Από τον Εκδοτικό Οίκο του Πατριαρχείου Μόσχας εκδόθηκε το βιβλίο του Πρωτοπρεσβύτερου Βαντίμ Λεόνοβ, διδάκτορα Θεολογίας και αναπληρωτή καθηγητή του Ορθόδοξου Ανθρωπιστικού Πανεπιστημίου του Αγίου Τύχωνα και της Ιερατικής Σχολής της Ιεράς Μονής Υπαπαντής, με τίτλο «Βάσεις της ορθόδοξης ανθρωπολογίας». Πρόκειται για το μοναδικό μέχρι σήμερα σύγγραμμα με το συγκεκριμένο αντικείμενο σπουδών στις θεολογικές σχολές. Πέραν αυτού, το σύγγραμμα, καθώς πραγματεύεται ένα φάσμα βασικών ανθρωπολογικών θεμάτων και παρέχει θεολογική τεκμηρίωση κεντρικών ανθρωπολογικών ιδεών της Ορθοδοξίας, είναι σημαντικό και για την κοσμική επιστήμη, στην οποία έχουν συσσωρευτεί πολλές ανακριβείς, αλλά συχνά και βαθιά λανθασμένες θεωρίες και υποθέσεις σχετικά με τον άνθρωπο.
Ζητήσαμε από τον πατέρα Βαντίμ που διδάσκει το μάθημα της «Ορθόδοξης Ανθρωπολογίας» στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών στην Ιερατική Σχολή της Υπαπαντής, να μας μιλήσει για το αντικείμενο που συμπεριλήφθηκε πρόσφατα στο σχετικό πρόγραμμα σπουδών.
Ο Πρωτοπρεσβύτερος Βαντίμ Λεόνοβ
– Πάτερ Βαντίμ, ποια, κατά τη γνώμη σας, είναι η σημασία της μελέτης της χριστιανικής ανθρωπολογίας για τους μελλοντικούς ποιμένες;
– Ο ποιμένας οδηγεί τους ανθρώπους στον Θεό. Οπότε, είναι απαραίτητο να γνωρίζει ποιος είναι ο Θεός και ποιος είναι ο δρόμος που οδηγεί σε Αυτόν. Είναι αναγκαίο, βέβαια, να γνωρίζει και εκείνον, τον οποίον κατευθύνει προς τον Θεό: τον άνθρωπο. Ταυτόχρονα, πρέπει να γνωρίζει τον άνθρωπο, και έτσι όπως τον δημιούργησε ο Θεός, δηλαδή τον αγνό, τον ιδανικό, αλλά και στην πραγματική κατάσταση, στην οποία βρίσκεται σήμερα, δηλαδή τον αμαρτωλό και κατεστραμμένο από τα πάθη. Ένας ποιμένας που δε γνωρίζει πώς πρέπει να είναι ο άνθρωπος, πώς αλλάζει ο άνθρωπος προς το καλύτερο, που δε γνωρίζει τους πνευματικούς μηχανισμούς εκφυλισμού του ανθρώπου, δεν είναι σε θέση να τον αλλάξει ουσιαστικά και να συμβάλει στην πνευματική μεταμόρφωσή του. Επομένως, η μελέτη της χριστιανικής ανθρωπολογίας είναι απολύτως απαραίτητη για το έργο της ποιμαντικής διακονίας. Ως επιβεβαίωση αυτής της θέσης θα επικαλεστώ το βιβλίο του Αγίου Θεοφάνη του Εγκλείστου «Ο δρόμος της ζωής. Γράμματα σε μια ψυχή». Πρόκειται για επιστολές του Αγίου Θεοφάνη προς το πνευματικό του τέκνο, στις οποίες ο άγιος εκθέτει μεθοδικά την πορεία της πνευματικής ζωής. Οι πρώτες 22 επιστολές αποτελούν στην πραγματικότητα ένα σύντομο μάθημα χριστιανικής ανθρωπολογίας. Και μόνο μετά από αυτήν την εισαγωγή ο άγιος εξηγεί στο τέκνο του πώς να καταπολεμάει τα πάθη, τι είναι η προσευχή, πώς να αφομοιώνει τις αρετές. Και αυτό είναι το σωστό. Πιστεύω ότι και οι σύγχρονοι ποιμένες πρέπει να προετοιμάζονται με αυτόν ακριβώς τον τρόπο για το μελλοντικό τους έργο.
– Ποιος είναι ο στόχος της χριστιανικής ανθρωπολογίας;
– Ο θεολογικός αυτός κλάδος διαμορφώθηκε στα μέσα του 20ού αιώνα. Αποσπάστηκε πρωτίστως από τη δογματική θεολογία. Συγκλίνει εν μέρει με την ασκητική, την πατρολογία, την αγιολογία και την ηθική θεολογία. Ο στόχος της είναι απλός, αλλά πολύ σημαντικός: να εκθέσει μεθοδικά την αποκεκαλυμμένη διδασκαλία της Εκκλησίας για τον άνθρωπο, τη φύση του, την προσωπικότητά του και τον τρόπο ύπαρξής του. Ο στόχος αυτός δεν έχει ακόμη επιτευχθεί, διότι η κεκαλυμμένη γνώση για τον άνθρωπο παρουσιάζεται σε πλήθος ιερών θεολογικών συγγραμμάτων, αλλά με μη συστηματικό τρόπο. Είναι εξαιρετικά δύσκολο για τους ανθρώπους που δεν έχουν θεολογική μόρφωση, όταν διαβάζουν θεολογική βιβλιογραφία, να αποκτήσουν συνολική άποψη για το ποιος είναι ο άνθρωπος, ποιος είναι ο προορισμός του και πώς μπορεί να γίνει καλύτερος.
– Ποιες πηγές χρησιμοποιείτε για τη διδασκαλία του μαθήματος;
– Πρώτα απ’ όλα, βεβαίως, την Αγία Γραφή. Γενικώς δε, τη Θεία Αποκάλυψη. Πέραν από την Αγία Γραφή, η Θεία Αποκάλυψη μάς έχει δοθεί στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, όπου εκφωνούνταν οι θείες αλήθειες εν Αγίω Πνεύματι, όπως και στα έργα των αγίων πατέρων, ειδικά όταν για κάποιο ζήτημα υπάρχει η λεγόμενη consensus patrum (“συμφωνία πατέρων” – ΣτΜ). Γενικεύοντας, μπορούμε να πούμε ότι πηγή της ανθρωπολογικής γνώσης είναι η Ιερά Παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Και η Ιερά Παράδοση είναι η εμπειρία της εν Αγίω Πνεύματι ζωής, που διατηρείται και μεταδίδεται στην Εκκλησία από γενιά σε γενιά.
Λεόνοβ Βαντίμ, Πρωτοπρεσβύτερος. Βάσεις Ορθόδοξης Ανθρωπολογίας: εγχειρίδιο, Εκδοτικός Οίκος Πατριαρχείου Μόσχας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, Μόσχα, 2013. – Θα μπορούσατε να αναφέρετε τα πιο σημαντικά, κατά τη γνώμη σας, έργα σύγχρονων ερευνητών στον τομέα της ανθρωπολογίας;
– Δυστυχώς, τα πράγματα δεν είναι και τόσο αισιόδοξα στον τομέα της έκδοσης πονημάτων χριστιανικής ανθρωπολογίας. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν ορισμένα πολύ αξιόλογα και σημαντικά έργα. Πρώτα απ’ όλα, είναι το έργο του αρχιμανδρίτη Κυπριανού (Κερν) «Η ανθρωπολογία του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά», που εκδόθηκε στα μέσα του 20ού αιώνα. Αρχικά είχε παρουσιαστεί ως μεταπτυχιακή διατριβή και στη συνέχεια εκδόθηκε ως ξεχωριστό βιβλίο. Πέρα από αυτό, θα ξεχώριζα ορισμένους σύγχρονους ορθόδοξους ξενόγλωσσους συγγραφείς. Να αναφέρω τον Όσιο Ιουστίνο (Πόποβιτς), τον Ζαν-Κλοντ Λαρσέ, τον Παναγιώτη Νέλλα, τον Γεώργιο Μαντζαρίδη, τον Αρχιμανδρίτη Ιερόθεο (Βλάχο)*. Νομίζω ότι τα έργα τους είναι άξια της προσοχής μας. Τα περισσότερα έχουν μεταφραστεί στα ρωσικά και είναι διαθέσιμα στο σημερινό αναγνώστη. Πιστεύω ότι όσοι ενδιαφέρονται σοβαρά για τη χριστιανική ανθρωπολογία πρέπει οπωσδήποτε να μελετήσουν τα έργα αυτών των συγγραφέων.
– Ποιο είναι το πιο επίκαιρο ανθρωπολογικό πρόβλημα για το σύγχρονο άνθρωπο;
– Αν μιλάμε για τη σύγχρονη ανθρωπότητα, μου φαίνεται ότι το σημαντικότερο πρόβλημα είναι το ηθικό. Το ζήτημα είναι ότι η σύγχρονη ανθρωπότητα με τον τρόπο που αναπτύσσεται δεν λαμβάνει υπόψη την ηθική βάση της ύπαρξής της, τους ηθικούς νόμους της ύπαρξης του κόσμου. Νόμοι φυσικής και φυσιολογίας, ναι, ερευνώνται εντατικά σε διάφορους επιστημονικούς τομείς. Αυτοί οι νόμοι λαμβάνονται υπόψη, αλλά το αποτέλεσμα εξακολουθεί να είναι αρνητικό: οι άνθρωποι πεθαίνουν, οι ασθένειες αυξάνονται, τα οικολογικά, πνευματικά και ηθικά προβλήματα μόνο πολλαπλασιάζονται. Αυτό σημαίνει ότι το πραγματικό πεδίο μελέτης του ανθρώπου δεν αντιστοιχεί στις πραγματικές του δυνατότητες και τις εσωτερικές του απαιτήσεις. Σε αυτό το σημείο η χριστιανική ανθρωπολογία θα μπορούσε να συνεισφέρει με το βαρυσήμαντο λόγο της, εξηγώντας ότι ο άνθρωπος είναι ένα ον που αξίζει υψηλή τιμή και σεβασμό μόνο όταν αυτός βρίσκεται σε σχέση ενότητας με τον Θεό. Μόνο τότε είναι σε θέση να πραγματώσει τις μεγάλες εσωτερικές του δυνατότητες. Όσο αυτή η ενότητα δεν υπάρχει, ο άνθρωπος καταδικάζεται σε μια άχρωμη και ελαττωματική ύπαρξη που είναι ουσιαστικά ανθρωποειδής και όχι ανθρώπινη. Αυτό είναι το πρόβλημα: ο άνθρωπος δεν κατανοεί την ουσία του προορισμού του, το νόημα της ύπαρξής του. Θυμηθείτε τι μας λέει ο προφήτης Δαβίδ: «Καὶ ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς». Ο άνθρωπος, ενώ είναι εν τιμή, δεν το καταλαβαίνει και καταντάει να μοιάζει με ζώα: αυτό είναι το κατεξοχήν ανθρωπολογικό πρόβλημα τόσο της εποχής του προφήτη Δαβίδ όσο και των ημερών μας.
– Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στη κοσμική ανθρωπολογία και τη χριστιανική;
– Η κοσμική ανθρωπολογία εμφανίστηκε στην ευρωπαϊκή επιστήμη τον 18ο αιώνα, στην εποχή των εγκυκλοπαιδικών φιλοσόφων, και αργότερα διασπάστηκε σε δύο κατευθύνσεις. Η μία κατεύθυνση προσπαθεί να συμπεριλάβει τον άνθρωπο σε όλες τις πτυχές της ύπαρξής του, να αποτελέσει ένα είδος ολιστικής επιστήμης για τον άνθρωπο, λαμβάνοντας υπόψη τόσο την ψυχολογία και τη φυσιολογία του όσο και τις πνευματικές του αναζητήσεις. Αυτή η ανθρωπολογία αναπτύσσεται ως ένα βαθμό στη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ μέχρι σήμερα, αλλά είναι δύσκολο να μιλάμε για μεγάλα επιτεύγματα. Μια άλλη κατεύθυνση της κοσμικής ανθρωπολογίας διαμορφώθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα και αναπτύχθηκε ενεργά στην ΕΣΣΔ και την Ανατολική Ευρώπη. Στο πλαίσιο αυτής της κατεύθυνσης της επιστημονικής ανθρωπολογίας οι ερευνητές ασχολούνται με τη μελέτη της φυσικής οργάνωσης του ανθρώπου: ανθρώπινη μορφολογία, ανθρωπογένεση και εθνολογία (φυλετικές μελέτες). Εδώ ο άνθρωπος γίνεται αντιληπτός μόνο στην εξωτερική όψη της ύπαρξής του. Αυτή η κατεύθυνση, κατά τη γνώμη μου, δεν εξελίσσεται σήμερα και δεν έχει μεγάλες προοπτικές.
– Τι πιστεύετε για την προοπτική της διδασκαλίας της χριστιανικής ανθρωπολογίας σε κοσμικά πανεπιστήμια; Είχατε τέτοια εμπειρία;
– Δεν έχω διδάξει ακόμα χριστιανική ανθρωπολογία σε κοσμικά πανεπιστήμια, αλλά συχνά συναντώ κοσμικούς ανθρώπους σε θεολογικά σεμινάρια, όπου μελετούν, εκτός των άλλων, και τη χριστιανική ανθρωπολογία με μεγάλο ενδιαφέρον. Επιπλέον, εκτός από την ανθρωπολογία διδάσκω και δογματική θεολογία σε κοσμικούς ακροατές και βλέπω ότι οι τομείς της χριστιανικής ανθρωπολογίας είναι αυτοί που τους ενδιαφέρουν περισσότερο. Μου φαίνεται ότι αυτή η θεολογική κατεύθυνση είναι η πιο ελκυστική στο κοσμικό περιβάλλον, διότι ο άνθρωπος, ακόμη και όταν προσέρχεται στην Εκκλησία, προσπαθεί πρώτα απ’ όλα να κατανοήσει τον εαυτό του, να απαντήσει στο ερώτημα: ποιος είμαι; Και σε σχέση με τα εσωτερικά προβλήματα προσπαθεί να καταλάβει ποιος είναι ο Θεός για αυτόν. Ναι, ο άνθρωπος εγωιστικά θεωρεί τον Θεό ως ένα είδος «μέσου» για να γνωρίσει τον εαυτό του, για να λύσει τα προβλήματά του. Η χριστιανική ανθρωπολογία είναι ακριβώς αυτή που μπορεί να εξισορροπήσει και να διορθώσει αυτή την προσέγγιση και από τους σωστούς συλλογισμούς να οδηγήσει τον άνθρωπο στη γνώση του Θεού και στη μεταμόρφωση.
–Ποιες είναι οι προοπτικές για τη διδασκαλία και την περαιτέρω ανάπτυξη της χριστιανικής ανθρωπολογίας;
– Κατά τη γνώμη μου, θα ήταν απαραίτητο και χρήσιμο να διδάσκεται η χριστιανική ανθρωπολογία ως επιστημονικό αντικείμενο στα κοσμικά πανεπιστήμια. Να σημειώσουμε εδώ ότι η ανάπτυξη της χριστιανικής ανθρωπολογίας ως θεολογικού κλάδου απαιτεί, φυσικά, κατάλληλο θεολογικό περιβάλλον, υψηλού βαθμού ένταξη στην Εκκλησία, πνευματική πείρα και υψηλό επίπεδο θεολογικών γνώσεων, κάτι που απουσιάζει από τα κοσμικά πανεπιστήμια. Επομένως, ας διαχωρίσουμε αυτούς τους δύο τομείς: τη διδασκαλία και την ανάπτυξη της χριστιανικής ανθρωπολογίας. Η διδασκαλία μπορεί να γίνει οπουδήποτε, αλλά η ανάπτυξη πρέπει να γίνεται στις θεολογικές σχολές.