Το 1559, ο Έλληνας (σύμφωνα με άλλες πηγές – Βούλγαρος) Μητροπολίτης Νεόφυτος, ταξιδεύοντας στη Ρωσία, μετέβη και στη Βολινία.
Με την έμπνευση του Θεού και χάριν ευγνωμοσύνης για τη φιλοξενία που του παρείχε η ευσεβής ευγενής Άννα Γκόισκαγια, στην οποία ανήκε το Ποτσάεβ, ο επίσκοπος την ευλόγησε με μια εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Πιθανότατα, ήταν μια οικογενειακή εικόνα, ίσως ανήκε στην οικογένεια του ίδιου του Νεόφυτου.
Οι νότιοι Σλάβοι, όπως και άλλοι λαοί, είχαν εκείνη την εποχή ένα ευσεβές έθιμο να επιλέγουν με ιδιαιτερότητα προστάτες εκ των Αγίων, των οποίων η μνήμη εορταζόταν από γενιά σε γενιά ως εορτή της κάθε οικογένειας. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε όλες τις επιγραφές που διατηρούνται σε αυτήν την εικόνα, τα γράμματα και η γλώσσα είναι σλαβικά. Αυτό δείχνει ότι, ίσως, «η εικόνα του Ποτσάεβ εικονογραφήθηκε από χείρα Ρώσου αγιογράφου».
Για πολύ καιρό υπήρχε το ιερό στο παρεκκλήσι ενός ευγενούς κτήματος. Οι υπηρέτριες έβλεπαν την εικόνα να λάμπει πολλές φορές, πράγμα το οποίο μετέφεραν και στην αφέντρα τους.
Η Mητέρα του Θεού παρουσιάστηκε σε όνειρο της ίδιας της Γκόισκαγια. Εν τέλει, μια μέρα, έχοντας δει στην πραγματικότητα, πως ένα υπέροχο φως εκπέμπεται από την Εικόνα, η ευσεβής αυτή γυναίκα, πίστεψε, ότι η εικόνα είχε μια ιδιαίτερη χάρη και παρήγγειλε να ανάψουν μια λαμπάδα μπροστά από το ιερό.
Θαύματα άρχισαν να συμβαίνουν στις προσευχές μπροστά στην εικόνα. Όταν, χάρη στη θαυματουργή εικόνα, ο τυφλός αδελφός της Γκόισκαγια, Φίλιππος, θεραπεύτηκε, η Άννα, έκπληκτη και ευχαριστημένη, κάλεσε μοναχούς. Μια λειτουργία προσευχής ετελέσθη από αυτούς, το ιερό μεταφέρθηκε στο βουνό Ποτσάεβ σε μια πομπή και δόθηκε για αιώνια παρακαταθήκη στους μοναχούς, που ζούσαν σε μια σπηλιά στο βουνό.
Αυτό το γεγονός έλαβε χώρα το 1597. Μια εκκλησία χτίστηκε στο βουνό προς τιμήν της Κοίμησης της Θεοτόκου και δημιουργήθηκε ένα μοναστήρι, για τη συντήρηση του οποίου ο Γκόισκαγια δώρισε χρηματικά κεφάλαια. Από τότε, η εικόνα ονομάζεται εικόνα του Ποτσάεβ.
Μέχρι το 1664, δεν καταγράφηκαν διάφορα θαύματα. Ωστόσο, η δημοφιλής φημολογία για τέτοια γεγονότα, εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλα τα άκρα της ρωσικής γης. Πολλοί προσκυνητές άρχισαν να συρρέουν στην εικόνα της Θεομήτορος του Ποτσάεβ από κάθε γωνιά.
Το καλοκαίρι του 1675, κατά τη διάρκεια του πολέμου Ζμπαράζ με τους Τούρκους, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πολωνού βασιλιά Γιαν Σομπιέσκι (1674-1696), ολόκληρα συντάγματα αποτελούμενα από Τάταρους, με επικεφαλής τον Νουρρεντίν Χαν, πλησίασαν τη Μονή Ποτσάεβ μέσω του Βίσνιεβετς, περικυκλώνοντάς την από τρεις πλευρές. Ο αδύναμος φράχτης του μοναστηριού, καθώς και πολλά πέτρινα κτίρια του μοναστηριού, δεν εξασφάλιζαν καμία προστασία στους πολιορκημένους.
Ο ηγούμενος του μοναστηριού, Ιωσήφ Ντομπρομίρσκι, έπεισε τους αδελφούς και τους λαϊκούς να στραφούν στους ουράνιους μεσολαβητές: την Υπεραγία Θεοτόκο και τον Άγιο Ιώβ του Ποτσάεβσκι. Οι μοναχοί και οι λαϊκοί προσευχήθηκαν θερμά, προσκυνώντας μπροστά στη θαυματουργή εικόνα της Μητέρας του Θεού και στο ιερό με τα λείψανα του Αγίου Ιώβ.
Η ιστορία μας αναφέρει, ότι κατά τη διάρκεια του 16ου και 17ου αιώνα, οι Τούρκοι και οι Τάταροι πραγματοποίησαν έως και εκατό επιδρομές στα εδάφη μας. Όταν η Πολωνία, παραβίασε τη Συνθήκη Ειρήνης Μπουχάτς με την Τουρκία, άρχισε ο πόλεμος Ζμπαράζ. Οι Τούρκοι από την Ποντόλια, έστειλαν τα αποσπάσματά τους στη Γαλικία και την Βολινία.
Το πρωί της 23ης Ιουλίου, κατά την ανατολή του ηλίου, οι Τάταροι κράτησαν την τελευταία συμβουλή για εισβολή στο μοναστήρι. Ο ηγούμενος διέταξε επίσης να ψαλλεί ο Ακάθιστος Ύμνος στην Υπεραγία Θεοτόκο. Με τα πρώτα λόγια του «Τη υπερμάχω στρατηγώ», η Ίδια η Αγνή Θεοτόκος εμφανίστηκε ξαφνικά πάνω από το μοναστήρι, φορώντας το “λυτό ολόλευκο ωμοφόριο” και με ουράνιους αγγέλους να κρατούν γυμνά σπαθιά. Ο Άγιος Ιώβ ήταν δίπλα στη Μητέρα του Θεού, υποκλινόμενος σε αυτήν και προσευχόμενος για την προστασία του μοναστηριού.
Οι Τάταροι μπέρδεψαν τον ουράνιο στρατό με στοιχειό και μέσα στη σύγχυση τους άρχισαν να ρίχνουν βέλη στην Άγια Θεοτόκο και τον Άγιο Ιώβ, αλλά τα βέλη επέστρεφαν και χτυπούσαν αυτούς που τα εκτόξευαν. Τρόμος κυρίευσε τους επιτιθέμενους. Τράπηκαν σε φυγή και χωρίς να αναγνωρίζονται μεταξύ τους, σκότωναν ο ένας τον άλλον. Οι υπερασπιστές του μοναστηριού έσπευσαν να τους καταδιώξουν και αιχμαλώτισαν πολλούς. Μερικοί κρατούμενοι στη συνέχεια δέχτηκαν την ορθόδοξη πίστη και παρέμειναν στο μοναστήρι για πάντα.
... Σήμερα, η θαυματουργή εικόνα είναι τοποθετημένη στον Καθεδρικό Ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου της Λαύρας, σε ένα περίπτερο σε σχήμα αστεριού στην τρίτη βαθμίδα του τέμπλου. Δωρίστηκε το 1859 από τον αυτοκράτορα Αλέξανδρο Β' εις ανάμνησίν του προσκυνήματός του στη Μονή Ποτσάεβ.
Κάθε μέρα, στις πέντε το πρωί, στον Καθεδρικό Ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου, ως αφιέρωμα στο λυκόφως και πριν από την αυγή με μόνες τις λαμπάδες, η αδελφότητα των μοναχών τελεί την ακολουθία του μεσονυκτικού. Μετά από αυτήν, όταν ψάλλουν το τροπάριο «αδιάβατη πύλη», η θαυματουργή εικόνα της Μητέρας του Θεού του Ποτσάεβ, κατεβαίνει αργά και σταματά στο επίπεδο του ανθρώπινου ύψους. Η εικόνα περικλείεται σε δύο μεταξωτές κορδέλες. Δίπλα της, στέκει ένας ιερομόναχος, που ονομάζεται εκ της παράδοσης "της κιβωτού". Οι υπόλοιποι ακολουθούντες μοναχοί και μετά από αυτούς όλοι οι προσκυνητές στο ναό, σιωπηλά και χωρίς βιασύνη, πλησιάζουν και προσκυνούν τη θαυματουργή εικόνα.
Με τον ίδιο τρόπο, η εικόνα χαμηλώνει τα Σάββατα μετά τον Ακάθιστο στον καθεδρικό ναό προς τιμήν της, καθώς και τις Κυριακές και τις αργίες μετά την ύστερη Θεία Λειτουργία.
Τα θαύματα των ιαμάτων αυτής της εικόνας, είναι ατελείωτα, όπως και η ροή προσκυνητών από τη Ρωσία, τη Λευκορωσία, την Ουκρανία, τη Μολδαβία, τη Σερβία και άλλες χώρες, που έρχονται στη Λαύρα της.
Τα θαύματα από το ιερό του Ποτσάεβ, δεν διαχέονται προς όλους, αλλά σε όλους, όσους στρέφονται προς αυτήν την εικόνα με μια ειλικρινή προσευχή, μυστικά και αθόρυβα, λαμβάνοντας απτή και σαφή πνευματική, ψυχική και σωματική βοήθεια.
Ο καθένας από αυτούς που έρχονται στο ιερό, έχει κάτι, που μπορεί να εκφραστεί μόνο με την προσευχή. Και δεν υπάρχουν πάντα αρκετά λόγια γι αυτό.