Έχουμε πολλά παιδάκια στο ναό, το βλέπετε μόνοι σας. Είναι καλό, που οι γονείς τα φέρνουν. Λοιπόν, μια περίπτωση ευτυχίας είναι να βλέπεις όλη την οικογένεια μπροστά στο Θεό, όλη η οικογένεια να στέκει μπρος στη Θεία Κοινωνία.
Μερικές φορές συμβαίνει και το αντίθετο: τα παιδιά να φέρνουν τους γονείς τους στην Εκκλησία.
Πώς; Να, ακούστε.
«Στρατηγός»
Είσοδος στο ναό. Καλλιτέχνης: Άννα Μπογκάνις Μια ιστορία, που θα είναι εντελώς απλή. Η μαμά και η κόρη της πάνε για μια βόλτα. Και πού δεν πήγαν; Φτάνοντας έξω από το ναό, αυθόρμητα η κόρη τρέχει στο ναό. Φανταστείτε την σαν ένα ψίχουλο, ένα βαρελάκι με παχουλά πόδια, θυμάμαι το φορεματάκι της με τρούφες και σε μπλε χρώμα. Οι μπούκλες της σαν λινό, ροδοκόκκινη, σαν πραγματική κούκλα. Κι όμως αυτή η κούκλα προσπαθεί να σκαρφαλώσει στα σκαλιά. Βοηθάει τον εαυτό της με τα χεράκια της, αγκομαχώντας. Στην αρχή, η μητέρα της φοβήθηκε και την πήρε από τα σκαλιά. Μα τι ακολούθησε εδώ! Η τρομπέτα της Ιεριχώς. Η μαμά της έλεγε: «Λοιπόν, μην κλαις, είσαι πριγκίπισσα, οι πριγκίπισσες δεν κλαίνε»... Κι ακόμη μηχανεύτηκε να πει: «Τα κορίτσια δεν κλαίνε. Δεν μπορούσα να κρατηθώ και φώναξα από τη βεράντα: «Ναι, μα δεν έχετε μόνο μια πριγκίπισσα εκεί, αλλά έναν ολόκληρο στρατηγό, μια τέτοια φωνή μπορεί να δώσει μόνο εντολές!» Γέλασαν. Η πριγκίπισσα σπάραζε, σπαρταρούσε στα χέρια της μητέρας της και πάλι εκεί στις σκάλες, ήθελε να σκαρφαλώσει. Της άπλωσα το χέρι μου, αυτή με κοίταξε έτσι, λέγοντάς μου, όχι δεν χρειάζομαι βοήθεια, μπορώ μόνη μου! Και σκαρφάλωσε, ανέβηκε. Και εκεί, μέσα στο ναό, σάστισα για λίγο κρατώντας το ένα χέρι εγώ και το άλλο η μητέρα της. Έτσι περπάτησα μέσα στο ναό μαζί τους, τους εξήγησα τα πάντα και τους έδωσα κεριά για να ανάψουν.
Και ενώ η μαμά της ήταν μαζί τους, η πριγκίπισσά μας έτρεξε ήδη στην Θεία Κοινωνία. Και ακούω σε όλο το ναό πώς φώναζαν το όνομά της: «Αν-γκε-λί-να!»
Αυτή η μητέρα δεν ανησύχησε άλλο πια κι έτσι η πριγκίπισσά μας άρχισε να τρέχει στο ναό συχνά. Και στις ακολουθίες τις εσπερινές στην αρχή. Άρχισαν να την πλησιάζουν μαζί με τη μαμά της στο ευχέλαιο.
Και κάποιο πρωϊνό έφτασαν. Και ενώ η μαμά της ήταν μαζί τους, η πριγκίπισσά μας έτρεξε ήδη στην Θεία Κοινωνία. Και ακούω σε όλο το ναό πώς φώναζαν το όνομά της: «Αν-γκε-λί-να!». Μαμά, κοίταξέ με για ένα λεπτό... αυτό ήταν όλο. Και μετά άρχισαν να προσέρχονται μαζί. Και στη λειτουργία και στη μετάληψη. Πρόσφατα, είδα τον μπαμπά της μαζί τους. Λοιπόν, πώς; Αυτό ήταν όλο, η κόρη τους έδειχνε τη διαδρομή. Μπράβο. Και είπα: στρατηγός θα γίνει.
«Πού είναι η Μαρίνκα;»
Περί τίνος πρόκειται! Να, εδώ στο ναό όπου δουλεύει η φιλενάδα μου, η Ιρίνα Μιχάηλοβνα, συνέβη. Η οικογένεια ήρθε για την εορτή, «για να καθίσουν στη λειτουργία». Είχαν το γιο και την κόρη τους. Εορτασμός, πολλοί άνθρωποι, τα παιδιά πήγαιναν μπροστά για να βάλουν κεριά. «Βαντ, πού είναι η Μαρίνκα;» - «Ω, αυτή δεν ήρθε;» Φοβήθηκαν. Μα η Μαρίνκα τήρησε τη δέουσα σειρά και κοινώνησε. Η οικογένεια παρέμεινε μετά τη λειτουργία για να μιλήσει με τον ιερέα. Αποδείχθηκε, ότι η Μαρίνκα ήταν αβάφτιστη. Κάποια από τις θείες της απαίτησε να την δώσουν σε βαφτισιμιούς, οι οποίοι υποσχέθηκαν ότι θα τηλεφωνήσουν για να έρθουν από την πρωτεύουσα, αλλά τα χρόνια πέρασαν κι έτσι το κορίτσι έμεινε χωρίς να λάβει το Βάπτισμα. Ο ιερέας ήξερε κάποιον κανόνα: ότι εάν κάποιος, όπως έλεγαν, κοινωνούσε εν αγνοία του, τότε θα έπρεπε επειγόντως να βαφτιστεί εκεί. Οι γονείς συμφώνησαν αναμφισβήτητα. Και νονά κατέστη η φίλη μου, η Ιρίνα Μιχάηλοβνα. Τώρα αυτοί δεν έρχονται μόνο για «να καθίσουν στις γιορτές». Αλλά και προσεύχονται, και, όπως λένε, άλλαξαν πολλά στη ζωή τους.
«Μητέρα, Κοινωνία!»
Οι ενορίτες, μου το διηγήθηκαν αυτό. Μια οικογένεια πήρε ένα ορφανό αγοράκι, του οποίου οι μακρινοί συγγενείς είχαν πεθάνει. Δεν ξέρω από ποιες δοκιμασίες κατάφερε να περάσει, καθόσον ήταν σχεδόν αμίλητος, όπως θα λέγαμε σήμερα, μουγγός. Μερικές φορές άρθρωνε μια λέξη, μα μετά παρέμενε σιωπηλός για μέρες. Οι γιατροί διέγνωσαν κάτι δύσκολο, δεν ξέρω λεπτομέρειες: το κεφάλι του, είπαν, δεν είναι στα καλά του. Ο σύζυγος, αλλά και η σύζυγός του, φοβήθηκαν: θα υστερήσει στην ανάπτυξη, δεν θα είναι σε θέση να διαβάσει, να το πάρει πάνω του σε όλη του τη ζωή και εκτός αυτών, είναι και σε ηλικία που πρέπει να πάει σύντομα στο σχολείο, μα πώς θα πάει; Και εκεί που τα έλεγε αυτά, αυτή, η γυναίκα, όπως την κατάλαβα δραστήρια, μεσήλικας ήδη, του λέει: για τι πράγμα βρίσκομαι στη ζωή, για να αλατίζω το καθετί; Μα εδώ υπάρχει ζωντανός άνθρωπος, ποιος θα τον φροντίσει, αφού όλοι τον απορρίπτουν; Θα τον μεγαλώσουμε και θα τον σπουδάσουμε! Μ’ ένα λόγο, τον πήραν. Το αγοράκι ήταν σεμνό και ήσυχο. Μια μέρα ο σύζυγος λέει στη σύζυγό του: «Γιατί κουνάει τα χέρια του εκεί, στη γωνία; Δεν βλέπεις κάτι ιδιαίτερο;». Εκείνη το κοίταξε προσεκτικά: ναι, δεν τα κουνάει, κάνει το σταυρό του! Σημαίνει, πως κάπου του το έμαθαν. Στην αρχή δεν άρεσε αυτό στον σύζυγό: «Να το ξεμάθει, έλεγε, οπωσδήποτε». Η σύζυγος αρνήθηκε. «Άκουσε, του λέει, το παιδί έχει ήδη βιώσει πολλά σε ένα πλήρες πρόγραμμα, ενώ στη μετέπειτα ζωή του δεν ξέρω καν τι τον περιμένει. Πρέπει να τα ξεγράψει όλα αυτά; Προσεύχεται, κάπως με τον δικό του τρόπο, ας προσεύχεται, δεν θα χειροτερέψει κάνοντας αυτό».
Οι μέρες περνούσαν, προσκάλεσε κάποιους ειδικούς, τα μελετούσε αυτά. Έπεισε τον σύζυγό της, στη γωνία όπου το αγόρι έκανε το σταυρό του, να βάλει μια εικόνα, την βρήκαν κιόλας. Επικαλέστηκε έναν ψυχολόγο που της είπε: αφού το αγόρι προσεύχεται, σημαίνει ότι υπήρχαν κάπου στο παρελθόν εικόνες δίπλα του, και έτσι τώρα θα είναι πιο ήρεμος. Άρχισε να την αποκαλεί μαμά.
Στην αρχή πήγαιναν στο ναό, «για να κάνουν καλό για το παιδί, αλλιώς τους ταλαιπωρούσε» και στη συνέχεια άρχισαν να προσεύχονται μαζί του
Και να κάποια στιγμή έρχεται και της δείχνει τα χείλη του. Σκέφτηκε ότι του πονάει κάτι. Και της λέει: «Μαμά, κοινωνία!» Εκείνη δεν κατάλαβε τη λέξη την πρώτη φορά. Μετά πήγε να δει πώς ήταν το παιδί. Το αγόρι ήταν συνήθως ήσυχο, πολύ ήσυχο, αλλά από αυτό δεν έφευγε, επίμονα έλεγε: «Κοινωνία!» Η μαμά δεν περίμενε ούτε τον σύζυγό της, ούτε τους ψυχολόγους, αμέσως τηλεφώνησε στο ναό και τους είπε: αυτό κι αυτό, πότε μπορεί ένα παιδί να έρθει στην Κοινωνία; Της εξήγησαν. Το πήρε μαζί της και πήγαν στο ναό. Μόλις το παιδί μπήκε στο ναό, λένε, αμέσως έλαμψε.
Λοιπόν, η κατάσταση έφτασε να τον συνοδεύουν στις λειτουργίες. Στην αρχή πήγαιναν στο ναό, «για να κάνουν καλό για το παιδί, αλλιώς τους ταλαιπωρούσε» και στη συνέχεια άρχισαν να προσεύχονται μαζί του. Δεν ξέρω πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα σε αυτούς περαιτέρω, αλλά οι ίδιοι επισκέπτονταν συνεχώς τις λειτουργίες. Το σίγουρο ήταν, ότι με τη βοήθεια του Θεού, εκεί αμέσως άρχισε και η πρόοδος ως προς τη θεραπεία του. Ακόμη, δε γνωρίζω, αν το έγραψαν σε ένα κρατικό σχολείο ή σε ένα ειδικευόμενο σχολείο, αλλά σίγουρα σε σχολείο όπου φοιτούσαν υγιή παιδιά. Και ήδη μελετά καλά, κι αυτό είναι βέβαιο.
«Φυλαχτό»
Και μια ακόμα ιστορία υπάρχει και είναι δύσκολη. Μια νεαρή γυναίκα αποφάσισε να φέρει το μωρό της για να κοινωνήσει. Τους έφεραν οι φιλενάδες της που ήρθαν για παρέα. Την Κυριακή, το λοιπόν, πήρε το μωρό από τη γιαγιά του, δηλαδή από την πεθερά της, και το έφερε στο ναό. Αλλά η κορούλα της φώναζε, δεν μπορούσαν να την μεταλάβουν. «Συμβαίνει», είπαν οι φιλενάδες.
Αποφάσισε να προσπαθήσει ξανά, την επόμενη Κυριακή. Αυτή τη φορά είχε ήδη πει στην πεθερά της πού θα πήγαινε. Εκείνη ήρθε μαζί τους. Έφτασαν. Η κορούλα πάλι φώναζε. Η πεθερά λέει: «Το βλέπεις, δεν θέλει! Μην πας άλλο, να μην ντροπιαστείς, το παιδί ουρλιάζει!».
Κάποιον τον φέρνουν στο ναό κρατώντας τον από το χέρι από την παιδική του ηλικία. Και κάποιος άλλος φέρνει ο ίδιος τους γονείς του εκεί. Μα όλα αυτά είναι μόνο για καλό
Μα η γυναίκα δεν τα παράτησε. Την επόμενη μέρα πήγε στον καθεδρικό ναό με το παιδί. Ετοιμάστηκε, έντυσε την κόρη της και πήγαν. Και όλα ήταν μια χαρά, τελικά το μωρό μετέλαβε των Αγίων Μυστηρίων. Η μαμά ήταν χαρούμενη. Γυρίζει στο σπίτι και εκεί άρχισε να σκέφτεται κάτι. Πήρε το κοστουμάκι του παιδιού από το καλάθι για τα άπλυτα ρούχα, το οποίο δώρισε στην κόρη της η πεθερά της και άρχισε να το ανασκαλεύει. Σκέφτηκε, ότι η πεθερά της, όταν το παιδί ήταν στο σπίτι της, του το φόρεσε και με αυτό ήρθε στο σπίτι. Καθώς το έπιασε, ένιωθε κάτι ραμμένο στην τσέπη του. Την ξήλωσε και ήταν ιερείς άγιοι! Υπήρχε κάτι... Ειδικότερα, κάτι σαν φυλαχτό. Τότε αυτή τηλεφώνησε στην πεθερά της: «Τι είναι αυτό; Το παιδί θα μπορούσε να πληγωθεί..». Λοιπόν, ας φωνάζουμε! «Ράψε το πάλι, είναι για τη βασκανία, δεν καταλαβαίνεις τίποτα, το πήρα για την εγγονή μου στη γιαγιά»... Η νεαρή μητέρα σχεδόν λιποθύμησε: ποια άλλη «γιαγιά»;! Τραντάχτηκε, τηλεφωνεί στο σύζυγό της. Ο σύζυγος, κι αυτός σοκαρισμένος. Με μια λέξη, είχε μια σοβαρή συζήτηση με τη μητέρα του, αλλά εκείνη καθόλου δεν πτοήθηκε: «Πρέπει να το φέρουμε στη γιαγιά, για να το ξηλώσει, όπως και το έραψε». Της είπε: «Παρόλο που είσαι η μητέρα μου, θα έχεις την εγγονή μόνον αφού σταματήσεις να ασχολείσαι με αυτό το αίσχος!». Το λοιπόν, αυτή η «γιαγιά» αποδείχθηκε πιο σημαντική από την εγγονή της, δυστυχώς. Ο νεαρός δεν γνώριζε, ότι η μητέρα του έδειχνε τόσο ενδιαφέρον. Οι γονείς με το παιδί στην αγκαλιά τους πήγαν να συμβουλευτούν τον ιερέα. Όλα ήταν καλά με αυτούς πλέον. Και το μωρό μεγαλώνει, και οι τρεις τους μαζί πάνε στο ναό τώρα. Και να, επίσης: η μητέρα δεν θα έφερνε το παιδί στο ναό, αν δεν γνώριζαν τι έκανε εκεί η γιαγιά. Για την βασκανία, το να φοράει φυλαχτό η εγγονή σου είναι απαραίτητο να το σοφιστείς... Ο φόβος.
Να, έτσι συμβαίνει. Κάποιον τον φέρνουν στο ναό κρατώντας τον από το χέρι από την παιδική του ηλικία. Και κάποιος άλλος φέρνει ο ίδιος τους γονείς του εκεί. Όλα συμβαίνουν, όλα μας δίνονται από τον Κύριο. Μα όλα αυτά είναι μόνο για καλό.