Ο πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Λάριν από την αμερικανική πόλη Νάιακ μου έχει διηγηθεί την ιστορία του γάμου του πολλές φορές και με αφορμή διάφορες περιστάσεις. «Εντάξει, παντρεύτηκε που παντρεύτηκε, εμένα τι με αφορά;», - σκεφτόμουν κάθε φορά. Ωστόσο, αυτή η ιστορία για κάποιο λόγο δεν με άφηνε ήσυχο. Μόνο αργότερα κατάλαβα ποιος ήταν ο λόγος. Αλλά πρώτα, ας πούμε την ίδια την ιστορία.
Έλεγε ο πατήρ Γεώργιος: «Όταν ήμουν παιδί, διακονούσα στη Σαγκάη τον Άγιο Ιωάννη της Σαγκάης. Μου άρεσε να πηγαίνω στο κελί του, μου έμαθε πολλά. Μετά η οικογένειά μου μετακόμισε στην Αυστραλία. Εκεί βρήκα καλή δουλειά και άρχισα να απομακρύνομαι από την Εκκλησία. Ο Σεβασμιώτατος Ιωάννης, φυσικά, το προέβλεπε. Μου έγραφε γράμματα, τα οποία φυλάω ακόμα και τώρα. Μου εξηγούσε: «Φυσικά μπορείς να ζήσεις στον κόσμο και όλα θα είναι καλά, αλλά όταν γεράσεις, η καρδιά σου θα πονάει που δεν εκπλήρωσες την παιδική σου παρότρυνση προς τον Θεό». Ο Σεβασμιώτατος προειδοποιούσε ότι αυτή η απογοήτευση θα είναι τρομερή, επειδή ο χρόνος δεν μπορεί να γυρίσει πίσω.
Τελικά, πήγα να σπουδάσω στην Ιερατική Σχολή της Αγίας Τριάδας στο Τζόρντανβιλ των ΗΠΑ. Πνευματικός μου εκεί ήταν ο Αρχιμανδρίτης Κωνσταντίνος (Ζάιτσεβ). Ήταν ένας πολύ μορφωμένος άνθρωπος που γνώριζε πολλές γλώσσες. Γνωριζόμασταν από τη Σαγκάη, όπου αυτός διακονούσε τον Σεβασμιώτατο Ιωάννη στον καθεδρικό ναό.
Μια μέρα του μιλούσα για τη ζωή μου, για το πώς ζήλευα τον αδελφό μου, ο οποίος είχε ήδη παντρευτεί, αλλά εγώ δεν μπορούσα να βρω το έτερο μου ήμισυ. Και τότε ο πατήρ Κωνσταντίνος μου λέει: «Έχεις ζητήσει ποτέ από τον Θεό να σου στείλει γυναίκα;» Του απαντώ: «Αφού ο Θεός έτσι και αλλιώς γνωρίζει όλα όσα θέλω». Και ο πατήρ Κωνσταντίνος ξανά: «Άλλο σε ρωτάω. Του το έχεις ζητήσει συγκεκριμένα;» «Όχι», του λέω. «Λοιπόν, ξεκίνα να ζητάς από τον Θεό να σου στείλει σύντροφο ζωής».
Οπότε, κάθε μέρα, μετά από τις πρωινές και βραδινές προσευχές, άρχισα να προσθέτω: «Κύριε, στείλε μου σύζυγο». Δεν πέρασαν έξι μήνες και γνώρισα τη μελλοντική μου σύζυγο. Η οικογένειά της είχε μετακομίσει από το Μαρόκο στην πόλη Συρακούσες των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν ήταν πολύ μακριά από τη σχολή μας. Και να που, το Πάσχα, μετά την γιορτινή Θεία λειτουργία, πήγα στο δωμάτιό μου να κοιμηθώ. Ξαφνικά, χτυπάει την πόρτα ο συμφοιτητής μου Βίκτωρ Λοχμάτοβ, ο οποίος τώρα υπηρετεί στο Τζόρντανβιλ ως πρωτοδιάκονος, λέγοντας μου: «Ε, Γιώργη, σήκω!».
– Τι έγινε; Τρελάθηκες; Θέλω να κοιμηθώ.
– Ήρθε μια οικογένεια από το Μαρόκο.
– Τι είναι αυτό;
– Μια οικογένεια Ρώσων από το Μαρόκο, τρείς κοπέλες. Πρέπει να γνωριστούμε και να τους ευχηθούμε για τη γιορτή του Πάσχα.
Τότε, αμέσως φόρεσα το ζωστικό και ξεκινήσαμε για τις Συρακούσες. Φτάσαμε γύρω στις 8 το πρωί. Εννοείται πως κανένας δε μας περίμενε, όλοι κοιμόντουσαν. Τελικά, μας άνοιξαν την πόρτα. Τους λέμε: «Ήρθαμε να σας ευχηθούμε για τη γιορτή του Πάσχα. Χριστός Ανέστη!»
Μας υποδέχτηκαν και οι τρείς αδελφές. Εμένα μου άρεσε αμέσως η μεγαλύτερη, η Αικατερίνη. Γνωριστήκαμε. Άρχισα να της γράφω γράμματα. Την αγάπησα, ανταποκρίθηκε και εκείνη. Μας στεφάνωσε ο Πρωτοπρεσβύτερος Μπορίς Κιτσένκο, ο οποίος λειτουργούσε στις Συρακούσες. Από τότε πέρασαν πάνω από πενήντα χρόνια. Βλέπω ότι ο Κύριος τα διευθετεί όλα στη ζωή. Οδηγεί όσους Τον αγαπούν και Τον αναζητούν. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Τα πάντα γίνονται σύμφωνα με την Πρόνοιά Του».
Παραδόξως, μια μέρα, καθώς άκουσα αυτή την ιστορία για πολλοστή φορά, ένιωσα ότι κάτι με τσίμπησε στην καρδιά: η συγκεκριμένη ερώτηση – «το έχεις ζητήσει από τον Θεό;» – που είχε τεθεί πριν από μισό και πλέον αιώνα, και όχι καν σε μένα, ήταν ακριβώς για μένα! Πράγματι, έχω τόσα πολλά να Του ζητήσω, και για την υγεία μου και για την οικογένειά μου και για τη δουλειά μου. Μα εγώ δεν Του τα ζητάω. Σκέφτομαι: αφού τα ξέρει όλα, γιατί να Του τα υπενθυμίζω; Αλλά, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, τις περισσότερες φορές απλώς βαριέμαι.
Οπότε, άρχισα σιγά-σιγά να προσθέτω στις πρωινές και βραδινές προσευχές μου αιτήματα για αυτά που θα ήθελα. Μερικές φορές συσσωρευόταν ολόκληρος κατάλογος. Κάποια πράγματα εκπληρώνονταν σχεδόν στιγμιαία, κάποια άλλα περιμένω ακόμα. Κάποια μάλιστα έπρεπε να τα εξομολογηθώ. Και εδώ πήρα ένα ακόμη μάθημα. Κάποτε, όταν εξομολογήθηκα ότι πάντα θέλω να είναι τα πράγματα «όπως θέλω εγώ», ο παππούλης μου απάντησε: «Να τα ζητάτε έτσι: Κύριε, ξέρω ότι Εσύ γνωρίζεις τι είναι καλύτερο για μένα, γενηθήτω το θέλημά Σου. Αλλά άκουσε τα αιτήματά μου και κάνε αυτό που είναι καλό για μένα».
Τόσες φορές μου έχει συμβεί: να ονειρεύεσαι κάτι, αλλά τελικά να γίνεται τελείως διαφορετικά, όμως, στο τέλος αποδεικνύεται ότι έτσι ήταν καλύτερα. Ποτέ δεν ξέρουμε τι μας περιμένει πίσω από τη γωνία. Ο Κύριος, όμως, γνωρίζει, και ίσως «κανονίζοντας» μια απρόβλεπτη καθυστέρηση πέντε λεπτών, μας σώζει τη ζωή. Ή μας επιτρέπει να περάσουμε μια αρρώστια για να καταλάβουμε κάτι και να αποφύγουμε κάτι. Ως Πατέρας, ακούει όλα τα αιτήματά μας, αλλά ως Αγάπη, δίνει στα παιδιά Του μόνο ό,τι τους είναι χρήσιμο.
Τώρα, λοιπόν, σκέφτομαι: τι χρήσιμο θέλει να μου δώσει; Δεν κατάλαβα ακόμα, αλλά πιστεύω ότι θα έχω τις δυνάμεις να το κάνω. Το πιο σημαντικό είναι ότι χάρη στην ιστορία του πατέρα Γεωργίου ένιωσα ότι μπορούμε και πρέπει να ζητάμε πράγματα από τον Θεό. Και κάθε τόσο ανακαλώ στη μνήμη μου το ερώτημα: «Το έχεις ζητήσει ποτέ από τον Θεό;».