Η Σβετλάνα πήγε στην Ιερά Μονή Όπτινα, όταν έμαθε ότι είχε καρκίνο. Η Σβετλάνα είναι παντρεμένη με δύο παιδιά. Στο δρόμο σκεφτόταν: «Τι θα γίνουν τα παιδιά χωρίς εμένα; Τι θα γίνει ο σύζυγος; Πώς μπορώ να τους αφήσω;» Η ασθένεια δεν έγινε αντιληπτή έγκαιρα. Είχε κάνει μεταστάσεις. Αυτές οι λέξεις – καρκίνος, μεταστάσεις – της ακούγονταν τρομερές και αβάσταχτες. Αφού μέχρι πρόσφατα είχε καλή υγεία, ήρεμη ζωή, επιτυχημένη καριέρα, οικογένεια.
Στο δρόμο έκλαιγε με λυγμούς. Πρέπει να ζήσει για τα παιδιά της. Δεν ήθελε να τα αφήσει. Ένιωθε απελπισμένη από φόβο, από αδυναμία να κάνει κάτι.
Η Σβετλάνα είχε την επιθυμία να εξομολογηθεί στο μοναχό της Μονής Όπτινα που φημιζόταν για το διορατικό του χάρισμα. «Πρέπει να ζήσω για τα παιδιά μου», – του είπε στην εξομολόγηση. – «Φοβάμαι να πεθάνω τόσο νέα...». Ο μοναχός της απάντησε:
«Δεν φοβάσαι επειδή είσαι νέα. Οι άνθρωποι φοβούνται να πεθάνουν το ίδιο είτε στα είκοσι είτε στα εβδομήντα. Και το να ζει κανείς για τα παιδιά του είναι λάθος θέση. Πήγαινε, έχεις τη νύχτα μπροστά σου να σκεφτείς και γράψε μου ένα γράμμα: τι στα αλήθεια θέλεις; Τότε θα σου δώσω απάντηση!»
Η νεαρή γυναίκα έφτασε σε απόγνωση και άρχισε να κλαίει με λυγμούς... Σε αυτό το σημείο της διήγησής της, εγώ, όπως ήταν λογικό, έβραζα ήδη από αγανάκτηση. Της έλεγα οργισμένη: «Τι παππούλης είναι αυτός! Εσύ να βρίσκεσαι σε τέτοια κατάσταση και αυτός να σου μιλάει από πάνω με τόση σκληρότητα. Υποθέτω να βρήκες αμέσως έναν άλλον παππούλη;»
Η Σβετλάνα, όμως, δεν πήγε να ψάξει για άλλον ιερέα. Συγκλονισμένη από τη συζήτηση, πήγε να διανυκτερεύσει στο ξενοδοχείο του μοναστηριού και όλη τη νύχτα, κλαίγοντας, προσπαθούσε να γράψει γράμμα στον μοναχό. Παρόλο που έγραφε μέχρι το πρωί, το γράμμα τελικά ήταν πολύ σύντομο, και τα δάκρυά της είχαν στεγνώσει. Με σίγουρο, σταθερό γραφικό χαρακτήρα έγραψε: «Θέλω να ζήσω! Θέλω να ζήσω!» Έγραψε τη φράση αυτή αρκετές φορές. Και η απελπισία της άρχισε να υποχωρεί. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι δεν ήθελε να ζήσει για τα παιδιά της, ούτε καν για τον σύζυγό της. Ήθελε να ζήσει, απλώς να ζήσει!
Πήγε στη λειτουργία με την βεβαιότητα εκείνη που την δυνάμωσε τη νύχτα. Ο μοναχός, πηγαίνοντας στη λειτουργία, πήρε το γράμμα της και μπήκε στο ιερό. Στο τέλος της λειτουργίας βγήκε έξω, έστριψε το ποδόγυρο του μακριού του ενδύματος και έβγαλε μια σακούλα με βότανα. Της είπε: «Αυτό είναι για σένα. Πήγαινε στους γιατρούς και κάνε τις θεραπείες που θα χρειαστεί! Η εγχείρηση θα πάει καλά. Περαστικά!»
Αυτή ήταν και η αλήθεια. Η φίλη μου υποβλήθηκε σε μια δύσκολη εγχείρηση και την επακόλουθη θεραπεία και ανάρρωσε.
Κάποια στιγμή μου είπε το εξής: «Βλέπεις, αν ο μοναχός είχε αρχίσει τότε αμέσως να με παρηγορεί, απλώς θα είχα κλάψει για λίγο και αυτό θα ήταν όλο. Αλλά στις απαντήσεις του υπήρχε στρατηγική. Με έκανε να νιώσω μέσα σε μια νύχτα πόσο πολύ ήθελα πραγματικά να ζήσω: εγώ, ο εαυτός μου, ως προσωπικότητα, ως ξεχωριστή μονάδα του Θεού! Ουσιαστικά θεραπεύτηκα εκείνη τη νύχτα!»
Τι να πεις; Κανένα σχόλιο.