Τη μελέτη του Ευαγγελίου μπορούμε να την παρομοιάσουμε με την ανάβαση στο Έβερεστ: από μακριά οι χιονόλευκες κορυφές προκαλούν θαυμασμό, αλλά καθώς τις πλησιάζει ένας μη εξοικειωμένος άνθρωπος αρχίζει και νιώθει μια αυξανόμενη ανησυχία και δυσανεξία. Για κάποιον που γνωρίζει για τον Χριστό εξ ακοής, η διδασκαλία Του μοιάζει ρομαντική ιστορία για την ελευθερία, την αγάπη και τη συγχώρεση. Όποιος όμως προσπαθεί με ειλικρίνεια να θεμελιώνει τη ζωή του στο Ευαγγέλιο, σύντομα θα πεισθεί ότι αυτή η «διαδρομή» ανήκει στο πιο υψηλό επίπεδο δυσκολίας. Στα λόγια του Σωτήρα μπορούμε να βρούμε τέτοιες αλήθειες που είναι εξαιρετικά δύσκολο να τις αποδεχτούμε.
Σε ένα έργο με τίτλο «Το λυκόφως των ειδώλων» ο Νίτσε έγραφε: «Κάποτε, εξαιτίας της ανοησίας που έγκειτο στο πάθος, κήρυτταν πόλεμο στο ίδιο το πάθος: ορκίζονταν να το καταστρέψουν... Η πιο διάσημη φόρμουλα για το θέμα αυτό βρίσκεται στην Καινή Διαθήκη: “εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ”. Ευτυχώς, κανένας χριστιανός δεν ενεργεί σύμφωνα με αυτή την εντολή... Η Εκκλησία νικάει το πάθος κόβοντάς το με όλη τη σημασία της λέξης: η πρακτική της, η “θεραπεία” της είναι ο ευνουχισμός».
Η λογική του Γερμανού φιλοσόφου είναι απλή: η χριστιανική διδασκαλία είναι εχθρική προς τη ζωή, αλλά οι φορείς της συνεχίζουν να ζουν ως υποκριτές που είναι.
Στην πραγματικότητα όλα είναι πολύ πιο περίπλοκα. Ίσως, ο Νίτσε δεν το γνώριζε, αλλά την προσταγή «ἔξελε καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ» την τηρούσαν κυριολεκτικά εκείνοι που ανήκαν στην αίρεση των ευνούχων, την οποία δημιούργησε ο Κονδράτιϊ Σελιβάνοφ τον 18ο αιώνα. Το ενδιαφέρον είναι ότι η πρακτική αυτής της αίρεσης έδειξε ότι η λεγόμενη «πρώτη σφραγίδα», ή ο ευνουχισμός, δεν οδηγεί στην αληθινή αγνότητα. Ο άνθρωπος που δεν έχει πλέον τη φυσική δυνατότητα να πορνεύει, πολύ σύντομα πείθεται ότι μπορεί να διεγείρεται παρατηρώντας άλλους. Και πλέον το μάτι – ένα εντελώς διαφορετικό μέρος του σώματος – γίνεται η αιτία του ίδιου πειρασμού. Βέβαια, και το μάτι μπορείς να το αφαιρέσεις, αλλά αυτό δε στερεί τη δυνατότητα να αμαρτάνει κανείς με το να παραδίδεται σε ηδονικές φαντασιώσεις και αναμνήσεις.
Οι πρώτοι ακροατές της επί του Όρους Ομιλίας ήταν κάτοικοι του αρχαίου Ισραήλ, δηλαδή άνθρωποι που ήταν θρησκευτικά μυημένοι και που γνώριζαν την εμπειρία της εγκράτειας. Επομένως, όταν άκουγαν για «το μάτι και το χέρι» που σκανδαλίζουν τον άνθρωπο, καταλάβαιναν πολύ καλά ότι την αιτία του πειρασμού δεν πρέπει να την αναζητούν στο σώμα. Μήπως, η ψυχή είναι αυτή που ονομάζεται αλληγορικά «μάτι που σκανδαλίζει»; Την ψυχή, όμως, δεν μπορείς να την αφαιρέσεις και να την πετάξεις έξω. Τότε, για ποιο πράγμα μιλάει ο Χριστός;
Όσοι έχουν μελετήσει οικονομική θεωρία γνωρίζουν δύο όρους: «πληθωρισμός» και «υποτίμηση». Στην ουσία, και οι δύο λέξεις περιγράφουν δύο διαφορετικές πλευρές της ίδιας διαδικασίας υποτίμησης του χρήματος. Στον πολιτισμό, κατά καιρούς, συμβαίνει επίσης μια παρόμοια υποτίμηση. Μόνο που αντί για χρήματα υποτιμώνται οι ανθρώπινες πράξεις. Αν μια αμαρτία διαδίδεται ευρέως και γίνεται μαζική, στα μάτια των ανθρώπων «χάνει τη βαρύτητά της» και αρχίζει να θεωρείται ως μια απλή ζαβολιά. Όπως και στα οικονομικά, η υποτίμηση και εδώ μπορεί να είναι κρυφή ή επίσημη. Στην τελευταία περίπτωση, η αμαρτία γίνεται ανεκτή πλέον στο όνομα της παράδοσης ή του νόμου.
Ο άνθρωπος είναι πράγματι ικανός να πείσει τον εαυτό του ότι η αμαρτία δεν είναι κάτι τρομερό. Η αγοραία κουλτούρα μας σπρώχνει να ξεχνιόμαστε. Ωστόσο, η αισιοδοξία της στρουθοκαμήλου δεν ευνοεί την επιβίωση ούτε συνεργεί στη σωτηρία. Γι' αυτό, στο Ευαγγέλιο λέγονται σκληρά λόγια: «καὶ εἰ ὁ ὀφθαλμός σου σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· καλόν σοί ἐστι μονόφθαλμον εἰς τὴν ζωὴν εἰσελθεῖν, ἢ δύο ὀφθαλμοὺς ἔχοντα βληθῆναι εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός» (Μτ. 18: 9). Εδώ ο Σωτήρας μάς υποδεικνύει την πραγματική και όχι την κερδοσκοπική τιμή της αμαρτίας. Είναι σαν να λέει στους επιπόλαιους ανθρώπους: «Μην απατάσθε: η αμαρτία είναι καταστροφή. Ο κόσμος είναι φτιαγμένος έτσι που είναι προτιμότερο να χάσεις μάτι ή χέρι παρά να υποκύψεις σε πειρασμό».
Στους Βίους των Αγίων βρίσκουμε μια διήγηση για τη Ζωή, μια κοπέλα «χωρίς κόμπλεξ», που έζησε στα τέλη του 4ου αιώνα στην Καισάρεια. Μια μέρα γλεντούσε με τους φίλους της. Άρχισαν να μιλάνε για τους χριστιανούς. Παρεμπιπτόντως, θυμήθηκαν τον μοναχό Μαρτινιανό, ο οποίος ασκήτευε εκεί κοντά στην έρημο της Παλαιστίνης. «Δε μου λέτε, πρέπει να είναι πολύ μεγάλος σε ηλικία αυτός ο Μαρτινιανός, ε;» – ρώτησε η Ζωή. «Τι λες! Ούτε σαράντα χρονών δεν είναι ακόμα!» – απάντησε κάποιος. «Βάζετε στοίχημα; Θα καταφέρω έτσι ώστε ο ασκητής σας να πέσει!» – ανταπάντησε η Ζωή γελώντας.
Η κοπέλα, μεταμφιεσμένη σε ταξιδιώτη, πήγε νύχτα στον Μαρτινιανό και ζήτησε κατάλυμα για διανυκτέρευση. Ο μοναχός της επέτρεψε να μπει μέσα, μια και ο καιρός ήταν άσχημος. Λίγο πριν ξημερώσει, η φιλοξενούμενη φόρεσε ακριβά ρούχα και άρχισε να υλοποιεί το σχέδιό της. Αφού την κοίταξε ο Μαρτινιανός, βγήκε από το κελί του, άναψε φωτιά και κάθισε ξυπόλητος πάνω στα πυρακτωμένα κάρβουνα. Για λίγο υπέμεινε σιωπηλός, αλλά στη συνέχεια δεν άντεξε και φώναξε: «Είναι δύσκολο για σένα, Μαρτινιανέ, να υπομένεις αυτή την προσωρινή φωτιά. Πώς όμως θα υπομένεις την αιώνια φωτιά που σου ετοίμασε ο διάβολος;» Αυτή η κραυγή συγκλόνισε τη Ζωή μέχρι τα βάθη της ψυχής της. Μετανόησε και αργότερα αποσύρθηκε σε ένα μοναστήρι στη Βηθλεέμ.
Αφού θεραπεύτηκε από τα εγκαύματά του, ο Άγιος Μαρτινιανός εγκαταστάθηκε σε ένα ακατοίκητο βραχώδες νησί, όπου τον επισκεπτόταν περιστασιακά ένας φίλος του ναυπηγός. Μια μέρα, στη διάρκεια μιας σφοδρής θύελλας, κοντά στο νησί ναυάγησε ένα πλοίο και τα κύματα έβγαλαν στην ακτή μια κοπέλα. Ο Άγιος Μαρτινιανός την βοήθησε να βγει στη στεριά. «Μείνε εδώ. Ορίστε, εδώ έχει ψωμί και νερό, και σε δύο μήνες θα έρθει ο ναυπηγός» – με αυτά τα λόγια ο Μαρτινιανός έπεσε στη θάλασσα και κολυμπώντας έφυγε.
Για να νιώσουμε το φόβο του ασκητή μπροστά στην αμαρτία, την οποία πολλοί από εμάς διαπράττουν εύκολα και ρουτινιάρικα, πρέπει να φανταστούμε με σαφήνεια αυτό το επεισόδιο: ο άνθρωπος μιλάει στη γυναίκα που μόλις είχε σώσει και στη συνέχεια απλώς γυρίζει την πλάτη και πέφτει μέσα στα μανιασμένα κύματα, όπως εμείς αποχαιρετάμε έναν φίλο μας και κατεβαίνουμε στο μετρό.
«Καλύτερα να πεθάνεις παρά να αμαρτήσεις». Έτσι αξιολογούσαν την αμαρτία οι άγιοι. Ο άνθρωπος του μεσαίωνα φοβόταν τον Θεό περισσότερο από τον ηγεμόνα. Ο σύγχρονος άνθρωπος, αντίθετα, βασίζεται στις κοινωνικές δυνάμεις και στις αρχές εξουσίας, θεωρώντας πλέον αυτές ως την αληθινή πραγματικότητα. Κακό, κατά την άποψη του ουμανιστή, δεν είναι τίποτα παραπάνω από τη βλάβη στον πλησίον του. «Επομένως», – πιστεύει ο ουμανιστής, – «μπορώ να κάνω ό, τι γουστάρω, αρκεί αυτό να μην ενοχλεί τους άλλους». Η ίδια η έννοια της «αμαρτίας» στον ουμανιστικό κόσμο μοιάζει αρχαϊκή και έχει πάψει να σημαίνει κάτι. Τη θέση της «μετάνοιας» στο λεξιλόγιό τους καταλαμβάνει πλέον η «συγγνώμη» ή η «επανόρθωση της ζημιάς».
Σε αυτόν τον κόσμο ζει και η Εκκλησία. Ο άνθρωπος που εισέρχεται σε Αυτήν αναρωτιέται: «Έχω απελευθερωθεί από τον κόσμο; Πώς να μάθω αν έχω γίνει πλήρως χριστιανός;» Αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς ευκολότερα απ' ό, τι φαίνεται: ο ίδιος ο κόσμος καθημερινά μας δίνει πολλές ευκαιρίες να λύσουμε αυτό το ζήτημα με πλήρη βεβαιότητα. Ακόμα και τώρα μέσα από τα βάθη των απολαύσεών του θέτει το ύπουλο ερώτημα: «Τι είναι καλύτερο για σένα, να πεθάνεις ή να αμαρτήσεις;»