Στις 26 Ιουνίου (14 Ιουνίου με το παλαιό ημερολόγιο) ο Αυτοκράτορας Νικόλαος και η Αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα απέκτησαν την τρίτη τους κόρη, τη Μαρία.
Η Μαρία ήταν καλόψυχη, εύθυμη, συμπονετική και θρησκευόμενη. Χαρακτηριζόταν για σταθερότητα και δύναμη χαρακτήρα. Ήταν πολύ δεμένη με τους γονείς της. Στην οικογένεια την αποκαλούσαν «Μαρί» ή «Μαράκι». Η Μαρία ήταν σωματικά πολύ δυνατή. Όταν ο αδελφός της, ο Τσάρεβιτς Αλέξιος, ήταν άρρωστος και δεν μπορούσε να περπατάει μόνος του, φώναζε την αδελφή του και εκείνη τον σήκωνε με ευκολία και τον μετακινούσε από μέρος σε μέρος. Άνθρωποι που γνώριζαν τη βασιλική οικογένεια έλεγαν ότι στην εμφάνιση και τη δύναμη έμοιαζε στον παππού της, τον αυτοκράτορα Αλέξανδρο Γ΄. Την τρίτη κόρη του Αυτοκράτορα την σύγκριναν με Ρωσίδα Βογιαρίνα του 17ου αιώνα.
Η Σοφία του Ιακώβ Οφρόσιμοβα, Κυρία επί των τιμών της Αυτοκράτειρας, γράφει στα απομνημονεύματά της:
«Μπορεί κανείς κάλλιστα να την ονομάσει Ρωσίδα καλλονή. Ψηλή, γεμάτη, με πυκνά καλλίγραμμα φρύδια, με ροδοκόκκινα μάγουλα στο ανοιχτό ρώσικο πρόσωπο, είναι ιδιαίτερα αγαπητή στη ρώσικη καρδιά. Την κοιτάζεις και ακούσια την φαντάζεσαι ντυμένη με ένα ρώσικο μπογιάρικο σαραφάνι».
Η Μεγάλη Δούκισσα Μαρία ήταν όμορφη, ψηλή, μεγαλόσωμη για την ηλικία της, με μεγάλα μπλε μάτια, που η οικογένειά της τα αποκαλούσε «τα πιατάκια της Μαρίας».
Στα απομνημονεύματα της Ιουλίας (Λιλί) Ντεν, Κυρίας επί των τιμών και φίλης της Αυτοκράτειρας διαβάζουμε:
«Η Υψηλότητά της ήταν εντυπωσιακά όμορφη… μάτια με μακριές πυκνές βλεφαρίδες, πυκνά σκούρα καστανά μαλλιά».
Η Σοφία του Ιακώβ Οφρόσιμοβα, Κυρία επί των τιμών της Αυτοκράτειρας, γράφει στα απομνημονεύματά της:
«Τα μάτια της φωτίζουν όλο της το πρόσωπο με μια ιδιαίτερη, απαστράπτουσα λάμψη· αυτά … μερικές φορές φαίνονται μαύρα, οι μακριές βλεφαρίδες ρίχνουν σκιά πάνω στα ροδοκόκκινα τρυφερά μάγουλά της. Είναι χαρούμενη και ζωηρή, αλλά δεν έχει ακόμη ξυπνήσει για ζωή· μέσα της, μάλλον, κρύβονται οι απέραντες δυνάμεις μιας αληθινής Ρωσίδας γυναίκας.
Στην εμφάνιση και τη δύναμη έμοιαζε στον παππού της, τον αυτοκράτορα Αλέξανδρο Γ΄
Ήταν ένα παιδί που δεν προκαλούσε ιδιαίτερα προβλήματα στους βασιλικούς γονείς της. Όταν μια φορά η μικρή Μαρία είχε αρπάξει μερικά γλυκά ψωμάκια από το τραπέζι χωρίς να ρωτήσει, ο πατέρας της γέλασε και είπε: «Φοβόμουν ότι σύντομα θα αποκτούσε φτερά σαν του αγγέλου, και χαίρομαι πολύ που κάνει αταξίες και ζαβολιές όπως κάνει ένα κανονικό παιδί».
Η Μεγάλη Δούκισσα Μαρία με την μικρότερη αδελφή της μοιράζονταν το ίδιο δωμάτιο, όπου οι μικρές ζαβολιάρες έπαιζαν κούκλες, επιτραπέζια παιχνίδια, ζωγράφιζαν, πετούσαν μαξιλάρια η μία στην άλλη, χτυπούσαν τα πόδια τους στο πάτωμα, άκουγαν δυνατά μουσική, όπως κάνουν όλα τα κορίτσια της ηλικίας τους. Οι δύο μεγαλύτερες πριγκίπισσες, όταν άκουγαν χαρούμενα γέλια από το διπλανό δωμάτιο, πήγαιναν συχνά τρέχοντας και φούντωνε ξανά η φασαρία και τα θορυβώδη παιδικά παιχνίδια.
Η Μαρία αγαπούσε να ζωγραφίζει και έφτιαχνε όμορφες νεκρές φύσεις με λουλούδια. Συνήθιζε να χρωματίζει και να ζωγραφίζει στα άλμπουμ και να κολλάει σε αυτά φωτογραφίες.
Η Μεγάλη Δούκισσα μεγάλωνε ως ένα ευαίσθητο και λεπτεπίλεπτο παιδί. Μερικές φορές η Μαρία νόμιζε ότι κανείς δεν την αγαπάει. Σε επιστολές της προς την Αυτοκράτειρα μιλούσε για τα συναισθήματά της, μοιραζόταν τις αμφιβολίες και τις ενδόμυχες σκέψεις της και έπαιρνε απαντητικές επιστολές, που τις φύλαγε με φροντίδα.
Η Αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα Φεοντόροβνα γράφει στην Μεγάλη Δούκισσα Μαρία:
«Αγαπητή μου Μαρούλα. Το γράμμα σου με στεναχώρησε πολύ. Αγαπητό μου παιδί, πρέπει να μου υποσχεθείς ότι δεν θα ξανασκεφτείς ποτέ πως κανείς δεν σε αγαπάει. Πώς μπήκε στο κεφάλι σου μια τόσο ασυνήθιστη σκέψη; Βγάλε την γρήγορα από κει. Όλοι σε αγαπάμε πολύ τρυφερά και μόνο όταν είσαι πολύ ατίθαση, ιδιότροπη και ανυπάκουη σε μαλώνουμε, αλλά το να σε μαλώνουμε δεν σημαίνει ότι δεν σε αγαπάμε. Αντιθέτως, το κάνουμε για να διορθώσεις τα ελαττώματά σου και να γίνεις καλύτερη! <...> Λοιπόν, μην το σκέφτεσαι άλλο και να θυμάσαι ότι μας είσαι εξίσου αγαπητή με τους άλλους τέσσερις και ότι σε αγαπάμε με όλη μας την καρδιά. Η γριά Μάνα σου που σε αγαπάει πολύ».
Και οι τέσσερις κόρες του Τσάρου ήταν πολύ δεμένες μεταξύ τους, αν και μερικές φορές τσακώνονταν, όπως όλα τα παιδιά, αλλά γρήγορα συμφιλιώνονταν. Η Αυτοκράτειρα δίδασκε στις κόρες της ότι έπρεπε να είναι τρυφερές μεταξύ τους και με τους ανθρώπους γύρω τους, να μοιράζονται τα παιχνίδια τους, να βοηθούν την νταντά τους και να προσπαθούν να μην την κουράζουν με υπερβολικές ζαβολιές. Η Δούκισσα Μαρία αγαπούσε πολύ τα μικρά παιδιά. Μπορούσε να περνάει ώρες παίζοντας και νταντεύοντάς τα. Ονειρευόταν να παντρευτεί έναν στρατιώτη και να γίνει μητέρα «τουλάχιστον 20 παιδιών», σύμφωνα με τη νταντά της.
Οι Μεγάλες Δούκισσες έφτιαξαν από τα αρχικά των ονομάτων τους ένα κοινό όνομα: «ΟΤΜΑ – Όλγα, Τατιάνα, Μαρία, Αναστασία» και υπέγραφαν με αυτό επιστολές και φωτογραφίες που προέρχονταν από τις τέσσερις.
Η πριγκίπισσα έδινε μεγάλη σημασία στον εκκλησιασμό, την προσευχή, την εξομολόγηση και τη Θεία Κοινωνία, για τα οποία έγραφε πολλές φορές σε επιστολές προς τη μητέρα της.
Όπως διαβάζουμε σε επιστολές της Μεγάλης Δούκισσας Μαρίας προς τη μητέρα της, την Αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα, το 1915:
«Αγαπητή μου Μαμά! Μου είπες ότι ήθελες να πας να κοινωνήσεις των Αχράντων Μυστηρίων. Ξέρεις, κι εγώ ήθελα να πάω στην αρχή της Σαρακοστής».
«Αγαπητή Μαμά, δεν μπορείς να φανταστείς τι υπέροχο συναίσθημα είχα όταν κοινώνησα. Δεν έχω ξαναζήσει ποτέ κάτι παρόμοιο».
«Ξέρεις, είναι πολύ παράξενο, αλλά όταν βγήκα από το δωμάτιο του Αλέξιου μετά την προσευχή, είχα ένα συναίσθημα σαν να είχα επιστρέψει από εξομολόγηση… ένα τόσο ευχάριστο, ουράνιο συναίσθημα».
Όταν οι Μεγάλες Δούκισσες μεγάλωσαν λίγο, η Αυτοκράτειρα άρχισε να τις μαθαίνει να εργάζονται. Τα κορίτσια μάθαιναν να πλέκουν, να κεντούν, να ράβουν ρούχα, να φτιάχνουν διάφορες χειροτεχνίες, τις οποίες στη συνέχεια χάριζαν σε γνωστούς τους ή τις έστελναν σε φιλανθρωπικά παζάρια.
Η Άννα Βίρουμποβα, Κυρία επί των τιμών και φίλη της Αυτοκράτειρας γράφει στα απομνημονεύματά της:
«Όταν αυτές μεγάλωσαν, τα παιχνίδια παραχώρησαν τη θέση τους στο ράψιμο. Η Αυτοκράτειρα δεν αρεσκόταν καθόλου οι κόρες της να κάθονται με σταυρωμένα χέρια».
Η Μεγάλη Δούκισσα Μαρία με επίσημο φόρεμα Όλες οι πριγκίπισσες ντύνονταν απλά και σεμνά, χωρίς να τονίζουν με κανέναν τρόπο την υψηλή τους θέση στην κοινωνία. Μόνο στις λίγες επίσημες φωτογραφίες που έχουν τραβηχτεί σε σημαντικές εκδηλώσεις μπορεί κανείς να δει τα παιδιά του βασιλικού ζεύγους με παραδοσιακό ρώσικο κοκόσνικ και επίσημα φορέματα της αυλής που έμοιαζαν με ρώσικη λαϊκή φορεσιά.
Η Τσαρική οικογένεια αγαπούσε πολύ τη ρώσικη λαϊκή παράδοση, τη μουσική και το χορωδιακό τραγούδι. Παρακολουθούσαν συναυλίες αρχάριων ποιητών, ερμηνευτών παραδοσιακής μουσικής και χορωδιακών ομάδων. Στα δωμάτια της Αυτοκράτειρας και των Δουκισσών μπορούσε κανείς να δει πίνακες ζωγραφισμένους από Ρώσους καλλιτέχνες. Για παράδειγμα, στην αίθουσα διδασκαλίας των νεότερων Δουκισσών ήταν κρεμασμένος ο πίνακας «Δρόμος σε πευκοδάσος στη Σπάλα» του διάσημου καλλιτέχνη Ιβάν Σίσκιν.
Η Ιουλία (Λιλί) Ντεν, Κυρία επί των τιμών και φίλη της Αυτοκράτειρας γράφει στα απομνημονεύματά της:
«Στις γωνίες των δωματίων ήταν κρεμασμένες αγίες εικόνες. Τα δωμάτια ήταν επιπλωμένα με όμορφες τουαλέτες κρεβατοκάμαρας και καναπέδες με κεντημένα στο χέρι μαξιλάρια. Οι Υψηλότητές τους αγαπούσαν τους πίνακες ζωγραφικής και τη φωτογραφία. Στους τοίχους υπήρχαν κρεμασμένες πολλές φωτογραφίες που είχαν τραβήξει οι ίδιες. Αυτές απεικόνιζαν κυρίως όψεις της τόσο αγαπημένης τους Κριμαίας».
Στα δύσκολα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Μεγάλη Δούκισσα Μαρία, λόγω του πολύ νεαρού της ηλικίας της, δεν μπόρεσε να γίνει πραγματική νοσηλεύτρια χειρουργείου, όπως οι δύο μεγαλύτερες αδελφές της, γεγονός που την στεναχωρούσε πολύ. Όμως, μαζί με τη μικρότερη αδελφή της, στα διαλείμματα των μαθημάτων, πήγαινε στο νοσοκομείο στο Τσάρσκοε Σελό για να βοηθάει το προσωπικό, να ράβει ρούχα για τους τραυματίες, να γράφει γράμματα στους συγγενείς των στρατιωτών που νοσηλεύονταν. Σε καιρό πολέμου, όλες οι μέρες των Δουκισσών ήταν γεμάτες μαθήματα, επισκέψεις σε διάφορα νοσοκομεία και ορφανοτροφεία και προετοιμασίες των απαραίτητων ιατρικών υλικών. Τις Κυριακές πήγαιναν στην εκκλησία και στη συνέχεια επισκέπτονταν γνωστούς ή συγγενείς.
Το 1916, σε μια εορταστική συναυλία, στο νοσοκομείο, που έγινε προς τιμήν της ονομαστικής εορτής της Μεγάλης Δούκισσας Μαρίας ο νεαρός ποιητής Σεργκέι Γεσένιν απήγγειλε ένα ποίημά του αφιερωμένο στις Δούκισσες.
Τον Φεβρουάριο του 1917, όλα τα παιδιά του Τσάρου προσβλήθηκαν από ιλαρά. Η Μεγάλη Δούκισσα Μαρία ήταν η τελευταία που αρρώστησε. Το σκοτεινό κρύο βράδυ της 13ης Μαρτίου (με το παλαιό ημερολόγιο 28 Φεβρουαρίου), εν μέσω των επαναστατικών γεγονότων, η ίδια, που αισθανόταν ήδη αδιάθετη, μαζί με την Αυτοκράτειρα βγήκαν στο κρύο για να μιλήσουν στους στρατιώτες, να τους ενθαρρύνουν και να αποτρέψουν πιθανή αιματοχυσία. Το έντονο άγχος που βίωσε επιδείνωσε την πορεία της ασθένειας της. Η Δούκισσα έμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα ξαπλωμένη με υψηλό πυρετό και ο γιατρός φοβόταν για τη ζωή της. Όμως, ο δυνατός και νεανικός της οργανισμός κατάφερε να ξεπεράσει την ασθένεια. Βέβαια, και η παρουσία και η στοργική φροντίδα της μητέρας και του πατέρα της απάλυναν τον πόνο της Μαρίας, οπότε, με την έναρξη των ζεστών ανοιξιάτικων ημερών άρχισε σταδιακά να αναρρώνει.
Από τα απομνημονεύματα της Ιουλίας (Λιλί) Ντεν, Κυρίας επί των τιμών και φίλης της Αυτοκράτειρας μαθαίνουμε:
«Ήταν σκέτο μάλαμα και διέθετε τεράστια εσωτερική δύναμη. Ωστόσο, μέχρι τον ερχομό εκείνων των εφιαλτικών ημερών, δεν είχα ιδέα πόση αυταπάρνηση διέθετε».
Τα παιδιά του Τσάρου με επίσημες φορεσιές
Με την ειλικρίνεια και την καλοσύνη της, η Δούκισσα Μαρία κατάφερε να κερδίσει τη συμπάθεια των στρατιωτών που είχαν τοποθετηθεί να φυλάνε την Τσαρική οικογένεια. Οι στρατιώτες την σέβονταν. Μπορούσε να επιπλήξει αυστηρά στρατιώτη σε περίπτωση που ξεστόμιζε βρισιά μπροστά της.
Ο στρατηγός Μιχαήλ Ντίτεριχς έγραφε στο βιβλίο του για την διερεύνηση της δολοφονίας της Τσαρικής Οικογένειας:
«Η Μεγάλη Δούκισσα Μαρία Νικολάεβνα ήταν η πιο όμορφη, με τυπική ρωσική εμφάνιση, καλοκάγαθη, χαρούμενη, με ισορροπημένο χαρακτήρα, εύθυμη κοπέλα. Αγαπούσε και ήξερε να μιλάει με όλους, ιδιαίτερα με τον απλό άνθρωπο. Στη διάρκεια των περιπάτων της στο πάρκο, άρχιζε πάντα μια συζήτηση με τους στρατιώτες της φρουράς, τους έκανε ερωτήσεις και θυμόταν πολύ καλά για τον καθένα πώς λένε τη γυναίκα του, πόσα παιδιά έχει, πόση γη και ούτω καθεξής. Πάντα έβρισκε πολλά κοινού ενδιαφέροντος θέματα για να συζητήσει μαζί τους».
Με την ειλικρίνεια και την καλοσύνη της, η Δούκισσα Μαρία κατάφερε να κερδίσει τη συμπάθεια των στρατιωτών που είχαν τοποθετηθεί να φυλάνε την Τσαρική οικογένεια
Όταν ένας κομισάριος έφτασε στο Τομπόλσκ για να μεταφέρει τον Αυτοκράτορα σε άγνωστο προορισμό, η Αυτοκράτειρα αποφάσισε να πάει μαζί του. Οι δύο μεγαλύτερες κόρες παρέμειναν στην πόλη με τον άρρωστο Τσάρεβιτς και αποφασίστηκε η Μαρία να πάει με τους γονείς της.
Το ταξίδι ήταν δύσκολο και ανήσυχο. Οι βασιλικοί αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στο Αικατερινμπούργκ, στο σπίτι Ιπάτιεφ. Από εκεί, η Μεγάλη Δούκισσα έγραψε ένα γράμμα στα αδέρφια της που είχαν μείνει πίσω στο Τομπόλσκ, όπου, μέσα από την διαφαινόμενη θλίψη, βρήκε τη δύναμη να γράψει ενθαρρυντικές γραμμές στον αδελφό της.
Στην επιστολή της Μεγάλης Δούκισσας Μαρίας προς τον αδελφό της Αλέξιο διαβάζουμε:
«Είναι δύσκολο να γράψω για κάτι καλό, γιατί εδώ είναι υπερβολικά λίγο το καλό. Όμως, ο Θεός δεν εγκαταλείπει, ο ήλιος λάμπει και τα πουλιά κελαηδάνε».
Όταν τα άλλα παιδιά έφτασαν στο Αικατερινμπούργκ, σχεδόν όλους τους πιστούς σε αυτούς ανθρώπους που τους συνόδευαν τους απομάκρυναν από την Οικογένεια. Οι Δούκισσες δεν είδαν ποτέ ξανά τους δασκάλους τους, τις πιστές τους καμαριέρες και τους υπηρέτες τους. Από το σπίτι του Ιπάτιεφ, όπου κρατούνταν οι βασιλικοί αιχμάλωτοι, σταδιακά απομακρύνθηκαν όλοι όσοι είχαν μείνει πιστοί σε αυτούς. Στο τέλος της φυλάκισης στο σπίτι είχαν παραμείνει, εκτός από την οικογένεια του Αυτοκράτορα, μόνο ο γιατρός Ευγένιος Μπότκιν, μια καμαριέρα, ένας υπηρέτης και ένας μάγειρας. Και αυτοί εκτελέστηκαν όλοι τους μαζί με τη βασιλική οικογένεια.
Η Τσάρεβνα Μαρία υποδέχτηκε τα τελευταία της γενέθλια κάτω από αυξημένη φρούρηση, χωρίς δυνατότητα ούτε καν να κοιτάξει ελεύθερα έξω από το παράθυρο ή να πάει στην εκκλησία. Ήταν 19 ετών.
Τη νύχτα της 17ης Ιουλίου 1918 η Μεγάλη Δούκισσα Μαρία υπέστη μαρτυρικό τέλος μαζί με την οικογένειά της.
Το 2000, αγιοκατατάχτηκε από την Αρχιερατική Σύνοδο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.