήγορα. Και εδώ τόσος κόσμος στεναχωριέται τόσο ειλικρινά και τόσο πολύ. Δεν περιμένουν πότε ο γέρος, που έχασε τα μυαλά του, να δώσει την ψυχή του στον Θεό και να τους απελευθερώσει όλους. Αλλά και οι ίδιοι είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για να νιώσει καλύτερα. Έχει δύο κόρες ηλικιωμένες. Τον πήγαν σε όλους τους γιατρούς. Διέθεσαν όλες τις αποταμιεύσεις τους, επέμεναν για εγχείρηση, αν και τους έλεγαν ότι σε αυτήν την ηλικία και με αυτή τη διάγνωση δεν ωφελεί. Οι άντρες τους είχαν ξεσηκώσει όλους τους γνωστούς τους. Τα εγγόνια το ίδιο. Πάλευαν για τον παππού.
Ο παππούλης λυπήθηκε πολύ όλους αυτούς τους θλιμμένους ανθρώπους. Και το σημαντικότερο: ένας τόσο καλός άνθρωπος να πεθαίνει χωρίς μετάνοια. Αλλά τι να κάνεις: φαίνεται, έτσι αποφάσισε ο Κύριος.
– Αποφάσισα να μην διαβάσω αμέσως την ευχή εις ψυχορραγούντα, – διηγούταν ο παππούλης. – Δεν το έλεγε η καρδιά μου. Θέλησα, όμως, να διαβάσω τον κανόνα από την ακολουθία του Ευχελαίου. Διαβάζω. Η προσευχή προχωρούσε πολύ εύκολα, πετούσε προς τον ουρανό. Και ξαφνικά ο παππούς συνήλθε, άνοιξε τα μάτια. Και άρχισε να ακούει! Κουφός που ήταν! Όλοι οι συγγενείς παραλίγο να πεθάνουν οι ίδιοι από την έκπληξη. Να σου πω την αλήθεια και εγώ ο ίδιος. Αλλά, αφού έγιναν έτσι τα πράγματα, του πρότεινα να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει, πριν λήξει η θαυμάσια μεταμόρφωση. Ο Παντελεήμων συμφώνησε με χαρά, αν και, σύμφωνα με τον ίδιο, «δεν το είχε κάνει ποτέ». Και εγώ έτρεξα στην εκκλησία για το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Έτρεχα, πηδούσα πάνω από τις λακκούβες με το ζωστικό καθώς ήμουν. Οι περαστικοί νόμιζαν ότι είχα τρελαθεί.
Με πόση ειλικρίνεια μετανοούσε! Δεν έχω συναντήσει συχνά κάτι τέτοιο στη ζωή μου. Και ειρηνικά, με χαμόγελο, αποχαιρετώντας τους συγγενείς, κοιμήθηκε. Δεν πέθανε. Ακριβώς αυτό: κοιμήθηκε!
Ο γέρος εξομολογήθηκε, κοινώνησε.
– Με πόση ειλικρίνεια μετανοούσε! Δεν έχω συναντήσει συχνά κάτι τέτοιο στη ζωή μου. Και ειρηνικά, με χαμόγελο, αποχαιρετώντας τους συγγενείς, κοιμήθηκε. Δεν πέθανε. Ακριβώς αυτό: κοιμήθηκε! Πιο χαρούμενο θάνατο δεν έχω δει. Να, εσύ ρώτησες, πώς να ζει κανείς, – άρχισε να μιλάει ο παππούλης μετά από μικρή παύση. – Αυτός ο παππούς, αν και δεν εκκλησιαζόταν (καθώς μεγάλωσε σε δύσκολη εποχή), ήταν πάντα δίπλα στον Χριστό. Γι΄αυτό, άκουσε και τα λόγια της προσευχής. Οι δικοί του άνθρωποι έλεγαν ότι αυτός την κάθε μέρα του την ζούσε ως την τελευταία του. Προσπαθούσε να κάνει σήμερα όλες τις καλές πράξεις, χωρίς να τις αναβάλει για αύριο και χωρίς να λυπάται τον εαυτό του καθόλου. Και όχι απλώς τις έκανε, αλλά τις έκανε με χαρά! Και αυτό ήταν το αποτέλεσμα της ζωής του. Ο Κύριος φανέρωσε το θαύμα του. Να, έτσι, μάλλον, πρέπει να ζει κανείς και να πεθαίνει. Πόσο όμορφα είναι να πεθαίνεις έτσι!