Ο Όσιος Ομολογητής Σεβαστιανός της Καραγανδά
Τι θαυμαστός γέροντας ήταν ο πατήρ Σεβαστιανός! Ήταν μεγάλος ασκητής, προορατικός και ανυποχώρητος στρατιώτης του Χριστού, πράος και ταπεινός στην καρδιά. Η πίστη του ήταν φλογερή, αλλά και νηφάλια. Ο Όσιος μισούσε την αμαρτία, ξεριζώνοντας ανελέητα ακόμα και τα πιο αδύναμα βλαστάρια της στην ψυχή του. Εξίσου προσεκτικός ήταν με την κατάσταση της ψυχής των πνευματικών του παιδιών. Για όσους τον είχαν πνευματικό καθοδηγητή, ήταν η ενσάρκωση της αγάπης. Καμιά φορά ήταν λίγο αυστηρός, αλλά ό,τι έκανε το έκανε ως στοργική μητέρα, για τη σωτηρία των ψυχών του ποιμνίου του. Αλλά και οι άγνωστοι ζεσταίνονταν με τις ακτίνες της ευλογημένης ζεστασιάς της ψυχής του. Αγαπώντας τον Χριστό περισσότερο από την ελευθερία και τη ζωή, μοιραζόταν με όλους απλόχερα το φως αυτής της αγάπης.
Ο Όσιος Σεβαστιανός με τις μοναχές, μετά την απελευθέρωση από τη φυλακή
Ο γέροντας συνδύαζε με αξιοθαύμαστο τρόπο την ταπείνωση με την αυστηρότητα. Τηρούσε πολύ αυστηρά το εκκλησιαστικό τυπικό, την τάξη και την πληρότητα της ιερής ακολουθίας. Δεν υπήρχαν παραλείψεις και κακοτεχνίες στην ακολουθία. Ήταν πολύ αυστηρός όσον αφορά την ψαλμωδία. Δεν δεχόταν τα υπερβολικά γυρίσματα και τις κορόνες. Απαιτούσε η ψαλμωδία να είναι ευλαβική και μάλιστα εξηγούσε: «Δεν είναι ευάρεστο στον Θεό να φωνάζεις, να χτυπάς μάλιστα και τα πόδια σου. Ο Θεός δεν είναι κουφός, ακούει τα πάντα και γνωρίζει τους λογισμούς μας».
Η ταπείνωσή του είχε εκπληκτική επίδραση στους γύρω του. Κάποτε, είχε απαγορευτεί στον πατέρα Σεβαστιανό να τελεί ιερές ακολουθίες και μυστήρια σε γειτονικά χωριά. Αξίζει να σημειωθεί ότι επρόκειτο για επίσημη κοινοποίηση σχετικής απόφασης των κρατικών αρχών. Ο πατέρας Σεβαστιανός παρουσιάστηκε προσωπικά στον αξιωματούχο και του λέει: «Σύντροφε Επίτροπε, επιτρέψτε μας, κατόπιν αιτήματος των ανθρακωρύχων, να τελούμε ιερές ακολουθίες και μυστήρια στο Σαράν, στην Ντούμποβκα και σε άλλους οικισμούς. Μερικές φορές μου ζητούν να κοινωνήσω μια άρρωστη μητέρα ή να κηδέψουμε νεκρό». Και ο επίτροπος απάντησε απολογητικά: «Παρακαλώ, πάτερ Σεβαστιανέ, να τα κάνετε, μην τους τα αρνείστε».
Ο γέροντας κατανοούσε τις ανθρώπινες αδυναμίες, μπορούσε να διαχωρίζει το σημαντικό από το ασήμαντο, ήταν φιλάνθρωπος και ταυτόχρονα αυστηρός σε θέματα πίστης. Έλεγε: «Μπορείτε να προσεύχεστε σε οποιοδήποτε μέρος, οποιαδήποτε ώρα: όρθιοι, καθιστοί, ξαπλωμένοι, την ώρα που εργάζεστε, όταν ταξιδεύετε. Μόνο μην μιλάμε μέσα στο ναό, είναι αμαρτία».
Ο Όσιος Σεβαστιανός με κληρικούς
Ο Κύριος είχε προικίσει πλουσιοπάροχα τον πιστό δούλο Του. Ο πατήρ Σεβαστιανός είχε πολλά χαρίσματα: ήταν ταπεινός, πράος και φιλάνθρωπος, ασκητής, προορατικός, ευχέτης. Είχε λάβει μάλιστα από τον Θεό το χάρισμα της θεραπείας. Ο βίος του γέροντα αναφέρει πολλά περιστατικά θεραπείας ασθενών.
Κάποτε, στον πατέρα Σεβαστιανό είχε έρθει μια γυναίκα με τον εξάχρονο ανιψιό της. Το αγόρι είχε πέσει από το ποδήλατο και είχε τραυματιστεί στο πόδι του. Σύντομα το ισχίο του αγοριού άρχισε να σαπίζει. Οι γονείς εξάντλησαν όλα τα μέσα θεραπείας, έκαναν μια πρώτη εγχείρηση, μετά μια δεύτερη, αλλά η κατάσταση του παιδιού όλο και χειροτέρευε. Το αγόρι δεν μπορούσε πλέον να περπατήσει. Το πόδι άρχισε να συρρικνώνεται. Τότε, ο πατήρ Σεβαστιανός είχε δει εκείνη τη γυναίκα να έρχεται στην εκκλησία. Μια φορά την πλησίασε και της υπέδειξε έναν άλλο γιατρό. Έκαναν και άλλη επέμβαση. Η γυναίκα ήρθε ξανά στην εκκλησία. Ο πατήρ Σεβαστιανός κατευθείαν την πλησιάζει και της λέει: «Έφερες το αγόρι; Γιατί δε φτάνεις στην ουσία; Γιατί δεν τον φέρνεις σε μένα; Οι άνθρωποι έρχονται σε μένα από τη Μόσχα, από την Αγία Πετρούπολη, αλλά εσύ είσαι κοντά και δεν μου τον φέρνεις. Πήγαινε αμέσως στο νοσοκομείο και φερ’ τον στην αγκαλιά σου». Οπότε, πήγαν και έφεραν στην αγκαλιά το αγόρι στο γέροντα.
Ακολουθεί η διήγηση σε πρώτο πρόσωπο:
«Τον φέραμε στην εκκλησία, τον πήγαμε κοντά στον παππούλη. Ο παππούλης φωνάζει: «Μιχαλάκη, Μιχαλα-α-άκη!». Εκείνος κούνησε μόνο τα μάτια του και συνέχισε να κείτεται σαν κλαδί, ξεραμένος, σχεδόν άψυχος. Ο παππούλης λέει: «Να τον πάτε στην εικόνα της Αγίας Τριάδας στο εξομολογητήριο». Τον πήγα εκεί που μου υπέδειξε. Ο παππούλης έδωσε εντολή να φέρουν καρέκλα και μου λέει: «Βάλε τον Μιχαλάκη στην καρέκλα!». Τρομοκρατήθηκα! Τα χέρια και τα πόδια του παιδιού είναι σαν φραγγέλια· πώς να σηκωθεί, αφού είναι σχεδόν μισοπεθαμένο! Τότε, ο παππούλης φώναξε τη μητέρα του και μας λέει: «Κρατήστε τον από τις δύο πλευρές και βάλτε τον επάνω στην καρέκλα. Ελάτε, μη φοβάστε!» Τον ανεβάσαμε, τα πόδια του άγγιζαν την καρέκλα και εμείς τον κρατούσαμε από τις δύο πλευρές, τραβώντας τον προς τα πάνω. Στη συνέχεια ο παππούλης κάλεσε και άλλες καλόγριες και τους είπε: «Να προσεύχεστε στο Θεό!» και άρχισε και ο ίδιος να προσεύχεται. Κρατάμε τον Μιχαλάκη… Κάποια στιγμή βλέπω: στερεώνεται, στερεώνεται, ισιώνει, ισιώνει, ίσιωσε και στάθηκε στα πόδια του! Ο παππούλης λέει: «Κατεβάστε τον από την καρέκλα, θα περπατήσει με τα δικά του πόδια». Και ο Μιχάλης όντως περπάτησε στα δικά του πόδια. Όλοι ήταν συγκλονισμένοι! Ο παππούλης τον άλειψε με ευχέλαιο και λέει στη μητέρα του: «Μείνε εδώ μαζί του τη νύχτα, αύριο θα τον κοινωνήσουμε και δεν θα κουτσαίνει κιόλας». Όμως, η μητέρα δεν έμεινε και γεμάτη χαρά πήγε στο σπίτι της με τον Μιχάλη. Επιπλέον, ο παππούλης την είχε συμβουλεύσει να φέρει ένα τσουβάλι αλεύρι ως ευγνωμοσύνη στον Θεό, αλλά εκείνη έφερε μόνο μια σακούλα. Μεγάλωσε ο Μιχαλάκης μας, έγινε πολύ γλυκός, πολύ όμορφος, αλλά κούτσαινε στο ένα πόδι. Αφού η μητέρα του δεν είχε υπακούσει και δεν είχε μείνει στο μοναστήρι για να τον κοινωνήσει.
Το συγκεκριμένο επεισόδιο, λίγο παραλλαγμένο, συμπεριλήφθηκε στη διάσημη ταινία του Παύλου Λουνγκίν «Το νησί». Μόνο που στην ταινία ο σκηνοθέτης βάζει τελικά το αγόρι να μένει στο μοναστήρι και να κοινωνάει.
Το συγκεκριμένο επεισόδιο συμπεριλήφθηκε στη διάσημη ταινία του Παύλου Λουνγκίν «Το νησί»
Ο πατήρ Σεβαστιανός για τον μοναχισμό έλεγε το εξής: «Υπάρχει ένα βαθύ χάσμα ανάμεσα σε εμάς τους μοναχούς και τον κόσμο. Ο κόσμος δεν θα καταλάβει ποτέ τη ζωή μας ούτε εμείς θα καταλάβουμε ποτέ τη δική του. Αν οι μοναχοί γνώριζαν εκ των προτέρων πόσοι πειρασμοί και πόσες θλίψεις τους περιμένουν στο στενό αλλά σωτήριο αυτό δρόμο, κανείς δεν θα πήγαινε σε μοναστήρι. Και αν ο κόσμος γνώριζε ποια είναι τα μελλοντικά αγαθά των μοναχών, τότε όλοι θα πήγαιναν στο μοναστήρι».
Την ίδια στιγμή, κατανοούσε πολύ καλά τις ψυχές των λαϊκών με όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες τους, τις σωματικές και τις πνευματικές τους ασθένειες, τα βιοτικά προβλήματα και τις δυσκολίες τους.