Πρόσωπα της Ιεράς Μονής των Σπηλαίων του Πσκωφ
Κατά τη διάρκεια των πιο σοβαρών σοβιετικών διωγμών του 20ού αιώνα, παρέμεινε το μοναδικό ανδρικό μοναστήρι της ΕΣΣΔ, που δεν έκλεισαν οι Μπολσεβίκοι.
Ιστορικά και κανονικά ερείσματα ενότητας της Ρωσικής Εκκλησίας
Тου Καθηγητή της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας,Ιερέα Μηχαήλ Ζελτόφ.
Λιτανεία προς τιμήν του Αγίου Ειρηνάρχου του Εγκλείστου 2019
Οι προσκυνητές καλύπτουν περίπου 70 χιλομέτρα τις πρώτες τέσσερις μέρες και διανυκτερεύουν δίπλα σε ανακαινιζόμενες εκκλησίες
Μητροπολίτης Ονούφριος μιλά για την πορεία της κανονικής Ορθοδοξίας στην Ουκρανία
Το Τμήμα Πληροφοριών και Μορφώσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας δημοσίευσε τη συνέντευξη του Μακαριωτάτου Μητροπολίτου Κιέβου και πάσης Ουκρανίας κ.κ. Ονουφρίου στο περιοδικό «Pastyr i pastva» («Ο Ποιμένας και το ποίμνιο»).

Ιερομάρτυς Φιόντορ Ρασπαπόφ: Ούτε το βόλι δεν τον πέτυχε

Στις 21 Ιουλίου 1918, ο Φιόντορ Ρασπαπόφ, ιερεύς της Εκκλησίας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην περιοχή των Ουραλίων, δολοφονήθηκε άγρια από τους Μπολσεβίκους. Ήταν μόλις 27 χρονών. Ήταν εξαιρετικός ιεροκήρυκας, μορφωμένος άνθρωπος και μπορούσε να λειτουργεί προς όφελος και της Εκκλησίας του Χριστού, αλλά και της ενορίας του.

Ο Φιόντορ Ρασπαπόφ γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου του 1891 στο χωριό Ποκρόφσκι της επαρχίας Ταμπόλσκ, σε αγροτική οικογένεια. Το αγόρι βαφτίστηκε στην τοπική εκκλησία στις 9 Φεβρουαρίου. Ο Φιόντορ έμεινε στο χωριό του μέχρι το 1906, όταν σε ηλικία δεκαπέντε ετών πέρασε στην πρώτη τάξη του Θεολογικού Σεμιναρίου στο Ταμπόλσκ. Σπούδασε επιτυχώς και τον Ιούνιο του 1912 αποφοίτησε από το σεμινάριο με άριστα, λαμβάνοντας τη δεύτερη θέση στις αποφοιτήριες εξετάσεις. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του απασχολήθηκε στον κύκλο του κηρύγματος, στον οποίο ο Φιόντορ βρέθηκε στην ευχάριστη θέση να μελετήσει, γι αυτό του εμπιστεύονταν συχνά να κάνει κηρύγματα στις εκκλησίες της πόλεως του Ταμπόλσκ. Μετά την αποφοίτηση από τη σχολή, ο Φιόντορ εισήχθη στην Αυτοκρατορική Θεολογική Ακαδημία του Καζάν. Αλλά εκεί, σπούδασε μόνο για ένα χρόνο και τον Σεπτέμβριο του 1913 υπέβαλε στον πρύτανη αίτημα για να τον απολύσει από την ομάδα των φοιτητών «σχετικά με την επιθυμία του να υπηρετήσει στην επισκοπή του Ταμπόλσκ».

Του επετράπη. Παντρεύτηκε την αδελφή ενός συμμαθητή του από το σεμινάριο και στις 5 Νοεμβρίου του 1913 διορίστηκε σε θέση εφημέριου στην εκκλησία του χωριού Γκαέφσκι της επαρχίας Βερχοτούρσκι. Λίγες μέρες αργότερα, κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας στην Εκκλησία Σκορμπιασένσκι της γυναικείας Ιεράς Μονής Νόβο-Τιχβίν, χειροτονήθηκε διάκονος από τον Σεβασμιώτατο Μητροφάνη (Αθωνίτη), Επίσκοπο Γιεκατερίνμπουργκ και Ιρμπίτ. Στη συνέχεια ο Φιόντορ Ρασπαπόφ χειροτονήθηκε ιερέας και διορίστηκε στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου του χωριού Γιελκίνσκι της επαρχίας Βερχοτούρσκι, όπου άρχισε να υπηρετεί. Παράλληλα δίδαξε το Νόμο του Θεού στις σχολές στο Γιελκίνσκι και στο Γκλουμποκόφσκι. Τρεισήμισι χρόνια αργότερα, στις 12 Μαΐου του 1917, διορίστηκε ιερέας στην εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο χωριό Τουρίνσκαγια Σλόμποντα και τον Μάρτιο του 1918 ανέλαβε τη θέση του πρύτανη και προέδρου του πρυτανικού συμβουλίου της επαρχίας Βερχοτούρσκι. Ο πατερούλης Φιόντορ προσέλκυε τους ενορίτες με τα πνευματικά και ξεκάθαρα κηρύγματά του. Ενώ, του ζητούσαν συχνά να κηρύξει και σε άλλες εκκλησίες του Θεού.

Ο ιεροσπουδαστής Φιόντορ Ρασπαπόφ Ο ιεροσπουδαστής Φιόντορ Ρασπαπόφ Τον Ιούλιο του 1918, ένας κάτοικος της Τουρίνσκαγια Σλόμποντα, ο Φεντότ Μαλίσεφ στράφηκε προς τον πατέρα Φιόντορ. Του έδειξε ένα πιστοποιητικό από το σοβιετικό μητρώο σχετικά με ένα διαζύγιο από τη νόμιμη σύζυγό του και ζήτησε να τον παντρέψει με μια νέα νύφη. Ο πατέρας Φιόντορ αρνήθηκε να τον παντρέψει και εξήγησε στον Μαλίσεφ, ότι μόνο οι εκκλησιαστικές άνωθεν αρχές θα μπορούσαν να λύσουν το γάμο του. Αλλά τον συμβούλεψε να επιστρέψει ήρεμα στο σπίτι του και να ξεχάσει τον παράνομο γάμο. Όμως, αντ’ αυτού ο Μαλίσεφ πήγε στην μονάδα του Κόκκινου Στρατού που βρισκόταν στην Τουρίνσκαγια Σλόμποντα και τους διεμύνησε, ότι ο πατέρας Φιόντορ δεν αναγνώριζε τη Σοβιετική εξουσία. Εκεί, κομισάριος ήταν ένας πρώην ενορίτης, πνευματικό τέκνο του ιερέα Νικολάι Αμπρόσοφ και ο οποίος πολύ γρήγορα πέρασε στους Μπολσεβίκους. Πέντε στρατιώτες με τουφέκια υπό τις διαταγές του Αμπρόσοφ παραβίασαν το διαμέρισμα του πατερούλη. Αυτόπτες μάρτυρες κατέθεσαν το διάλογο του κομισσάριου με τον ιερέα:

– Τώρα η ζωή σας είναι στα χέρια μου, ό,τι θέλω, μπορώ να το κάνω σε σας.

– «Κάνετε λάθος», του απάντησε ο πατέρας Φιόντορ, «είμαστε όλοι κάτω από τη δύναμη του Θεού κι ακόμα και τα μαλλιά μας δεν θα πέσουν από το κεφάλι μας χωρίς τη θέλησή Του».

Τον πατέρα Φιόντορ για πρώτη φορά εγκλείστηκε στο τμήμα αγροτικής αυτοδιοίκησης (Βόλοστ). Οι ένοπλοι άνδρες του Κόκκινου Στρατού χλεύαζαν τον πατερούλη: «Να, που τον έπιασαν τον παπά!» Οι ενορίτες, έχοντας μάθει για το περιστατικό, ήθελαν να συνομιλήσουν με τον εκπρόσωπο της διοίκησης της επαρχίας για την απελευθέρωση του ιερέα. Αλλά ο γραμματέας του χωριού τους τρόμαξε: θα συλληφθείτε κι εσείς αν ζητήσετε χάρη για τον ιερέα. Ο πατέρας Φιόντορ μεταφέρθηκε στη φυλακή του Βερχοτούρσκι, όπου πέρασε τέσσερις μέρες.

Αργά το βράδυ, εννέα μεθυσμένοι Μπολσεβίκοι με επικεφαλής τον Αμπρόσοφ εισέβαλαν στο κελί. Άρπαξαν οκτώ έγκλειστους και τους πήγαν στην αυλή της φυλακής βάζοντάς τους στον τοίχο. Την ίδια στιγμή, ένας από τους μεθυσμένος ξέφρενα φώναξε: «Αίμα! Αίμα!».

Ο πατέρας Φιόντορ παρέμεινε ήρεμος, παρηγορώντας τους υπόλοιπους συλληφθέντες: «Μην φοβάστε, ελπίζετε στο Θεό». Ενώ οι κρατούμενοι στέκονταν στον τοίχο και περίμεναν τη μοίρα τους, ο ιερέας στεντόρεια τους διάβαζε την προθανάτεια προσευχή. Μετά τον πρώτο πυροβολισμό, ένας γέρος Εβραίος έπεσε, υπέφερε για μεγάλο χρονικό διάστημα από την αγωνία του θανάτου - τον αποτελείωσαν με το κοντάκι του όπλου. Ο δεύτερος ήταν ο πατέρας Φιόντορ. Οι δολοφόνοι απαίτησαν λύτρα: «Δίνεις χίλια ρούβλια!»

– Πιστεύω, ότι υπάρχει Θεός στον ουρανό, αλλά στη γη δεν θα αγοράσω τη δικαιοσύνη για τη ζωή μου με τα χρήματα. Δεν ανταλλάσσω το σώμα μου και δεν έχετε εξουσία πάνω στην ψυχή μου, απάντησε ο πατέρας Φιόντορ.

Κάποιοι αυτόπτες μάρτυρες αυτών των γεγονότων, είπαν, ότι δεν ζήτησαν λύτρα από τον ιερέα, αλλά τον βασάνισαν με ξυλοδαρμούς. Έξι φορές πυροβολήθηκε, αλλά οι σφαίρες χτύπησαν τον επιστήθιο σταυρό. Μετά από κάθε βολή, έκανε το σημείο του σταυρού, λέγοντας ήρεμα: «Ας είμαστε ζωντανοί». «Αυτός ο παππάς, ήταν ένα είδος αγίου, προφανώς, και η σφαίρα δεν τον έπαιρνε», γι αυτό οι άνδρες του Κόκκινου Στρατού ήταν θυμωμένοι. Στη συνέχεια ο Αμπρόσοφ χύμηξε στον ιερέα. Τον χαστουκίζει στο μάγουλο και φώναζει: «Να, εδώ προσευχήθηκες στο Θεό, αλλά δεν θα σε βοηθήσει, εγώ θα μπορούσα να σε σώσω». Οι εκτελεστές, με βλασφημίες και βρισιές, ξήλωσαν το σταυρό του μάρτυρα και στοχεύοντας το θύμα τους, βλασφήμισαν τα θεία: «Λοιπόν, ας δούμε τώρα αν ο Θεός Σου θα σε σώσει!».

Ο πατέρας Φιόντορ σιωπηλά προσευχήθηκε. Και έπεσε στο έδαφος μετά την έβδομη βολή.

Μετά τον πατέρα Φιόντορ, ένας άλλος άνδρας πυροβολήθηκε. Οι Μπολσεβίκοι έσκαψαν μια τρύπα στην αυλή κι εκεί έριξαν τα πτώματα όσων σκοτώθηκαν εκεί.

Λίγες μέρες αργότερα, μονάδες του Λευκού Στρατού προσέγγισαν το Βερχοτουρίνσκ. Οι Μπολσεβίκοι έφυγαν. Το πτώμα του δολοφονημένου πατρός Φιόντορ από τον τάφο της φυλακής μεταφέρθηκε στον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Τριάδας. Με την παρουσία πλήθους κόσμου, ενταφιάστηκε με τιμές και θάφτηκε στον καθεδρικό αυλόγυρο. Ο Άγιος ιερομάρτυρας Φιόντορ Ρασπαπόφ, αγιοκατατάχτηκε το έτος 2004.

Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Κωνσταντίνος Θώδης

svyatye.online

10/18/2024

×