Όταν συναντάμε στην πορεία της ζωής μας έναν άνθρωπο με σωματική αναπηρία, στην ψυχή μας γεννιούνται διάφορα συναισθήματα: είναι και συμπόνια, και εσωτερικός πόνος και η επιθυμία να βοηθήσουμε με κάποιον τρόπο. Ο καθένας έχει τα δικά του. Αλλά και οι ίδιοι οι αδύναμοι άνθρωποι είναι συχνά πολύ συμπονετικοί και ανταποκρίνονται στον πόνο του άλλου. Σύμφωνα με τον γέροντα Παΐσιο, όσοι με ευγνωμοσύνη προς τον Θεό υπομένουν τις σωματικές τους θλίψεις και ασθένειες εξομοιώνονται με τους μάρτυρες και τους ομολογητές.
Ο Νικόλαος, ή απλώς Νικολάκης, όπως τον αποκαλούσαν πολλοί ενορίτες του Ιερού Ναού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, είχε εγκεφαλική παράλυση. Δεν του ήταν καθόλου εύκολο να περπατάει, παρ’ όλα αυτά αυτός κάθε μέρα και με μεγάλη δυσκολία πήγαινε στο Ναό, προσευχόταν στη Θεία Λειτουργία και μερικές φορές έμενε και για τον Εσπερινό. Κάθε Σάββατο απόγευμα προσευχόταν ανελλιπώς στην εσπερινή ιερή ακολουθία.
Η εμφάνισή του στον Ναό συνοδευόταν πάντα από ψιθύρους των ενοριτισσών: «Να, ο Νικολάκης ήρθε, ο Νικολάκης μας...». Και η κάθε μια προσπαθούσε να του δώσει ψιλά ή μπισκότα ή σοκολάτα.
– Προσευχήσου για την εγγονή μου, πήγε να σπουδάσει.
– Μνημόνευσε τη βαριά ασθενή Ελένη, την πεθερά μου…
– Νικολάκη, προσευχήσου για το γιο μου, μεθάει…
Αυτά και άλλα του τα έλεγαν ψιθυριστά, και σε κάθε τέτοιο αίτημα εκείνος έγνεφε το κεφάλι του και απαντούσε: «Σώσον, Κύριε». Και δεν το έγνεφε γρήγορα και με έπαρση, αλλά με συγκέντρωση και ταπείνωση. Κοιτάζοντάς τον, μπορούσε κανείς να είναι σίγουρος ότι δεν θα ξεχάσει, ότι θα προσευχηθεί, θα μνημονεύσει τους αμαρτωλούς, τους πάσχοντες, τους απολωλότες. Ο Νικολάκης δεχόταν όλα τα δώρα και τις προσφορές χωρίς ψεύτικη σεμνότητα, αλλά ποτέ δεν τον είχε δει κανείς να τρώει σοκολατάκια ή έστω παξιμάδια.
Πριν από τη Θεία Λειτουργία, ο Νικόλαος πλησίαζε σε όλες τις εικόνες του Ναού και τις ασπαζόταν μια-μια λες και συναντούσε τους πιο κοντινούς και αγαπημένους του ανθρώπους. Προσευχόταν, έκανε το σταυρό του με θέρμη, και μετά το τέλος της ιερής ακολουθίας έβγαινε στο προαύλιο της εκκλησίας και καθόταν σε ένα παγκάκι. Εκεί περιτριγυρισμένος από κόσμο δεχόταν και πάλι αιτήματα για προσευχή, κυρίως από εκείνους που δεν είχαν προλάβει να ζητήσουν προσευχή την ώρα της ιερής ακολουθίας. Για αρκετές ώρες καθόταν στο παγκάκι, και σε όλο αυτό το διάστημα τον πλησίαζαν ξανά και ξανά άνθρωποι, του έδιναν κάτι, του ζητούσαν να προσευχηθεί ή απλώς τον χαιρετούσαν. Αυτός ο άρρωστος άνθρωπος, που δεν είχε τίποτα το ωραίο και το ελκυστικό, τραβούσε την προσοχή των ανθρώπων σαν μαγνήτης. Αυτό ήταν το εκπληκτικό. Ακόμη πιο εκπληκτικό ήταν το γεγονός ότι οι άνθρωποι που επισκέπτονταν τον Ναό, όταν πλησίαζαν στο Νικολάκη για να τον χαιρετήσουν για πρώτη φορά, «έτσι για την παρέα», ως απάντηση στο δικό τους χαιρετισμό: «Γεια σου, Νικολάκη!» – μπορούσαν να ακούσουν το στοργικό: «Γεια σου, Μαρινάκι», για παράδειγμα. Ναι, ο Νικόλαος συχνά αποκαλούσε τους άγνωστους με το όνομά τους. Υπήρχαν φορές που απροσδόκητα απευθύνονταν σε έναν άνθρωπο με λέξεις που ήταν η απάντηση σε μια ερώτηση που βασάνιζε αυτόν τον άνθρωπο για πολύ καιρό. Αυτό δεν εξέπληττε τους ενορίτες του Ναού. Πολλοί γνώριζαν ήδη ότι ο Κύριος συχνά αποκαλύπτει το θέλημά Του στον Νικόλαο.
Από τον Νικολάκη ζητούσαν προσευχές και ιερείς. Στην ερώτηση: «Γιατί;» απαντούσαν: «Έχει υποφέρει πολύ στη ζωή του»
Αλλά δεν ήταν μόνο οι γιαγιάδες που ζητούσαν προσευχές από τον Νικολάκη, αλλά και ιερείς και μοναχοί. Με την πρώτη ματιά δεν μπορούσες να καταλάβεις πώς και οι υπηρέτες του Κυρίου ζητούσαν προσευχές από έναν σεμνό κακομοίρη ενορίτη. Η απάντησή τους ήταν πάντα απλή: «Ο Νικόλαος έχει υποφέρει πολύ στη ζωή του». Όντως, έχει υποφέρει πραγματικά πολύ.
Η ζωή του Νικολάκη ήταν σκέτο μαρτύριο. Η μητέρα του είχε πεθάνει εξαιτίας ενός κοντινού του προσώπου, με το οποίο ο Νικόλαος ήταν αναγκασμένος να ζει μαζί για το υπόλοιπο της ζωής του. Αυτό το γεγονός το δεχόταν με πλήρη υποταγή στο θέλημα του Θεού. Συχνά ο Νικολάκης επισκεπτόταν τον τάφο της μητέρας του και προσευχόταν εκεί. Μια μέρα, ομάδα νεαρών περνούσε μέσα από το νεκροταφείο, εκεί όπου προσευχόταν. Οι νεαροί έσπρωξαν τον Νικόλαο και αυτός, μη μπορώντας να σταθεί στα πόδια του, έπεσε μπρούμυτα στις άκρες της ταφικής περίφραξης. Έτσι έχασε το μάτι του.
Υπήρχαν φορές που ήταν πολύ δύσκολο για τον Νικόλαο να περπατάει. Δεν μπορούσε να κρατήσει την ισορροπία του όταν περπατούσε και επανειλημμένα έπεφτε στο δρόμο. Καλοί άνθρωποι τον σήκωναν, τον έβαζαν στα πόδια του, και αφού περπατούσε για λίγο ξαναέπεφτε για να τον σηκώσουν ξανά. Με αυτόν τον τρόπο συνέχιζε την πορεία του προς το Ναό. Όταν έφτανε στο Ναό, καθόταν εξαντλημένος σε κάθισμα και ήταν φανερό ότι δυσκολεύεται πολύ. Όμως όταν τελείωνε η λειτουργία, ο Νικολάκης, αφού ξεκουραζόταν λίγο στο προαύλιο του Ναού, ξεκινούσε τον δρόμο της επιστροφής. Καμιά φορά, όταν προσκυνούσε τις εικόνες, επειδή έπρεπε να κάνει ένα βήμα πίσω από την εικόνα, έχανε την ισορροπία του, πήγαινε να πέσει, άρπαζε το κηροπήγιο και έπεφτε μαζί του, και από πάνω του έπεφταν αναμμένα κεριά και λάδι από το καντήλι. Εκείνος σηκωνόταν αμήχανα με τη βοήθεια ενοριτών, τακτοποιούσε τα ρούχα του και συνέχιζε την προσευχή του. Χωρίς ίχνος γογγυσμού, μομφής ή δυσαρέσκειας προς Εκείνον που τον είχε πλάσει έτσι.
Περνούσαν χρόνια, οι ενορίτες του Ναού, οι ιερείς και οι μοναχοί εξακολουθούσαν να ζητούν από τον Νικολάκη προσευχές, οι οποίες θεωρούνταν ιδιαίτερα πολύτιμες στα μάτια του Θεού. Όμως, μια μέρα το χειμώνα ο Νικόλαος εξαφανίστηκε. Για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν τον έβλεπε κανείς στο Ναό. Οι πιο ένθερμοι ενορίτες πήγαν στο σπίτι του και αποδείχθηκε ότι και από το σπίτι του ο Νικόλαος είχε χαθεί εδώ και καιρό. Οι συγγενείς του δήλωσαν εξαφάνιση. Στο Ναό άρχισαν να προσεύχονται θερμά για τον αγνοούμενο Νικόλαο.
Ο παππούλης ένιωσε ότι ο αγνοούμενος Νικόλαος στεκόταν δίπλα του στο ιερό και κατάλαβε: σήμερα συμπληρώνονται 40 ημέρες από τον θάνατό του
Μετά τα Χριστούγεννα, ένας ιερέας, από εκείνους που ζητούσε προσευχές από το Νικολάκη και που με τη σειρά τους προσευχόταν γι’ αυτόν, έβγαζε μερίδες στην προσκομιδή, και εκείνη τη στιγμή ένιωσε ότι ο Νικόλαος στεκόταν δίπλα του εκεί στο ιερό. Και τότε ο παππούλης με κάποιο θαυμαστό τρόπο κατάλαβε: σήμερα συμπληρώνονται 40 ημέρες από τον θάνατο του δικαίου. Ο ιερέας μίλησε στους αδελφούς του ιερείς για αυτήν την θαυμαστή εμφάνιση και μετά από διαβούλευση αποφάσισαν τελικά να μνημονεύουν τον Νικόλαο υπέρ υγείας, επειδή στον Θεό είναι όλοι ζωντανοί.
Την άνοιξη, όταν άρχισαν να λιώνουν οι υψηλές χιονοστιβάδες, το σώμα του Νικολάου βρέθηκε σε μια δασική ζώνη, έξω από την πόλη. Η ιατροδικαστική εξέταση αποκατέστησε την εικόνα του μαρτυρικού τέλους του Νικολάου. Το χειμώνα τον είχε χτυπήσει αυτοκίνητο, αλλά επέζησε. Αναίσθητο τον είχαν μεταφέρει σε δασική έκταση, όπου πέθανε από τα τραύματα και τον παγετό. Το σώμα του είχε κολλήσει και είχε παγώσει μέσα σε μια χιονοστιβάδα.
Με αυτόν το μαρτυρικό θάνατο τελείωσε η μαρτυρική ζωή του δίκαιου Νικολάου, ο οποίος παρουσιάστηκε ενώπιον του Θεού δοκιμασμένος «ὡς χρυσὸν ἐν χωνευτηρίῳ» (Σοφ. Σολ. 3: 6). Με το παράδειγμά του ο Κύριος μας έδειξε ότι για όσους αγαπούν τον Θεό δεν υπάρχουν εμπόδια στο να ευαρεστούν τον Θεό. Ένα σωματικά αδύναμο σώμα δεν αποτελεί εμπόδιο για μια ψυχή που φλέγεται για τον Χριστό. Η ζωή του Νικολάκη μάς έκανε να συνειδητοποιήσουμε ότι αιτία της αυτοδικαίωσης, δηλαδή ότι τάχα δεν είναι και τόσο εύκολο να εκκλησιαζόμαστε συχνά, να αντέχουμε τις ιερές ακολουθίες, να προσευχόμαστε, είναι μόνο η αυτολύπησή μας. «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλ. 4:13), – λέει ο Απόστολος Παύλος. Την επιβεβαίωση των λόγων του ο Κύριος μας την φανέρωσε με τη ζωή ενός ανθρώπου, ο οποίος επιποθούσε πάντα τον Θεό όχι μόνο με την ψυχή του, αλλά και με το φτωχό και αδύναμο σώμα του.