Ευγένιος Σεργκέγιεβιτς Μπότκιν
«Κύριε, προσεύχομαι στον Χριστό! Η γιαγιά είναι πολύ άσχημα. Θεός φυλάξοι, θα πεθάνει...» ο μουζίκος πήγε να πέσει στα γόνατα, αλλά ο Ευγένιος Σεργκέγιεβιτς πρόλαβε να πιάσει το κολάρο του προβάτινου παλτό του.
«Φυσικά, αγαπητέ μου. Μόνο μη με παρεξηγήσετε, θα ζητήσω από τον οδηγό να πληρώσει.»
«Όπως μπορείτε, κύριε! Όπως μπορείτε…», ο μουζίκος σταυροκοπήθηκε ελαφρά, κοιτάζοντας τη μυτερή γενειάδα του γιατρού και έπειτα το πρόσωπο της Παναγίας στην κόκκινη γωνία.
Στην αυλή στέκονταν αγροτικά έλκηθρα, τα οποία έσερνε ένα αδύνατο άλογο. Ο γιατρός έκανε μια γκριμάτσα «πάλι θα κρυώσουν τα νεφρά». Φοράει ένα λεπτό μάλλινο παλτό. Βέβαια, το στρατιωτικό πανωφόρι ήταν πιο ζεστό και το είχε συνηθίσει. Ο Ευγένιος Σεργκέγιεβιτς το φορούσε μέχρι πρόσφατα, αν και φαινόταν περίεργος. Μα μετά τον κάλεσαν στην «Επιτροπή», η οποία βρισκόταν στην ξύλινη καλύβα των Κουζνετσόφ, με τα μικρά, σαν τυφλά, παράθυρα. «Εδώ είναι το περιστατικό, σύντροφε…» είπε ένας άντρας με ένα τριμμένο δερμάτινο μπουφάν. Δεν έχουμε αντίρρηση για τα πανωφόρια…Αλλά…γιατί να φέρνεις σε αμηχανία τον λαό… Εσείς…βγάλτε τους ιμάντες ώμου, και φορέστε τους, στην υγειά σας»
Οι αγρότες πήγαιναν στον σπουδαίο γιατρό κάθε μέρα
Ο γιατρός δεν αφαίρεσε τους ιμάντες με το επιχρυσωμένο βασιλικό οικόσημο, αλλά αντικατέστησε το παλτό στρατηγού με ένα γκρι μάλλινο παλτό, το οποίο είχε μόλις ζεστάνει. Παρόλο που ήταν Οκτώβρης, στο Τομπόλσκ ήταν ήδη αληθινός χειμώνας. Οι χωρικοί έλεγαν, ότι δε θυμόνταν τέτοιο κρύο χειμώνα. Πήγαιναν στον σπουδαίο γιατρό κάθε μέρα. Όλη η αυλή ήταν γεμάτη με καρότσάκια, έλκηθρα, άνδρες και γυναίκες πεζούς. Παρόλο που ο γιατρός πού και πού έβγαινε στην ξύλινη βεράντα που προεξείχε και έλεγε ότι δεν μπορεί να δεχτεί περισσότερα από 8 άτομα τη μέρα, οι ασθενείς δεν έφευγαν: «Ίσως… Κύριε ελέησον».
Ο Σεργκέι Μπότκιν κατά το πέρασμα σε ασθενείς. Υπηρεσία Τύπου Πολεμικής ιατρικής ακαδημίας Σ.Μ Κίροβα
Ο γιατρός της πρωτεύουσας θεράπευε καλύτερα από τους ντόπιους γιατρούς. Με έναν καλό λόγο, με στοργή. Στάθηκαν στα πόδια τους ακόμα και αυτοί που δεν είχαν ελπίδα να σηκωθούν…Και δεν έπαιρνε χρήματα. Γι’ αυτό, οι ασθενείς του έφερναν αυγά, λαρδί, γάλα. «Πάρε, κύριε. Λένε ότι έχεις παιδιά. Και εκεί, ίσως τον παπά μας. Σώσε και φύλαξε…Τι ατυχία…» οι άνθρωποι σταυροκοπήθηκαν, στα μάτια τους, -και στις γυναίκες, που είναι πάντα ευαίσθητες με αυτό το θέμα, αλλά και στους μουζίκους, των οποίων τα δάκρυα δε βγαίνουν- εμφανίστηκε ένα λεπτό διαφανές σάβανο.
Τα παιδιά ήρθαν στον γιατρό πρόσφατα. Για αρκετούς μήνες δεν μπορούσαν να πάρουν άδεια. Ο Ευγένιος Σεργκέγιεβιτς πνιγόταν: είχε συνηθίσει να έχει την οικογένεια δίπλα του. Δηλαδή, μια κάποια οικογένεια, ό,τι απέμεινε από αυτή. Ο μεγαλύτερος γιος των Μπότκιν πέθανε όταν ήταν μωρό. Έπειτα, τα παιδιά ήρθαν το ένα μετά το άλλο: τρεις γιοι και μία κόρη. Όταν μεγάλωσαν λίγο, η μητέρα της οικογένειας έπαιρνε μέρος σε συλλόγους νέων, όπου οι φοιτητές κάπνιζαν χειροποίητα τσιγάρα και μιλούσαν για τη ρώσικη επανάσταση. Έφυγε με έναν από αυτούς, αφήνοντας τα παιδιά στην επιμέλεια του συζύγου. «Είσαι μεγάλος άνθρωπος, στην εξουσία…Ενώ εγώ τι μπορώ να τους δώσω στη θέση που είμαι…».
Ο γιατρός Ε.Σ. Μπότκιν με τα παιδιά του Τατιάνα και Γκλέμπ, 1918
To 1914 σκοτώθηκε ο γιος του Ντμίτρι. Σκοτώθηκε ηρωικά, πολεμώντας για την Πατρίδα. Ο μεσαίος γιος, ο Γιούρι, παντρεύτηκε και πήγε να ζήσει στο δικό του σπίτι. Δίπλα στον πατέρα έμειναν οι 17χρονοι Γκλέμπ και Τατιάνα. Εκείνοι από τον Ιούλιο χτυπούσαν το κατώφλι των νεών Αρχών για να πάρουν άδεια να σταλούν στο Τομπόλσκ. Και να, επιτέλους, ένας χρήσιμος άνθρωπος υπέγραψε τα χαρτιά και η οικογένεια ήταν πάλι μαζί. Στα παράθυρα κρέμασαν κουρτίνες από δαντέλα, γλάστρες με γεράνια, ενώ από την κουζίνα μύριζε λαχανόσουπα και κουάκερ. Ο Ευγένιος Σεργκέγιεβιτς δεχόταν κάθε μέρα ασθενείς, αλλά περνούσε και πολύ χρόνο με τη Βασιλική οικογένεια, επιστρέφοντας αργά στο σπίτι. «Μπαμπάκα, αλήθεια είναι μια χαρά σε αυτή την εξορία. Θα το ξεπεράσουμε και αυτό.» είπε το βράδυ η Τάνια. Ο Ευγένιος Σεργκέγιεβιτς έβγαλε τα μικρά στρογγυλά γυαλιά του και άρχισε να σκουπίζει τους θολωμένους φακούς.
Μόλις πριν από μερικές βδομάδες κλήθηκε «σε διάλογο». Έτσι είπε ο μουζίκος με το ζαρωμένο -σαν μπαγιάτικο παντζάρι- πρόσωπο. Αυτός πλησίασε τόσο που από την έντονη μυρουδιά κρεμμυδιού, πιάστηκε η ανάσα του γιατρού:
– Σε καλούμε σε διάλογο. Αύριο στις 10. Στο σπίτι των Κουζνετσόφ…
Ο γιατρός έγνεψε. Ο μουζίκος στάθηκε στο μέρος, σέρνοντας με θόρυβο τις βρόμικες μπότες του.
«Κύριε» ο μουζίκος καθάρισε τον λαιμό του «εδώ…στο πλευρό μου έχω…» έδειξε με το δάχτυλο να προεξέχει στη βρόμικη γούνα «καίει σαν φωτιά τη νύχτα. Έπεσα από το άλογο πέρυσι…Ίσως ήρθε η ώρα να πεθάνω…
Ο Ευγένιος Σεργκέγιεβιτς βρήκε μελανιασμένο το ήπαρ του ασθενούς και του συνταγογράφησε ένα φάρμακο για να κάνει κομπρέσσες.
Την επόμενη μέρα στις 10 το πρωί, στεκόταν μπροστά στον άνθρωπο με το τριμμένο δερμάτινο μπουφάν. Εμφανίστηκε στο σχισμένο πέτο του ένα κόκκινο σατέν τόξο.
– Το νέο καθεστώς γνωρίζει για τις υπηρεσίες σας, σύντροφε» η φωνή έτριξε σαν έλκηθρο, με το οποίο ο γιατρός πήγαινε να δει τους ασθενείς «Στην πρωτεύουσα ανοίγουν μια κλινική για τους ήρωες. Χρειάζονται καλοί γιατροί.
Το πρόσωπο του γιατρού έμεινε ατάραχο.
Ο άνθρωπος με το δερμάτινο μπουφάν μόρφασε, σαν να είχε πιει πολύ ξινή άλμη και συνέχισε:
«Νομίζω ότι τα καταλαβαίνετε όλα…αυτή είναι η τελευταία προειδοποίηση…Σας συμβουλεύω να συμφωνήσετε» πρόσθεσε ήρεμα.
Κάπου στην αυλή ούρλιαξε ένα σκυλί.
«Χρειάζεστε χρόνο να το σκεφτείτε; Εμείς…»
«Όχι» διέκοψε ο γιατρός. «Η απόφαση μπορεί να είναι μόνο μία» οι λέξεις σχεδόν έκαιγαν, σαν πρόσφατα σφυρηλατημένο σίδερο.
Ο άντρας με το μπουφάν δάγκωσε το λεπτό κάτω χείλος του και πήρε ένα βαρύ πρες -παπιέ.
«Υποσχέθηκα στον Κυβερνήτη ότι θα μείνω δίπλα του για όσο θα είναι ζωντανός. Μου είναι αδύνατον να μην κρατήσω τον λόγο μου». Το πρες-παπιέ έπεσε εκκωφαντικά στο τραπέζι. «Και κάτι ακόμα» πρόσθεσε ο γιατρός, «ο Τσάρος δε γίνεται να μείνει χωρίς γιατρό».
Κάπου στον χιονισμένο δρόμο ένα σκυλί ούρλιαξε, κλαψούρισε, όχι σαν από λαχτάρα, αλλά από πόνο. Σαν κάποιος να πάτησε το πόδι του με μια βαριά μπότα, ή να τον κλότσησε στην μαλακή πλευρά του.
«Είστε πατέρας!» ο άντρας με το μπουφάν γρύλισε πιο δυνατά από πριν. Το στήθος του έβραζε. «Σκεφτείτε τα παιδιά σας!»
Το πρόσωπο του γιατρού παρέμεινε τόσο ήρεμο, όπως στα παλιά χρόνια που έκανε διαλέξεις στους φοιτητές του:
«Πώς μπορώ να ζήσω αν αφήσω ένα ασθενή που με χρειάζεται τόσο; Πώς μπορεί να συμφιλιωθεί με αυτό η συνείδησή μου;»
Πώς μπορώ να ζήσω αν αφήσω ένα ασθενή που με χρειάζεται; Πώς μπορώ να συμφιλιωθεί με αυτό η συνείδησή μου;
Επικράτησε ησυχία, έτσι που μπορούσες να ακούσεις τους δείκτες του ρολογιού στον ξύλινο τοίχο.
Η ησυχία σκέπασε τους καλυμμένους με χιόνι δρόμους, αγκάλιασε τον σκύλο, που ζέστανε τελικά το πονεμένο πλευρό του, ξάπλωσε με μια αποπνικτική κουβέρτα σε μια ξένη καλύβα, στο μισοσκοτεινό δωμάτιο με ένα τραπέζι καλυμμένο με ένα γκρι πανί. Τέντωσε τα αυτιά, στραγγάλισε, σαν δολοφόνος που επιτίθεται σε σκοτεινό δρομάκι.
Ο άντρας με το μπουφάν δε μετακινήθηκε: τα μεγάλα ρουθούνια του πάγωσαν, το πρόσωπο έγινε γκρι, τα μάτια θόλωσαν. Έτσι κοιτάζουν τα παλιά φανάρια και οι άνθρωποι, που έχουν ξεχάσει τον Θεό.
«Μπορώ να είμαι ελεύθερος;» ρώτησε ο γιατρός και ο άντρας με το μπουφάν ανατρίχιασε.
«Αν αλλάξετε γνώμη…»
«Έχω τιμή!» δεν άκουσε μέχρι τέλους ο γιατρός, και με μεγάλα βήματα βγήκε στον δρόμο.
O άγιος μάρτυρας Ευγένιος Μπότκιν
Το ίδιο βράδυ ο Ευγένιος Σεργκέγιεβιτς έγραψε γράμμα στον συμφοιτητή του:
«Αγαπητέ Βαλεντίν! Ξέρω ότι είμαι ήδη νεκρός, αλλά ακόμη δεν είμαι στον τάφο. ‘Ο υπομένων μέχρι τέλους, αυτός θα σωθεί’. Αυτό με κρατάει. Και οι αρχές του υπέροχου τεύχους μας του 1889. Ακριβώς όπως ο Αβραάμ δε δίστασε μπροστά στο αίτημα του Θεού να θυσιάσει τον μοναχογιό του, έτσι αποφάσισα να αφήσω τα παιδιά μου ορφανά προκειμένου να εκτελέσω το καθήκον μου. Γενικά, ‘πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή’, ‘έργα’ χωρίς πίστη μπορούν να υπάρχουν, και αν κάποιος από εμάς συνδυάσει τα έργα με την πίστη, τότε αυτό γίνεται μόνο με την ιδιαίτερη χάρη του Θεού σε αυτόν…».
Σύντομα, πυροβόλησαν τον γιατρό Ευγένιο Σεργκέγιεβιτς Μπότκιν μαζί με τους ασθενείς του στο υπόγειο του σπιτιού του Ιπάτιεφ. Από το 2016, στη μέρα της τρομερής σφαγής 4 (17) Ιουλίου, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη του αγίου μάρτυρα και δικαίου Ευγενίου, ο οποίος παρέμεινε πιστός στο καθήκον του μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο.
Άγιε δίκαιε γιατρέ Ευγένιε, πρέσβευε στον Θεό υπέρ ημών!