Πρόσωπα της Ιεράς Μονής των Σπηλαίων του Πσκωφ
Κατά τη διάρκεια των πιο σοβαρών σοβιετικών διωγμών του 20ού αιώνα, παρέμεινε το μοναδικό ανδρικό μοναστήρι της ΕΣΣΔ, που δεν έκλεισαν οι Μπολσεβίκοι.
Ιστορικά και κανονικά ερείσματα ενότητας της Ρωσικής Εκκλησίας
Тου Καθηγητή της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας,Ιερέα Μηχαήλ Ζελτόφ.
Λιτανεία προς τιμήν του Αγίου Ειρηνάρχου του Εγκλείστου 2019
Οι προσκυνητές καλύπτουν περίπου 70 χιλομέτρα τις πρώτες τέσσερις μέρες και διανυκτερεύουν δίπλα σε ανακαινιζόμενες εκκλησίες
Μητροπολίτης Ονούφριος μιλά για την πορεία της κανονικής Ορθοδοξίας στην Ουκρανία
Το Τμήμα Πληροφοριών και Μορφώσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας δημοσίευσε τη συνέντευξη του Μακαριωτάτου Μητροπολίτου Κιέβου και πάσης Ουκρανίας κ.κ. Ονουφρίου στο περιοδικό «Pastyr i pastva» («Ο Ποιμένας και το ποίμνιο»).

Πώς να μάθουμε να υπομένουμε τους πειρασμούς

Μοναχοί απαντούν στην ερώτηση: πώς να μάθουμε να υπομένουμε τους πειρασμούς; Ποια στάση πρέπει να κρατάμε ώστε να υπομένουμε τα δεινά για χάρη του Χριστού, του Θεού μας;

Ιερομόναχος Αγαθάγγελος Νταβλάτοβ:

– Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κατανοήσουμε με σαφήνεια είναι ότι η πηγή όλων των πειρασμών είναι η κακή μας θέληση και η διεφθαρμένη πνευματική κατάσταση των πλησίον μας. Ο διάβολος, θέλοντας να μας βυθίσει στην απόγνωση και να μας στρέψει εναντίον του Θεού, προσπαθεί να μας ωθήσει σε λάθος λόγια και πράξεις, που καταστρέφουν τον εσωτερικό μας κόσμο και διαταράσσουν τις σχέσεις μας με τους άλλους. Εκτός από αυτό, ο πονηρός προσπαθεί να μας πειράζει μέσω των ανθρώπων του περίγυρού μας, οι οποίοι υποτάσσονται (μόνιμα ή προσωρινά) στην εξουσία του. Ο Θεός δεν είναι πηγή πειρασμών. Μπορεί μόνο να παραχωρήσει μια δοκιμασία, την οποία όταν ξεπερνάμε καθαριζόμαστε από τα πάθη και τα ελαττώματα, πλενόμαστε από τη βρωμιά της αμαρτίας, ανεβαίνοντας σε ένα υψηλότερο στάδιο πνευματικής ανάπτυξης.

Με βάση όσα είπαμε, μπορούμε να καταλάβουμε πώς να ενεργήσουμε σε κάθε δεδομένη περίσταση. Αν η πηγή της θλίψης είναι η φθαρμένη ελεύθερη βούλησή μας, τότε πρέπει να διορθώσουμε το κακό που έχουμε κάνει και που προκάλεσε τη θλίψη μας. Όταν καταφεύγουμε στη μετάνοια, μπορούμε να ζητήσουμε από τον Θεό βοήθεια για την επίλυση των προβλημάτων που έχουμε οι ίδιοι προκαλέσει στον εαυτό μας.

Αν έχουμε πέσει θύμα κακουργίας άλλου ανθρώπου, μπορούμε, ζητώντας την ευλογία και την προστασία του Θεού, να προσπαθήσουμε να αντισταθούμε στην επιθετικότητα του άλλου ατόμου με τη μία ή την άλλη μορφή, προκειμένου να μετριάσουμε τις αρνητικές συνέπειες της εισβολής του κακού ατόμου στη ζωή μας.

Ο Θεός δεν είναι πηγή πειρασμών, μπορεί μόνο να παραχωρήσει μια δοκιμασία

Αν διαπιστώσουμε ότι η προσωπική μας τραγωδία είναι έξω από τη θέλησή μας και δεν σχετίζεται με την πρόθεση ενός συγκεκριμένου ανθρώπου να μας βλάψει, τότε πρέπει απλώς να κάνουμε υπομονή και να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε γιατί βρεθήκαμε μπροστά στη συγκεκριμένη δοκιμασία. Αν βγάλουμε ηθικό δίδαγμα από τη δοκιμασία, θα είναι ευκολότερο να την ξεπεράσουμε: όταν συνειδητοποιούμε το υπόβαθρο και τη σημασία της δοκιμασίας για τη σωτηρία μας, αποκτούν νόημα τα βάσανά μας και υπάρχει προοπτική...

Ιεροδιάκονος Σεραφείμ Τσερνισούκ:

– Δύσκολη ερώτηση. Ο καθένας αναπτύσσει μάλλον τους δικούς του τρόπους. Φυσικά, πρέπει να συμβουλευόμαστε, να καταφεύγουμε σε πολύ έγκυρους ανθρώπους. Θα πρέπει να διαβάζουμε τα βιβλία των Αγίων Πατέρων, τι έγραψαν για το θέμα αυτό. Αλλά δεν αποδεχόμαστε εγκάρδια πάντα το λόγο κάποιου άλλου, ακόμα και των αγίων. Γι’ αυτό, ίσως, πρέπει να μαθαίνουμε και από τα δικά μας λάθη. Και όταν συνειδητοποιείς ότι έχεις ήδη προειδοποιηθεί για κάτι, ότι οι άγιοι ή οι δάσκαλοι είχαν δίκιο, σε συνδυασμό με την προσωπική σου εμπειρία αυτά σού προσφέρουν κάποια ανοσία, αν επιτρέπεται να το θέσω έτσι.

Δε θα απαλλαγούμε από τους πειρασμούς μέχρι το θάνατό μας. Έχουμε προειδοποιηθεί για αυτό: «Τέκνον, εἰ προσέρχῃ δουλεύειν Κυρίῳ Θεῷ, ἑτοίμασον τὴν ψυχήν σου εἰς πειρασμόν· εὔθυνον τὴν καρδίαν σου καὶ καρτέρησον καὶ μὴ σπεύσῃς ἐν καιρῷ ἐπαγωγῆς» (Σειρ. 2: 1-2). Οι πειρασμοί θα υπάρχουν πάντα. Όμως, είναι άλλο πράγμα πώς να τους αντιμετωπίζουμε, πώς να συνυπάρχουμε με αυτούς;

Πώς να υπομένουμε τις θλίψεις και όλα τα άλλα για χάρη του Χριστού; Μου φαίνεται ότι δεν υπάρχει καθολική απάντηση στο ερώτημα αυτό. Ίσως πρέπει να σκεφτούμε νηφάλια: «Αν δεν υπομένω, τι θα συμβεί;». Θα χειροτερέψει. Φυσικά, ο καθένας έχει το δικό του μέτρο υπομονής. Είμαστε όλοι διαφορετικοί. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι πολύ ευαίσθητοι, πολύ ευάλωτοι, και υπάρχουν άνθρωποι που είναι υπερβολικά χοντρόπετσοι. Νομίζω ότι η ποσότητα υπομονής είναι μάλλον φυσική ιδιότητα. Υπάρχει ωστόσο και η ενέργεια της χάριτος του Θεού.

Αν βγάλουμε ηθικό δίδαγμα από τη δοκιμασία, θα είναι ευκολότερο να την ξεπεράσουμε

Πρέπει να ζητάμε υπομονή από τον Θεό. Νομίζω ήταν ο Άγιος Εφραίμ ο Σύρος που ήταν εξαιρετικά οξύθυμος άνθρωπος στα νιάτα του, όπως μας πληροφορεί το συναξάρι του. Υπέβαλε τον εαυτό του σε μεγάλους αγώνες προκειμένου να ταπεινώσει την οξυθυμία του, και αυτό απέδωσε καρπούς. Ένας άλλος άγιος, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, σε ένα λόγο του λέει τα εξής, και συμφωνώ απόλυτα με αυτό: «Από όλα τα βάσανά μας, τα πιο ένδοξα είναι εκείνα που υπομένουμε για χάρη του Θεού» .

Ιεροδιάκονος Ηλιόδωρος (Σεβτσούκ):

– Αυτό το ερώτημα και εμένα με απασχολούσε και συνεχίζει να με απασχολεί. Και μπορώ να απαντήσω με τον τρόπο που έχω απαντήσει για τον εαυτό μου. Πρώτα απ’ όλα – και στους πειρασμούς και όταν τα πάθη εκδηλώνονται μέσα μας, και μερικές φορές πολύ έντονα – πρέπει να εναποθέσουμε την ελπίδα μας στον Θεό. Με ποιον τρόπο μπορούμε να το κάνουμε αυτό; Όταν διαπράττουμε αμαρτία, όταν πέφτουμε σε πειρασμό, όταν υποτασσόμαστε στο πάθος, συχνά πέφτουμε σε απελπισία και θλίψη. Αρχίζουμε να κατηγορούμε τον εαυτό μας για τις αμαρτίες που διαπράξαμε, να τις σκεφτόμαστε, να προβληματιζόμαστε για το πώς ο Κύριος θα μας τιμωρήσει γι’ αυτές τις αμαρτίες, και τι συνέπειες θα έχουν όλα αυτά για μας. Όμως αυτή η προσέγγιση, αν και εν μέρει σωστή, δεν είναι απολύτως ορθή.

Φυσικά, αφού αμαρτάνουμε και υποτασσόμαστε στα πάθη μας, πρέπει να κάνουμε πνευματική εργασία. Αλλά δεν πρέπει να επικεντρωνόμαστε στα πάθη και τις αμαρτίες μας. Εξάλλου, ο Θεός δεν ήρθε στον κόσμο για να μας δείξει τις αμαρτίες. Η ανθρωπότητα που υποδέχτηκε τον Χριστό ήδη ήξερε τις αμαρτίες της. Τόσο ο Μωυσής όσο και οι προφήτες είχαν μιλήσει γι’ αυτές. Ήταν κατανοητές και γνωστές σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Από εκείνη την εποχή κιόλας στη συνείδηση των ανθρώπων υπήρχε η έννοια τόσο της αρετής όσο και της αμαρτίας.

Ο Θεός έφερε στον κόσμο κάτι άλλο. Έφερε στον κόσμο τον Εαυτό Του ως τον Μόνον, ο Οποίος είναι σε θέση να βοηθήσει τον άνθρωπο όχι απλώς να κατανοήσει ότι είναι αμαρτωλός, αλλά και να τον βοηθήσει να ξεπεράσει τις αμαρτίες και τα πάθη του. Ταυτόχρονα, ο Θεός τα διευθέτησε όλα με τέτοιο τρόπο που να μην μπορούμε να νικήσουμε αυτά τα πάθη με τη δική μας δύναμη, με τρόπο που στην πραγματικότητα ο άνθρωπος να μην μπορεί να γίνει πλήρης, με την πνευματική έννοια, παρά μόνο σε ένωση με τον Θεό. Η θεραπεία μας από τις αμαρτίες, από τα πάθη, από τις ασθένειες και τις πνευματικές παθήσεις θα πρέπει να εναποτίθεται στον Θεό, και μόνο σ’ Αυτόν θα πρέπει να απευθύνουμε όλες τις προσευχές και τα αιτήματά μας για τη θεραπεία του εαυτού μας.

Ας θυμηθούμε τι λέει το Ευαγγέλιο: «Οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες· τίς ἄρα δύναται σωθῆναι; Ἐμβλέψας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρὰ δὲ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι» (Μτ. 19: 25-26). Αυτά τα λόγια πρέπει ο πιστός να τα ενσταλάξει με κάποιον τρόπο στην καρδιά του. Όταν πέφτουμε σε πειρασμούς και στα πάθη και όταν διαπράττουμε αμαρτίες, δεν πρέπει να τρέχουμε πέρα-δώθε σε αναζήτηση διεξόδου από την κατάσταση. Πρέπει να προστρέχουμε αμέσως στη μόνη πηγή που μπορεί να μας δώσει θεραπεία: στον Θεό. Και να δώσουμε όλες αυτές τις αμαρτίες και τα πάθη, όλους αυτούς τους πειρασμούς σε Αυτόν, όπως έκανε, για παράδειγμα, ο άγιος προφήτης Δαβίδ: «ἤλπισα ἐπὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος» (Ψαλ. 51:10) – δηλαδή, να εναποθέσουμε στον Θεό όλη μας την καρδιά, όλη μας την ψυχή, όλη μας την ελπίδα. Επειδή σωζόμαστε με τη χάρη, η οποία δίνεται μόνο μέσω της κοινωνίας με τον Θεό. Και μέσω της προσωπικής κοινωνίας με τον Θεό μέσω της προσευχής, μέσω των Μυστηρίων, μέσω της συμμετοχής στις ιερές ακολουθίες. Μόνο σε αυτή την περίπτωση μπορούμε να καταφέρουμε κάτι. Όσο το παραμελούμε αυτό, τίποτα δεν θα καταφέρουμε.

Υπάρχει ένα σημαντικό σημείο, ιδιαίτερα χαρακτηριστικό της ορθόδοξης κουλτούρας στη Ρωσία, όπως το έχω παρατηρήσει. Οι άνθρωποι στη χώρα μας διαχωρίζουν το Ευαγγέλιο από την καθημερινή ζωή. Οι άνθρωποι που ζουν στον κόσμο συχνά λένε ότι δεν θα ενεργούν σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, επειδή ο κόσμος λειτουργεί σύμφωνα με άλλους νόμους. Και όταν ένας άνθρωπος καθοδηγείται από το Ευαγγέλιο σε όλους τους τομείς της ζωής του, γίνεται άβολος για τον κόσμο. Αλλά ο Κύριος, όταν μας έδωσε τον λόγο και τη διδασκαλία Του, δεν είπε ότι πρέπει να αποκόψουμε το Ευαγγέλιο από τη ζωή και να το εφαρμόζουμε μόνο σε έναν τομέα. Είπε ότι το Ευαγγέλιο πρέπει να είναι ο οδηγός όλης της ζωής: «Μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ» (Μκ. 1: 15)· «Ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν» (Μκ. 8:35). Ο Χριστός πρέπει να βρίσκεται στο κέντρο της ζωής κάθε στιγμή, και στους πειρασμούς.

Υπάρχει και μια άλλη σημαντική και, κατά τη γνώμη μου, όχι απολύτως σωστή ερμηνεία: οι άνθρωποι ισχυρίζονται μερικές φορές ότι όταν αμαρτάνουμε και πέφτουμε στα πάθη, ο Θεός απομακρύνεται από εμάς. Από ποια άποψη είναι αυτό σωστό; Από την άποψη ότι, όταν ένας άνθρωπος βρίσκεται σε κατάσταση αμαρτίας, του είναι πιο δύσκολο να προσευχηθεί, του λείπει πραγματικά η κοινωνία με τον Θεό, του είναι δύσκολο να επιστρέψει. Και αναμφίβολα είναι δύσκολο για έναν άνθρωπο που είναι ακάθαρτος να εισέλθει σε κοινωνία με τον Θεό και να αισθανθεί τη χαρισματική συμμετοχή του Θεού στη ζωή του. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο Θεός έχει απομακρυνθεί από τον άνθρωπο. Αντιθέτως, ο Θεός είναι πολύ κοντά σε εκείνους τους ανθρώπους που βρίσκονται σε κίνδυνο. Υπάρχουν δίκαιοι άνθρωποι. Ο Κύριος γνωρίζει ότι ούτως ή άλλως η ψυχή τους είναι μαζί Του και δεν χρειάζονται τόση άμεση εποπτεία. Όμως, αυτός που χρειάζεται λεπτή καθοδήγηση είναι ο αμαρτωλός άνθρωπος, που παλεύει με τα πάθη του. Ο Κύριος λέει στο Ευαγγέλιο: «Οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Μκ. 2:17).

Ο Χριστός πρέπει να βρίσκεται στο κέντρο της ζωής κάθε στιγμή, και στους πειρασμούς

Και στην παραβολή του άσωτου υιού, η έμφαση δίνεται στον αμαρτωλό γιο που εγκατέλειψε τον πατέρα του, όχι στον δίκαιο γιο που έμεινε μαζί του. Και όταν ο άσωτος υιός επιστρέφει στο πατρικό του σπίτι, ο πατέρας του, μόλις τον είδε από μακριά, τρέχει προς το μέρος του και τον αγκαλιάζει με χαρά. Ο Θεός περιμένει το ίδιο από τον κάθε άνθρωπο. Είναι σαν τον πατέρα που στέκεται πάντα στη βεράντα του σπιτιού του και περιμένει τον χαμένο γιο του που τον εγκατέλειψε. Ακριβώς για αυτό το θέμα μιλάει ο Κύριος στο Ευαγγέλιο. Λέει ότι ο Θεός δεν κοιτάζει από απόσταση τον άνθρωπο που έχει πέσει στην αμαρτία, και ότι περιμένει να κάνει μόνος του κάτι γι’ αυτό... Αντίθετα, ο Θεός ξεκινάει ένα ταξίδι για να πάρει την ψυχή του ανθρώπου που μοιάζει με το χαμένο πρόβατο του Ευαγγελίου ή τη δραχμή. Και ο Θεός θα λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να βρει αυτή την ψυχή. Και μόλις βρεθεί στον ορίζοντα, θα την περιβάλει αμέσως με την αγάπη και την προσοχή Του. Αυτή η παραβολή είναι πολύ αποκαλυπτική για τον χαρακτήρα του Θεού.

Πώς να υπομένουμε τη θλίψη για χάρη του Χριστού; Γενικώς, οι άνθρωποι βιώνουν τον Χριστό με πολύ διαφορετικούς τρόπους. Και δεν υπάρχει τίποτα παράξενο σε αυτό, διότι η σχέση μεταξύ Θεού και ανθρώπου είναι μια μοναδική σχέση μεταξύ δύο προσώπων. Και είναι αδύνατο να οικοδομηθεί μια σχέση μεταξύ προσωπικοτήτων, η οποία να μοιάζει με κάποια άλλη. Ο κάθε άνθρωπος οικοδομεί αυτές τις σχέσεις με έναν ιδιαίτερο τρόπο, κάτι που είναι αποκαλυπτικό στην περίπτωση της θλίψης. Από τη μία πλευρά, ο Θεός δίνει σε έναν άνθρωπο την ευκαιρία να περάσει από θλίψεις, και του παραχωρεί θλίψεις, δοκιμασίες και βάσανα. Αλλά ταυτόχρονα ο Θεός δίνει στον άνθρωπο και τη δύναμη να τις ξεπεράσει. Το μόνο που απαιτείται από εμάς σε αυτή την περίπτωση είναι η πλήρης εμπιστοσύνη στον Θεό και όχι στον εαυτό μας. Θυμηθείτε, όπως είπε ο Απόστολος Παύλος: «Πιστὸς δὲ ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε, ἀλλὰ ποιήσει σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν» (Α΄ Κορ. 10: 13).

Από τη στιγμή που μας επιτέθηκε πειρασμός ή κάποια εσωτερική ή εξωτερική θλίψη, πρέπει να τα εναποθέσουμε όλα στον Θεό και όχι στον εαυτό μας. Πώς το κάνουμε αυτό; Ο καθένας έχει διαφορετικούς τρόπους. Κάποιος, για παράδειγμα, προσπαθεί να εκκλησιάζεται περισσότερο και να βρίσκει στις ιερές ακολουθίες κάποιου είδους ανακούφιση, στήριξη. Κάποιος αρχίζει να διαβάζει περισσότερο το Ευαγγέλιο, να εμβαθύνει στην ανάγνωση των Αγίων Πατέρων. Κάποιος προσεύχεται περισσότερο από ό, τι συνήθως. Και κάποιος μπορεί απλώς να εναποθέσει τον εσωτερικό του πόνο στον Θεό χωρίς μεγάλη προσπάθεια, απλώς εσωτερικά, πολύ ειλικρινά. Και ο Θεός θα το δεχτεί ως προσευχή και ως μεγάλο δώρο, επειδή η ιεράρχηση των αξιών των ανθρώπινων πράξεων και των ανθρώπινων αρετών είναι πολύ διαφορετική για τον Θεό και για τους ανθρώπους. Έχουμε συνηθίσει να μετράμε τις αρετές με ανθρώπινα μέτρα, με ποσοτικές κατηγορίες, με τον αριθμό των μετανοιών, των προσευχών, των ιερών ακολουθιών, και γενικώς απαριθμούμε πόσα έχουμε μελετήσει και τι έχουμε μάθει. Και αυτό συμβαίνει σε όλα τα πεδία, συμπεριλαμβανομένου του πεδίου της θρησκείας. Μας φαίνεται ότι ένας άνθρωπος που προσεύχεται περισσότερο και που είναι πιο συγκεντρωμένος στην προσευχή είναι πιο άξιος της προσοχής και της χάρης του Θεού από εκείνον που δεν κάνει τέτοιες προσπάθειες. Μπορεί όμως να αποδειχθεί ότι οι πιο μικρές πράξεις των ανθρώπων, οι οποίες δεν είναι καν αξιοσημείωτες, αποδεικνύονται εξίσου ενάρετες στα μάτια του Θεού με όλες τις αρετές κάποιου ασκητή που έζησε στην έρημο για πολλά χρόνια. Μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι έτσι. Και στα παλαιά γεροντικά υπάρχουν τέτοιες ιστορίες.

Το μόνο που απαιτείται από εμάς είναι η πλήρης εμπιστοσύνη στον Θεό και όχι στον εαυτό μας

Μου αρέσει πολύ η ιστορία του μοναχού Δοσίθεου, υποτακτικού του αββά Δωρόθεου, ο οποίος έζησε σε μοναστήρι μόνο πέντε χρόνια. Δεν ήταν τέλειος, αλλά παραδίδοντας τον εαυτό του σε υπακοή στον πνευματικό του ολόψυχα και ολοκληρωτικά, αξιώθηκε να πεθάνει με έναν ευλογημένο, πνευματικό θάνατο και να λάβει τα υψηλότερα στεφάνια στον Ουρανό απ’ ό,τι πολλοί από τους Όσιους Πατέρες. Και αυτό είναι ένας δείκτης. Ο καθένας σώζεται με διαφορετικό τρόπο. Το ζήτημα της σωτηρίας είναι προσωπικό. Και κανείς δεν είναι σε θέση να μας βοηθήσει σε αυτό. Μόνο εμείς οι ίδιοι και ο Θεός. Αυτό που έχει σημασία είναι η σχέση που οικοδομούμε με τον Θεό. Οι πνευματικοί και οι άνθρωποι που μας συμβουλεύουν κάτι μπορούν μόνο να μας υποστηρίξουν, τίποτα περισσότερο. Επομένως, δεν πρέπει να υπερεκτιμούμε τον ρόλο του πνευματικού. Είναι σίγουρα σημαντικός, αλλά δεν μπορεί να καλύπτει στο σύνολό του το χώρο της πνευματικής ζωής. Είναι μόνο βοηθός στο δρόμο προς το Θεό. Και στους πειρασμούς θα πρέπει να θυμόμαστε τα λόγια του προφήτη: «Ὑπόμεινον τὸν Κύριον· ἀνδρίζου, καὶ κραταιούσθω ἡ καρδία σου, καὶ ὑπόμεινον τὸν Κύριον» (Ψαλ. 26: 14).

Το κείμενο για τη δημοσίευση ετοίμασε η Αλεξάνδρα Καλινόβσκαγια
Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβα

monastery.ru

3/6/2024

×